Κυριακή 15 Ιανουαρίου 2023

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΠΕΡΙ ΕΙΡΗΝΗΣ

ΙΣΟΚΡ 8.1–16

(ΙΣΟΚΡ 8) Προοίμιον (§1–15): Η αποφασιστικότητα του ρήτορα να μιλήσει με "παρρησία" – Πρόθεσις (16): Η πρόταση για σύναψη ειρήνης

Στον Περί Ειρήνης λόγο του ο Ισοκράτης, μετά και την αρνητική για τους Αθηναίους έκβαση του Συμμαχικού πολέμου (357–355 π.Χ.), επιχείρησε να πείσει τους συμπολίτες του να συνάψουν συνθήκη ειρήνης τόσο με τους αποστάτες συμμάχους τους όσο και με τις υπόλοιπες πόλεις, αποδεχόμενοι ακόμη και τους δυσμενείς όρους της ειρήνης του Ανταλκίδα (387 π.Χ.).


[1] Ἅπαντες μὲν εἰώθασιν οἱ παριόντες ἐνθάδε ταῦτα
μέγιστα φάσκειν εἶναι καὶ μάλιστα σπουδῆς ἄξια τῇ πόλει
περὶ ὧν ἂν αὐτοὶ μέλλωσι συμβουλεύσειν· οὐ μὴν ἀλλ’ εἰ καὶ
περὶ ἄλλων τινῶν πραγμάτων ἥρμοσεν τοιαῦτα προειπεῖν,
δοκεῖ μοι πρέπειν καὶ περὶ τῶν νῦν παρόντων ἐντεῦθεν
ποιήσασθαι τὴν ἀρχήν. [2] ἥκομεν γὰρ ἐκκλησιάσοντες
περὶ πολέμου καὶ εἰρήνης, ἃ μεγίστην ἔχει δύναμιν ἐν τῷ
βίῳ τῷ τῶν ἀνθρώπων, καὶ περὶ ὧν ἀνάγκη τοὺς ὀρθῶς
βουλευομένους ἄμεινον τῶν ἄλλων πράττειν. τὸ μὲν οὖν
μέγεθος, ὑπὲρ ὧν συνεληλύθαμεν, τηλικοῦτόν ἐστιν.

[3] Ὁρῶ δ’ ὑμᾶς οὐκ ἐξ ἴσου τῶν λεγόντων τὴν ἀκρόασιν
ποιουμένους, ἀλλὰ τοῖς μὲν προσέχοντας τὸν νοῦν, τῶν δ’
οὐδὲ τὴν φωνὴν ἀνεχομένους. καὶ θαυμαστὸν οὐδὲν ποιεῖτε·
καὶ γὰρ τὸν ἄλλον χρόνον εἰώθατε πάντας τοὺς ἄλλους
ἐκβάλλειν, πλὴν τοὺς συναγορεύοντας ταῖς ὑμετέραις ἐπι-
θυμίαις. [4] ὃ καὶ δικαίως ἄν τις ὑμῖν ἐπιτιμήσειεν, ὅτι
συνειδότες πολλοὺς καὶ μεγάλους οἴκους ὑπὸ τῶν κολα-
κευόντων ἀναστάτους γεγενημένους καὶ μισοῦντες ἐπὶ τῶν
ἰδίων τοὺς ταύτην ἔχοντας τὴν τέχνην, ἐπὶ τῶν κοινῶν οὐχ
ὁμοίως διάκεισθε πρὸς αὐτούς, ἀλλὰ κατηγοροῦντες τῶν
προσιεμένων καὶ χαιρόντων τοῖς τοιούτοις αὐτοὶ φαίνεσθε
μᾶλλον τούτοις πιστεύοντες ἢ τοῖς ἄλλοις πολίταις.

[5] Καὶ γάρ τοι πεποιήκατε τοὺς ῥήτορας μελετᾶν καὶ
φιλοσοφεῖν οὐ τὰ μέλλοντα τῇ πόλει συνοίσειν, ἀλλ’ ὅπως
ἀρέσκοντας ὑμῖν λόγους ἐροῦσιν. ἐφ’ οὓς καὶ νῦν τὸ πλῆθος
αὐτῶν ἐρρύηκεν. πᾶσι γὰρ ἦν φανερὸν ὅτι μᾶλλον ἡσθήσεσθε
τοῖς παρακαλοῦσιν ὑμᾶς ἐπὶ τὸν πόλεμον ἢ τοῖς περὶ τῆς
εἰρήνης συμβουλεύουσιν. [6] οἱ μὲν γὰρ προσδοκίαν ἐμποι-
οῦσιν ὡς καὶ τὰς κτήσεις τὰς ἐν ταῖς πόλεσιν κομιούμεθα
καὶ τὴν δύναμιν ἀναληψόμεθα πάλιν ἣν πρότερον ἐτυγχά-
νομεν ἔχοντες· οἱ δ’ οὐδὲν τοιοῦτον ὑποτείνουσιν, ἀλλ’ ὡς
ἡσυχίαν ἔχειν δεῖ καὶ μὴ μεγάλων ἐπιθυμεῖν παρὰ τὸ
δίκαιον, ἀλλὰ στέργειν τοῖς παροῦσιν, [7] ὃ χαλεπώτατον
πάντων τοῖς πλείστοις τῶν ἀνθρώπων ἐστίν. οὕτω γὰρ
ἐξηρτήμεθα τῶν ἐλπίδων καὶ πρὸς τὰς δοκούσας εἶναι
πλεονεξίας ἀπλήστως ἔχομεν, ὥστ’ οὐδ’ οἱ κεκτημένοι
τοὺς μεγίστους πλούτους μένειν ἐπὶ τούτοις ἐθέλουσιν,
ἀλλ’ ἀεὶ τοῦ πλείονος ὀρεγόμενοι περὶ τῶν ὑπαρχόντων
κινδυνεύουσιν. ὅπερ ἄξιόν ἐστιν δεδιέναι, μὴ καὶ νῦν
ἡμεῖς ἔνοχοι γενώμεθα ταύταις ταῖς ἀνοίαις· [8] λίαν γάρ
τινές μοι δοκοῦσιν ὡρμῆσθαι πρὸς τὸν πόλεμον, ὥσπερ οὐ
τῶν τυχόντων συμβεβουλευκότων, ἀλλὰ τῶν θεῶν ἀκηκοότες
ὅτι κατορθώσομεν ἅπαντα καὶ ῥᾳδίως ἐπικρατήσομεν τῶν
ἐχθρῶν.

Χρὴ δὲ τοὺς νοῦν ἔχοντας περὶ μὲν ὧν ἴσασιν, μὴ
βουλεύεσθαι (περίεργον γάρ) ἀλλὰ πράττειν ὡς ἐγνώκα-
σιν, περὶ ὧν δ’ ἂν βουλεύωνται, μὴ νομίζειν εἰδέναι τὸ συμ-
βησόμενον, ἀλλ’ ὡς δόξῃ μὲν χρωμένους, ὅ τι ἂν τύχῃ δὲ
γενησόμενον ἀγνοοῦντας, οὕτω διανοεῖσθαι περὶ αὐτῶν.

[9] Ὧν ὑμεῖς οὐδέτερον τυγχάνετε ποιοῦντες, ἀλλ’ ὡς οἷόν τε
ταραχωδέστατα διάκεισθε. συνεληλύθατε μὲν γὰρ ὡς δέον ὑμᾶς
ἐξ ἁπάντων τῶν ῥηθέντων ἐκλέξασθαι τὸ βέλτιστον,
ὥσπερ δ’ ἤδη σαφῶς εἰδότες ὃ πρακτέον ἐστίν, οὐκ ἐθέλετ’
ἀκούειν πλὴν τῶν πρὸς ἡδονὴν δημηγορούντων. [10] καίτοι
προσῆκεν ὑμᾶς, εἴπερ ἠβούλεσθε ζητεῖν τὸ τῇ πόλει
συμφέρον, μᾶλλον τοῖς ἐναντιουμένοις ταῖς ὑμετέραις γνώ-
μαις προσέχειν τὸν νοῦν ἢ τοῖς καταχαριζομένοις, εἰδότας
ὅτι τῶν ἐνθάδε παριόντων οἱ μὲν ἃ βούλεσθε λέγοντες
ῥᾳδίως ἐξαπατᾶν δύνανται (τὸ γὰρ πρὸς χάριν ῥηθὲν
ἐπισκοτεῖ τῷ καθορᾶν ὑμᾶς τὸ βέλτιστον), ὑπὸ δὲ τῶν μὴ
πρὸς ἡδονὴν συμβουλευόντων οὐδὲν ἂν πάθοιτε τοιοῦτον·
[11] οὐ γὰρ ἔστιν ὅπως ἂν μεταπεῖσαι δυνηθεῖεν ὑμᾶς, μὴ
φανερὸν τὸ συμφέρον ποιήσαντες. χωρὶς δὲ τούτων πῶς
ἂν ἄνθρωποι καλῶς δυνηθεῖεν ἢ κρῖναι περὶ τῶν γεγενη-
μένων ἢ βουλεύσασθαι περὶ τῶν μελλόντων, εἰ μὴ τοὺς
μὲν λόγους τοὺς τῶν ἐναντιουμένων παρ’ ἀλλήλους ἐξετά-
ζοιεν, αὐτοὶ δ’ αὑτοὺς κοινοὺς ἀμφοτέροις ἀκροατὰς
παράσχοιεν;

[12] Θαυμάζω δὲ τῶν τε πρεσβυτέρων, εἰ μηκέτι
μνημονεύουσιν, καὶ τῶν νεωτέρων, εἰ μηδενὸς ἀκη-
κόασιν, ὅτι διὰ μὲν τοὺς παραινοῦντας ἀντέχεσθαι τῆς
εἰρήνης οὐδὲν πώποτε κακὸν ἐπάθομεν, διὰ δὲ τοὺς ῥᾳδίως
τὸν πόλεμον αἱρουμένους πολλαῖς ἤδη καὶ μεγάλαις συμ-
φοραῖς περιεπέσομεν. ὧν ἡμεῖς οὐδεμίαν ποιούμεθα
μνείαν, ἀλλ’ ἑτοίμως ἔχομεν, μηδὲν εἰς τοὔμπροσθεν ἡμῖν
αὐτοῖς πράττοντες, τριήρεις πληροῦν καὶ χρημάτων εἰσφο-
ρὰς ποιεῖσθαι καὶ βοηθεῖν καὶ πολεμεῖν οἷς ἂν τύχωμεν,
ὥσπερ ἐν ἀλλοτρίᾳ τῇ πόλει κινδυνεύοντες. [13] τούτων δ’
αἴτιόν ἐστιν ὅτι, προσῆκον ὑμᾶς ὁμοίως ὑπὲρ τῶν κοινῶν
ὥσπερ ὑπὲρ τῶν ἰδίων σπουδάζειν, οὐ τὴν αὐτὴν γνώμην
ἔχετε περὶ αὐτῶν, ἀλλ’ ὅταν μὲν ὑπὲρ τῶν ἰδίων βουλεύησθε,
ζητεῖτε συμβούλους τοὺς ἄμεινον φρονοῦντας ὑμῶν αὐτῶν,
ὅταν δ’ ὑπὲρ τῆς πόλεως ἐκκλησιάζητε, τοῖς μὲν τοιού-
τοις ἀπιστεῖτε καὶ φθονεῖτε, τοὺς δὲ πονηροτάτους τῶν
ἐπὶ τὸ βῆμα παριόντων ἀσκεῖτε, καὶ νομίζετε δημοτικωτέ-
ρους εἶναι τοὺς μεθύοντας τῶν νηφόντων καὶ τοὺς νοῦν
οὐκ ἔχοντας τῶν εὖ φρονούντων καὶ τοὺς τὰ τῆς πόλεως
διανεμομένους τῶν ἐκ τῆς ἰδίας οὐσίας ὑμῖν λειτουργούν-
των. ὥστ’ ἄξιον θαυμάζειν, εἴ τις ἐλπίζει τὴν πόλιν
τοιούτοις συμβούλοις χρωμένην ἐπὶ τὸ βέλτιον ἐπιδώσειν.

[14] Ἐγὼ δ’ οἶδα μὲν διότι πρόσαντές ἐστιν ἐναντιοῦσθαι
ταῖς ὑμετέραις διανοίαις, καὶ ὅτι δημοκρατίας οὔσης οὐκ ἔστι
παρρησία, πλὴν ἐνθάδε μὲν τοῖς ἀφρονεστάτοις καὶ μηδὲν
ὑμῶν φροντίζουσιν, ἐν δὲ τῷ θεάτρῳ τοῖς κωμῳδοδιδασκά-
λοις· ὃ καὶ πάντων ἐστὶν δεινότατον, ὅτι τοῖς μὲν ἐκφέ-
ρουσιν εἰς τοὺς ἄλλους Ἕλληνας τὰ τῆς πόλεως ἁμαρτή-
ματα τοσαύτην ἔχετε χάριν ὅσην οὐδὲ τοῖς εὖ ποιοῦσιν,
πρὸς δὲ τοὺς ἐπιπλήττοντας καὶ νουθετοῦντας ὑμᾶς οὕτω
διατίθεσθε δυσκόλως ὥσπερ πρὸς τοὺς κακόν τι τὴν πόλιν
ἐργαζομένους.

[15] Ὅμως δὲ καὶ τούτων ὑπαρχόντων οὐκ ἂν ἀπο-
σταίην ὧν διενοήθην. παρελήλυθα γὰρ οὐ χαριού-
μενος ὑμῖν οὐδὲ χειροτονίαν μνηστεύσων, ἀλλ’ ἀποφανού-
μενος ἃ τυγχάνω γιγνώσκων πρῶτον μὲν περὶ ὧν οἱ πρυ-
τάνεις προτιθέασιν, ἔπειτα περὶ τῶν ἄλλων τῶν τῆς
πόλεως πραγμάτων· οὐδὲν γὰρ ὄφελος ἔσται τῶν νῦν περὶ
τῆς εἰρήνης γνωσθέντων, ἢν μὴ καὶ περὶ τῶν λοιπῶν ὀρθῶς
βουλευσώμεθα.

[16] Φημὶ δ’ οὖν χρῆναι ποιεῖσθαι τὴν εἰρήνην μὴ
μόνον πρὸς Χίους καὶ Ῥοδίους καὶ Βυζαντίους καὶ Κῴους
ἀλλὰ πρὸς ἅπαντας ἀνθρώπους, καὶ χρῆσθαι ταῖς συνθή-
καις μὴ ταύταις αἷς νῦν τινες γεγράφασιν, ἀλλὰ ταῖς
γενομέναις μὲν πρὸς βασιλέα καὶ Λακεδαιμονίους, προσ-
ταττούσαις δὲ τοὺς Ἕλληνας αὐτονόμους εἶναι καὶ τὰς
φρουρὰς ἐκ τῶν ἀλλοτρίων πόλεων ἐξιέναι καὶ τὴν αὑτῶν
ἔχειν ἑκάστους. τούτων γὰρ οὔτε δικαιοτέρας εὑρήσομεν
οὔτε μᾶλλον τῇ πόλει συμφερούσας.

***
Όλοι όσοι παρουσιάζονται σ' αυτό το βήμα συνηθίζουν να υποστηρίζουν (συνήθως υποστηρίζουν) πως εκείνα για τα οποία αυτοί πρόκειται να δώσουν συμβουλές είναι τα πιο σημαντικά και τα πιο αξιοπρόσεκτα ζητήματα· κι όμως, αν για μερικά άλλα ζητήματα ταιριάζει ένας τέτοιος πρόλογος, φρονώ πως επιβάλλεται και για τα σημερινά θέματα από δω κανείς να αρχίσει. Γιατί έχουμε έρθει στη συνέλευση του δήμου για να συζητήσουμε και να αποφασίσουμε για πόλεμο και ειρήνη, για ζητήματα δηλαδή που έχουν πολύ μεγάλη σημασία στη ζωή των ανθρώπων και για τα οποία όσοι σκέφτονται σωστά κατά αναγκαία συνέπεια ευτυχούν περισσότερο (εξασφαλίζουν ζωή πιο ευτυχισμένη) από τους άλλους (που δεν σκέφτονται σωστά). Τόσο μεγάλη λοιπόν είναι η σπουδαιότητα εκείνων των θεμάτων, για τα οποία έχουμε συγκεντρωθεί.

Παρατηρώ όμως πως σεις δεν ακούτε με την ίδια προσοχή τους ρήτορες, αλλά άλλους προσέχετε κι άλλων δεν ανέχεσθε ούτε τη φωνή τους. Και (για να πω την αλήθεια) δεν κάνετε τίποτε το παράξενο· γιατί και στο παρελθόν έχετε συνηθίσει να αποδοκιμάζετε όλους τους άλλους εκτός από κείνους που μιλούν σύμφωνα με τις επιθυμίες σας (που κολακεύουν τις επιθυμίες σας). Γι' αυτή σας όμως τη στάση δικαιολογημένα μπορεί κάποιος να σας κατηγορήσει, γιατί ενώ γνωρίζετε καλά πως πολλά και μεγάλα σπίτια έχουν καταστραφεί από τους κόλακες και ενώ για τις ιδιωτικές σας υποθέσεις μισείτε όσους ασκούν αυτήν την «τέχνη», παρόλα αυτά για τις υποθέσεις της πόλεως δεν δείχνετε τα ίδια αισθήματα γι' αυτούς, αλλά ενώ κατηγορείτε όσους σας πλησιάζουν και χαίρονται για τα τέτοια λόγια, οι ίδιοι φαίνεστε πως δίνετε μεγαλύτερη πίστη σ' αυτούς παρά στους άλλους πολίτες.

Έτσι όμως έχετε κάνει τους ρήτορες να ερευνούν και να φροντίζουν όχι εκείνα που θα είναι συμφέροντα (πλεονεκτήματα) στην πόλη αλλά πώς θα εκφωνήσουν λόγους που θα σας είναι αρεστοί. Για τέτοιους λόγους έχει μαζευτεί και σήμερα αυτό το πλήθος. Γιατί σε όλους ήταν φανερό πως θα ευχαριστηθείτε περισσότερο με κείνους που σας προτρέπουν σε πόλεμο (συνέχιση του πολέμου) παρά με κείνους που σας συμβουλεύουν για την ειρήνη. Γιατί οι μεν υποστηρικτές του πολέμου δημιουργούν την ελπίδα πως τάχα τις περιουσίες που είχαμε στις συμμαχικές πόλεις θα πάρουμε και τη δύναμη που πριν είχαμε θα αποχτήσουμε πάλι· ενώ όσοι υποστηρίζουν την ειρήνη δεν υποδεικνύουν τίποτε τέτοιο αλλά σας συμβουλεύουν πως πρέπει να ζείτε ειρηνικά και να μην επιθυμείτε μεγάλα πράγματα (μεγάλες κτήσεις) παρά το δίκαιο, αλλά να είστε ευχαριστημένοι με όσα έχετε, πράγμα που είναι το πιο δύσκολο απ' όλα για τους περισσότερους ανθρώπους. Γιατί τόσο πολύ είμαστε προσκολλημένοι στις ελπίδες και είμαστε τόσο άπληστοι για όσες φαίνονται πως είναι κέρδη, ώστε ούτε όσοι έχουν πολύ μεγάλο πλούτο θέλουν να αρκούνται σ' αυτόν, αλλά επιθυμώντας πάντοτε περισσότερα κινδυνεύουν να χάσουν όσα έχουν. Αυτό ακριβώς πρέπει να φοβόμαστε, μήπως δηλαδή και μεις τώρα γίνουμε υπεύθυνοι για τέτοιες ανοησίες· γιατί μερικοί μου φαίνονται πως έχουν μεγάλη προθυμία για πόλεμο, σαν να μην τον είχαν συμβουλεύσει κοινοί άνθρωποι, αλλά σαν να είχαν ακούσει από τους θεούς πως θα τα κατορθώσουμε όλα και εύκολα θα νικήσουμε τους εχθρούς.

Οι συνετοί όμως άνθρωποι, για όσα μεν γνωρίζουν, πρέπει να μη σκέφτονται ―περιττό άλλωστε― αλλά να πράττουν όπως έχουν αποφασίσει, για όσα δε σκέφτονται να μη νομίζουν πως ξέρουν εκείνο που θα συμβεί, αλλά έτσι να σκέφτονται γι' αυτά (πως θα πράξουν) ό,τι νομίσουν πως πρέπει να πράξουν, θα γίνει δε ό,τι τύχει.

Από αυτά όμως ούτε σεις ούτε το ένα ούτε το άλλο συμβαίνει να κάνετε, αλλά βρίσκεστε σε όσο το δυνατό μεγαλύτερη σύγχυση. Γιατί από τη μια έχετε συγκεντρωθεί με την εντύπωση πως πρέπει από όλα όσα έχουν ειπωθεί (έχουν προταθεί) να διαλέξετε το καλύτερο, από την άλλη, σαν να ξέρατε πια πολύ καλά εκείνο που πρέπει να γίνει, δεν θέλετε να ακούτε άλλους εκτός από κείνους που δημηγορούν για ευχαρίστησή σας. Κι όμως οφείλατε, αν βέβαια θέλατε να ζητήσετε εκείνο που συνέφερε την πόλη, να προσέχετε πιο πολύ εκείνους που εναντιώνονται στις δικές σας γνώμες παρά εκείνους που σας κολακεύουν προκαλώντας σας ευχαρίστηση, γιατί γνωρίζετε ότι από κείνους που ανεβαίνουν σ' αυτό το βήμα αυτοί που λένε όσα σεις θέλετε εύκολα μπορούν να σας εξαπατούν (γιατί εκείνο που ειπώθηκε για να σας ευχαριστήσει σας θολώνει το μυαλό και δεν μπορείτε να ξεχωρίσετε το άριστο), ενώ από κείνους που σας συμβουλεύουν όχι για να σας ευχαριστήσουν τίποτε τέτοιο δεν μπορείτε να πάθετε· αυτοί καθόλου δεν θα μπορέσουν (δεν υπάρχει τρόπος) να σας μεταπείσουν, αν δεν σας κάνουν ολοφάνερο το συμφέρον σας. Και εκτός από αυτό, πώς είναι δυνατό οι άνθρωποι ή να κρίνουν σωστά για όσα έγιναν ή να πάρουν ορθές αποφάσεις για όσα πρόκειται να γίνουν, αν δεν εξετάζουν αντιπαραβάλλοντας τους λόγους εκείνων που αντιτίθενται μεταξύ τους και δεν γίνονται οι ίδιοι αμερόληπτοι ακροατές και των δύο;

Παραξενεύομαι όμως και με τους μεγαλύτερους από σας που δεν θυμούνται πια, και με τους πιο νέους που δεν έχουν ακούσει από κανέναν ότι ποτέ ως τώρα δεν έχουμε πάθει κανένα κακό από κείνους που συμβουλεύουν να διατηρούμε την ειρήνη, ενώ από κείνους που εύκολα προτιμούν τον πόλεμο υποστήκαμε ως τώρα πολλές και μεγάλες συμφορές. Αυτά όμως εμείς δεν τα θυμόμαστε καθόλου, αλλά είμαστε πρόθυμοι, χωρίς να καλυτερεύουμε καθόλου τα συμφέροντά μας (αν και δεν προάγουμε ούτε κατ' ελάχιστο την ευημερία μας), να εξοπλίζουμε τριήρεις και να συνεισφέρουμε χρηματικά ποσά και να βοηθάμε και να πολεμάμε με όποιους τύχει, σαν να κινδυνεύουμε για κάποια ξένη πόλη, Και αιτία αυτών είναι το γεγονός ότι, ενώ έχετε καθήκον να φροντίζετε για τα ζητήματα της πόλης όπως ακριβώς για τα δικά σας, δεν έχετε την ίδια γνώμη γι' αυτά, αλλά όταν σκέφτεστε για τα ατομικά σας ζητήματα, ζητάτε ως συμβούλους εκείνους που σκέφτονται καλύτερα από σας τους ίδιους, ενώ αντίθετα, όταν μαζεύεστε στην εκκλησία του δήμου για ζητήματα της πόλης, από τη μια δεν έχετε εμπιστοσύνη στους καλούς συμβούλους και τους φθονείτε, και από την άλλη από όσους ανεβαίνουν στο βήμα έχετε σε υπόληψη τους πιο φαύλους και νομίζετε πως οι μεθυσμένοι αγαπούν πιο πολύ το λαό από όσο οι νηφάλιοι και οι πιο ανόητοι από τους συνετούς και όσοι μοιράζονται το δημόσιο χρήμα από κείνους που εκτελούν με δικά τους χρήματα δημόσιες υπηρεσίες. Συνεπώς είναι ν' απορεί κανείς που κάποιος ελπίζει ότι η πόλη, χρησιμοποιώντας τέτοιους συμβούλους, θα σημειώσει πρόοδο.

Εγώ όμως γνωρίζω πως είναι δύσκολο να εναντιώνεται στις δικές σας σκέψεις και γνωρίζω ακόμη πως ενώ έχουμε δημοκρατία δεν υπάρχει ελευθερία λόγου παρά εδώ στην εκκλησία του δήμου μόνο για τους πιο ανόητους και για όσους δεν φροντίζουν καθόλου το συμφέρον σας, και στο θέατρο μόνο για τους κωμικούς ποιητές. Και το πιο φοβερό απ' όλα είναι ότι εκείνους που αποκαλύπτουν στους άλλους Έλληνες τα σφάλματα της πόλης τους ευγνωμονείτε τόσο, όσο ούτε τους ευεργέτες της πόλης, ενώ για κείνους που σας ελέγχουν και σας νουθετούν αισθάνεστε τόση οργή, όση και για κείνους που κάνουν κάποιο κακό στην πόλη. Και παρόλα αυτά δεν μπορώ να απομακρυνθώ από όσα έχω στο νου μου. Γιατί έχω ανεβεί στο βήμα όχι για να σας ευχαριστήσω ούτε για να επιζητήσω να με εκλέξετε (ούτε για να «ψαρέψω» ψήφους) αλλά για να πω τη γνώμη μου για όσα τυχαίνει να ξέρω πρώτα για κείνα που προτείνουν οι πρυτάνεις κι ύστερα για τα άλλα ζητήματα της πόλης· γιατί δεν πρόκειται να 'χουμε κανένα όφελος από κείνα που θα αποφασιστούν για την ειρήνη, αν δεν σκεφτούμε σωστά και για τα άλλα ζητήματα.

Υποστηρίζω λοιπόν πως πρέπει να κάνουμε την ειρήνη όχι μόνο με τους Χίους, τους Ροδίους και τους Βυζαντίους, αλλά με όλους τους ανθρώπους και να εφαρμόσουμε τις συνθήκες όχι μόνο όσες τώρα προτείνουν μερικοί αλλά και όσες έχουμε συνάψει με το βασιλιά των Περσών και τους Λακεδαιμόνιους και οι οποίες επιβάλλουν να είναι οι Έλληνες αυτόνομοι και να αποχωρήσουν οι φρουρές από τις ξένες πόλεις και καθένας να έχει ελεύθερη την πόλη του· (κι αυτό πρέπει να κάνουμε) γιατί δεν θα βρούμε συνθήκες ούτε πιο δίκαιες απ' αυτές ούτε πιο συμφέρουσες για την πόλη μας.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου