Κυριακή 15 Ιανουαρίου 2023

Πλάτωνος: ΓΟΡΓΙΑΣ

Μί­α ΑΠΟ ΤΙΣ ΚΥΡΙΟΤΕΡΕΣ δυ­σκο­λί­ες πού ἀν­τι­με­τω­πί­ζουν συ­χνά οἱ ἀ­να­γνῶ­στες τῶν πλα­τω­νι­κῶν δι­α­λό­γων εἶ­ναι τό νά ἐν­το­πί­σουν τή φω­νή τοῦ ἴ­διου του συγ­γρα­φέ­α πί­σω ἀ­πό τίς δι­α­θλά­σεις της στά πρό­σω­πα πού συμ­με­τέ­χουν σέ αὐτούς. Δι­ό­τι, μο­λο­νό­τι ὁ κύ­ρι­ος ὁ­μι­λη­τής, συ­νή­θως ὁ Σω­κρά­της, ἀ­ναμ­φί­βο­λα ἐκ­προ­σω­πεῖ μί­α ὀ­πτι­κή γω­νί­α ἡ ὁποία ἀν­τι­στοι­χεῖ σέ στά­σεις καί ἀν­τι­λή­ψεις πού ὁ Πλά­των θά ἦ­ταν δι­α­τε­θει­μέ­νος νά συμ­με­ρι­στεῖ, μο­λα­ταύ­τα, οἱ δι­α­φο­ρε­τι­κές πε­ρι­στά­σεις, ἤ ἀ­κό­μη καί οἱ δι­α­φο­ρε­τι­κοί χα­ρα­κτῆ­ρες τῶν συ­νο­μι­λη­τῶν του, συ­χνά φέρ­νουν στήν ἐ­πι­φά­νει­α καί ἄλ­λες πτυ­χές τῆς προ­σω­πι­κό­τη­τάς του καί, μά­λι­στα, ἐ­νί­ο­τε φαί­νον­ται νά ἀν­τι­προ­σω­πεύ­ουν προ­σεγ­γί­σεις μέ τίς ὁποῖες ὁ συγ­γρα­φέ­ας νιώ­θει κά­ποια ἰ­δι­αί­τε­ρη συγ­γέ­νει­α,[1] γι’ αὐτό καί εἶ­ναι σέ θέ­ση νά τίς πα­ρου­σιά­σει μέ ἀ­πα­ρά­μιλ­λη δύ­να­μη καί πει­στι­κό­τη­τα, σάν νά προ­έρ­χον­ται ἀ­πό πρό­σω­πα ὑ­παρ­κτά καί οἰ­κεῖ­α, δίνον­τάς μας τήν ἐν­τύ­πω­ση ὅτι ἀ­κοῦ­με τή φω­νή τους νά φτά­νει ὡς ἐ­μᾶς μέ τή ζων­τά­νια καί τήν αὐ­θεν­τι­κό­τη­τα μιᾶς προ­σω­πι­κῆς κα­τά­θε­σης.

Ὅ­πως εἶναι γνω­στό, ὁ Πλά­των οὐ­δέ­πο­τε ἐμ­φα­νί­ζε­ται ὡς δρῶν πρό­σω­πο στούς δι­α­λό­γους του, ἐνῶ τό ὄ­νο­μά του μνη­μο­νεύ­ε­ται σέ αὐτούς μό­νο σέ δύ­ο πε­ρι­πτώ­σεις, ἁ­πλῶς καί μό­νο γιά νά δη­λω­θεῖ ἡ πα­ρου­σί­α ἤ ἡ ἀ­που­σί­α του.[2] Ἀ­πό τήν ἄλ­λη πλευ­ρά, ἡ μυ­στη­ρι­ώ­δης καί φευ­γα­λέ­α προ­σω­πι­κό­τη­τα τοῦ «Σω­κρά­τη» του, πα­ρά τά στα­θε­ρά καί εὔ­κο­λα ἀ­να­γνω­ρί­σι­μα γνω­ρί­σμα­τά της, δι­ακρί­νε­ται ἀ­πό μι­άν ἀ­νε­ξάν­τλη­τη ἱ­κα­νό­τη­τα προ­σαρ­μο­γῆς στίς ἰ­δι­αί­τε­ρες ἀ­παι­τή­σεις τῆς ἑ­κά­στο­τε συ­ζή­τη­σης, δι­α­τη­ρών­τας ταυ­τό­χρο­να τή χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή της πα­ρα­δο­ξό­τη­τα, τήν πε­ρί­φη­μη ἀ­τοπί­αν της, ἡ ὁ­ποία τοῦ ἐ­πι­τρέ­πει νά πα­ρα­τη­ρεῖ τά τε­κται­νό­με­να ἀ­πό μι­άν ὁ­ρι­σμέ­νη ἀ­πό­στα­ση. Συ­νά­μα, ἐκ­πλήσ­σει δι­αρ­κῶς τό­σο τούς συ­νο­μι­λη­τές του ὅσο καί τούς ἀ­να­γνῶ­στες μέ τίς ἀ­προσ­δό­κη­τες καί συ­χνά ἀ­να­τρε­πτι­κές πα­ρεμ­βά­σεις του, οἱ ὁποῖες ὁ­ρι­σμέ­νες φο­ρές κα­τευ­θύ­νουν τή συ­ζή­τη­ση πρός ἐν­τε­λῶς ἀ­πρόβλε­πτες, ἤ ἄλ­λο­τε ρη­ξι­κέ­λευ­θα πρω­τό­τυ­πες καί και­νο­φα­νεῖς κα­τευ­θύν­σεις. Αὐ­τή ἡ ἱ­κα­νό­τη­τα τοῦ Πλά­τω­να νά ξαφ­νιά­ζει κά­θε τό­σο τόν ἀ­να­γνώ­στη του, κα­θώς τόν ὁ­δη­γεῖ σέ ἀ­πρό­σμε­νες καί, ὄ­χι σπά­νι­α, ἀ­πό­μα­κρες καί φαι­νο­με­νι­κά ἀ­κό­μη καί ἀ­πρό­σι­τες πε­ρι­ο­χές τῆς σκέ­ψης μέ­σα ἀ­πό ἐ­νί­ο­τε πε­ρί­πλο­κους δι­α­λε­κτι­κούς δρό­μους, πού ὡ­στό­σο μοιά­ζουν κα­θό­λα προ­σβά­σι­μοι καί οἰ­κεῖ­οι, εἶ­ναι ἐνας ἀ­πό τούς πα­ρά­γον­τες πού δί­νουν στά ἔργα του τήν ἀ­παρά­μιλ­λη ζων­τά­νια τους καί τή συ­ναρ­πα­στι­κή ἀ­με­σό­τη­τα, ἡ ὁποία ἔ­χει κα­θι­ε­ρώ­σει τή δι­α­χρο­νι­κή ἐμ­βέ­λει­ά τους.

Ὅ­λα αὐτά ἰ­σχύ­ουν, ὡς ἐναν ὁ­ρι­σμέ­νο βαθ­μό, καί γιά τόν προκεί­με­νο δι­ά­λο­γο, ὁ ὁποῖος, ὡ­στό­σο, πα­ρου­σιά­ζει καί ὁ­ρι­σμέ­νες ἀ­ξι­ο­ση­μεί­ω­τες ἰ­δι­ο­μορ­φί­ες πού τόν κά­νουν νά κα­τέ­χει ἐν­τε­λῶς ξε­χω­ρι­στή θέ­ση στό πο­λυ­σχι­δές ἔρ­γο τοῦ συγ­γρα­φέ­α του. Πρῶ­τα ἀπ’ ὅλα, ἀ­νά­με­σα στούς θε­ω­ρού­με­νους ὡς πρώ­ι­μους «σω­κρα­τι­κούς» δι­α­λό­γους του —αὐτούς τῶν ὁ­ποί­ων ἡ συγ­γρα­φή το­πο­θε­τεῖ­ται πρίν ἀ­πό ἐ­κεί­νην τῆς μνη­μει­ώ­δους Πο­λι­τεί­α­ς—, στούς ὁ­ποί­ους ἡ ρε­α­λι­στι­κή πα­ρου­σί­α­ση προ­σώ­πων καί κα­τα­στά­σε­ων δι­α­τη­ρεῖ κυ­ρί­αρ­χη θέ­ση καί πολ­λές φο­ρές κα­θο­ρί­ζει ἀ­πό­φα­σιστι­κά τήν ἐ­ξέ­λι­ξη τῶν συ­ζη­τή­σε­ων, ὁ Γορ­γί­ας ξε­χω­ρί­ζει ἐ­ξαι­τί­ας της ἔ­κτα­σής του (εἶ­ναι ὁ ἐ­κτε­νέ­στε­ρος ἀ­πό ὅλους τους πλα­τω­νι­κούς δι­α­λό­γους, ἄν ἑ­ξαι­ρέ­σου­με τήν Πο­λι­τεί­α, τόν Τί­μαι­ο καί τούς Νό­μους), τῆς ἀ­ρι­στο­τε­χνι­κά ἐ­πε­ξερ­γα­σμέ­νης σπον­δυ­λω­τῆς δο­μῆς του, ἀλ­λά καί τῆς δρα­μα­τι­κῆς ἔν­τα­σης πού χα­ρα­κτη­ρί­ζει τήν ἀν­τι­πα­ρά­θε­ση τοῦ Σω­κρά­τη μέ τούς τρεῖς δι­α­δο­χι­κούς συ­νο­μι­λη­τές μέ τούς ὁ­ποί­ους βρί­σκε­ται ἀν­τι­μέ­τω­πος. Οἱ τε­λευ­ταῖ­οι αὐτοί ἀν­τι­προ­σω­πεύ­ουν δι­α­φο­ρε­τι­κές κοι­νω­νι­κές ὁ­μά­δες καί ἰ­δε­ο­λο­γι­κές κα­τα­βο­λές, ὅμως οἱ το­πο­θε­τή­σεις τους εὐ­θυ­γραμ­μί­ζον­ται τε­λι­κά σέ μί­α ἑ­νι­αί­α προ­πτι­κή, ἡ ὁποία τους ὁ­δη­γεῖ σέ ἀ­πευθεί­ας σύγ­κρου­ση μέ τή φι­λο­σο­φι­κή στά­ση πού δι­α­κη­ρύσ­σει μέ ἐν­τε­λῶς ἀ­συ­νή­θι­στη παρ­ρη­σί­α ὁ Σω­κρά­της. Κατ’ αὐτόν τόν τρό­πο, ἀ­να­δει­κνύ­ε­ται ἡ ρι­ζι­κή ἀν­τί­θε­ση ἀ­νά­με­σα σέ δύ­ο δι­α­με­τρικά ἀν­τι­τι­θέ­με­νες ἀν­τι­λή­ψεις ὅσον ἀφορᾶ τή θέ­ση τοῦ ἀν­θρώ­που στήν κοι­νω­νί­α, ἀλ­λά καί γε­νι­κό­τε­ρα στόν κό­σμο, ἡ ὁποία ἀν­τανα­κλᾶ­ται σέ δύ­ο δι­α­φο­ρε­τι­κά πρό­τυ­πα βί­ου, μέ ἄλ­λα λό­γι­α σέ δύ­ο δι­α­φο­ρε­τι­κές ἐκ­δο­χές ὅ­σον ἀφορᾶ τόν τρό­πο τόν ὁ­ποῖο μπο­ρεῖ νά ἐ­πι­λέ­ξει κα­νείς νά ζή­σει καί νά δι­α­χει­ρι­στεῖ τή ζω­ή του.

Ταυ­τό­χρο­να, ἡ ἀν­τι­με­τώ­πι­ση αὐ­τοῦ του δι­λήμ­μα­τος μᾶς πα­ρέ­χει τή δυ­να­τό­τη­τα, γιά μί­α καί ἴ­σως μο­να­δι­κή φο­ρά, νά δι­α­περά­σου­με τό προ­κά­λυμ­μα πού μέ τό­ση μα­ε­στρί­α ὀρ­θώ­νει συ­νή­θως μπρο­στά μας ὁ Πλά­των μέ­σω τῆς δρα­μα­τι­κῆς σκη­νο­θε­σί­ας τῶν ἄλ­λων δι­α­λό­γων του, ὑ­πο­κρύ­πτον­τας μέ αὐτόν τόν τρό­πο τίς προ­σω­πι­κές του ἀν­τι­δρά­σεις καί ἐ­πι­λο­γές πί­σω ἀ­πό ἐ­κεῖ­νες τῶν χα­ρα­κτή­ρων πού δη­μι­ουρ­γεῖ καί ζων­τα­νεύ­ει μπρο­στά στά μά­τια μας, κα­θώς ἐ­πί­σης πί­σω ἀ­πό τό αἰ­νιγ­μα­τι­κό προ­σω­πεῖ­ο τοῦ Σω­κρά­τη. Δι­ό­τι ὁ τε­λευ­ταῖ­ος, ἐ­πι­κα­λού­με­νος συ­νή­θως τήν ἀ­θε­ράπευ­τη ἀ­γνω­σί­α του ἀλ­λά καί τήν ἀ­κα­τά­βλη­τη ἀ­πο­φα­σι­στι­κό­τη­τά του γιά τήν ἀ­να­ζή­τη­ση μι­ᾶς ἀ­λή­θει­ας πού ὡ­στό­σο μοιά­ζει ἐ­σα­εί ἀ­πό­μα­κρη καί ἀ­πρό­σι­τη, μᾶς ἀ­φή­νει συ­νή­θως σέ μι­ά κα­τά­στα­ση δι­αρ­κοῦς ἀ­πο­ρί­ας, ἀ­νήμ­πο­ρους νά ἐ­ξι­χνι­ά­σου­με τόν δρό­μο πού θά μᾶς ἀ­πο­μα­κρύ­νει ἀ­πό τό ἀ­δι­έ­ξο­δο στό ὁ­ποῖο συ­χνά αἰ­σθα­νό­μα­στε ὅτι μᾶς ἔχει ὁ­δη­γή­σει μέ τίς ἐ­πίμο­νες ἐ­ρώ­τη­σεις του. Ἀν­τιθέ­τως, στόν Γορ­γί­α συ­ναν­τᾶ­με ἐναν Σω­κρά­τη ὁ ὁποῖος εἶ­ναι πρό­θυ­μος νά κα­τα­θέ­σει ὄχι ἁ­πλῶς συγ­κε­κρι­μέ­νες ἀ­πό­ψεις, ἀλ­λά καί ὁ­λό­κλη­ρες ἐ­πε­ξερ­γα­σμέ­νες θε­ω­ρί­ες, κα­θώς ἐ­πί­σης νά ἀ­να­πτύξει καί νά ὑ­πε­ρα­σπι­στεῖ μέ θέρ­μη καί ἀ­πο­φα­σι­στι­κό­τη­τα τίς ἐ­πι­λο­γές του ὅσον ἀφορᾶ τόν τρό­πο τόν ὁποῖο θε­ω­ρεῖ ὅτι εἶ­ναι ὁ κα­λύ­τε­ρος γιά νά ζεῖ­ κα­νείς. Πα­ράλ­λη­λα, προ­βαί­νει χω­ρίς δι­σταγ­μό σέ ἀ­πο­τι­μή­σεις ἱ­στο­ρι­κῶν πε­ρι­στα­τι­κῶν, προ­σώ­πων καί κα­τα­στά­σε­ων, δί­χως νά ἀ­φή­νει νά δι­α­φα­νεῖ τό πα­ρα­μι­κρό ἴ­χνος ἀμ­φιβο­λί­ας ἤ ἀμ­φι­τα­λάν­τευ­σης σχε­τι­κά μέ τήν ἀ­ξί­α ἤ τήν ἀ­πα­ξί­α τους. Κατ’ αὐτόν τόν τρό­πο, τόν βρί­σκου­με νά μᾶς πα­ρου­σιά­ζει μέ ἀ­πο­φα­σι­στι­κό­τη­τα μί­α συγ­κε­κρι­μέ­νη στά­ση ζω­ῆς, ἡ ὁποία ἐ­πί πλέ­ον ἐμ­φα­νί­ζε­ται νά ἐ­πε­ξη­γεῖ καί νά δι­και­ο­λο­γεῖ μέ σα­φή­νει­α καί πλη­ρό­τη­τα τή στά­ση τήν ὁποία κρά­τη­σε ὁ ἴ­διος ἕως τήν ὕ­στα­τη φά­ση τῆς ζω­ῆς του, ὅταν βρέ­θη­κε κα­τη­γο­ρού­με­νος μπρο­στά στά ὄρ­γα­να τῆς ἀ­θη­να­ϊ­κῆς δη­μο­κρα­τί­ας, μέ ἀ­πο­τέ­λε­σμα τήν κα­τα­δί­κη του καί, ἐν τέ­λει, τήν ἐ­κτέ­λε­σή του. Τό σκε­πτι­κό τό ὁποῖο ὁ­δή­γη­σε σέ αὐτή τή δρα­μα­τι­κή κα­τά­λη­ξη, καί τό ὁποῖο κά­πως συγ­κα­λυμ­μέ­να καί μᾶλ­λον ὑ­παι­νι­κτι­κά δι­α­πνέ­ει τήν Ἀ­πο­λο­γί­α καί τόν Κρί­τω­να, ἐ­κτί­θε­ται ἐ­δῶ μέ ἀ­πα­ρά­μιλ­λη ἐ­νάρ­γει­α καί σι­γου­ριά, φέρ­νον­τας στήν ἐ­πι­φά­νει­α τίς θε­με­λι­ώ­δεις καί ἀ­νυπέρ­βλη­τες δι­α­φο­ρές οἱ ὁποῖες ὁ­δή­γη­σαν σέ σύγ­κρου­ση τόν ἀ­νυπο­χώ­ρη­τα ἀ­συμ­βί­βα­στο φι­λό­σο­φο μέ τήν δι­ε­πό­με­νη ἀ­πό σκο­πι­μό­τη­τες καί ὑ­πο­κρι­σί­α πο­λι­τι­κή ζω­ή τῆς πό­λης πού τόν φι­λο­ξέ­νη­σε σέ ὅλη τή ζω­ή του. Δι­ό­τι στόν Γορ­γί­α τά δι­λήμ­μα­τα δέν τί­θεν­ται πιά ἀ­πό τόν Σω­κρά­τη στό πρα­κτι­κό ἐ­πί­πε­δο τῶν ἀ­τομι­κῶν του ἐ­πι­λο­γῶν ἀ­πέ­ναν­τι στά συγ­κε­κρι­μέ­να γε­γο­νό­τα τά ὁποῖα σχε­τί­ζον­ταν μέ τήν κα­τα­δί­κη του, ἀλ­λά προσ­λαμ­βά­νουν τόν γε­νι­κό­τε­ρο θε­ω­ρη­τι­κό χαρακτήρα τῆς ἐ­πι­λο­γῆς ἀ­νά­με­σα σέ δύ­ο δι­α­με­τρι­κά ἀν­τι­τι­θέ­με­νους τρό­πους ζω­ῆς, καί ἀ­ξι­ο­λο­γοῦν­ται μέ κρι­τή­ρι­ο ὄχι τήν ἁ­πλή συ­νέ­πει­ά τους μέ τή στά­ση πού εἶ­χε ἀ­κολου­θή­σει ὁ ἴδιος στήν προ­η­γού­με­νη ζω­ή του, ἀλ­λά μέ γνώ­μο­να τήν ἐ­πί­τευ­ξη ἑνός κα­θο­λι­κό­τε­ρου στό­χου, αὐτοῦ της ἀ­λη­θι­νῆς εὐ­τυ­χί­ας (ἤ, ἀλ­λι­ῶς, τῆς εὐ­δαι­μο­νί­ας), ἡ ὁποία εἶ­χε κα­θι­ε­ρω­θεῖ στή συ­νεί­δη­ση τῶν συγ­χρό­νων του ὡς ἡ ὑ­πέρ­τα­τη ἐ­πι­δί­ω­ξη κά­θε ἐ­χέ­φρο­νος ἀ­τό­μου, στόν βαθ­μό πού αὐτή ἀν­τα­πο­κρί­νε­ται πρός τή βα­θύ­τε­ρη προσ­δο­κί­α του νά ζή­σει κά­νεις ὅσο γί­νε­ται κα­λύ­τε­ρα. Ἡ προ­σπά­θει­α αὐτή, νά ἀ­πο­κα­λυ­φθοῦν τά βα­θύ­τε­ρα κί­νη­τρα πού κα­θο­δή­γη­σαν τόν Σω­κρά­τη στίς ἐ­πι­λο­γές του καί τόν ὤ­θη­σαν νά ἀ­κο­λου­θή­σει τόν φι­λο­σο­φι­κό βί­ο μέ κά­θε κό­στος σέ ὅλη τή δι­άρ­κει­α τῆς ζω­ῆς του, κά­νει ὅμως τε­λι­κά τόν Πλά­τω­να νά ἀ­ναγ­καστεῖ νά ἀ­πο­κα­λύ­ψει καί αὐτός τίς ἐ­σω­τε­ρι­κές συγ­κρού­σεις οἱ ὁποῖες τόν ἔφε­ραν στόν δρό­μο τῆς φι­λο­σο­φι­κῆς ἔ­ρευ­νας, ἀφοῦ πρῶ­τα τόν ὑ­πο­χρέ­ω­σαν νά ἐγ­κα­τα­λεί­ψει τίς ὅποιες φι­λο­δο­ξί­ες ἔ­τρε­φε, ὅπως κά­θε καλ­λι­ερ­γη­μέ­νος Ἀ­θη­ναῖ­ος πού ἀ­νῆ­κε στή δι­κή του κοι­νω­νι­κή τά­ξη, γιά συμ­με­το­χή καί ἀ­νά­δείιξη στόν χῶ­ρο τῆς πο­λι­τι­κῆς δρά­σης.

Ἔ­χου­με τήν τύ­χη νά δι­α­θέ­του­με σή­με­ρα μί­α μο­να­δι­κῆς ση­μα­σί­ας μαρ­τυ­ρί­α, προ­ερ­χό­με­νη ἀ­πό τό χέ­ρι τοῦ ἴ­διου του σύγγρα­φέ­α,[3] ὅπου κα­τα­γρά­φον­ται μέ ἐν­τε­λῶς δι­α­φο­ρε­τι­κό τρό­πο, ἀλ­λά μέ ἀ­νυ­πέρ­βλη­τη ἀ­με­σό­τη­τα καί ἀ­κρί­βει­α, οἱ ἐ­σω­τε­ρι­κές συγ­κρού­σεις οἱ ὁποῖες τόν κα­τέ­τρυ­χαν λί­γο πρίν καί, κυ­ρί­ως, ἀ­μέ­σως με­τά τόν θά­να­το τοῦ ἀ­γα­πη­μέ­νου του δα­σκά­λου, κα­τά τήν πε­ρί­ο­δο πού με­σο­λά­βη­σε ἕ­ως τό πρῶ­το τα­ξί­δι του στή Σι­κε­λί­α, τό 387 π.Χ., σέ ἡ­λι­κί­α σα­ράν­τα ἐ­τῶν:

«Ὅ­ταν κά­πο­τε ἡ­μουν νέ­ος, μοῦ συ­νέ­βη τό ἴ­διο ἀ­κρι­βῶς ὅπως σέ πολ­λούς ἄλ­λους: ἀ­πο­φά­σι­σα, εὐ­θύς μό­λις θά γι­νό­μουν κύ­ρι­ος του ἑ­αυ­τοῦ μου, νά μπῶ στήν πο­λι­τι­κή. Τό­τε λοι­πόν βρέ­θη­κα ἀν­τι­μέ­τω­πος μέ τά ἑξῆς γε­γο­νό­τα: ὡς ἐ­πα­κό­λου­θό της γε­νι­κῆς κα­τα­κραυ­γῆς ἐ­ναν­τί­ον τοῦ τό­τε πο­λι­τεύ­μα­τος, ἐ­πῆλ­θε με­τα­πο­λί­τευ­ση, καί ἐ­πι­κε­φα­λῆς του νέ­ου κα­θε­στῶ­τος ἀ­νέ­λα­βαν πε­νήν­τα ἕνας ἀρ­χη­γοί, ἕνδε­κα μέ­σα στήν πό­λη, δέ­κα στόν Πει­ραι­ά, ἐνῶ τρι­άν­τα ἔ­γι­ναν ἀ­νώ­τα­τοι ἄρ­χον­τες μέ ἀ­πό­λυ­τες ἐ­ξου­σί­ες. Με­ρι­κοί τώ­ρα ἀ­πό αὐτούς ἔ­τυ­χε νά εἶ­ναι συγ­γε­νεῖς καί γνω­στοί μου, κι ἔ­τσι πα­ρευ­θύς μέ κά­λε­σαν νά λά­βω μέ­ρος σέ κά­τι πού ἔ­μοι­α­ζε πώς ἦ­ταν σω­στό. Καί τό­τε μου συ­νέ­βη κά­τι δι­ό­λου πα­ρά­ξε­νο, ἄν λά­βει κα­νείς ὑ­πό­ψη του τό νε­α­ρό της ἡ­λι­κί­ας μου: πί­στε­ψα δηλαδή πώς αὐτοί θά ὁ­δη­γή­σουν τήν πό­λη ἀ­πό μι­ά ζω­ή πού ἦ­ταν ἄ­δι­κη σέ ἕναν δί­και­ο τρό­πο ζω­ῆς, καί ὅτι θά ἀ­σκή­σουν τήν ἐ­ξουσί­α μέ αὐτόν τόν τρό­πο. Τούς πα­ρα­κο­λου­θοῦ­σα λοι­πόν μέ με­γά­λη προ­σο­χή γιά νά δῶ τί θά κά­νουν. Καί εἶ­δα ὅτι μέ­σα σέ λί­γο χρό­νο οἱ ἄν­θρω­ποι ἐ­κεῖ­νοι ἔ­κα­ναν τό προ­η­γού­με­νο πο­λί­τευ­μα νά μοιά­ζει μέ χρυ­σά­φι: ἐ­κτός ἀ­πό ὅλα τά ἄλ­λα, ἔ­στει­λαν τόν ἡ­λι­κι­ω­μέ­νο φί­λο μου, τόν Σω­κρά­τη —γιά τόν ὁποῖο δέν θά δί­στα­ζα νά πῶ ὅτι ὑ­πῆρ­ξε ὁ δι­και­ό­τε­ρος ἄν­θρω­πος τῆς ἐ­πο­χῆς του—, νά συλ­λά­βει μα­ζί μέ ἄλ­λους ἐναν συμ­πο­λί­τη μας καί νά τόν ὁ­δη­γή­σει μέ τή βί­α στόν θά­να­το, ὥ­στε ἔ­τσι νά τόν κά­νουν συμ­μέ­το­χο στίς πρά­ξεις τους εἴ­τε τό ἤ­θε­λε εἴ­τε ὄ­χι. Ἐ­κεῖ­νος ὅμως ἀρ­νή­θη­κε νά ὑ­πα­κού­σει, καί προ­τί­μη­σε νά δι­α­κιν­δυ­νεύ­σει νά πά­θει ὁτι­δή­πο­τε πα­ρά νά γί­νει συ­νερ­γός τους σέ ἀ­νό­σι­ες πρά­ξεις. Ἐ­γώ τά πα­ρα­τη­ροῦ­σα ὅλα αὐτά, κα­θώς καί ἄλ­λα πα­ρό­μοι­α καί δι­ό­λου ἀ­σή­μαν­τα, ὁ­πό­τε ἔ­νι­ω­σα ἀ­γα­νά­κτη­ση καί ἀ­πο­τρα­βή­χτη­κα ἀ­πό ὅσα κα­κά συ­νέ­βαιναν τό­τε. Ὄ­χι πο­λύ ἀρ­γό­τε­ρα, ἀ­να­τρά­πη­κε ἡ κυ­βέρ­νη­ση τῶν Τρι­ά­κον­τα καί γε­νι­κά τό πο­λί­τευ­μα ἐ­κεῖ­νο. Ὁ­πό­τε λοι­πόν καί πά­λι, ἄν καί κά­πως λι­γό­τε­ρο ἔν­το­να, μέ προ­σείλ­κυ­ε πάν­τως ἡ ἐ­πι­θυ­μί­α νά ἀ­σχο­λη­θῶ μέ τά κοι­νά καί νά πο­λι­τευ­τῶ. Ἔ­τσι ὅμως, ὅπως ἦ­ταν τα­ραγ­μέ­να τά πράγ­μα­τα τό­τε, συ­νέ­βαι­ναν πολ­λά πού θά μπο­ροῦ­σαν νά προ­κα­λέ­σουν σέ κά­ποιον ἀ­γα­νά­κτη­ση, κα­θώς δέν εἶ­ναι πα­ρά­ξε­νο σέ πο­λι­τι­κές με­τα­βο­λές οἱ ἀν­τεκ­δι­κή­σεις ὁ­ρι­σμέ­νων ἐ­ναν­τί­ον τῶν ἀν­τι­πά­λων τους νά ξε­περ­νοῦν τά ὅ­ρι­α. Μο­λον­τοῦ­το, οἱ πο­λι­τι­κοί ἐ­ξό­ρι­στοι πού ἐ­πέ­στρε­ψαν τό­τε ἀ­πό τήν ἐ­ξο­ρί­α ἔ­δει­ξαν, ὡς ἐ­πί τό πλεῖ­στον, με­γά­λη με­τρι­ο­πά­θει­α. Τό ἔ­φε­ρε ὅμως ἡ τύ­χη καί ὁ­ρι­σμέ­νοι πού εἶ­χαν πο­λι­τι­κή ἐ­πιρ­ρο­ή κα­τήγ­γει­λαν τόν φί­λο μου τόν Σω­κρά­τη καί τόν ὁ­δή­γη­σαν στό δι­κα­στή­ρι­ο, κα­τη­γο­ρών­τας τον γιά τό πι­ό ἀ­νό­σι­ο καί τό πι­ό ἀ­ται­ρί­α­στο γιά ἐ­κεῖ­νον πράγμα: τοῦ ἄ­σκη­σαν δί­ω­ξη γιά ἀ­σέ­βει­α, καί οἱ ἄλ­λοι τόν κα­τα­δί­κα­σαν καί τόν θα­νά­τω­σαν, ἐ­κεῖ­νον ὁ ὁποῖος εἶ­χε ἀρ­νη­θεῖ τό­τε νά συμ­με­τά­σχει στήν ἀ­νό­σι­α δί­ω­ξη ἐ­ναν­τί­ον ἑνός ἀ­πό τους φί­λους τους πού ἦ­ταν κα­τα­δι­ω­κό­με­νος, ὅταν οἱ ἴ­διοι δυ­στυ­χοῦ­σαν στήν ἐ­ξο­ρί­α. Κα­θώς λοι­πόν τά πα­ρα­τη­ροῦ­σα αὐτά καί τούς ἀν­θρώ­πους πού ἀ­σχο­λοῦν­ται μέ τήν πο­λι­τι­κή, ἀλ­λά καί τούς νό­μους καί τίς πο­λι­τι­κές συ­νή­θει­ες, ὅσο πε­ρισ­σό­τε­ρο τά συλ­λο­γι­ζό­μουν αὐτά ἐ­νό­σω προ­χω­ροῦ­σα στήν ἡ­λι­κί­α, τό­σο πι­ό δύ­σκο­λο μου φαι­νό­ταν νά δι­α­χει­ρί­ζε­ται κα­νείς σω­στά τήν πο­λι­τι­κή ἐ­ξου­σί­α. Ἔ­τσι, ἐνῶ ἀρ­χι­κά ἤ­μουν γε­μά­τος ὁρ­μή, ὅσο τά πα­ρα­τη­ροῦ­σα ὅλα αὐτά καί τά ἔ­βλε­πα νά γί­νον­ται ἄ­νω κά­τω, ἔ­φτα­σα στό τέ­λος νά νιώ­θω ἴ­λιγ­γο. Καί ναί μέν δέν ἔ­πα­ψα νά ἐ­ξε­τά­ζω μέ ποιόν τρό­πο ἄ­ρα­γε θά μπο­ροῦ­σαν ὅλα αὐτά, ἀλ­λά καί τό πο­λι­τι­κό σύ­στη­μα γε­νι­κό­τε­ρα, νά γί­νουν κα­λύ­τε­ρα, ὅμως γιά πο­λι­τι­κή δρά­ση πε­ρί­με­να τήν κα­τάλ­λη­λη εὐ­και­ρί­α. Στό τέ­λος, κα­τά­λα­βα ὅτι κα­μι­ά ἀ­πό τίς σύγ­χρο­νες πό­λεις δέν κυ­βερ­νι­έ­ται σω­στά, ἐ­πει­δή ἡ νο­μο­θε­σί­α τους βρί­σκε­ται σέ μί­α κα­τά­στα­ση πού μπο­ρεῖ νά χα­ρα­κτη­ρι­στεῖ ὡς ἀ­θε­ρά­πευ­τη, ἐ­κτός ἄν με­σο­λα­βή­σει κά­ποια ἀ­ξι­ο­θαύ­μα­στη προ­ερ­γα­σί­α συ­νο­δευ­ό­με­νη ἀ­πό ἐ­ξαι­ρε­τι­κή τύ­χη. Ἔ­τσι ὑ­πο­χρε­ώ­θη­κα νά στρα­φῶ στά λό­γι­α ὥ­στε νά ἐ­παι­νῶ τήν ἀ­λη­θι­νή φι­λο­σο­φί­α καί νά λέ­ω ὅτι μό­νο μέ­σα ἀ­πό αὐτήν εἶ­ναι δυ­να­τόν νά δεῖ κα­νείς τί εἶ­ναι τό δί­και­ο σέ κά­θε πε­ρί­πτω­ση, στόν δη­μό­σι­ο καί στόν ἰ­δι­ω­τι­κό βί­ο. Καί ὅτι ἑ­πο­μέ­νως οἱ γε­νιές τῶν ἀν­θρώ­πων δέν θά πά­ψουν νά ὑ­πο­φέ­ρουν, ὡ­σό­του ἤ ἐ­κεῖ­νοι πού φι­λο­σο­φοῦν σω­στά καί γνή­σι­α κα­τα­λά­βουν τήν πο­λι­τι­κή ἐ­ξου­σί­α, ἤ ἀλ­λι­ῶς ἄν, χά­ρη σέ κάποια θεϊ­κή συγ­κυ­ρί­α, οἱ πο­λί­τι­κοι ἡ­γέ­τες φι­λο­σο­φή­σουν ἀ­λη­θι­νά». (Ἐ­πι­στ. Ζ’ 324b-326b)

Δέν εἶ­ναι πα­ρά­ξε­νο ὅτι στή νε­ό­τε­ρη ἔρευ­να θε­ω­ρεῖ­ται ὡς δε­δο­μέ­νη ἡ σχέ­ση τῆς συγ­γρα­φῆς τοῦ Γορ­γί­α μέ τά γε­γο­νό­τα καί τίς ψυ­χο­λο­γι­κές με­τα­πτώ­σεις πού ἐ­ξι­στο­ροῦν­ται στήν πε­ρι­κο­πή αὐτή τῆς Έ­πι­στο­λη­ς.[4] Τοῦ­το βέ­βαι­α θέ­τει ὁ­ρι­σμέ­να ζη­τή­μα­τα πού σχε­τί­ζον­ται μέ τή χρο­νο­λο­γί­α τῆς συγ­γρα­φῆς τοῦ δι­α­λό­γου, τά ὁποῖα θά συ­ζη­τη­θοῦν στή συ­νέ­χει­α. Ὅ­μως τό πι­ό ση­μαν­τι­κό εἶ­ναι ὅτι μᾶς ἀ­πο­κα­λύ­πτει μέ λε­πτο­μέ­ρει­ες τήν ἐ­σω­τε­ρι­κή ψυ­χο­λο­γι­κή δι­ά­στα­ση τῆς ρή­ξης ἡ ὁ­ποί­α ὤ­θη­σε τόν Πλά­τω­να στήν ἐ­να­σχόλη­σή του μέ τή φι­λο­σο­φί­α, καί τῆς ὁποίας ἡ ἔν­τα­ση δι­α­τρέ­χει ἔκτο­τε ὁ­λό­κλη­ρο τό φι­λο­σο­φι­κό του ἔργο ἐνῶ ἄ­φη­σε ἀ­νε­ξί­τη­λα ση­μά­δια στίς πι­ό κο­ρυ­φαῖ­ες ἐκ­φάν­σεις του. Δι­ό­τι εἶ­ναι σα­φές πώς ἡ ἐ­πι­θυ­μί­α του νά πα­ρέμ­βει στήν πο­λι­τι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα τῆς ἐ­πο­χῆς του πα­ρέ­μει­νε ἀ­σί­γα­στη καί κα­θο­ρι­στι­κή γιά τή δι­α­μόρ­φω­ση τῆς σκέ­ψης του ὡς τό τέ­λος τῆς ζω­ῆς του. Μπο­ροῦ­με συ­νε­πώς νά πού­με ὅτι ὁ Γορ­γί­ας μᾶς πα­ρέ­χει τή δυ­να­τό­τη­τα νά δι­α­κρί­νου­με, πί­σω ἀ­πό τό προ­σω­πεῖ­ο τοῦ κά­πως ἀ­συ­νή­θι­στα ἀ­ποφα­σι­στι­κοῦ καί μα­χη­τι­κοῦ Σω­κρά­τη, νά δι­α­γρά­φε­ται ἡ μορ­φή τοῦ ἴ­διου του Πλά­τω­να, κα­θώς μᾶς προ­σκα­λεῖ σέ μί­α ἐκ βά­θρων ἀ­να­θε­ώ­ρη­ση ὅλων τῶν πο­λι­τι­κῶν ἐ­πι­λο­γῶν καί τῶν βα­σι­κῶν ἠ­θι­κῶν ἀρ­χῶν οἱ ὁποῖες δι­έ­πουν τήν κοι­νω­νι­κή συμ­βί­ω­ση τῶν ἀν­θρώ­πων.

Τό θέ­μα τοῦ δι­α­λό­γου, ὅπως ἀ­πο­τυ­πώ­νε­ται καί στόν (ἀλεξαν­δρι­νῆς προ­έ­λευ­σης) ὑ­πό­τι­τλο πού ἀ­να­γρά­φουν τά με­σαι­ω­νι­κά χει­ρό­γρα­φα πού πα­ρα­δί­δουν τό κεί­με­νο, ἀλ­λά καί ἡ κα­τα­γρα­φή στόν κα­τά­λο­γο τῶν ἔρ­γων τοῦ Πλά­τω­να τήν ὁ­ποί­α μᾶς πα­ρα­δίδει ὁ Δι­ο­γέ­νης Λα­έρ­τι­ος (III 59), εἶ­ναι πε­ρί ῥη­το­ρι­κῆς. Καί πράγ­μα­τι, στό πρῶ­το μέ­ρος του, ἡ συ­ζή­τη­ση ἀ­νά­με­σα στόν Σω­κρά­τη καί τόν Γορ­γί­α ἔχει ὡς ἀν­τι­κεί­με­νό της τά βα­σι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά καί τό ἔρ­γο πού κα­λεῖ­ται νά ἐ­πι­τε­λέ­σει ἡ συγ­κε­κρι­μέ­νη τε­χνι­κή δι­α­χεί­ρι­σης τοῦ λό­γου. Ἡ ἐ­πι­λο­γή αὐτοῦ του θέ­μα­τος, ὅμως, δέν εἶ­ναι κα­θό­λου τυ­χαί­α, ὅπως οὔ­τε καί ἡ πα­ρου­σί­α ὡς ἀρ­χι­κοῦ συ­νο­μι­λη­τῆ τοῦ Σω­κρά­τη τοῦ δι­α­ση­μό­τε­ρου ἀ­πό τούς ρη­το­ρο­δι­δα­σκά­λους τῆς ἐ­πο­χῆς, δε­δο­μέ­νου ὅτι κα­τά τή συγ­κε­κρι­μέ­νη ἱ­στο­ρι­κή πε­ρί­ο­δο τό ζή­τη­μα τῆς ρη­το­ρι­κῆς πα­ρου­σί­α­ζε γιά τόν συγ­γρα­φέ­α ἐν­τε­λῶς ξε­χω­ρι­στό ἐν­δι­α­φέ­ρον.

Δι­ό­τι, πρῶ­τον, ἡ ρη­το­ρι­κή, ὅπως καί ἡ ποί­η­ση, εἶ­χε συν­τελέ­σει ἀ­πο­φα­σι­στι­κά στή δι­α­μόρ­φω­ση τῆς κοι­νῆς γνώ­μης κα­τά τρό­πο πού ὁ­δή­γη­σε στή μοι­ραί­α κα­τα­δί­κη τοῦ Σω­κρά­τη, μέ κύ­ρι­ους ἐκ­προ­σώ­πους της τόν Μέ­λη­το καί τόν Λύ­κω­να (βλ. Ἀ­πολ. 23a4-6), ἀλ­λά ἐ­ξα­κο­λού­θη­σε νά τό ἐ­πι­χει­ρεῖ καί ἀρ­γό­τε­ρα, μέ ἔρ­γα ὅπως ἡ Κα­τη­γο­ρί­α Σω­κρά­τους τοῦ Πο­λυ­κρά­τη.[5] Ἦ­ταν λοι­πόν φυ­σι­κό ὁ Πλά­των νά τήν θε­ω­ρή­σει ὡς ἐνα ἐ­ξαι­ρε­τι­κά ἐ­πι­κίν­δυ­νο ὅ­πλο τό ὁποῖο μπο­ροῦ­σε νά ἔ­χει κα­τα­στρε­πτι­κές συ­νέ­πει­ες στά χέ­ρια ἀν­θρώ­πων πού δέν θά δι­έ­θε­ταν τήν ἀ­παι­τού­με­νη γνώ­ση ἤ παι­δεί­α καί θά ἐ­νερ­γοῦ­σαν πα­ρα­κι­νού­με­νοι ἀ­πό κα­κεντρέ­χει­α ἤ ὑ­στε­ρο­βου­λί­α.

Ἀ­πό τήν ἄλ­λη πλευ­ρά, ἡ δι­α­φο­ρά με­τα­ξύ της ρη­το­ρι­κῆς καί τῆς φι­λο­σο­φί­ας δέν ἦ­ταν κα­τά τήν ἐ­πο­χή ἐ­κεί­νη κα­θό­λου δε­δο­μέ­νη. Ἀ­κό­μη καί ἕνας κα­θι­ε­ρω­μέ­νος δι­δά­σκα­λος τῆς ρη­το­ρι­κῆς ὅπως ὁ Ἰ­σο­κρά­της μπο­ροῦ­σε νά ὀ­νο­μά­ζει τή δι­κή του ἐκ­δο­χή της ρη­το­ρι­κῆς τε­χνι­κῆς τήν ὁ­ποί­α δί­δα­σκε ὡς φι­λο­σο­φί­αν.[6] Ἦ­ταν ἑ­πο­μέ­νως ἀ­πα­ραί­τη­το γιά τόν Πλά­τω­να νά ἀ­πο­σα­φη­νί­σει τή ρι­ζι­κή δι­α­φο­ρο­ποί­η­σή του ἀ­πό τέ­τοιου εἴ­δους δρα­στη­ρι­ό­τη­τες, ὁ­ρι­ο­θε­τών­τας τή ρη­το­ρι­κή καί ὑ­πο­δει­κνύ­ον­τας μέ ἀ­κρί­βει­α τίς οὐ­σι­α­στι­κές δι­α­φο­ρές πού τήν δι­α­χω­ρί­ζουν ἀ­πό τή φι­λο­σο­φί­α, ὅπως ὁ ἴ­διος τήν ἀν­τι­λαμ­βα­νό­ταν καί τήν δί­δα­σκε στή δι­κή του σχο­λή, ὅπου ὡς βα­σι­κό ἐκ­παι­δευ­τι­κό καί ἀ­να­λυ­τι­κό ἐρ­γα­λεῖ­ο ἐ­χρη­σι­μοποι­εῖ­το πλέ­ον ἡ δι­α­λε­κτι­κή.

Τέ­λος, ἡ ρη­το­ρι­κή δέν ἦ­ταν τό­τε, ὅπως εἶ­ναι σή­με­ρα, ἕνα ἁ­πλό φι­λο­λο­γι­κό εἶ­δος, ἀλ­λά τό βα­σι­κό ἔρ­γα­λεῖ­ο κα­τά τήν ἄ­σκη­ση τῆς πο­λι­τι­κῆς. Σέ ἕνα δη­μο­κρα­τι­κό κα­θε­στώς ὅπως αὐτό τῆς Ἀ­θή­νας, ἡ ρη­το­ρι­κή ἱ­κα­νό­τη­τα ἀ­πο­τε­λοῦ­σε ἰ­σχυ­ρό­τα­το ὅ­πλο στά χέ­ρια ἑνός πο­λι­τι­κοῦ, προ­κει­μέ­νου αὐτός νά δι­α­μη­νύ­σει ἤ καί νά ἐ­πι­βά­λει τίς ἀ­πό­ψεις του στίς λα­ϊ­κές συ­νε­λεύ­σεις ὅπου παίρ­νονταν οἱ βα­σι­κές πο­λι­τι­κές ἀ­πο­φά­σεις, γιά νά ὑ­πε­ρα­σπι­στεῖ τίς ἐ­πι­λο­γές του ἤ γιά νά ἐ­πι­τε­θεῖ στούς ἀν­τι­πά­λους του. Ἡ δύ­να­μή της μά­λι­στα αὐ­ξα­νό­ταν στα­θε­ρά σέ ὅλη τήν κλα­σι­κή πε­ρί­ο­δο ὡ­σό­του, κα­τά τόν τέ­ταρ­το αἰώνα, ρή­το­ρες ὅπως ὁ Ἰ­σο­κρα­της, ὁ Δη­μο­σθέ­νης καί ὁ Αἰ­σχί­νης ἔφτα­σαν νά κυ­ρι­αρ­χοῦν ἀ­πό­λυ­τα στήν πο­λι­τι­κή σκη­νή τῆς πό­λης. Ἑ­πο­μέ­νως, ἡ ἐ­ξέ­τα­ση τῆς ρη­το­ρι­κῆς καί τῶν δυ­να­το­τή­των της ἦ­ταν εὔ­λο­γο νά ἐμ­φα­νί­ζε­ται ὡς ἀ­πα­ραί­τη­τη προ­ϋ­πό­θε­ση γιά τή με­λέ­τη τῆς ἀ­σκού­με­νης πο­λι­τι­κῆς πρα­κτι­κῆς καί γιά τήν κα­τα­νό­η­ση τῆς πα­θο­γέ­νει­άς της.

Πράγ­μα­τι, ἤδη κα­τά τήν ἀρ­χαι­ό­τη­τα εἶ­χε γί­νει ἀν­τι­λη­πτό ὅτι οἱ βλέ­ψεις καί ἡ στό­χευ­ση τοῦ Γορ­γί­α ἐ­κτεί­νον­ται πο­λύ πέ­ραν τοῦ θέ­μα­τος τῆς ρη­το­ρι­κῆς, ἡ φύ­ση τῆς ὁποίας ἀ­πο­τε­λεῖ ἁ­πλῶς τό ἔναυ­σμα πού ὁ­δη­γεῖ στήν πραγ­μά­τευ­ση τῶν βα­σι­κῶν προ­βλη­μά­των τά ὁποῖα ἀ­πα­σχο­λοῦ­σαν τόν συγ­γρα­φέ­α, καί πού δέν εἶ­ναι ἄλ­λα ἀ­πό τήν ἠ­θι­κή θε­με­λί­ω­ση τῆς πο­λι­τι­κῆς πρα­κτι­κῆς καί ἡ μέ βά­ση αὐτήν συγ­κρό­τη­ση τοῦ τρό­που ζω­ῆς τοῦ ἀ­τό­μου ἔτσι ὥ­στε τού­τη νά συ­νει­σφέ­ρει στήν ἀ­λη­θι­νή του εὐ­τυ­χί­α. Γιά πα­ρά­δειγ­μα, ὁ Νε­ο­πλα­τω­νι­κός ὑ­πο­μνη­μα­τι­στής τοῦ ἔργου, ὁ Ὀ­λυμπι­ό­δω­ρος, ἀ­να­φέ­ρει πώς ὁ σκο­πός τοῦ ἔρ­γου εἶ­ναι πε­ρί τῶν ἀρ­χῶν τῶν ἠ­θι­κῶν δι­α­λε­χθῆ­ναι τῶν φε­ρου­σῶν ἡ­μᾶς ἐ­πί τήν πο­λι­τι­κήν εὐ­δαι­μο­νί­αν (Prooem. 4, 3.18-20).Ἡ ἐ­κτί­μη­ση αὐτή εἶ­χε ὡς συ­νέ­πει­α νά το­πο­θε­τη­θεῖ ὁ συγ­κε­κρι­μέ­νος δι­ά­λο­γος σέ μί­α ἀ­πό τίς πρῶ­τες βαθ­μί­δες τοῦ προ­γράμ­μα­τος σπου­δῶν πού ἀ­κο­λου­θοῦ­σαν οἱ σχο­λές τῆς ὕ­στε­ρης ἀρ­χαι­ό­τη­τας, δε­δο­μέ­νου ὅτι ἡ πο­λι­τι­κή εὐ­δαι­μο­νί­α καί­ οἱ συ­ναρ­τη­μέ­νες μέ αὐτήν «πο­λι­τι­κές ἀ­ρε­τές» ἐ­θε­ω­ροῦν­το τό­τε ὡς ἡ κα­τώ­τε­ρη βαθ­μί­δα μιᾶς ἱ­ε­ραρ­χί­ας ἀ­ρε­τῶν, οἱ ὁποῖες ὁ­δη­γοῦ­σαν στα­δι­α­κά πρός τίς ἀ­νώ­τε­ρες καί πε­ρισ­σό­τε­ρο θε­ω­ρη­τι­κές, ὡ­σό­του ἐ­πι­τευ­χθεῖ ὁ ὑ­πέρ­τα­τος στό­χος τῆς κα­τά τό δυ­να­τόν ἐ­ξο­μοί­ω­σης μέ τό θεῖ­ο.[7]

Ἡ ἴ­δια ἡ ἔ­κτα­ση τοῦ ἔρ­γου, ἡ φι­λο­δο­ξί­α τοῦ προ­γράμ­μα­τός του, ἀλ­λά καί ἡ μα­ε­στρί­α πού φα­νε­ρώ­νει ὁ συγ­γρα­φέ­ας του κα­τά τήν πα­ρου­σί­α­ση καί τή δι­α­χεί­ρι­ση τῶν προ­σώ­πων τά ὁποῖα παίρ­νουν μέ­ρος στή συ­ζή­τη­ση, κα­θώς ἐ­πί­σης ἡ δει­νό­τη­τα πού ἐ­πι­δει­κνύ­ει μέ τό πῶς χει­ρί­ζε­ται τίς ἐ­ναλ­λα­γές τοῦ ὕ­φους, τοῦ ρυθ­μοῦ καί τοῦ «ὕ­ψους» τῆς γρα­φῆς του, συ­νη­γο­ροῦν ὅτι πρό­κει­ται γιά ἔρ­γο σχε­τι­κῆς ὡ­ρι­μό­τη­τας τοῦ Πλά­τω­να, ὁ ὁποῖος ὅμως κοι­τά­ζει, τρό­πον τι­νά, πρός τό πα­ρελ­θόν, ἀ­να­σκο­πών­τας καί ἀ­ξι­ο­ποι­ών­τας στό ἔ­πα­κρο τά ἐ­πι­τεύγ­μα­τα τῆς πρώ­ι­μης «σω­κρα­τι­κῆς» φά­σης τῆς πα­ρα­γω­γῆς του, ὅπως ἀν­τίστοι­χα ὁ Μέ­νων, μέ τόν ὁποῖο τόν συν­δέ­ουν ση­μαν­τι­κές θε­μα­το­λο­γι­κές συ­νά­φει­ες ἀλ­λά καί ἀ­ξι­ο­πρό­σε­κτες ἀν­τι­θέ­σεις, κοι­τά­ζει πρός τό μέλ­λον, ἀ­φή­νον­τας ἔτσι γιά πάν­τα πί­σω του τήν κα­θα­ρά ἀ­πο­ρη­τι­κή φά­ση τῆς σω­κρα­τι­κῆς δι­δα­σκα­λί­ας καί δι­α­νοί­γον­τας νέ­ες προ­ο­πτι­κές ἔ­ρευ­νας καί δι­δα­σκα­λί­ας. Οἱ δύ­ο αὐτοί δι­ά­λο­γοι, ἐν­δε­χο­μέ­νως μέ τήν προ­σθή­κη τοῦ Με­νε­ξέ­νου, μοιά­ζει σάν νά ὁλο­κλη­ρώ­νουν τήν «σω­κρα­τι­κή» καί κα­θα­ρῶς «ἀ­θη­ναι­ο­κεν­τρι­κή» πε­ρί­ο­δο τῆς δι­δα­σκα­λί­ας τοῦ Πλά­τω­να, καί νά προ­ε­τοι­μά­ζουν τή με­τε­ξέ­λι­ξή της στήν πο­λύ εὐ­ρύ­τε­ρης ἐμ­βέ­λει­ας καί ἀ­κό­μη πι­ό φι­λό­δο­ξη με­τα­γε­νέ­στε­ρη φά­ση τῆς φι­λο­σο­φί­ας του, ἡ ὁποία πλέ­ον ἀ­πο­σκο­πεῖ στήν ἀ­να­μόρ­φω­ση καί τόν ἐ­πα­να­προσ­δι­ο­ρι­σμό τοῦ τρό­που ζω­ῆς γε­νι­κά ὅλων τῶν ἀνθρώπων μέ βά­ση μί­α ρι­ζι­κή ἀ­να­δι­άρ­θρω­ση καί ἐ­πα­να­ξι­ο­λό­γη­ση ὅλης τῆς πραγ­μα­τι­κό­τη­τας.

Ἡ δρα­μα­τι­κή σκη­νο­θε­σί­α καί ἡ δι­άρ­θρω­ση τοῦ δι­α­λό­γου.

Ὁ Γορ­γί­ας εἶ­ναι γραμ­μέ­νος, ὅπως καί οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι ἀ­πό τους πρώ­ι­μους πλα­τω­νι­κούς δι­α­λό­γους, σέ ἁπλή δρα­μα­τι­κή μορ­φή, ὅπου τά λε­γό­με­να τοῦ κά­θε ὁ­μι­λη­τῆ πα­ρου­σι­ά­ζον­ται δι­α­δο­χι­κά με­τά ἀ­πό τήν ἔν­δει­ξη τοῦ ὀ­νό­μα­τός του. Αὐτός ἦ­ταν ὁ πα­ρα­δε­δομέ­νος τρό­πος κα­τα­γρα­φῆς δι­α­φό­ρων ἔργων μέ δρα­μα­τι­κό χαρακτήρα, καί ἰ­δι­αί­τε­ρα τῶν μί­μων, τῶν σύν­το­μων καί συ­νή­θως ὀ­λιγο­πρό­σω­πων δρα­μα­τουρ­γη­μά­των μέ κω­μι­κό, κα­τά κα­νό­να, πε­ρι­ε­χό­με­νο, τά ὁποῖα εἶ­χαν γί­νει πο­λύ δη­μο­φι­λῆ στήν πε­ρί­ο­δο ἐκείνη ὄ­χι μό­νο στήν Ἀθήνα, ἀλ­λά ἀ­κό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο στή Σι­κε­λί­α, ὅπου δι­έ­πρε­ψαν οἱ πι­ό γνω­στοί συγ­γρα­φεῖς τοῦ εἴ­δους, ὁ Ἐ­πί­χαρ­μος καί ὁ Σώ­φρων.[8] Ἡ συγ­κε­κρι­μέ­νη λο­γο­τε­χνι­κή μορ­φή, ὡ­στό­σο, δέν ἀ­φή­νει με­γά­λα πε­ρι­θώ­ρι­α, ὅπως τό κά­νουν οἱ λε­γό­με­νοι ἀ­φηγη­μα­τι­κοί δι­ά­λο­γοι, γιά τήν πα­ρο­χή πλη­ρο­φο­ρι­ῶν σχε­τι­κά μέ τό πλαί­σι­ο δι­ε­ξα­γω­γῆς τοῦ δι­α­λό­γου, γιά τίς σχέ­σεις καί τόν χαρακτήρα τῶν προ­σώ­πων πού παίρ­νουν μέ­ρος, κα­θώς συμ­βαί­νει μέ τίς ὑ­πέ­ρο­χες εἰ­σα­γω­γι­κές σκη­νές δι­α­λό­γων ὅπως εἶ­ναι ὁ Χαρ­μίδης, ὁ Πρω­τα­γό­ρας, τό Συμ­πό­σι­ο, ὁ Φαί­δων καί ὁ Φαῖ­δρος.

Ἀ­πό τίς λι­γο­στές ἐν­δεί­ξεις πού μπο­ροῦ­με νά ἀν­τλή­σου­με ἀ­πό τά λε­γό­με­να τῶν ὁ­μι­λη­τῶν, προ­κύ­πτει ὅτι ἡ συ­ζή­τη­ση δι­ε­ξά­γε­ται ἀ­μέ­σως με­τά ἀ­πό τήν ὁ­μι­λί­α πού εἶ­χε πα­ρου­σιά­σει ὁ Γορ­γί­ας ἐ­νώ­πι­ον κοι­νοῦ, τό ὁποῖο ἐ­ξα­κο­λου­θεῖ νά εἶ­ναι πα­ρόν καί νά πα­ρα­κο­λου­θεῖ μέ ἐν­δι­α­φέ­ρον τήν ἐ­ξέ­λι­ξη τοῦ δι­α­λό­γου, κά­θε τό­σο θο­ρυ­βών­τας καί πα­ρο­τρύ­νον­τας ἔ­τσι τούς συ­νο­μι­λη­τές νά συ­νεχί­σουν (458c3-5). Ὁ χῶ­ρος ὅπου δι­ε­ξά­γε­ται ἡ συ­ζή­τη­ση θά πρέ­πει νά εἶ­ναι δι­α­φο­ρε­τι­κός ἀ­πό τήν οἰ­κί­α τοῦ Καλ­λι­κλῆ γιά τήν ὁ­ποί­α κά­νει λό­γο ὁ ἴ­διος (447b7-8), ἔ­τσι ὥ­στε νά ἔ­χει νό­η­μα ἡ πρό­σκλη­ση τήν ὁ­ποί­α ἀ­πευ­θύ­νει πρός τόν Σω­κρά­τη καί τόν Χαι­ρεφών­τα, νά πε­ρά­σουν ἀ­πό ἔ­κεῖ κά­ποιαν ἄλ­λη φορά προ­κει­μέ­νου νά ἀ­κού­σουν τόν Γορ­γί­α νά ὁ­μι­λεῖ. Φαί­νε­ται πι­θα­νό­τε­ρο ὅτι πρό­κει­ται γιά κά­ποιον δη­μό­σι­ο χῶ­ρο, πι­θα­νό­τα­τα κλει­στό (βλ. τό ἔν­δον στό 447c7 καί στό 455c6), ὅπως ἦ­ταν, λ.χ., τό πε­ρί­φη­μο Ὠ­δεῖ­ο του Πε­ρι­κλῆ, ἐνα ἀ­πό τά ἐμ­βλη­μα­τι­κά κτί­ρι­α δη­μο­σί­ων ἐκ­δη­λώ­σε­ων, πού βρι­σκό­ταν κον­τά στό ἀρχαῖο θέ­α­τρο τοῦ Δι­ο­νύ­σου στή νό­τι­α κλι­τύ τῆς Ἀ­κρό­πο­λης τῶν Ἀ­θη­νῶν, στήν πε­ρι­ο­χή ὅπου ὑ­πῆρ­χαν καί τά μνη­μεῖ­α τά ὁποῖα μνη­μο­νεύ­ον­ται στό 472a7-b2, καί τό ὁποῖο συν­δε­ό­ταν μέ ἐκ­δη­λώ­σεις πού γί­νον­ταν στό εὐ­ρύ­τε­ρο πλαί­σι­ο τῆς γιο­ρτῆς τῶν Πα­να­θη­ναί­ων.Ἔ­τσι θά μπο­ροῦ­σε νά ἐ­ξηγη­θεῖ κα­λύ­τε­ρα καί ἡ κα­θυ­στε­ρη­μέ­νη ἄ­φι­ξη τοῦ Σω­κρά­τη καί τοῦ Χαι­ρε­φών­τα, οἱ ὁποῖοι δη­λώ­νουν στήν ἀρχή ὅτι ἦρ­θαν ἀ­πό τήν ἀ­γο­ρά, δη­λα­δή ἀ­πό τήν ἄλ­λη πλευ­ρά τοῦ λό­φου τῆς Ἀ­κρό­πο­λης.

Ἡ συ­ζή­τη­ση ἐ­κτυ­λίσ­σε­ται σέ τρεῖς δι­α­δο­χι­κές φά­σεις, πού ὁ­ρί­ζον­ται ἀ­πό τούς τρεῖς δι­α­φο­ρε­τι­κούς συ­νο­μι­λη­τές μέ τούς ὁ­ποί­ους βρί­σκε­ται κά­θε φορά ἀν­τι­μέ­τω­πος ὁ Σω­κρά­της. Ὡ­στό­σο, ἡ ἑ­νότη­τα τοῦ δι­α­λό­γου δι­α­σφα­λί­ζε­ται ἀ­πό τό γε­γο­νός ὅτι οἱ ὁ­μι­λη­τές ἔρ­χον­ται νά ὑ­πο­κα­τα­στή­σουν ὁ ἕνας τόν ἄλ­λον σέ μι­ά προ­σπά­θει­α νά εἰ­σχω­ρή­σουν ὅ­λο καί πε­ρισ­σό­τε­ρο στό ὑ­πό συ­ζή­τη­ση θέ­μα, ἀ­πο­κα­λύ­πτον­τας κά­θε φορά ὅλο καί βα­θύ­τε­ρα στρώ­μα­τα ἀν­τι­λή­ψε­ων καί προ­ϋ­πο­θέ­σε­ων οἱ ὁποῖες ὑ­πό­κειν­ται στίς θέ­σεις πού ἐ­κτί­θεν­ται, πα­ρα­με­ρί­ζον­τας ταυ­τό­χρο­να τούς ὅποιους ἐν­δοι­ασμούς του­ς[9] στό νά δι­α­τυ­πώ­σουν τίς πι­ό ἐν­δό­μυ­χες σκέ­ψεις καί ἐ­πι­δι­ώ­ξεις τους, ὡ­σό­του τε­λι­κά, ὅπως πα­ρα­τη­ρεῖ ὁ Σω­κρά­της, ὁ Καλ­λι­κλῆς ἀ­ναγ­κά­ζε­ται νά φτά­σει στό ση­μεῖ­ο «νά ἐκ­φρά­σει μέ σα­φή­νει­α αὐτά πού ἄλ­λοι σκέ­φτον­ται ἄλ­λα δέν τολ­μοῦν νά ποῦν» (492d2-3).

Με­τά ἀ­πό ἐναν σχε­τι­κά σύν­το­μο πρό­λο­γο (447al-449a2), στό πρῶ­το του ἐ­πει­σό­δι­ο (449a2-461bl) ὁ δι­ά­λο­γος δι­ε­ξά­γε­ται με­τα­ξύ του Σω­κρά­τη καί τοῦ Γορ­γί­α, καί ἔ­χει τά ἐ­ξω­τε­ρι­κά τυ­πι­κά γνω­ρί­σμα­τα πού συ­ναν­τοῦ­με καί σέ ἄλ­λους «σω­κρα­τι­κούς» δι­α­λό­γους, ὅπου ὁ Σω­κρά­της συ­νο­μι­λών­τας μέ κά­ποιον ὁ ὁποῖος φέρε­ται ὡς «εἰ­δή­μων» σέ ὁ­ρι­σμέ­νο το­μέ­α, το­ῦ ὑ­πο­βάλ­λει ἐ­ρω­τή­σεις σχε­τι­κά εἴ­τε μέ τόν χαρακτήρα καί τίς ἐ­πι­δι­ώ­ξεις τῆς ἴ­διας τῆς τέ­χνης του (ὅπως γί­νε­ται, λ.χ., στον Ἴ­ω­να, τόν Πρω­τα­γό­ρα καί τόν Εὐ­θύδη­μο), εἴ­τε μέ τή φύ­ση τοῦ ἀν­τι­κεί­με­νου τό ὁποῖο ἐ­κεί­νη πραγ­μα­τεύ­ε­ται (ὅπως, λ.χ., στόν Λά­χη­τα καί τόν Εὐ­θύφρ­ο­να), καί οἱ ὁποῖες, κα­τά κα­νό­να, παίρ­νουν τήν τυ­πι­κή μορ­φή τοῦ κλασ­σι­κοῦ ἐ­ρω­τή­μα­τος «τί ἐστιν X;».[10] Ὅ ἰ­σχυ­ρι­σμός ἐκ μέ­ρους τοῦ Γορ­γί­α ὅτι, ἐ­κτός ἀ­πό τίς τε­χνι­κές γνώ­σεις πού ἀφοροῦν τή χρή­ση τοῦ λό­γου, ὁ ρή­το­ρας εἶ­ναι σέ θέ­ση νά πα­ρά­σχει στούς μα­θη­τές του καί γνώ­σεις ὅσον ἀφορᾶ τό τί εἶ­ναι δί­και­ο καί τί ἄ­δι­κο, τόν κά­νει νά πε­ρι­πέ­σει σέ ἀ­συ­νέ­πει­α, ὁ­πό­τε καί ἀ­να­λαμ­βά­νει ὁ Πῶ­λος νά δι­α­σώ­σει τήν τι­μή τοῦ δα­σκά­λου του.

Ὁ Σω­κρά­της ἐκ­θέ­τει τή δι­κή του ἄ­πο­ψη σχε­τι­κά μέ τόν χαρακτήρα τῆς ρη­το­ρι­κῆς ὡς «κο­λα­κεί­ας», καί ἔ­τσι ἐμ­πλέ­κει τόν Πῶ­λο σέ μί­α σει­ρά ἀ­πό δι­α­λε­κτι­κά ἐ­πι­χει­ρή­μα­τα, τά ὁποῖα τόν ὑ­πο­χρε­ώ­νουν τε­λι­κά νά πα­ρα­δε­χτεῖ, ἀν­τί­θε­τα πρός τήν ἀρ­χι­κή το­πο­θέ­τη­σή του, ὅτι τό νά ἀ­δι­κεῖ­ται κα­νείς εἶ­ναι προ­τι­μό­τε­ρο ἀ­πό τό νά ἀ­δι­κεῖ, καί ὅτι ἡ τι­μω­ρί­α γιά μι­ά ἀ­δι­κί­α εἶ­ναι κά­τι πού θά πρέ­πει νά τό ἐ­πι­ζη­τεῖ ὁ ἴ­διος αὐτός πού τήν ἔχει δι­α­πρά­ξει (461 b2- 481 b4).

Ἡ ἐ­ξω­φρε­νι­κό­τη­τα αὐ­τῶν τῶν συμ­πε­ρα­σμά­των φέρ­νει στή συ­ζή­τη­ση τόν Καλ­λι­κλῆ, ὁ ὁποῖος, με­τά ἀ­πό μι­ά εὔ­γλωτ­τη καί ὅλο πά­θος ὑ­πε­ρά­σπι­ση αὐ­τοῦ πού ὀ­νο­μά­ζει «δί­και­ό τῆς φύ­σης» ἔ­ναν­τι τῶν πλα­δα­ρῶν κοι­νω­νι­κῶν συμ­βά­σε­ων, βρί­σκε­ται ἀν­τι­μέτω­πος μέ τόν Σω­κρά­τη, ἔ­χον­τας ἀ­να­λά­βει νά ὑ­πο­στη­ρί­ξει, μί­α μορ­φή ἀ­κραί­ου ἀ­το­μο­κεν­τρι­κοῦ ἡ­δο­νι­σμοῦ. Ἡ συ­ζή­τη­ση στρέ­φε­ται στό ζή­τη­μα τοῦ ποιός εἶ­ναι ὁ τρό­πος ζω­ῆς ὁ ὁποῖος τε­λι­κά εἶ­ναι κα­ταλ­λη­λό­τε­ρος νά ὁ­δη­γή­σει τόν ἄν­θρω­πο στήν εὐ­τυ­χί­α, καί συμ­πε­ρι­λαμ­βά­νει μι­ά ὀ­ξεί­α κρι­τι­κή τῶν κα­θι­ε­ρω­μέ­νων ἀν­τι­λήψε­ων σχε­τι­κά μέ τίς πο­λι­τι­κές ἐ­πι­λο­γές οἱ ὁποῖες εἶ­ναι ἱ­κα­νές νά συμ­βάλ­λουν σέ αὐτόν τόν σκο­πό (481b5-522e5).

Στόν ἐ­πί­λο­γο τοῦ δι­α­λό­γου (522e6-527e6), ὁ Σω­κρά­της ἀ­φηγεῖ­ται ἐναν ἐ­σχα­το­λο­γι­κό μύθο σχε­τι­κά μέ τή με­τα­θα­νά­τι­α κρί­ση τῶν ψυ­χῶν, συμ­πλη­ρώ­νον­τάς τον μέ μί­α πα­ραι­νε­τι­κή κα­τα­κλεί­δα, ὅπου δι­α­τυ­πώ­νει τά τε­λι­κά του συμ­πε­ρά­σμα­τα σχε­τι­κά μέ τόν δρό­μο πού ὀ­φεί­λει νά ἀ­κο­λου­θή­σει κα­νείς γιά νά ζή­σει μέ τόν κα­λύ­τε­ρο δυ­να­τό τρό­πο.

Ἡ δι­άρ­θρω­ση τοῦ δι­α­λό­γου μπο­ρεῖ νά πα­ρα­στα­θεῖ συ­νο­πτι­κά μέ τό ἑξῆς δι­ά­γραμ­μα:

Α. Εἰσα­γω­γι­κή συζή­τη­ση (447a-448e)

Β. Γορ­γί­ας (449a-461b)

1. Ποιά τέ­χνη εἶ­ναι ἡ ρη­το­ρι­κή; (449a-454a)

2.Ἡ ρη­το­ρι­κή ὡς δη­μι­ουρ­γός πει­θοῦς καί ἡ δι­και­ο­σύ­νη (454b-461a)

Γ. Πῶ­λος (461b-488b)

1. Ἡ ρη­το­ρι­κή ὡς «κο­λα­κεί­α» (461b-466a)

2. Ἡ δύ­να­μη τῆς ρη­το­ρι­κῆς (466a-468e)

3. Ἡ ἀ­δι­κί­α μπο­ρεῖ νά ἀ­πο­φέ­ρει εὐ­τυ­χί­α; (468e-474b)

4. Τό νά ἄ­δι­κεῖ­ται κά­ποιος εἶ­ναι προ­τι­μό­τε­ρο ἀ­πό τό νά ἀ­δι­κεῖ (474b-476a)

5. Τό νά μήν τι­μω­ρη­θεῖ κά­ποιος γιά τήν ἀ­δι­κί­α πού δι­έπρα­ξε εἶ­ναι χει­ρό­τε­ρο ἀ­πό τό νά τι­μω­ρη­θεῖ (476a-479e)

6. Σύ­νο­ψη: Τί μπο­ρεῖ νά εἰ­σφέ­ρει ἡ ρη­το­ρι­κή; (480a-481b)

Δ. Καλ­λικλῆς (481b-522e)

1.Ἡ θέ­ση τοῦ Καλ­λι­κλῆ: ἡ κυ­ρι­αρ­χί­α τοῦ «δι­καί­ου τῆς φύ­σης» ἔ­ναν­τι τοῦ «νό­μου» τῶν πολ­λῶν (481b-484c)

2. καί ἡ ὑ­πε­ρο­χή τοῦ βί­ου τῆς πρά­ξης ἔ­ναν­τι τοῦ θε­ω­ρη­τι­κοῦ βί­ου (484c-486d)

3. Ἡ ἀ­πάν­τη­ση τοῦ Σω­κρά­τη: Ἐ­πα­να­δι­α­τύ­πω­ση τῆς θέ­σης τοῦ Καλ­λι­κλῆ (486d-491c)

4. Οἱ ἐ­πι­θυ­μί­ες, ἡ σω­φρο­σύ­νη καί ἡ συμ­βο­λή τους στήν ἐ­πί­τευ­ξη τῆς εὐ­τυ­χί­ας (491c-494a)

5. Ἡ ἡ­δο­νι­στι­κή θέ­ση (494a-495b)

6. Πρῶ­το ἐ­πι­χεί­ρη­μα ἐ­νάν­τι­α στόν ἡ­δο­νι­σμό (495c-497d)

7. Δεύ­τε­ρο ἐ­πι­χεί­ρη­μα ἐ­νάν­τι­α στόν ἡ­δο­νι­σμό (497e-499b)

8. Κα­λές καί κα­κές ἡ­δο­νές: συ­νέ­πει­ες ὅσον ἀφορᾶ τή ρη­το­ρι­κή καί τήν πο­λι­τι­κή (499c-503b)

9. Ἡ πο­λι­τι­κή ὡς τέ­χνη καί ἡ ψυ­χι­κή ἀ­ρε­τή (503b-508c)

10. Συμ­πε­ρά­σμα­τα: Ἡ ἐ­ξου­σί­α, ἡ δι­και­ο­σύ­νη καί οἱ ἐ­πι­δι­ώ­ξεις τῆς πο­λι­τι­κῆς. Ἡ ση­μα­σί­α τῆς γνώ­σης (508c- 515c)

11. Κρι­τι­κή στούς ἐ­πι­φα­νεῖς πο­λι­τι­κούς του πα­ρελ­θόν­τος (515c-519c)

12.Κρι­τι­κή στούς σο­φι­στές ὡς δα­σκά­λους τῆς ἀ­ρε­τῆς (519c-520e)

13 . Ὑ­πε­ρά­σπι­ση τῆς «­πο­λι­τι­κῆς» τοῦ Σω­κρά­τη (521a-522e)

Ε. Ἐ­πί­λο­γος (523a-527a)

1. Ὁ μύθος τῆς με­τα­θα­νά­τι­ας κρί­σης τῶν ψυ­χῶν (523a- 527e)

2. Πα­ραι­νε­τι­κή σύ­νο­ψη τῶν τε­λι­κῶν συμ­πε­ρα­σμά­των: ἡ δι­και­ο­σύ­νη καί οἱ ἄλ­λες ἀ­ρε­τές δεί­χνουν τόν δρό­μο πρός τόν εὐ­τυ­χι­σμέ­νο βί­ο (527a-527e)

Τά πρό­σω­πα τοῦ δι­α­λό­γου.

Ὅ Γορ­γί­ας ὁ Λε­ον­τί­νος (π. 485 - π. 380 π.Χ.) ἦ­ταν ἴ­σως ὁ πι­ό δι­ά­ση­μος δι­δά­σκα­λος τῆς ρη­το­ρι­κῆς κα­τά τόν πέμ­πτο αἰώνα. Ἀ­να­φέ­ρε­ται ὡς μα­θη­τής τοῦ Ἐμ­πε­δο­κλῆ, καί εἶ­χε μα­κρά καί ἔν­δο­ξη στα­δι­ο­δρο­μί­α πού συμ­πε­ρι­λάμ­βα­νε ἐ­κτε­νεῖς πε­ρι­ο­δεῖ­ες σέ ὅλα τά με­γά­λα κέν­τρα, κα­θώς καί σέ ἄλ­λες, λι­γό­τε­ρο ἐ­πι­φα­νεῖς πε­ρι­ο­χές τοῦ ἑλ­λη­νι­κοῦ χώ­ρου, ἀ­πο­κτών­τας ἔ­τσι ση­μαν­τι­κή πε­ρι­ου­σί­α καί πο­λυ­ά­ριθ­μους μα­θη­τές,[11] ἀλ­λά καί, κα­θώς φαί­νε­ται, ἀ­κό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρους θαυ­μα­στές καί μι­μη­τές. Στήν Ἀθήνα ἡ πα­ρου­σί­α του ἔ­κα­νε με­γά­λη ἐν­τύ­πω­ση, ὅμως ἡ πα­ρα­μο­νή του στήν πό­λη φέ­ρε­ται πώς ὑ­πῆρ­ξε μό­νο πε­ρι­στα­σι­α­κή. Μο­λο­νό­τι ἐ­νί­ο­τε συγ­κα­τα­λέ­γε­ται στούς σο­φι­στές, ὁ ἴ­διος φαί­νε­ται ὅτι ἀρ­νι­ό­ταν αὐτόν τόν τί­τλο, ἰ­σχυ­ρι­ζό­με­νος ὅτι ἡ δι­δα­σκα­λί­α του πε­ρι­ο­ρι­ζό­ταν στό πε­δί­ο τῆς ρη­το­ρι­κῆς τε­χνι­κῆς. Ἡ μέ­θο­δος τῆς δι­δα­σκα­λί­ας του στη­ρι­ζό­ταν κυ­ρί­ως στήν ἀ­πο­μνη­μό­νευ­ση ἐ­πι­δει­κτι­κῶν ρη­το­ρι­κῶν γυ­μνα­σμά­των, τά ὁποῖα στή συ­νέ­χει­α χρη­σι­μο­ποι­οῦν­ταν ἀ­πό τους μα­θη­τές του ὡς πρό­τυ­πα γιά τήν ἀ­να­σύ­στα­ση τῶν κα­τάλ­λη­λων τό­πων, μέ βά­ση τούς ὁ­ποί­ους μπο­ροῦ­σε κα­νείς νά δι­αρ­θρώ­σει ἕναν πρό­σφο­ρο λό­γο προ­κει­μέ­νου νά χει­ρι­στεῖ τό ὁποιο­δήπο­τε θέ­μα. Με­τα­χει­ρι­ζό­ταν ἀ­να­λυ­τι­κούς πε­ρι­γρα­φι­κούς ὁ­ρι­σμούς, οἱ ὁποῖοι λει­τουρ­γοῦ­σαν ὡς δε­ξα­με­νές γιά τή συγ­κρό­τη­ση πρό­σφο­ρων «κοι­νῶν τό­πων», οἱ ὁποῖοι μέ τή σει­ρά τους μπο­ροῦ­σαν νά ἀ­πο­τε­λέ­σουν ἀ­φε­τη­ρί­ες γιά τήν κά­θε λο­γῆς ἐ­πι­χει­ρη­μα­το­λο­γί­α, πού συ­χνά ἦ­ταν δι­αρ­θρω­μέ­νη σέ μα­κρές ἁ­λυ­σί­δες δι­α­ζευ­κτι­κῶν συλ­λο­γι­σμῶν, συν­δε­ό­με­νων με­τα­ξύ τους μέ μί­α ἐ­πί­φα­ση ἀ­δή­ρι­της λο­γι­κῆς ἀλ­λη­λου­χί­ας. Ἦ­ταν γνω­στός γιά τή μέ­χρι φορ­τι­κότη­τας χρή­ση λε­κτι­κῶν καί ἄλ­λων τε­χνα­σμά­των, τά ὁποῖα ἔν­τυπω­σί­α­ζαν τό ἀ­κρο­α­τή­ρι­ό του καί προ­σέ­δι­δαν στόν λό­γο του ἰ­δι­αί­τε­ρη λάμ­ψη καί σχε­δόν ποι­η­τι­κή γο­η­τεί­α, πού ὅμως, ἀ­πό ἐνα ση­μεῖ­ο καί με­τά, μπο­ροῦ­σε νά κα­τα­στεῖ προ­σποι­η­τή καί προ­βλέ­ψι­μη. Ὅ­πως συ­νέ­βη καί μέ ἄλ­λους ση­μαν­τι­κούς συγ­γρα­φεῖς τῆς πε­ρι­ό­δου, λ.χ. τόν Εὐ­ρι­πί­δη, τόν Ἀ­γά­θω­να καί τοῦ Ἰ­σο­κρά­τη, ἔτσι καί ὁ Πλά­των ἐ­πη­ρε­ά­στη­κε, ὡς ἐναν ὁ­ρι­σμέ­νο βαθ­μό, ἀ­πό τήν τε­χνι­κή του δει­νό­τη­τα, καί τόν ἀ­πει­κο­νί­ζει μέ τόν δέ­ον­τα σε­βα­σμό ὡς ἐναν κα­τα­ξι­ω­μέ­νο καί κα­λο­προ­αί­ρε­το κα­τά βά­ση, ἄν καί ἴ­σως ὄ­χι ἰ­δι­αί­τε­ρα δι­ο­ρα­τι­κό, τε­χνί­τη τοῦ λό­γου, πού ὡ­στό­σο οἱ ἀ­γαθές του προ­θέ­σεις δέν ἐ­παρ­κοῦ­σαν γιά νά ἀ­πο­τρέ­ψουν ὅσους ἀ­πό τους θαυ­μα­στές του ἐν­δε­χο­μέ­νως δέν δι­έ­θε­ταν τίς ἀ­παι­τού­με­νες ἀ­να­στο­λές ἀ­πό τοῦ νά χρη­σι­μο­ποι­ή­σουν τά μέ­σα πού τούς πα­ρεῖ­χε γιά νά πε­τύ­χουν σκο­πούς οἱ ὁποῖοι μπο­ροῦ­σαν νά εἶ­ναι ἀ­πό ἴ­δι­ο­τε­λεῖς ἕ­ως καί αὐ­τό­χρη­μα ἀν­τι­κοι­νω­νι­κοί.

Ὁ Πῶ­λος γεν­νή­θη­κε καί αὐτός στή Σι­κε­λί­α, στήν πα­τρί­δα τοῦ Ἐμ­πε­δο­κλῆ, τόν Ἀ­κρά­γαν­τα, καί ὑ­πῆρ­ξε μα­θη­τής τοῦ Γορ­γί­α καί τοῦ Λι­κύ­μνι­ου τοῦ Χί­ου (βλ. Φδρ. 267bl0-c3), δά­σκα­λος τῆς ρη­το­ρι­κῆς καί συγ­γρα­φέ­ας συ­να­φῶν τε­χνι­κῶν ἐγ­χει­ρι­δί­ων.Ἦ­ταν ἀρ­κε­τά νε­ό­τε­ρος ἀπό τόν Γορ­γί­α καί ἀ­πό τόν Σω­κρά­τη, καί φαί­νε­ται ἀ­προ­ε­τοί­μα­στος γιά τή δι­α­λε­κτι­κή δο­κι­μα­σί­α στήν ὁποία τόν ὑ­πο­βάλ­λει ὁ τε­λευ­ταῖ­ος. Ἡ προ­κλη­τι­κή, ἄν καί, ἐν τέ­λει, ὅπως ἀ­πο­δει­κνύ­ε­ται, ὑ­πο­κρι­τι­κή στά­ση του τόν ἀ­φή­νει ἔκ­θε­το μπρο­στά στά ἄλ­λο­τε ἁ­πλῶς εἰ­ρω­νι­κά καί ἄλ­λο­τε ἀ­μεί­λι­κτα βέ­λη τῆς δι­α­λε­κτι­κῆς τοῦ Σω­κρά­τη, τά ὁποῖα τόν με­τα­τρέ­πουν ἀ­πό ἀ­λα­ζονι­κό καί ὑ­περ­φί­α­λο πρω­το­παλ­λή­κα­ρο τοῦ Γορ­γί­α σέ πει­θή­νι­ο φε­ρέ­φω­νο τῶν πι­ό ἀ­κραί­ων ἀ­πό­ψε­ων πού τοῦ προ­τεί­νει ὁ Σω­κρά­της, προ­τοῦ νά ἀ­πο­συρ­θεῖ σέ μι­ά πλή­ρη καί ἀ­μή­χα­νη σι­ω­πή.

Πο­λύ με­γα­λύ­τε­ρο ἐν­δι­α­φέ­ρον πα­ρου­σιά­ζει ἡ φυ­σι­ο­γνω­μί­α τοῦ Καλ­λι­κλῆ, ἑνός σχε­τι­κά νε­α­ροῦ Ἀ­θη­ναί­ου προ­ερ­χό­με­νου ἀ­πό κα­λή καί εὔ­πο­ρη οἰ­κο­γέ­νει­α τῶν Ἀ­χαρ­νῶν, ὁ ὁποῖος βρί­σκε­ται στό ξε­κί­νη­μα τῆς πο­λι­τι­κῆς του κα­ριέ­ρας καί δέν κρύ­βει τή φι­λο­δο­ξί­α του ἀλ­λά καί τόν κυ­νι­κό πραγ­μα­τι­σμό του, καί πού, παρ’ ὅλη τήν καλ­λι­έρ­γει­α καί τή φρον­τι­σμέ­νη ἐκ­παί­δευ­σή του, δέν δι­στά­ζει νά ἐκ­φρά­σει τήν πε­ρι­φρό­νη­σή του τό­σο γιά τούς «πολ­λούς», τούς ὁ­ποί­ους θε­ω­ρεῖ ὡς δου­λο­πρε­πεῖς καί ὑ­στε­ρό­βου­λους, ὅσο καί γιά τίς ἄ­χρη­στες, κα­τά τήν ἐ­κτί­μη­σή του, θε­ω­ρη­τι­κο­λο­γί­ες μέ τίς ὁποῖες κα­τα­γί­νον­ταν ὁ Σω­κρά­της καί οἱ ὅ­μοι­οί του. Ἀν­τι­προ­σω­πεύ­ει ἀ­πό­ψεις καί ἰ­δε­ο­λο­γι­κές το­πο­θε­τή­σεις πού εἶ­χαν κα­τα­στεῖ κυ­ρί­αρ­χες στήν ἀ­θη­να­ϊ­κή ζω­ή ἤδη κα­τά τή δι­άρ­κει­α τοῦ Πε­λοπον­νη­σι­α­κοῦ Πο­λέ­μου,[12] ἐ­νῶ πα­ράλ­λη­λα ἔ­χει τήν ἱ­κα­νό­τη­τα νά τίς ἐκ­φρά­ζει μέ εὐ­θύ­τη­τα καί γλα­φυ­ρό­τη­τα, ἐ­κτο­ξεύ­ον­τας ταυ­τό­χρο­να συγ­κα­λυμ­μέ­νες ἀ­πει­λές πρός τόν συ­νο­μι­λη­τή του μέ ἀ­φορ­μή τήν πε­ρι­φρό­νη­ση πού θε­ω­ρεῖ ὅτι ἐ­κεῖ­νος ἐ­πι­δει­κνύ­ει γιά τίς πα­ρα­δο­σι­α­κές ἀ­ξί­ες καί τίς ἐμ­βλη­μα­τι­κές προ­σω­πι­κό­τη­τες τοῦ ἔν­δο­ξου πα­ρελ­θόν­τος τῆς ἀ­θη­να­ϊ­κῆς δη­μο­κρα­τί­ας. Τό γε­γο­νός ὅτι δέν ἔ­χου­με κα­μι­άν ἄλ­λη ἀ­ξι­ό­λο­γη μαρ­τυ­ρί­α ἀ­πό ἀρ­χαῖ­ες πη­γές σχε­τι­κά μέ τό πρό­σω­πό του ἔ­χει ἐ­γεί­ρει ἀμ­φι­σβη­τή­σεις ὅσον ἀφορᾶ τήν ἱ­στο­ρι­κό­τη­τα τῆς πα­ρου­σί­ας του στήν Ἀθήνα κα­τά τή συγ­κε­κρι­μέ­νη πε­ρί­ο­δο. Ὡ­στό­σο, οἱ συγ­κε­κρι­μέ­νες λε­πτο­μέ­ρει­ες πού πα­ρέ­χει ὁ Πλά­των σχε­τι­κά μέ τήν κοι­νω­νι­κή ζω­ή καί δρά­ση του (βλ. 481d4-e4, 487cl-d2), ἰ­δι­αί­τε­ρα μά­λι­στα ἐ­φό­σον ἐ­τοῦ­τες φα­νε­ρώ­νουν δε­σμούς μέ τό οἰ­κο­γε­νει­α­κό πε­ρι­βάλ­λον αὐ­τοῦ του ἴ­δι­ου, εἶ­ναι ἀ­πί­θα­νο νά εἶ­ναι ἐν­τε­λῶς πλα­σμα­τι­κές. Φαί­νε­ται πε­ρισ­σό­τε­ρο πι­θα­νόν ὅτι ὑ­πῆρ­ξε ἐνας ἀ­κό­μη (ἐν­δε­χο­μέ­νως σχε­τι­κά ἀ­φα­νής) ἐκ­πρό­σω­πος τῆς «χα­μέ­νης γε­νιᾶς» τῶν κα­λο­α­να­θρεμ­μέ­νων νέ­ων της Ἀ­θή­νας πού, σάν τό­σους ἄλ­λους ὅπως ὁ Ἀλ­κι­βι­ά­δης, ὁ Κρι­τί­ας καί ὁ Χαρ­μί­δης, ἔ­πε­σαν θύ­μα­τα τῆς ὑ­πέρ­με­τρης φι­λο­δο­ξί­ας τους, μέ ἀ­πο­τέ­λε­σμα τά ὀ­νό­μα­τά τους νά κα­τα­στοῦν τε­λι­κά ὄ­νει­δος καί νά κα­τα­λή­ξουν νά μνη­μο­νεύ­ον­ται, ὅταν μνη­μο­νεύ­ον­ται, στίς πι­ό με­λα­νές σε­λί­δες τῆς ἱ­στο­ρί­ας τῆς πό­λης τους.

Ὁ Σω­κρά­της, ὁ ὁποῖος ἐμ­φα­νί­ζε­ται νά συ­νο­δεύ­ε­ται ἀ­πό τόν πι­στό καί φα­να­τι­κό θαυ­μα­στή τοῦ Χαι­ρε­φών­τα,[13] ἀρ­χι­κά ἐ­πι­δει­κνύ­ει ὅλα τά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά γνω­ρί­σμα­τά του, τήν ἀ­κα­τάπαυ­στη ἐ­πι­μο­νή του νά ὑ­πο­βάλ­λει ἐ­ρω­τή­σεις, τήν πάν­το­τε αἰχ­μη­ρή εἰ­ρω­νεί­α του, τήν ἀ­πο­στρο­φή του πρός τή μα­κρο­λο­γί­α, τόν «ἐ­πα­γω­γι­κό» τρό­πο τῆς οἰ­κο­δό­μη­σης τῆς ἐ­πι­χει­ρη­μα­το­λο­γί­ας του, ἐ­νί­ο­τε ἀ­κό­μη καί τήν κα­θι­ε­ρω­μέ­νη ἀ­γνω­σί­α του, μο­λο­νό­τι ἡ τε­λευ­ταί­α αὐτή δέν προ­βάλ­λε­ται ἰ­δι­αί­τε­ρα. Ὅ­σο προ­χω­ρεῖ ὁ δι­ά­λο­γος, ὅμως, ἀ­να­φαί­νον­ται βαθ­μι­αί­α καί ἄλ­λες, πρω­τό­γνω­ρες πλευ­ρές τοῦ χαρακτήρα του: ἡ προ­θυ­μί­α του νά πα­ρου­σιά­σει ὁλο­κλη­ρω­μέ­να θε­ω­ρη­τι­κά σχή­μα­τα, ὅπως ἡ ἐμ­πε­ρι­στα­τω­μέ­νη ὑ­πο­δι­αί­ρε­ση τῶν τε­χνῶν καί τῶν ἀν­τίστοι­χων «κο­λα­κει­ῶν» (464b3- 465d6), ἡ ἐμ­πι­στο­σύ­νη του στίς με­θό­δους καί τά πο­ρί­σμα­τα τῶν μα­θη­μα­τι­κῶν (βλ. σχε­τι­κά πι­ό κά­τω), ἡ προ­σφυ­γή του σέ «ἀ­κούσμα­τα» πού προ­έρ­χον­ται ἀ­πό μυ­στη­ρι­ώ­δεις καί ἀ­δι­ευ­κρί­νι­στες πη­γές (493al-494al), ἡ βε­βαι­ό­τη­τα πού ἐ­πι­δει­κνύ­ει ὅσον ἀφορᾶ τά πο­ρί­σμα­τα στά ὁποῖα κα­τα­λή­γει ὁ ἔλεγ­χος τόν ὁποῖο δι­ε­ξά­γει (473b6-U, 487el-7, 508e5-509bl), τέ­λος ὁ πα­ραι­νε­τι­κός, σχε­δόν ἱ­ε­ρα­πο­στο­λι­κός τό­νος τόν ὁποῖο υἱ­ο­θε­τεῖ πρός τό τέ­λος τοῦ δι­α­λό­γου (527c5-e6), προ­κει­μέ­νου νά πα­ρα­κι­νή­σει τόν συ­νο­μι­λη­τή του γιά νά τόν ἀ­κο­λου­θή­σει στόν δρό­μο τῆς παι­δεί­ας, τῆς ἀ­ρε­τῆς καί τοῦ ἄ­ρι­στου βί­ου, ὅπως ὁ ἴ­διος τόν ἔχει προ­δι­α­γρά­φει. Ὅ­λα τοῦ­τα ὑ­πο­δει­κνύ­ουν ὅτι ὁ Πλά­των βρί­σκε­ται ἤδη καθ’ ὁ­δόν πρός μί­α νέ­α προ­σέγ­γι­ση στά φι­λο­σο­φι­κά ζη­τή­μα­τα, δι­α­φο­ρε­τι­κή ἀ­πό τήν κα­θα­ρά ἀ­πο­ρη­τι­κή καί ἐ­τα­στι­κή στά­ση πού κρα­τοῦ­σε στούς πι­ό πρώ­ι­μους «σω­κρα­τι­κούς» δι­α­λό­γους του.

Ἡ δρα­μα­τι­κή χρο­νο­λό­γη­ση τοῦ δι­α­λό­γου.

Ὅ­πως τό ἔχει πα­ρα­τη­ρή­σει ὁ Dodds 17-8, τά δι­ά­φο­ρα στοι­χεῖ­α πού μᾶς πα­ρέ­χον­ται κα­τά τήν ἐ­ξέ­λι­ξη τοῦ δι­α­λό­γου κα­θι­στοῦν δυ­σχε­ρή τήν το­πο­θέ­τη­ση τῆς δρά­σης του σέ κά­ποια συγ­κε­κρι­μέ­νη χρο­νι­κή στιγ­μή.[14] Με­ρι­κά ἀ­πό αὐτά τά δε­δο­μέ­να εἶ­ναι τά ἑξῆς:

Ὁ θά­να­τος τοῦ Πε­ρι­κλῆ (429) ἀ­να­φέ­ρε­ται ὡς σχε­τι­κά πρό­σφα­το γε­γο­νός (503c2-3).

Ἡ πρώ­τη γνω­στή ἐ­πί­σκε­ψη τοῦ Γορ­γί­α στήν Ἀθήνα ἔγι­νε κα­τά τήν ἑ­ορ­τή τῶν Πα­να­θη­ναί­ων τοῦ 427, ὅταν ἐμ­φα­νί­στη­κε ὡς μέ­λος μι­ᾶς δι­πλω­μα­τι­κῆς ἀ­πο­στο­λῆς προ­ερ­χό­με­νης ἀ­πό τήν πα­τρί­δα του, τούς Λε­ον­τί­νους, καί ἐ­ξα­σφά­λι­σε τή συμ­μα­χί­α τῶν Ἀ­θη­ναί­ων.[15] Ἀ­να­φέ­ρε­ται ὅμως ἐ­πί­σης ὅτι ἤδη γη­ρά­σκων ἐκ­φώ­νη­σε τόν Ἐ­πι­τά­φι­ό του στήν πό­λη γιά τούς πε­σόν­τες στόν πό­λε­μο,[16] προ­φα­νῶς σέ κά­ποια με­τα­γε­νέ­στε­ρη ἐ­πί­σκε­ψή του ἡ ὁποία ἐν­δέ­χε­ται νά πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε ἀρ­κε­τά χρό­νι­α ἀρ­γό­τε­ρα, πι­θα­νῶς κα­τά τήν ὕ­στε­ρη φά­ση τοῦ Πε­λο­πον­νη­σι­α­κοῦ Πο­λέ­μου. Ἄς ση­μει­ω­θεῖ ὅτι στόν Μέ­νω­να, 71c4-8, ὁ ὁποῖος κα­τά τά φαι­νό­με­να δι­α­δρα­μα­τί­ζε­ται στίς ἀρ­χές τοῦ ἔ­τους 402, ὁ Σω­κρά­της ἀ­να­φέ­ρε­ται στήν πα­λαι­ό­τε­ρη συ­νάν­τη­σή του μέ τόν Γορ­γί­α ὡς κά­τι πού εἶ­χε γί­νει στό σχε­τι­κά μα­κρι­νό πα­ρελ­θόν, μέ ἀ­πο­τέ­λε­σμα νά μήν τήν θυ­μᾶ­ται, ὅπως ἰ­σχυ­ρί­ζε­ται, ἐ­πα­κρι­βῶς στίς λε­πτο­μέ­ρει­ές της.

Ὁ Δῆ­μος, ὁ γιός τοῦ Πυ­ρι­λάμ­πη, εἶ­ναι ἀ­κό­μη ἐνας ὄ­μορ­φος νε­α­ρός (481d4-e4), συ­νε­πώς δέν μπο­ρεῖ νά βρι­σκό­μα­στε πο­λύ με­τά τό 422.[17]

Ὁ Ἀλ­κι­βι­ά­δης θά πρέ­πει ἐ­πί­σης νά βρί­σκε­ται ἀ­κό­μη σέ σχε­τι­κά νε­α­ρή ἡ­λι­κί­α, ἐ­φό­σον ἡ ἐμ­πλο­κή του στήν πε­ρι­πέ­τει­α τῆς Σι­κε­λι­κῆς ἐκ­στρα­τεί­ας (τό 415) καί σέ ὅσα ἐ­πα­κο­λού­θη­σαν πα­ρου­σι­ά­ζε­ται ὡς κά­τι τό μελ­λον­τι­κό (519a7-b2).

Ἡ ἄ­νο­δος τοῦ Ἀρ­χέ­λα­ου στήν ἐ­ξου­σί­α (βλ. 470d5-6) συν­τε­λέστη­κε τό ἐ­νω­ρί­τε­ρο τό 413.

Ἡ τρα­γω­δί­α τοῦ Εὐ­ρι­πί­δη Ἀν­τι­ό­πη, γιά τήν ὁ­ποί­α γί­νε­ται λό­γος στό 485e4-486dl, πρω­το­πα­ρου­σι­ά­στη­κε τό 411 ἤ καί λί­γο ἀρ­γό­τε­ρα.

Ἄν ἡ ἀ­να­φο­ρά στό 473e6-7 εἶ­ναι στήν πε­ρι­βό­η­τη δί­κη τῶν στρα­τη­γῶν πού ἐ­πα­κο­λού­θη­σε τή ναυ­μα­χί­α στίς Ἀρ­γι­νοῦ­σες, τού­τη ἔλα­βε χώ­ρα πρός τά τέ­λη τοῦ πο­λέ­μου, κα­τά τό 406.

Ἡ δυ­σκο­λί­α νά συν­δυ­α­στοῦν μέ συ­νέ­πει­α ὅ­λες αὐ­τές οἱ ἱ­στο­ρι­κές ἐν­δεί­ξεις φα­νε­ρώ­νει ὅτι ὁ Πλά­των δέν ἐν­δι­α­φε­ρό­ταν τό­σο γιά τήν ἀ­πό­λυ­τη ἱ­στο­ρι­κή ἀ­κρί­βει­α τῶν πε­ρι­γρα­φῶν του, ὅσο κυ­ρί­ως νά ἀ­πο­τυ­πώ­σει τή γε­νι­κό­τε­ρη ἀ­τμό­σφαι­ρα μί­ας ἐ­πο­χῆς κα­τά τήν ὁ­ποί­α οἱ πα­ρά­γον­τες πού συ­νε­τέ­λε­σαν στήν ὁ­ρι­στι­κή κα­τάρ­ρευ­ση τῆς ἀ­θη­να­ϊ­κῆς ἡ­γε­μο­νί­ας εἶ­χαν ἀρ­χί­σει πιά νά γί­νον­ται ὁ­ρα­τοί.

Ἡ χρο­νο­λο­γί­α τῆς συγ­γρα­φῆς τόν δι­α­λό­γου.

Οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι νε­ό­τε­ροι με­λε­τη­τές συμ­φω­νοῦν ὅτι ὁ Γορ­γί­ας θά πρέ­πει νά συμ­πε­ρι­λη­φθεῖ στήν ὁ­μά­δα τῶν πρώ­ι­μων δι­α­λό­γων τοῦ Πλά­τω­να, αὐ­τῶν οἱ ὁποῖοι εἶ­ναι γραμ­μέ­νοι πρίν ἀ­πό τά με­γά­λα ἀ­ρι­στουρ­γή­μα­τα τῆς λε­γό­με­νης «ὥ­ρι­μης» συγ­γρα­φι­κῆς πε­ρι­ό­δου του, ὅπως εἶ­ναι τό Συμ­πό­σι­ο, ὁ Φαί­δων, ἡ Πο­λι­τεί­α, ὁ Παρ­με­νί­δης καί ὁ Φαῖ­δρος. Ἡ πρώ­ι­μη αὐτή πε­ρί­ο­δος θε­ω­ρεῖ­ται γε­νι­κά ὅτι ἐ­κτεί­νε­ται χρο­νο­λο­γι­κά κα­τά τήν εἰ­κο­σα­ε­τί­α με­τά τόν θά­να­το τοῦ Σω­κρά­τη τό 399, ἐ­νῶ τά ἔργα πού ἀ­νή­κουν σέ αὐτήν δι­α­κρίνον­ται ἐ­νί­ο­τε πε­ραι­τέ­ρω σέ μι­κρό­τε­ρες ὑ­πο-ο­μά­δες. Ἀ­πό αὐτά, οἱ «ὁ­ρι­σμι­κοί» δι­ά­λο­γοι, οἱ ὁποῖοι ἑ­στι­ά­ζουν κυ­ρί­ως στήν ἀ­να­ζήτη­ση ὁ­ρι­σμῶν πού ἀφοροῦν εἴ­τε κά­ποια συγ­κε­κρι­μέ­νη τέ­χνην, εἴ­τε κά­ποιαν ἄλ­λη ἀ­φη­ρη­μέ­νη ἔν­νοι­α μέ ἠθικό πε­ρι­ε­χό­με­νο, συμ­πε­ρι­λαμ­βά­νουν δι­α­λό­γους ὅπως ὁ Λά­χης, ὁ Εὐ­θύφρων, ὁ Μείζων Ἰπ­πί­ας, ὁ Χαρ­μί­δης, ὁ Λύσις καί ὁ Πρω­τα­γό­ρας. Ἄλ­λοι, με­ρι­κοί ἀ­πό τους ὁ­ποί­ους ὡ­στό­σο ἐμ­πί­πτουν καί στήν προ­η­γού­με­νη ὁ­μά­δα πού ἀ­να­φέρ­θη­κε, θά μπο­ροῦ­σαν νά χα­ρα­κτη­ρι­στοῦν ὡς «ἐ­λεγ­κτι­κοί» ἤ «ἀ­πο­ρη­τι­κοί», κα­θώς ἡ σω­κρα­τι­κή ἐ­λεγ­κτι­κή μέ­θο­δος κα­τέ­χει σέ αὐτούς τόν κυ­ρί­αρ­χο ρό­λο. Τέ­τοιοι εἶ­ναι ὁ Ἴ­ων, ὀ ­Ίπ­πί­ας ὁ ἐ­λάσ­σων, ὁ Λά­χης, ὁ Εὐ­θύφρων, ὁ Χαρ­μί­δης, ὁ Πρω­τα­γό­ρας καί ὁ Εὐ­θύδη­μος. Τέ­λος, ὁ­ρι­σμέ­νοι ἄλ­λοι ἀ­πό τούς πα­ρα­πά­νω θε­ω­ρεῖ­ται ὅτι προ­ε­τοι­μά­ζουν ἤ προ­ε­ξαγ­γέλ­λουν δι­δα­σκα­λί­ες ὅπως εἶ­ναι ἡ θε­ω­ρί­α γιά τή γνώ­ση ὡς «ἀ­νά­μνη­ση», ἤ ἐκείνη γιά τήν ἀ­θα­να­σί­α καί τή με­τεν­σω­μά­τω­ση τῶν ψυ­χῶν, κα­θώς καί ἡ πε­ρί­φη­μη θε­ω­ρί­α τῶν «χω­ρι­στῶν εἰ­δῶν», οἱ ὁποῖες ἐ­πρό­κει­το νά κα­τα­στοῦν κυ­ρί­αρ­χες στίς με­τα­γε­νέ­στε­ρες πε­ρι­ό­δους. Σέ αὐτό τό πλαί­σι­ο, δι­ά­λο­γοι ὅπως ὁ Μέ­νων, ὁ Κρατ­ύλος καί ἐν­δε­χο­μέ­νως ὁ Εὐ­θύδη­μος καί ὁ Λύσις, θε­ω­ροῦν­ται ὡς ὑ­στερό­τε­ροι καί ἑ­πο­μέ­νως ὡς «με­τα­βα­τι­κοί». Ἄν τώ­ρα ἡ Ἀ­πο­λο­γί­α, ὁ Κρί­των, ὁ Ἴ­ων καί ὁ Ἰπ­πί­ας ἐ­λάσ­σων εἶ­ναι, ὅπως πι­στεύ­ε­ται, οἱ πρῶ­τοι τους ὁ­ποί­ους συ­νέ­γρα­ψε ó Πλά­των, τό­τε οὐ­σι­α­στι­κά ἀ­πο­μέ­νουν μό­νον ὁ Γορ­γί­ας καί ὁ Με­νέ­ξε­νος (γιά τούς ὁ­ποί­ους ἄλ­λω­στε ὑ­πάρ­χει γε­νι­κό­τε­ρα ἡ ἐν­τύ­πω­ση ὅτι συν­δέ­ον­ται με­τα­ξύ τους μέ ἀ­ξι­ο­πρό­σε­κτες συγ­γέ­νει­ες) γιά νά ἐν­τα­χθοῦν σέ κά­ποια ἀ­πό τίς ὁ­μά­δες πού ἀ­να­φέρ­θη­καν, καί ἔ­τσι νά το­πο­θε­τη­θοῦν χρο­νο­λο­γι­κά, ὡ­στό­σο τό ζή­τη­μα αὐτό ἔ­χει προ­κα­λέ­σει ση­μαν­τι­κές δι­χο­γνω­μί­ες.[18] Προ­σω­πι­κά, ἔ­χω τήν τά­ση νά συμ­φω­νή­σω με ὅσους θε­ω­ροῦν ὅτι ἡ συγ­γρα­φή τοῦ Γορ­γί­α θά πρέ­πει νά το­πο­θε­τη­θεῖ πρός τό τέ­λος τῆς συ­νο­λι­κῆς πρώ­ι­μης φά­σης τοῦ συγ­γρα­φι­κοῦ ἔρ­γου τοῦ Πλά­τω­να, κον­τά στούς λε­γό­με­νους «με­τα­βα­τι­κούς» δι­α­λό­γους.[19] Σέ ὅσα ἐ­πι­χει­ρή­μα­τα ἔχουν κα­τά και­ρούς χρη­σι­μο­ποι­η­θεῖ σχε­τι­κά μέ αὐτό τό ζή­τη­μα θά ἤ­θε­λα νά προ­σθέ­σω καί τά ἀ­κό­λου­θα, τά ὁποῖα πα­ρέ­χουν καί ὁ­ρι­σμέ­νες ἐν­δεί­ξεις πού, κα­τά τή γνώ­μη μου, κα­θι­στοῦν πι­θα­νή τή σύν­δε­ση τῆς συγ­γρα­φῆς του μέ τήν ἵ­δρυ­ση τῆς Ἀ­κα­δη­μί­ας, ἐνα γε­γο­νός τό ὁποῖο εἶ­ναι κα­θι­ε­ρω­μέ­νο νά το­πο­θε­τεῖ­ται με­τά τήν ἐ­πι­στρο­φή τοῦ Πλά­τω­να ἀ­πό τό πρῶ­το τα­ξί­δι του στή Σι­κε­λί­α, τό 387:

1. Μο­λο­νό­τι εἶ­ναι ἀ­κρι­βές ὅτι στόν Γορ­γί­α δέν ἐ­πι­δει­κνύ­ε­ται ἡ συ­νη­θι­σμέ­νη στούς «ὁ­ρι­σμι­κούς» δι­α­λό­γους μέ­ρι­μνα γιά τή δι­α­τύ­πω­ση ὁ­ρι­σμῶν, ἡ ὁποία κα­τά τά ἄλ­λα θε­ω­ρεῖ­ται ὅτι προ­ε­τοι­μά­ζει τήν εἰ­σα­γω­γή τῆς θε­ω­ρί­ας τῶν Ἰ­δε­ῶν, ὡ­στό­σο οἱ ἀ­να­φο­ρές πού γί­νον­ται ἐ­δῶ σέ αὐτό τό ζή­τη­μα,[20] δεί­χνουν ὅτι ὁ συγ­γρα­φέ­ας ἔ­χει ἤδη δι­α­μορ­φώ­σει μι­άν ὁλο­κλη­ρω­μέ­νη ἄ­πο­ψη γύ­ρω ἀ­πό τό θέ­μα, τήν ὁποία ἁ­πλῶς ἐ­πι­λέ­γει νά μήν τήν ἐκ­θέ­σει ἀ­να­λυ­τι­κά, ἐν ὄ­ψει τῆς συ­στη­μα­τι­κῆς πα­ρου­σί­α­σής της στό πρῶ­το μέ­ρος τοῦ Μέ­νω­να.

2. Ἡ ἐ­πί­κλη­ση τῶν μα­θη­μα­τι­κῶν σέ δι­ά­φο­ρα καί­ρι­α ση­μεῖ­α τοῦ δι­α­λό­γου ὑ­πο­δει­κνύ­ει τήν ἀ­νά­πτυ­ξη ἀ­πό μέ­ρους τοῦ Πλά­τω­να ἑ­νός ἰ­δι­αί­τε­ρου ἐν­δι­α­φέ­ρον­τος γιά τόν συγ­κε­κρι­μέ­νο ἐ­πι­στη­μο­νι­κό κλά­δο, τό ὁποῖο στή συ­νέ­χει­α ἔ­μελ­λε νά τόν ὁ­δη­γή­σει τε­λι­κά στήν ἐγ­κα­τά­λει­ψη τοῦ σω­κρα­τι­κοῦ ἐ­λέγ­χου ὡς ἀ­πο­κλει­στι­κοῦ ἐρ­γα­λεί­ου φι­λο­σο­φι­κῆς ἔρευ­νας καί στήν προ­σφυ­γή σέ ἐ­ναλ­λα­κτι­κές, πε­ρισ­σό­τε­ρο «δη­μι­ουρ­γι­κές» με­θό­δους, ἐμ­πνευ­σμέ­νες ἀ­πό τή μα­θη­μα­τι­κή με­θο­δο­λο­γί­α τῆς ἐ­πο­χῆς του:[21] τέ­τοιες ἦ­ταν ἡ λε­γό­με­νη «ὑ­πο­θε­τι­κή» μέ­θο­δος, κα­θώς καί ἡ ἀ­ξι­ω­μα­τι­κή καί ἡ δι­αι­ρε­τι­κή, ἐνῶ γί­νε­ται ἐ­πί­σης συ­στη­μα­τι­κή χρή­ση νέ­ων με­θο­δο­λο­γι­κῶν ἐρ­γα­λεί­ων ὅπως ἡ ἀ­να­λο­γί­α. Ὅ­λες αὐτές οἱ μέ­θο­δοι κα­τέ­χουν κυ­ρί­αρ­χη θέ­ση στό ὕ­στε­ρο ἔργο του, καί τοῦ ἐ­πέ­τρε­ψαν νά δι­α­τυ­πώ­σει καί νά ἀ­να­πτύ­ξει ἀρ­γό­τε­ρα τίς με­γα­λε­πή­βο­λες με­τα­φυ­σι­κές θε­ω­ρί­ες του. Θε­ω­ρῶ ἀ­δι­α­νό­η­το ἡ ἐ­πα­να­λαμ­βα­νό­με­νη αὐτή προ­σφυ­γή του σέ πρό­τυ­πα καί με­θό­δους πού ἀν­τλοῦν­ται ἀ­πό τόν χῶ­ρο τῶν μα­θη­μα­τι­κῶν νά μή σχε­τί­ζε­ται μέ τήν ἐ­πα­φή πού γνω­ρί­ζου­με ὅτι εἶ­χε στή Σι­κε­λί­α μέ τίς ἀ­πό­ψεις τῶν Πυ­θα­γο­ρεί­ων, τούς ὁ­ποί­ους γνώ­ρι­σε ἀ­πό κον­τά κα­τά τή δι­άρ­κει­α τοῦ ἐ­κεῖ τα­ξι­διοῦ του.[22] Ἄλ­λω­στε λί­γοι θά ἀμ­φι­σβη­τή­σουν ὅτι εἶ­ναι ἀ­πό ἐ­κεί­νους πού ἐμ­πνεύ­στη­κε καί τήν ἵ­δρυ­ση τῆς σχο­λῆς τῆς Ἀ­κα­δη­μί­ας, ἐν ὄ­ψει μά­λι­στα τῆς ση­μα­σί­ας πού εἶ­χε σέ αὐτήν ἡ με­λέ­τη τῶν μα­θη­μα­τι­κῶν ἐ­πι­στη­μῶν ὡς προ­στά­δι­ο τῆς τε­λι­κῆς ἐ­να­σχό­λη­σης μέ τήν κα­θα­ρῶς φι­λο­σο­φι­κή δι­α­λε­κτι­κή.

3. Ἡ συ­στη­μα­τι­κή ἐ­πι­σή­μαν­ση καί ἡ σχο­λα­στι­κή τή­ρη­ση τῶν κα­νό­νων τῆς τυ­πι­κῆς δι­α­λε­κτι­κῆς ἀν­τι­πα­ρά­θε­σης, κυ­ρί­ως κα­τά τή συ­ζή­τη­ση μέ τόν Πῶ­λο,[23] ἡ ὁ­ποί­α γί­νε­ται μέ πο­λύ με­γα­λύ­τε­ρη ἐ­πι­μέ­λει­α καί ἐ­πι­μο­νή ἀπ’ ὅ,­τι στούς ἄλ­λους δι­α­λό­γους, δη­μι­ουρ­γεῖ τήν ἐν­τύ­πω­ση ὅτι ὁ συγ­κε­κρι­μέ­νος δι­ά­λο­γος ἦ­ταν σχε­δι­α­σμέ­νος νά χρη­σι­μεύ­σει ὡς ὑ­πό­δειγ­μα κα­τά τή δι­δα­σκα­λί­α τῶν σχε­τι­κῶν πρα­κτι­κῶν στό πλαί­σι­ο τῆς Ἀ­κα­δη­μί­ας, κα­τά τρό­πο ἀ­νά­λο­γο ὅπως οἱ τε­χνι­κές του ὁ­ρι­σμοῦ καί τοῦ ἐ­ξ ὑ­πο­θέ­σε­ως σκοπεῖ­σθαι πα­ρου­σι­ά­ζον­ται στόν Μέ­νω­να γιά νά ἐ­ξυ­πη­ρε­τή­σουν ἀ­νά­λο­γους ἐκ­παι­δευ­τι­κούς στό­χους.

Ὅ­λα αὐτά, κα­θώς καί ἡ ἐ­ξε­λιγ­μέ­νη δρα­μα­τουρ­γι­κή καί λο­γο­τε­χνι­κή τε­χνι­κή του συγ­γρα­φέ­α, ἡ ὁ­ποί­α εἶ­ναι ἐμ­φα­νής σέ ὅλη τήν ἔ­κτα­ση τοῦ δι­α­λό­γου, συ­νη­γο­ροῦν στό ὅτι πρό­κει­ται γιά ἐνα ἔρ­γο πού ἀν­τι­προ­σω­πεύ­ει μί­α φά­ση ὡ­ρί­μαν­σής του ὅσον ἀφορᾶ τόν χει­ρι­σμό καί τήν ὀρ­γά­νω­ση τῶν μέ­σων πού χρη­σι­μο­ποι­εῖ, κα­θώς τόν βλέ­που­με νά ἐ­λέγ­χει μέ ἀ­ξι­ο­ση­μεί­ω­τη μα­ε­στρί­α τούς ρυθ­μούς τῆς ἐ­ξέ­λι­ξης τῆς συ­ζή­τη­σης, τίς ἀ­παι­τού­με­νες ἐ­ναλ­λα­γές ἀ­νά­με­σα στή σύν­το­νη δι­α­λε­κτι­κή ἀν­τι­πα­ρά­θε­ση καί τίς ἐ­κτε­νέ­στε­ρες ρη­το­ρι­κές καί ἀ­φη­γη­μα­τι­κές ἐ­ξάρ­σεις, κα­θώς ἐ­πί­σης νά τη­ρεῖ τήν εὐ­αί­σθη­τη ἰ­σορ­ρο­πί­α με­τα­ξύ της σχε­δόν ἀ­νε­παί­σθη­της εἰ­ρω­νεί­ας καί τοῦ πι­κρό­χο­λου σαρ­κα­σμοῦ, τῆς σο­βα­ρό­τη­τας καί τῆς παι­γνι­ώ­δους δι­ά­θε­σης, ἀ­ξι­ο­ποι­ών­τας ἔ­τσι μέ πει­στι­κό­τη­τα καί χά­ρη τήν ἀν­τί­θε­ση ἀ­νά­με­σα στήν σχε­δόν στε­γνή καί «ἠ­λεκτρι­σμέ­νη» ἀ­τμό­σφαι­ρα τῆς συγ­κρου­σι­α­κῆς ἀν­τι­πα­λό­τη­τας, ἀ­πό τή μί­α πλευ­ρά, καί τήν εὐ­γλωτ­τί­α καί τή θέρ­μη τῆς αὐ­θεν­τι­κῆς πα­ραί­νε­σης ἀ­πό τήν ἄλ­λη. Ὅ­λα αὐτά εἶ­ναι ὁπωσ­δή­πο­τε ἔν­το­να χρω­μα­τι­σμέ­να ἀ­πό τήν ἀ­πο­γοήη­τευ­ση πού φαί­νε­ται νά τόν δι­α­κα­τέ­χει γιά τήν ὑ­πάρ­χου­σα πο­λι­τι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα πού ἐ­πι­κρα­τοῦ­σε στήν ἐ­ξου­θε­νω­μέ­νη καί τα­πει­νω­μέ­νη ἀ­πό τίς ἀ­στο­χί­ες τῶν ἡ­γε­τῶν τῆς πα­τρί­δας του καί ἀ­πό τίς ἐ­πι­λο­γές τῶν συμ­πο­λι­τῶν του, δι­α­τη­ρών­τας ὅμως συ­νά­μα ἐ­νερ­γό τόν ἐν­θου­σι­α­σμό του γιά τήν προ­ο­πτι­κή μιᾶς ἀ­λη­θι­νά κα­λύ­τε­ρης καί εὐ­τυ­χέ­στε­ρης κοι­νω­νι­κῆς ζω­ῆς στήν πό­λη.

Εἶναι γνω­στό ὅτι ὁ Πλά­των, ἰ­δι­αί­τε­ρα στά πρώ­ι­μα ἔργα του, ἀ­πο­φεύ­γει νά εἰ­σα­γά­γει ἤ νά με­τα­χει­ρι­στεῖ τε­χνι­κή ὁ­ρο­λο­γί­α, προ­τι­μών­τας νά ἀ­φή­σει τή γλώσσα του νά δι­α­τη­ρεῖ τή ρευ­στό­τη­τα καί τή νο­η­μα­τι­κή ἐ­λα­στι­κό­τη­τα τῆς κα­θη­με­ρι­νῆς συ­νο­μι­λί­ας. Κα­θί­στα­ται δύ­σκο­λο, ἑ­πο­μέ­νως, γιά ὁποιον­δή­πο­τε με­τα­φρα­στή νά τη­ρή­σει μι­άν ἀ­πα­ρέγ­κλι­τη ἀν­τι­στοι­χί­α ἀ­νά­με­σα στίς λέ­ξεις τοῦ πρω­το­τύ­που πού με­τα­φρά­ζει καί στήν ἀ­πό­δο­σή τους σέ ἐνα σύγ­χρο­νο ἰ­δί­ω­μα. Δι­ό­τι οἱ ἴ­διες λέ­ξεις τεί­νουν νά προσ­λαμ­βά­νουν δι­α­φο­ρε­τι­κό πε­ρι­ε­χό­με­νο σέ δι­α­φο­ρε­τι­κά συμ­φρα­ζό­με­να, ἐνῶ ἀν­τι­θέ­τως ἐ­νί­ο­τε δι­α­φο­ρε­τι­κές λέ­ξεις χρη­σι­μο­ποι­οῦν­ται ὡς πε­ρί­που συ­νώ­νυ­μες με­τα­ξύ τους, κα­θώς ὁ συγ­γρα­φέ­ας τίς ἐ­ναλ­λάσ­σει δί­χως νά ὑ­πο­δη­λώ­νει ἔ­τσι ὁποια­δή­πο­τε με­τα­βο­λή οὔ­τε κάν στήν ἀ­πό­χρω­ση αὐ­τοῦ πού ἐν­νο­εῖ­ται. Ἀ­πό τήν ἄλ­λη πλευ­ρά, ὁ «ἐν­δο­γλωσ­σι­κός» με­τα­φρα­στής ἔχει νά ἀν­τι­με­τω­πί­σει τό ἐ­πί πλέ­ον πρό­βλη­μα ὅτι ὁ­ρι­σμέ­νες λέ­ξεις πού ἐ­ξα­κο­λου­θο­ῦν νά χρη­σι­μο­ποι­οῦν­ται στά νέ­α ­Ἑλ­λη­νι­κά ἔχουν πιά προσ­λά­βει ἐν­τε­λῶς ἤ —ἀ­κό­μη χει­ρό­τε­ρα— ἐ­λα­φρῶς δι­α­φο­ρε­τι­κή ση­μα­σί­α, μέ ἀ­πο­τέλε­σμα ἡ δι­α­τή­ρη­σή τους νά κιν­δυ­νεύ­ει νά προ­κα­λέ­σει σο­βα­ρές πα­ρα­νο­ή­σεις ἤ ἄλ­λο­τε, στήν κα­λύ­τε­ρη πε­ρί­πτω­ση, νά κά­νουν τό κεί­με­νο νά δεί­χνει δυσ­νό­η­το ἐ­κεῖ πού δέν εἶ­ναι. Γι’ αὐτό λοι­πόν δέν δί­στα­σα, σέ ὁ­ρι­σμέ­νες πε­ρι­πτώ­σεις, νά ἀ­πο­στῶ ἀ­πό κα­θι­ε­ρω­μέ­νες ἤ φαι­νο­με­νι­κά προ­φα­νεῖς ἀ­πο­δό­σεις, προ­κει­μέ­νου νά δι­α­τη­ρή­σω τή ρο­ή τοῦ κει­μέ­νου καί νά δι­α­φυ­λά­ξω τή φυ­σι­κό­τη­τα τῆς δι­α­τύ­πω­σης, ἔ­στω καί δι­α­κιν­δυ­νεύ­ον­τας κα­μι­ά φορά νά ἐμ­φα­νι­στοῦν ὁ­ρι­σμέ­νες ἀ­συ­νέ­πει­ες πού ὡ­στό­σο, κα­τά τή γνώ­μη μου, ἐ­ξο­μα­λύ­νον­ται τε­λι­κά ἀ­πό τά ἑ­κά­στο­τε συμ­φρα­ζό­με­να. Τέ­τοιου εἴ­δους πρω­το­βου­λί­ες καί ἐ­πι­λο­γές εἶ­ναι ἀ­να­πό­φευ­κτες ἀ­πό τήν πλευ­ρά τοῦ με­τα­φρα­στῆ, ἄν καί ἀ­σφα­λῶς τόν ἀ­φή­νουν ἔκ­θε­το στήν κρι­τι­κή, θε­ω­ρῶ ὡ­στό­σο ὅτι ἀ­πο­τε­λο­ῦν ἀ­να­πό­σπα­στο μέ­ρος τῆς δου­λειᾶς του.

Μί­α χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή πε­ρί­πτω­ση εἶ­ναι αὐτή της, καί­ρι­ας γιά τήν πο­ρεί­α τοῦ συγ­κε­κρι­μέ­νου δι­α­λό­γου, λέ­ξης εὐ­δαι­μο­νί­α καί τῶν πα­ρα­γώ­γων της. Καί­τοι αὐτή ἑ­ξα­κο­λου­θεῖ νά χρη­σι­μο­ποι­εῖ­ται στή νε­ό­τε­ρη γλώσσα μας, ὡ­στό­σο ἔ­χει προσ­λά­βει ἐναν ὑ­ψη­λό τό­νο πού ἀ­πο­κλεί­ει τή χρή­ση της γιά νά πε­ρι­γρά­φει συ­νη­θι­σμέ­νες, κα­θη­με­ρι­νές κα­τα­στά­σεις, καί ἔ­τσι κα­θί­στα­ται ἀ­πρόσφο­ρη γιά τίς ἀ­νάγ­κες τοῦ συγ­κε­κρι­μέ­νου ἔρ­γου, ἰ­δι­αί­τε­ρα μά­λι­στα σέ πε­ρι­πτώ­σεις ὅπως αὐτές ὅπου ὁ Πῶ­λος τήν χρη­σι­μο­ποι­εῖ ἐν­νο­ών­τας, προ­φα­νῶς, τήν ἁ­πλή κα­λο­πέ­ρα­ση (λ.χ. 470d1 -ell, 473bl2-dl καί πρβ. 478c4-8 καί 494ο2-495a1).Ἔ­τσι ἀ­πο­φά­σι­σα νά τήν ἀ­πο­δώ­σω στίς πε­ρισ­σό­τε­ρες —ἄν καί ὄ­χι σέ ὄ­λε­ς— τίς πε­ρι­πτώ­σεις ὡς «εὐ­τυ­χί­α», μο­λο­νό­τι ἀ­να­γνω­ρί­ζω τή βα­σι­κή ἀ­ναντι­στοι­χί­α πού ὑ­φί­στα­ται ἀ­νά­με­σα στίς δύ­ο αὐτές λέ­ξεις. Δι­ό­τι πράγ­μα­τι ἡ «εὐ­δαι­μο­νί­α», ἀν­τί­θε­τα ἀ­πό τήν «εὐ­τυ­χί­α», δέν δη­λώ­νει μί­α ἁπλή ψυ­χο­λο­γι­κή δι­ά­θε­ση, ἀλ­λά μι­άν ἀν­τι­κει­με­νι­κή κα­τά­στα­ση στήν ὁ­ποί­α βρί­σκε­ται κα­νείς, κα­θώς ἐν­δέ­χε­ται νά μήν εἶ­ναι κἄν ἀν­τι­λη­πτή ἀ­πό τό ὑ­πο­κεί­με­νο τό ὁποῖο ἀφορᾶ. Ἐμ­βλημα­τι­κό, ὡς πρός αὐτό τό ση­μεῖ­ο, εἶ­ναι τό πε­ρί­φη­μο ἐ­πει­σό­δι­ο πού ἀ­να­φέ­ρε­ται στή συ­ζή­τη­ση τοῦ Κροί­σου μέ τόν Σό­λω­να στό πρῶ­το βι­βλί­ο τῆς Ἱ­στο­ρί­ας το­ῦ Ἡ­ρο­δο­του (130-33 καί 86),[24] ὅπου τά πα­ρα­δείγ­μα­τα πού ἀ­να­φέ­ρει ὁ Ἀ­θη­ναῖ­ος σο­φός ἀ­πο­δει­κνύ­ουν ἀ­κριβῶς ὅτι κά­ποιος πού εἶ­ναι εὐ­δαί­μων μπο­ρεῖ νά μήν ἔ­χει κα­θό­λου συ­νεί­δη­ση τοῦ πράγ­μα­τος, δί­χως αὐτό νά μει­ώ­νει κα­τά τί­πο­τε τήν ἀξία τῆς κα­τά­στα­σής του. Ἔ­τσι λοι­πόν καί στόν δι­ά­λο­γό μας, κά­ποιος πού εἶ­ναι ἐ­νά­ρε­τος μπο­ρεῖ νά θε­ω­ρη­θεῖ ὡς εὐ­δαί­μων ἀ­κό­μη καί ἄν, ὅπως συ­νέ­βη μέ τόν Σω­κρά­τη, ὑ­πο­στεῖ δι­ώ­ξεις ἤ ἐ­ξευ­τε­λι­σμούς: βλ. 507c4-d2. Τό πα­ρά­δο­ξο γί­νε­ται ἴ­σως ἀ­κό­μη πι­ό ἔν­το­νο μέ τή χρή­ση τῆς νε­ο­ελ­λη­νι­κῆς ἀ­πό­δο­σης «εὐ­τυ­χής», ὅμως θε­ω­ρῶ ὅτι τά συμ­φρα­ζό­με­να κα­θι­στοῦν σα­φές ὅτι δέν πρό­κει­ται, κα­τά κα­νό­να, γιά τήν κα­τά­στα­ση ἁ­πλῆς εὐ­μά­ρει­ας, ἀλ­λά γιά μί­α ἑ­δραί­α καί ἀ­κλό­νη­τη ἐ­σω­τε­ρι­κή κα­τά­στα­ση, ἡ ὁ­ποί­α πα­ρα­μέ­νει ἀ­νε­πη­ρέ­α­στη ἀ­πό τίς ἐ­ξω­τε­ρι­κές συν­θῆ­κες, ἤ ἀ­κό­μη καί ἀ­πό τίς πα­ρο­δι­κές ψυ­χο­λο­γι­κές δι­α­θέ­σεις ἤ με­τα­πτώ­σεις πού ἐ­κεῖ­νες ἐν­δέ­χε­ται νά προ­κα­λέ­σουν.[25]

Μί­α ἄλ­λη προ­βλη­μα­τι­κή πε­ρί­πτω­ση ἀ­πο­τε­λεῖ ἡ χρή­ση τῆς λέ­ξης ἡ­δο­νή (πού ἐ­νί­ο­τε ἐμ­φα­νί­ζε­ται ὡς πε­ρί­που συ­νώ­νυ­μη τοῦ χαί­ρειν, δη­λα­δή τῆς εὐ­χα­ρί­στη­σης) καί τοῦ ἀν­τι­θέ­του της, τῆς λύ­πης. Εἶ­ναι σα­φές ὅτι πρό­κει­ται γιά αἰ­σθή­μα­τα πού δέν ἔχουν σχέ­ση μό­νο μέ τό σῶ­μα, καί ἔτσι ἀ­ναγ­κα­στι­κά —ἀλ­λά καί πά­λι ὄχι πάν­τα— ἀ­πο­δί­δε­ται ὡς «ἀ­πό­λαυ­ση» (καί ἀν­τι­στοί­χως τό ἀν­τίθε­τό της ὡς «δυ­σα­ρέ­σκει­α», «στε­νο­χώ­ρια» ἤ «δυ­σφο­ρί­α»), στήν προ­σπά­θει­α νά ἀ­να­δει­χθεῖ πε­ρισ­σό­τε­ρο ἡ ἀ­παι­τού­με­νη εὐ­ρύ­τε­ρη ψυ­χο­λο­γι­κή της δι­ά­στα­ση.

Ἡ λέ­ξη ἀ­γα­θός ὑ­πάρ­χει βέ­βαι­α καί στά νέ­α Ἑλ­λη­νι­κά, ὅπου ὅμως ὡς ἐ­πί­θε­το πού ἀ­να­φέ­ρε­ται σέ ἀν­θρώ­πους ἔ­χει πιά κα­τα­στεῖ σχε­δόν κα­κό­ση­μη (ἐνῶ, ἀν­τί­θε­τα, ὡς οὐ­σι­α­στι­κό μπο­ρεῖ καί πρέ­πει νά δι­α­τη­ρεῖ­ται),[26] ὁ­πό­τε ὁ με­τα­φρα­στής εἶ­ναι ὑ­πο­χρε­ω­μέ­νος, μέ δε­δο­μέ­νο τό ἀ­νε­πι­τή­δευ­το ὕ­φος τῆς συ­ζή­τη­σης, νά κα­ταφύ­γει στό ὁπωσ­δή­πο­τε κά­πως ἀ­νε­παρ­κές ἐ­πί­θε­το «κα­λός».

Ἀ­κό­μη πιό προ­βλη­μα­τι­κός ἐμ­φα­νί­ζε­ται ὁ ἐ­παι­νε­τι­κός χα­ρα­κτη­ρι­σμός κα­λός, πού τό πε­δί­ο του ἐ­κτεί­νε­ται ἀπό τά κα­λο­σχημα­τι­σμέ­να καί ὄμορ­φα σώ­μα­τα ὡς τίς ἀ­νώ­τε­ρες σφαῖ­ρες τίς ὁποῖες ἀν­τι­προ­σω­πεύ­ουν οἱ νό­μοι ἤ ἀ­κό­μη καί οἱ μα­θή­σεις (474d4- 475a9).[27] Γιά νά μπο­ρέ­σει νά λει­τουρ­γή­σει ἀ­πο­τε­λε­σμα­τι­κά τό σχε­τικό ἐ­πα­γω­γι­κό ἐ­πι­χεί­ρη­μα, ἀ­παι­τεῖ­ται νά χρη­σι­μο­ποι­η­θεῖ ἕνας ἑ­νι­αῖ­ος ὅρος, γι’ αὐτό καί ἐ­πέ­λε­ξα τό ἐ­λα­φρῶς ὑ­περ­βο­λι­κό «ἐ­ξαί­σι­ος», πού του­λά­χι­στον συν­δυ­ά­ζε­ται ἱ­κα­νο­ποι­η­τι­κά μέ τό ἀν­τί­θε­τό του αἰ­σχρός - «ἐ­παί­σχυν­τος».

Ἡ συ­στά­δα τῶν ὅρων κρείτ­των, ἐρ­ρω­με­νέ­στε­ρος, βελ­τί­ων, ἰ­σχυ­ρό­τε­ρος καί ἀ­μεί­νων χρη­σι­μο­ποι­εῖ­ται ἀ­πό τόν Καλ­λι­κλῆ μέ τρό­πο πού, ὅπως σπεύ­δει νά τό ἐ­πι­ση­μά­νει καί ὁ Σω­κρά­της, προ­δί­δει σύγ­χυ­ση ὡς πρός τήν ἀ­κρι­βή ση­μα­σί­α τους, μέ κό­στος κά­ποια ἐν­δε­χό­με­νη ἀ­σά­φει­α στό τε­λι­κό ἀ­πο­τέ­λε­σμα.

Κα­τά τά ἄλ­λα, ὅσον ἀφορᾶ τήν ἀ­πο­κα­τά­στα­ση τοῦ ἀρ­χαί­ου κει­μέ­νου, ὁ Γορ­γί­ας εἶ­χε τήν τύ­χη νά δε­χτεῖ τίς φρον­τί­δες ἑ­νός ἔγ­κρι­του ἐ­πι­με­λη­τῆ, τοῦ δι­α­πρε­πούς Ε. R. Dodds, ὁ ὁποῖος μᾶς ἔχει προ­σφέ­ρει μι­άν ὑ­πο­δειγ­μα­τι­κά ἐμ­πε­ρι­στα­τω­μέ­νη ἔκ­δο­σή του. Τού­τη βα­σί­ζε­ται στήν ἐ­ξαρ­χῆς ἐ­πα­να­ξι­ο­λό­γη­ση τῆς χει­ρό­γρα­φης πα­ρά­δο­σης, λαμ­βά­νον­τας πα­ράλ­λη­λα ὑ­πό­ψη της καί πλῆ­θος πλη­ρο­φο­ρι­ῶν πού προ­έρ­χον­ται ἀ­πό τή λε­γό­με­νη ἔμ­με­ση πα­ρά­δο­ση, τίς μαρ­τυ­ρί­ες δη­λα­δή οἱ ὁποῖες δι­α­σῴ­ζον­ται στά ἔρ­γα με­τα­γε­νέ­στε­ρων συγ­γρα­φέ­ων πού εἶ­χαν δια­βά­σει τόν δι­ά­λο­γο σέ ἐκ­δο­χές οἱ ὁποῖες συ­χνά ἀ­πο­κλί­νουν ση­μαν­τι­κά ἀ­πό αὐτήν πού ἐκ­προ­σω­πεῖ­ται ἀ­πό τά βα­σι­κά βυ­ζαν­τι­νά χει­ρό­γρα­φα τά ὁποῖα ἔ­χου­με στή δι­ά­θε­σή μας σή­με­ρα. Ἐ­πέ­λε­ξα νά ἀ­να­πα­ρα­γά­γω κα­τά βά­ση τό κεί­με­νο τῆς μνη­μει­ώ­δους αὐτῆς ἐρ­γα­σί­ας,[28] ση­μει­ώ­νον­τας σέ ἕνα συ­νο­πτι­κό κρι­τι­κό ὑ­πό­μνη­μα τίς πε­ρι­πτώ­σεις ὅπου πα­ρου­σι­ά­ζον­ται ἀ­πο­κλί­σεις: 1) ἀ­πό τό κεί­με­νο ἀ­να­φορᾶς (δηλ. ἀ­πό αὐ­τό τοῦ Dodds), 2) ἀ­πό τό κεί­με­νο τῆς εὐ­ρύ­τα­τα χρη­σι­μο­ποι­ού­με­νης παλαι­ό­τε­ρης ἔκ­δο­σης τοῦ J. Burnet (Ὀξ­φόρ­δη 1903), καί 3) ἀ­πό τή γρα­φή ὅλων τῶν κύ­ρι­ων χει­ρο­γρά­φων, ἐ­ξαι­τί­ας πα­ρεμ­βά­σε­ων ἀ­πό με­τα­γε­νέ­στε­ρους γρα­φεῖς ἤ ἐκ­δό­τες, στήν προ­σπά­θει­ά τους νά ἀ­πο­κα­τα­στή­σουν ση­μεῖ­α τοῦ κει­μέ­νου τά ὁποῖα πα­ρου­σιά­ζουν φθο­ρές ἤ κε­νά.

Ὡς κύ­ρι­α λο­γί­ζον­ται τά χει­ρό­γρα­φα τά ὁποῖα ἔχει ἐ­πι­λέ­ξει ὁ Dodds, πού ἐκ­προ­σω­ποῦν καί τίς τρεῖς βα­σι­κές οἰ­κο­γέ­νει­ες τίς ὁποῖες ἀ­να­γνω­ρί­ζει ἡ νε­ό­τε­ρη ἔρευ­να ὅσον ἀφορᾶ τό κεί­με­νο τῶν Πλα­τω­νι­κῶν ἔρ­γων, ὡς ἑ­ξῆς:

B: Cod. Bodleianus Clarkianus 39 (ἀ­πό τό ἔ'τός 895), πού ἐκ­προ­σω­πεῖ τήν οἰ­κο­γέ­νει­α I.

Τ: Cod. Venetus, append, class. 4.1 (τοῦ 10ου αἰ.), πού ἐκ­προ­σω­πεῖ τήν οἰ­κο­γέ­νει­α II.[29]

W: Cod. Vindobonensis, suppl. gr. 7 (τοῦ 11ου αἰ.), πού ἐκ­προ­σω­πεῖ τήν οἰ­κο­γέ­νει­α III.[30]

Ἐ­πί­σης, κά­ποιες ση­μαν­τι­κές ἀ­πο­κλί­νου­σες ἀ­να­γνώ­σεις προ­σφέ­ρει ὁ:

F: Cod. Vindobonensis, suppl. gr. 39 (τέ­λη 13ου μέ ἀρ­χές τοῦ 14ου αἰ.), ὁ ὁ­ποῖ­ος, κα­τά τούς Burnet καί Dodds, ἀν­τι­προ­σω­πεύ­ει μί­α ξε­χω­ρι­στή πα­ρά­δο­ση πού δι­α­φο­ρο­ποι­εῖ­ται καί ἀ­πό τίς τρεῖς προ­α­να­φερ­θεῖ­σες οἰ­κο­γέ­νει­ες, δι­α­σώ­ζον­τας ὅμως ὁ­ρι­σμέ­νες ἀ­ξι­ό­λο­γες γρα­φές, πολ­λές ἀ­πό τίς ὁποῖες ἀ­παν­τοῦν καί στήν ὕ­στε­ρη κυ­ρί­ως ἔμ­με­ση πα­ρά­δο­ση, κα­θώς ἐ­πί­σης καί στά σχε­τι­κά πα­πυ­ρι­κά εὐ­ρή­μα­τα.

Γιά τίς πε­ρι­πτώ­σεις συμ­φω­νί­ας (consensus) τῶν BTWF χρη­σι­μο­ποι­ῶ τή συν­το­μο­γρα­φί­α c. Γιά τίς με­τα­γε­νέ­στε­ρες γρα­φές (δι­ορ­θώ­σεις) πά­νω σέ αὐ­τούς τούς τέσ­σε­ρεις βα­σι­κούς κώ­δι­κες χρη­σι­μο­ποι­οῦν­ται ἀν­τίστοι­χα τά σύμ­βο­λα b, t, w καί f.

Τέ­λος, χρει­ά­ζε­ται νά γί­νει ἰ­δι­αί­τε­ρη ἀ­να­φο­ρά στόν:

Τ: Cod. Vindobonensis, suppl. gr. 21 (τοῦ 14ου αἰ.).Ό Croiset, 102, θε­ώ­ρη­σε ὅτι ὁ κώ­δι­κας αὐτός «δι­α­σώ­ζει σέ πολ­λές πε­ρι­πτώ­σεις τήν κα­λύ­τε­ρη πα­ρά­δο­ση». Ὡ­στό­σο, σή­με­ρα γί­νε­ται δε­κτό ὅτι ἀν­τι­προ­σω­πεύ­ει καί αὐτός κα­τά βά­ση τήν πα­ρά­δο­ση τοῦ W, ἐν­σω­μα­τώ­νον­τας σέ αὐτήν καί δι­ορ­θώ­σεις προ­ερ­χό­με­νες ἀ­πό τόν f, κα­θώς καί ὁ­ρι­σμέ­νες ἄλ­λες κα­λές γρα­φές, οἱ ὁποῖες ὅμως ὀ­φείλον­ται μᾶλ­λον σέ δι­ορ­θω­τι­κές πα­ρεμ­βά­σεις τοῦ γρα­φέ­ως: βλ. Dodds 55-6.

Θά πρέ­πει ἐ­δῶ νά ἀ­να­φερ­θεῖ καί ἡ μαρ­τυ­ρί­α τοῦ Ὀ­λυμπι­ο­δώ­ρου (6ος αἰ.), τοῦ μο­να­δι­κοῦ Νε­ο­πλα­τω­νι­κοῦ ὑ­πο­μνη­μα­τι­στῆ, τό ἔρ­γο τοῦ ὁ­ποί­ου ἔχει δι­α­σω­θεῖ (κα­τα­γε­γραμ­μέ­νο, ὅπως δη­λώ­νε­ται στό βα­σι­κό χει­ρό­γρα­φο πού μᾶς τό πα­ρα­δί­δει, ἀ­πό κά­ποιον ἀ­κρο­α­τή τῶν πα­ρα­δό­σε­ών του: ἀ­πό φω­νῆς), καί τό ὁποῖο ἔ­χει ἐκ­δο­θεῖ ἀ­πό τόν L. G. Westerink (Olympiodori In Platonis Gorgiain Commentaria, Leipzig 1970· βλ. ἐ­πί­σης τήν ἀγ­γλι­κή με­τά­φρα­ση ἀ­πό τούς R. Jackson, Κ. Lycos, Η. Tarrant, Olympiodorus’ Commentary on Plato’s Gorgias, Leiden 1998). Τό κα­τά τά ἄλ­λα ὄ­χι ἰ­δι­αί­τε­ρα ἐμ­πνευ­σμέ­νο ἤ δι­α­φω­τι­στι­κό τοῦ­το ὑ­πό­μνη­μα πε­ρι­έ­χει γρα­φές οἱ ὁποῖες κα­τά κα­νό­να προ­σεγ­γί­ζουν πε­ρισ­σό­τε­ρο πρός ἐ­κεῖ­νες τοῦ F.

ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ

CAF Th. Kock, Comieorum Atticomm Fragmenta, Lipsiae 1880-8.

DK H. Diels & W. Kranz, Die Fragmente der Vorsokratiker, 6. Auflage, Berlin 1951.

Orph.fr. Ο. Kern, Orphicorum Fragmenta, Berlin 1922.

TGF A. Nauck, Tragieorum Graecorum Fragmenta, 3. Auflage, Hildesheim 1964.

B Cod. Bodleianus Clarkianus 39

T Cod. Venetus, Append, class. 4.1

W Cod. Vindobonensis, suppl. gr. 7

F Cod. Vindobonensis, suppl. gr. 39

C consensus τῶν BTWF b, t, w, f manus recentiores τῶν BTWF ἀν­τι­στοί­χως

P Cod. Palatinus Vaticanus 173

Par. Cod. Parisinus 1808

T Cod. Vindobonensis, suppl. gr. 21

Xe manus correctoris

Xec e correctione

Xmg in margine

OI. Olympiodorus, In Platonis Gorgiam Commentaria

OI.λ Olympiodori lemmata

OI.π Olympiodori paraphrasis
---------------------------
[1] Γιά μί­α ἐν­δι­α­φέ­ρου­σα προ­σέγ­γι­ση τοῦ Γορ­γί­α ἀ­πό αὐ­τή τή σκο­πιά, βλ. Cooper 1998, 33-4 καί 74-5.

[2] Ἀ­πολ. 34al, 38b6, Φαίδ. 59bl0.

[3] Ἐ­φό­σον δε­χτοῦ­με ὅτι ἤ συγ­κε­κρι­μέ­νη Ἐ­πι­στο­λή εἶ­ναι αὐ­θεν­τι­κή, του­λά­χι­στον ὡς πρός τό ἱ­στο­ρι­κό της μέ­ρος. Οἱ νε­ό­τε­ρες ἀ­πό­ψεις τῶν εἰ­δι­κῶν με­λε­τη­τῶν γύ­ρω ἀ­πό αὐτό τό ζή­τη­μα ἐμ­φα­νί­ζον­ται δι­χα­σμέ­νες, ἄν καί ἡ γε­νι­κό­τε­ρη τά­ση εἶ­ναι νά ἀ­να­γνω­ρι­στεῖ ἡ ἱ­στο­ρι­κή ἀ­ξι­ο­πι­στί­α τῶν μαρ­τυ­ρι­ῶν πού πε­ρι­έ­χον­ται σέ αὐ­τήν.

[4] Βλ. ἐν­δει­κτι­κά Dodds 31.

[5] Ἡ ἀ­κρι­βής σχέ­ση το­ΰ συγ­κε­κρι­μέ­νου ἔργου μέ τόν Γορ­γί­α πα­ρα­μέ­νει ἀμ­φι­σβη­τού­με­νη (βλ. Dodds 28-9), ὁμως τοῦ­το ὁ­πωσ­δή­πο­τε συ­νε­τέ­λεσε γε­νι­κό­τε­ρα στήν ἀ­νά­πτυ­ξη το­ΰ γραμ­μα­τει­α­κοῦ εἴ­δους τῶν Σω­κρα­τι­κῶν λό­γων, πού ἀ­πο­σκο­ποῦ­σαν νά ἀ­πο­κα­τα­στή­σουν τή φή­μη τοῦ φι­λο­σό­φου ὡς προ­τύ­που ἠ­θι­κῆς συμ­πε­ρι­φο­ρᾶς: βλ. ἐν­δει­κτι­κά Ξε­νοφ., Ἀ­πο­μν. 11-2.

[6] Βλ.Ἰ­σο­κρ., Π. ἀν­τιδ. 183, 186-7, Νίκ. 1, καί Cooper 2004, 71-7.

[7] Βλ. O’Meara 62-5.

[8] Κα­τά τήν ἀρ­χαι­ό­τη­τα, ὑ­πῆρ­χε ἡ φή­μη ὁ­τι ὁ Πλά­των εἶ­χε με­τα­χει­ρι­στεῖ τούς συγ­γρα­φεῖς αὐ­τούς ὡς πρό­τυ­πά του κα­τά τή δι­ά­πλα­ση τῆς μορ­φῆς τῶν σω­κρα­τι­κῶν του δι­α­λό­γων: βλ. Δι­ογ. Λ. III17-18. Φυ­σι­κά, μί­α τέ­τοια θε­ω­ρί­α ἀ­γνο­εῖ τήν πα­ρά­δο­ση τῶν «σω­κρα­τι­κῶν δι­α­λό­γων» πού εἶ­χε ἀ­να­πτυ­χθε­ΐ ἀ­πό ἄλ­λα μέ­λη τοῦ σω­κρα­τι­κοῦ κύ­κλου, ὁπως ὁ Ἀν­τι­σθέ­νης, ὁ Αἰ­σχί­νης ὁ Σφήτ­τι­ος, ὁ Εὐ­κλεί­δης ὁ Με­γα­ρεύς, ὁ Φαί­δων ὁ Ηλεῖ­ος καί ἄλ­λοι, οἱ ὁ­ποῖοι τούς εἶ­χαν κα­θι­ε­ρώ­σει ὡς λο­γο­τε­χνι­κό εἶ­δος πρίν ἀ­κό­μη ὁ Πλά­των ξε­κι­νή­σει τή δι­κή του συγ­γρα­φι­κή δρά­ση.

[9] Οἱ ὁ­ποῖοι ἐκ­δη­λώ­νον­ται, στίς πε­ρισ­σό­τε­ρες πε­ρι­πτώ­σεις, ὡς αἰ­σχύ­νη: βλ. 461b3, 482e2 καί πρβ. 494c5, d3-4.

[10] Στόν Γορ­γί­α, 6 Πλά­των μοιά­ζει νά ὑ­παι­νίσ­σε­ται ὁτι ὁ ἀ­να­γνώ­στης του εἶ­ναι ἤ­δη ἐ­ξοι­κει­ω­μέ­νος μέ τή συ­νή­θει­α τοῦ Σω­κρά­τη νά θέ­τει τέ­τοιου εἴ­δους ἐ­ρω­τή­μα­τα, ἐ­πι­κα­λού­με­νος τίς βα­σι­κές ἀρ­χές πού θά πρέ­πει νά τη­ροῦν­ται κα­τά τόν χει­ρι­σμό τους: βλ. 448e6-7, 463c3-5 μέ τά σχό­λι­α.

[11] Βλ. Ἱππ. μείζ. 282b.

[12] Καί συ­χνά ἀ­πο­τυ­πώ­νον­ται στίς «δη­μη­γο­ρί­ες», τίς ὁ­ποῖες ἐν­τάσ­σει στήν Ἱ­στο­ρί­α του ὁ Θου­κυ­δί­δης: βλ. I 75-77, II 35-46, 60-64, III 37-48, 82- 84, Ἱ 36-40.

[13] ΙΙρβ. Χρμ. 153b, Ἀ­πό?.. 21a, Ξε­νοφ., Ἄ­πο­μν. I 2.48, Ἄ­ρι­στοφ., Νεφ. 104, 144 ἔπ., Σφῆ­κες 1408 ἑπ., Ὄρν. 1296, 1564.

[14] Βλ. ἐ­πί­σης Stallbaum 18-20, Canto 49-54.

[15] Βλ. Δι­όδ. Σίκ. XII 53.1-5.

[16] Βλ. Φι­λό­στρ., Βί­οι σοφ. 1 9.3 καί 5.

[17] Τό ἔ­τος δπού πα­ρου­σι­ά­στη­καν οἱ Σφῆ­κες το­ΰ Ἀ­ρι­στο­φά­νη, ὅπου γί­νε­ται λό­γος γιά τόν υἱόν Π­υ­ρι­λάμ­πους Δ­ῆ­μον κα­λόν (στ. 98).

[18] Βλ. με­τα­ξύ ἄλ­λων τήν ἀ­να­λυ­τι­κή ἐ­ξέ­τα­ση τοῦ θέ­μα­τος, κυ­ρί­ως σέ σχέ­ση μέ τόν Πρω­τα­γό­ρα, πού ἐ­πι­χει­ρεῖ ὁ Kahn 1988, 69-99, ὁ σο­βα­ρό­τε­ρος ὑ­πο­στη­ρι­κτής τῆς «πρω­ι­μό­τη­τας» τοῦ Γορ­γί­α. Ὅ­σον ἀ­φο­ρᾶ τόν Με­νέξε­νο, εἶ­ναι πε­ρί­που σί­γου­ρο ὅτι ἡ συγ­γρα­φή του θά πρέ­πει νά το­πο­θε­τη­θεῖ λί­γο με­τά τό 386.

[19] Σέ αὐ­τούς συμ­πε­ρι­λαμ­βά­νον­ται οἱ Dodds, 21-4, Irwin, 5-8, καί Vlastos 1993,183 σ. 39. Ἀ­ξι­ο­ση­μεί­ω­τη εἶ­ναι ἡ πυ­κνή δι­α­τύ­πω­ση τοῦ Raven 54: «Κα­τά τή γνώ­μη μου, ὁ Γορ­γί­ας ση­μα­δεύ­ει τήν ἀ­πο­κο­ρύ­φω­ση τῆς οὐ­σι­α­στι­κά σω­κρα­τι­κῆς πε­ρι­ό­δου τῆς ζω­ῆς τοῦ [Πλά­τω­να], ἐ­νῶ ὁ Μέ­νων ση­μα­δεύ­ει τό ξε­κί­νη­μα μί­ας και­νούρ­γιας καί πι­ό δη­μι­ουρ­γι­κῆς φά­σης».

[20] Βλ. πι­ό πά­νω τή σήμ. 10, ἀλ­λά καί τόν με­τα­ξύ σο­βα­ροῦ καί ἀ­στεί­ου ὑ­παι­νιγ­μό στό 447dl-5.

[21] Βλ. 465b7-c4, 501al-bl, 507e6-508a7, καί Vlastos 1993, 183-205.

[22] Ἄλ­λες ἀ­να­φο­ρές στίς ἐμ­πει­ρί­ες πού εἶ­χε ἀ­πο­κο­μί­σει ἀ­πό αὐ­τό τό τα­ξί­δι μπο­ροῦ­με ἴ­σως νά βροῦ­με στήν πε­ρι­γρα­φή πού κά­νει τῶν συν­θη­κῶν πού ἐ­πι­κρα­τοῦ­σαν στό πε­ρι­βάλ­λον ἕ­νος τυ­ράν­νου ὁπως ὁ Δι­ο­νύ­σι­ος (βλ. 510bc μέ τή ση­μεί­ω­σή μου), καί τήν ἀ­να­φο­ρά του στόν, κα­τά τή δι­α­τύ­πω­ση τοῦ Μα­ξί­μου Τυ­ρί­ου (XVII 1), «Φει­δί­α τῆς ὀ­ψο­ποιί­ας» Συ­ρα­κού­σι­ο «σέφ» Μί­θαι­κο (στό 518b6).

[23] Βλ. τίς ση­μει­ώ­σεις μου στά χω­ρί­α 462al-5, bl-2, 463cl-6, 466c7 καί 495a6-8.

[24] Ὅ­που βέ­βαι­α χρη­σι­μο­ποι­οῦν­ται κυ­ρί­ως οἱ ἀρ­χα­ϊ­κές ἐκ­φρά­σεις ὄλ­βος, ὀλ­βιό­της κλπ., ὅμως γί­νε­ται συ­νά­μα σα­φές ὅτι τοῦ­τες θε­ω­ροῦν­ται ὡς ταυ­τό­ση­μες μέ τά εὐ­δαί­μων, εὐ­δαι­μο­νί­α κλπ.: βλ. 32.1, 86.6.

[25] Πρβ. σχε­τι­κά Vlastos 1993, 340-3.

[26] Βλ. σχε­τι­κά Irwin 124-5.

[27] Βλ. σχε­τι­κά καί Irwin 154-5.

[28] Θά πρέ­πει ἐ­πί­σης νά ἐ­πι­ση­μά­νω ἐ­δῶ τήν ὀ­φει­λή μου καί στά ἄ­φθο­να καί πο­λύ­τι­μα σχό­λι­α αὐ­τῆς τῆς ἔκ­δο­σης, τά ὁ­ποῖα εἶ­χα δι­αρ­κῶς ὑ­πό­ψη μου, δί­χως νά κά­νω ἰ­δι­αί­τε­ρη μνεί­α τούς κά­θε φο­ρᾶ.

[29] Τού­τη φαί­νε­ται ὁ­τι κα­τά­γε­ται ἀ­πό τόν ἀ­πο­λε­σθέν­τα πρῶ­το τό­μο τῆς ἔκ­δο­σης, τῆς ὁ­ποί­ας ὁ δεύ­τε­ρος τό­μος εἶ­ναι ὁ πε­ρί­φη­μος Α τοῦ Πα­ρι­σι­οῦ (cod. Parisinus 1807).

[30] Ἐ­δῶ θά πρέ­πει νά προ­στε­θεῖ καί ὁ Palatinus Vaticanus 173 (= Ρ) (ἐ­πί­σης τοῦ 11ου αἰ.), ὁ ὁ­ποῖος ἐμ­φα­νί­ζε­ται ὡς κον­τι­νός συγ­γε­νής τοῦ W, καί προ­σφέ­ρει ἐ­λά­χι­στες γρα­φές πού νά δι­α­φέ­ρουν ἀ­πό ἐ­κεῖ­νον.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου