Ενδεικτικά, στο μέρος ΙΑ (Ιερωνύμου- Ελλανίκου θεογονία) της Ορφικής Θεολογίας (Συλλογή Otto Kern, μετ.-σχόλια Μ. Σίδερη, Εκδ. Πυρ. Κόσμος 2005), στο απόσπ. 1 (54) Δαμασκίου «Περί των Πρώτων Αρχών», (123) λέγεται: «Και υπολαμβάνω την εν ταις ραψωδίαις (Ιερούς Λόγους Ορφέως) Θεολογίαν… Χρόνος, ούτος ο δράκων γεννάται τριπλήν γονήν· Αιθέρα, φημί, νοτερόν και χάος άπειρον και τρίτον επί τούτοις Έρεβος ομιχλώδες…»
Μεταφρ.: «Και θεωρώ ότι η Θεολογία που περιέχεται στις ραψωδίες (τους Ιερούς Λόγους του Ορφέως)… (λέγει) ότι ο Χρόνος, αυτός ο όμοιος με δράκοντα, γεννά τριπλή γονή: τον Αιθέρα, λέγω, τον νοτερό (υγρό), και το άπειρο, ατέρμονο Χάος· και τρίτο, ως αναγκαία φύτρα αυτών, το Έρεβος το ομιχλώδες»· και συνεχίζει «…το τρίτο μέλος της (γεμάτης από αναπαραγωγική δύναμη) υστερογενούς αυτής Τριάδος, είναι Έρεβος ομιχλώδες, που αναλογείστην [συνήθη (θετική) ή δυνάμει (αρνητική) πάντως ενδοσυμπαντική] ελώδη, πρωτόγονη (= πρωτογενή αλλά όχι μορφοποιημένη, όχι κρυσταλλωμένη) ύλη…».
Η ύλη αυτή, σύμφωνα με το απόσπ. ΙΑ,3 (56)-Απίωνος προς Κλήμεντα, Ρωμ. Ομιλίες VI 5-12, ανεδείχθη πολύ αργότερα από το προηγούμενό της Έρεβος κατά θέση, στην κλίμακα της κοσμογονικής διαδικασίας, όχι κατά ποιοτική αξιολόγηση. «Από τις τρείς θεμελιώδεις ουσίες (Αιθέρα, Γη-ύλη, Ύδωρ) της δημιουργίας του πραγματικού Κόσμου, μέσα στον οριοθετημένο, πλέον, καμπύλο (ωοειδή- σφαιρικό) Χωρόχρονο, η ουσία αυτή ως ενδοκοσμικό στοιχείο, υπεχώρησε ως πρωτογενές υλικό πεδίο προς τα κάτω, ελκόμενο από το βάρος του και εκάθησε ως υποστάθμη της Όλης (καθολικής) Ύλης (του Σύμπαντος). Το στοιχείο αυτό, ένεκεν της βαρυτικής έλξεως που κατείχε και για το ζοφερό του μεγαλείο, και επειδή περιείχε μέγιστο ποσόν της ουσίας των κατωτέρων τόπων, ονόμασαν Πλούτωνα. Και έκριναν, ότι αυτός είναι βασιλεύς του Άδη και των νεκρών…»
Έως εδώ, προκύπτουν τα εξής συμπεράσματα σχετικά με το Έρεβος:
1. Στη φάση της Κοσμογονίας, πριν τη γέννηση του τόπου παραγωγής πραγματικού – οντικού έργου, του Συμπαντικού σφαιρώματος ή Ωού δηλαδή, το Έρεβος είναι ένα ουσιώδες πεδίο σύμμικτο συμπαράγωγο και απόβλητο των δύο άλλων αμιγών και διαχωρισμένων, δυναμικών ουσιωδών πεδίων: του Αιθέρος και του Χάους. Διότι, αν και βέβαια γεννάται- προέρχεται- από το κοινό (γενέθλιο και των τριών πεδίων), δυναμικό Είναι του Χρόνου, εντούτοις προκύπτει ως κατάλοιπο του διαχωρισμού των δύο άλλων. Στο απόσπασμα των Ιερών Λόγων ΙΒ 13 (66), (ως άνω) λέγεται πως το Ωόν (Συμπαντική Σφαίρα) είναι έκγονο του Αιθέρος και του Χάους.
2. Στο χωροχρονικό πεδίο, το Έρεβος δεν συμμετέχει στην όλη διαδικασία ποιήσεως των πραγματικών, θετικών υλικών διακόσμων. Εν τούτοις,συμπεριλαμβάνεται, ως πεδίο αδρανές ως προς τη Ζωή, αλλά και ως προς τη μεταθανάτια, τελεσφόρα διαδικασία αναμόρφωσης- αναγέννησης της ψυχής. Είναι ένα μέρος του όλου Πλουτωνείου βασιλείου, μια ενδιάμεση ζώνη, που παρεμβάλλεται μεταξύ των τόπων Ζωής και Θανάτου στους οποίους εκτείνεται βασίλειο του «Κάτω Κόσμου».
Αυτοί οι τόποι είναι:
Η ύλη αυτή, σύμφωνα με το απόσπ. ΙΑ,3 (56)-Απίωνος προς Κλήμεντα, Ρωμ. Ομιλίες VI 5-12, ανεδείχθη πολύ αργότερα από το προηγούμενό της Έρεβος κατά θέση, στην κλίμακα της κοσμογονικής διαδικασίας, όχι κατά ποιοτική αξιολόγηση. «Από τις τρείς θεμελιώδεις ουσίες (Αιθέρα, Γη-ύλη, Ύδωρ) της δημιουργίας του πραγματικού Κόσμου, μέσα στον οριοθετημένο, πλέον, καμπύλο (ωοειδή- σφαιρικό) Χωρόχρονο, η ουσία αυτή ως ενδοκοσμικό στοιχείο, υπεχώρησε ως πρωτογενές υλικό πεδίο προς τα κάτω, ελκόμενο από το βάρος του και εκάθησε ως υποστάθμη της Όλης (καθολικής) Ύλης (του Σύμπαντος). Το στοιχείο αυτό, ένεκεν της βαρυτικής έλξεως που κατείχε και για το ζοφερό του μεγαλείο, και επειδή περιείχε μέγιστο ποσόν της ουσίας των κατωτέρων τόπων, ονόμασαν Πλούτωνα. Και έκριναν, ότι αυτός είναι βασιλεύς του Άδη και των νεκρών…»
Έως εδώ, προκύπτουν τα εξής συμπεράσματα σχετικά με το Έρεβος:
1. Στη φάση της Κοσμογονίας, πριν τη γέννηση του τόπου παραγωγής πραγματικού – οντικού έργου, του Συμπαντικού σφαιρώματος ή Ωού δηλαδή, το Έρεβος είναι ένα ουσιώδες πεδίο σύμμικτο συμπαράγωγο και απόβλητο των δύο άλλων αμιγών και διαχωρισμένων, δυναμικών ουσιωδών πεδίων: του Αιθέρος και του Χάους. Διότι, αν και βέβαια γεννάται- προέρχεται- από το κοινό (γενέθλιο και των τριών πεδίων), δυναμικό Είναι του Χρόνου, εντούτοις προκύπτει ως κατάλοιπο του διαχωρισμού των δύο άλλων. Στο απόσπασμα των Ιερών Λόγων ΙΒ 13 (66), (ως άνω) λέγεται πως το Ωόν (Συμπαντική Σφαίρα) είναι έκγονο του Αιθέρος και του Χάους.
2. Στο χωροχρονικό πεδίο, το Έρεβος δεν συμμετέχει στην όλη διαδικασία ποιήσεως των πραγματικών, θετικών υλικών διακόσμων. Εν τούτοις,συμπεριλαμβάνεται, ως πεδίο αδρανές ως προς τη Ζωή, αλλά και ως προς τη μεταθανάτια, τελεσφόρα διαδικασία αναμόρφωσης- αναγέννησης της ψυχής. Είναι ένα μέρος του όλου Πλουτωνείου βασιλείου, μια ενδιάμεση ζώνη, που παρεμβάλλεται μεταξύ των τόπων Ζωής και Θανάτου στους οποίους εκτείνεται βασίλειο του «Κάτω Κόσμου».
Αυτοί οι τόποι είναι:
α) Το φυτικό βασίλειο και ακόμη πιο σχολαστικά θεωρούμενη η σπερματική χθόνια ζώνη, εκεί που ο «θάνατος», η σήψη ενός υγιούς, άγονου καθ’ εαυτόν, οργανισμού, του σπόρου, είναι ο λόγος της γεννήσεως πολλών, μεγάλων και γόνιμων όντων. Στην ίδια ζώνη και στο ίδιο βασίλειο, το Πλουτώνειο, υφίσταται και ενεργεί ο ριζωματικός πλούτος.
Αλλά ότι αναφύεται στην επιφάνεια του εδάφους, ο πλούτος της χλωρίδας και των καρπών ανάγεται πλέον στο βασίλειο της Γής, της Ρέας και της Δήμητρας, όπως και στου Ήλιου και της Σελήνης. Δηλαδή ό, τι ασκεί τη δύναμή του (αναπαραγωγική, πολλαπλασιαστική ή θεμέλια-ερεισματική) στο αθέατο ζωτικό μέρος του χοϊκού (χωμάτινου) μανδύα, καταλέγεται στο Πλουτώνειο βασίλειο. Δύναμη αναπαραγωγική, πολλαπλασιαστική και θεμελιώδη- ερεισματική.
Αλλά ότι αναφύεται στην επιφάνεια του εδάφους, ο πλούτος της χλωρίδας και των καρπών ανάγεται πλέον στο βασίλειο της Γής, της Ρέας και της Δήμητρας, όπως και στου Ήλιου και της Σελήνης. Δηλαδή ό, τι ασκεί τη δύναμή του (αναπαραγωγική, πολλαπλασιαστική ή θεμέλια-ερεισματική) στο αθέατο ζωτικό μέρος του χοϊκού (χωμάτινου) μανδύα, καταλέγεται στο Πλουτώνειο βασίλειο. Δύναμη αναπαραγωγική, πολλαπλασιαστική και θεμελιώδη- ερεισματική.
β) Ένα δεύτερο μέρος- έργο αυτού του βασιλείου, του Πλουτώνειου, βρίσκεται «κάπου αλλού», πέρα από τον πλανήτη, πέρα από την συνήθη ύλη η οποία δομείται και εξελίσσεται με τις δυνάμεις του φωτός και του Αιθέρος.
3. Ο δεύτερος αυτός τόπος (εκτός, πάντως, από τα Ηλύσια Πεδία και τα Νησιά των Μακάρων, όπου βασιλεύουν ο Αχιλλεύς ως σύζυγος της Ελένης -Λευκής- και η Ρέα με τον Κρόνο) είναι τα διάφορα πεδία του Αϊδίου βασιλείου, οιμεταθανάτιοι τόποι όπου βασιλεύει ο Πλούτων και η Περσεφόνη, Κόρη και Ψυχή της Δήμητρος, δηλαδή της εντελεχούς, εύφορης Γης και χθονίας Νοήσεως.
Τα πεδία αυτά είναι τα Αϊδου Μέλαθρα (στα οποία συμπεριλαμβάνεται και ο Τάρταρος) και τα Αγνά Άλσεα της Περσεφόνης (που περιλαμβάνουν και τον Ασφοδελό Λειμώνα). Είναι τόποι μεταθανάτιου προορισμού, κρίσεως, εγκατοικήσεως και προετοιμασίας των ανθρώπινων ψυχών ως την επαναγέννησή τους, αλλά, μερικές φορές και τόποι αιώνιας τιμωρίας, όταν η συμπαντική δικαιοσύνη το απαιτεί.
Το συμπέρασμα είναι πως τόσο στον χθόνιο, όσο και στον πέραν και έξω του κόσμου των όντων τόπο του Πλουτωνείου βασιλείου, συντελείται μεγάλη και εντατική δραστηριότητα. Κατά το ένα μέρος θεατή, κατά το άλλο αθέατη. Αντίθετα, το Έρεβος, δεν είναι τόπος δράσεως αλλά αδρανείας. Δεν είναι τόπος παραμονής, αλλά είναι τόπος διαβάσεως ή καταστροφής – εκμηδενισμού των ψυχών. Πάντως, είναι μεταθανάτιος τόπος.
Ό, τι συμβαίνει εκεί και αφορά στα όντα, συμβαίνει μετά τον θάνατό τους, συμβαίνει στην ψυχή τους. Και τα όντα αυτά είναι αποκλειστικά και μόνον οι άνθρωποι. Οι διαβάτες του Ερέβους έχουν φύγει από τα πεδία των μορφών της ζωής· είναι νεκροί, που σαν ψυχές, σαν πνεύματα, κατευθύνονται στον Άδη – στον «άλλο κόσμο» της μεταθανάτιας ζωής.
Εκτός από τα αποσπάσματα των Ιερών Λόγων που ενδεικνύουν αυτό το αξίωμα έχομε την σχετικά ρητή διευκρίνιση του άλλου θεολόγου, του «επομένου τω Ορφεί» Ομήρου. Στην Ιλιάδα, (ραψ. Θ. 368) το Έρεβος αναφέρεται σαν τόπος σκότους μεταξύ της Γής και του Άδη. Στην Ιλιάδα επίσης (ραψ. Π 327) όπως και στη Οδύσσεια (ραψ. κ 528, λ. 564, μ 81 και αλλού) λέγεται ευθέως πώς «από το Έρεβος έπρεπε να διέλθει κάποιος, είτε εάν πήγαινε στον Άδη είτε αν ανήρχετο από αυτόν στη ζωή».
Στον Ησίοδο, τον επίσης θεολόγο και «τω Ορφεί επομένω», το Έρεβος φαίνεται να ταυτίζεται με τον Τάρταρο. Έτσι, στους στίχους 514-515, λέγει «τον ασεβή Μενοίτιο ο Δίας γκρέμισε στον βυθό του Ερέβους» και στους στίχους 668-669, λέγει ότι «και οι Τιτάνες, οι θεοί και όσοι γεννήθηκαν από τον Κρόνο κι αυτοί που ο Δίας ανέβασε από το υποχθόνιο Έρεβος στο φως του κόσμου πάλι…» δίνεται έντονα η εντύπωση πως ο Ησίοδος ονομάζει και θεωρεί Έρεβος ό, τι οι Ιεροί Λόγοι παραδίδουν ως Τάρταρο.
Πάντως πρόκειται για επιπόλαιη εντύπωση. Διότι όσοι Τιτάνες καταταρταρώθηκαν, απλώς επαναφέρθηκαν στο πεδίο παραγωγής έργου που εξ αρχής άρμοζε στις θείες και πρωτογενείς, στα όρια του χωροχρονικού Σύμπαντος, δυνάμεις και ιδιότητές τους. Γι’ αυτό και λέγεται στους Ιερούς Λόγους: «Ο Ζεύς, που εξιλέωσε τους Τιτάνες» (ΙΒ, απ. 86 (143) τομ. 1ος ως άνω) και «…ο Ζεύς… προώθησε και τους Τιτάνες σ΄αυτόν, τον δικό του κόσμο….» (ΙΒ, απ. 153 (210) τομ. 2ος ως άνω) και: «(τους Τιτάνες) κατεκεραύνωσε ο Ζεύς, οργισμένος· και από την ύλη που παρήχθη, από την αιθάλη των καπνών που ανεδόθησαν από αυτούς, καθώς κατεκαίοντο, έγιναν λέγουν, οι άνθρωποι» (ΙΒ, απ. 162 (220) τομ. 2ος ως άνω). Βέβαια η κατακεραύνωση κάθε άλλο παρά αφανισμό και εκμηδενισμό των θεϊκών (εδώ των Τιτάνων) σημαίνει. Αλλά αυτό, προφανώς, είναι άλλο μεγάλο ζήτημα.
Τέλος στον Ορφικό Ύμνο ΧΧΧVII (Τιτάνων) λέγεται: «Τιτάνες, ωραία παιδιά της Γης και τ’ Ουρανού,/ πρόγονοι των πατέρων μας,/κάτω από τα τρίσβαθα της Γης, σ’ απόκρυφες σπηλιές της ύλης/ στ’ άδυτα του Ταρτάρου κατοικείτε·/ πηγές κι αρχές Εσείς των θνητών όλων,/…./και των θαλασσινών πουλιών,/ κι όλων εκείνων που έχουν σπίτι τους τη Γη./ Από σας έρχεται στον κόσμο κάθε γέννημα·/ κι εσάς παρακαλώ, τη φοβερή οργή σας διώξτε,/ αν κάποιος από τους γήϊνους προγόνους ήρθε στ’ άδυτά σας/ σαν πορθητής εχθρός».
Είναι, λοιπόν, φανερό, πως κάθε μυθολογική- αλληγορική έμφαση στο καθ’ ημάς «καλό και κακό» απέχει πολύ από τις καθαρές έννοιες. Εν πάση περιπτώσει, και οι Τιτάνες και οι Γίγαντες και οι φρουροί Εκατόγχειρες, όσοι είναι στον Τάρταρο (γιατί δεν βρίσκονται όλοι εκεί αφού Τιτάνες είναι π.χ. και ο Άτλας, ο Ωκεανός, η Μήτις, η Θέτις, η Θέμις, ο Κρόνος, η Ρέα, ο Ήλιος, αλλά και από τους Ολυμπίους η Αφροδίτη.
Όλοι Τιτάνες πρώτης γενεάς παράγουν έργο που αποδίδεται στον Αιθερικό – Ηλιακό κόσμο. Αυτά και για την αποκατάσταση της λογικής και ηθικής τάξεως στις δικές μας συνειδήσεις, στις δικές μας «στοχαστικές προσαρμογές». Ας σημειωθεί και σαν κατακλείδα της- απαραίτητης πάντως- παρεκβάσεως, πως στην Ελληνική Θεολογία δεν υφίσταται Οντολογικό – Αντικειμενικό κακό, αλλά τα πάντα έγιναν κατά Θεόν. Αυτόν, που ο Πλάτων χαρακτηρίζει «της τ’ αγαθού Φύσεως Αιτία».
Όλοι λοιπόν οι Τιτάνες παράγουν έργο από τον Τάρταρο, τον τόπο τους. Εκτός από τον Μενοίτιο. Διότι αυτός που ιδιαιτέρως χαρακτηρίζεται «ασεβής» ρίχτηκε στον βυθό του Ερέβους.
Ο βυθός του Ερέβους, είναι το τελματώδες τέρμα αυτού του στοιχείου, που το χαρακτηρίζει η οριακή βαρυτική και μαγνητική, θα λέγαμε, έλξη προς τα «κάτω». Αναλογία του Ερέβους είναι εκείνα τα (ελώδη) τενάγη που καραδοκούν ακίνητα να τραβήξουν ό, τι πατήσει στην επιφάνειά τους, κάτω στον παχύ βούρκο, παραλύοντας κάθε δυνατότητα κίνησης, άνωσης, αντίδρασης, εξόδου.
Μοιάζει, ακόμη, με τις σκοτεινές φασματικές περιοχές της φωτεινής χρωματικής ακτινοβολίας, (π.χ. στην υπέρυθρο περιοχή του φάσματος, όπου σημειώνεται θερμότητα, παρεμβάλλεται μια σκοτεινή («ομιχλώδης») ζώνη, η οποία δεν παρουσιάζει καμία θερμική ιδιότητα. Είναι απολύτως ψυχρή. Θυμίζει, ακόμη, το Έρεβος, εκείνον τον λόγο του Ησιόδου: «Μα εκείνους που αμάρτησαν βαριά και είχαν περίσσεια αλαζονεία, αλίμονό τους! Κάτω απ’ το Σείριο ρίχνονται, στη εκεί πέρα γη, και λιώνουνε οι σάρκες τους…» (Ασπίς Ηρακλέους στ.150-4).
Ακόμη, περισσότερο απ’ όλα, το Έρεβος, μοιάζει με κάθε Λαβύρινθο, αφού, όπως προαναφέρθηκε, το Έρεβος είναι τόπος διαβάσεως, εξαιρετικά επικίνδυνης, γεμάτος παγίδες και δυνάμεις που μπορούν να αποκλείσουν κάθε διέξοδο, είτε προς τον Άδη είτε προς την (κάθε) Γη!
Μπορεί, λοιπόν, να χαρακτηρισθεί ως το Μηδέν του Τίποτε – το απόλυτο Μηδέν – και τόπος εκμηδενισμού, απώλειας, αδρανοποίησης. Είναι, όμως, η περιοχή την οποία αναγκαστικά πρέπει να διανύσουν οι ψυχές, είτε πηγαίνοντας στον Άδη, είτε γυρίζοντας από εκεί…
Το όνομα «Έρεβος», μας βοηθά να ενισχύσουμε όλα τα παραπάνω, δίνοντας και μερικές επιπλέον σημάνσεις κατά το έτυμον.
Η λέξη αυτή, στα κλασσικά χρόνια, σημαίνει, πλέον, «χάλαζα» (όροβος) και ερέβινθος (ρεβίθι, ρεβιθιά). Το φυτό αυτό διακλαδίζεται άτακτα και απρόβλεπτα, με τρόπο λαβυρινθώδη. Στη Λατινική, όμως, σώζονται οι πρωταρχικές σημασίες της λέξης. Έτσι: errabuntus = πολυπλανής, πλανώμενος, και erro-erravi-erratum-errare = πλανώμαι. Επίσης erro, erroris= πλάνη, αβεβαιότητα, άγνοια, αμάρτημα (=σφάλμα). Έτσι, από τους λατινικούς τύπους οδηγούμαστε στην ελληνική ρίζα √FΕΡΓ.
Από εδώ σχηματίζονται δύο ρήματα: Α) έρδω και β) έργω.
3. Ο δεύτερος αυτός τόπος (εκτός, πάντως, από τα Ηλύσια Πεδία και τα Νησιά των Μακάρων, όπου βασιλεύουν ο Αχιλλεύς ως σύζυγος της Ελένης -Λευκής- και η Ρέα με τον Κρόνο) είναι τα διάφορα πεδία του Αϊδίου βασιλείου, οιμεταθανάτιοι τόποι όπου βασιλεύει ο Πλούτων και η Περσεφόνη, Κόρη και Ψυχή της Δήμητρος, δηλαδή της εντελεχούς, εύφορης Γης και χθονίας Νοήσεως.
Τα πεδία αυτά είναι τα Αϊδου Μέλαθρα (στα οποία συμπεριλαμβάνεται και ο Τάρταρος) και τα Αγνά Άλσεα της Περσεφόνης (που περιλαμβάνουν και τον Ασφοδελό Λειμώνα). Είναι τόποι μεταθανάτιου προορισμού, κρίσεως, εγκατοικήσεως και προετοιμασίας των ανθρώπινων ψυχών ως την επαναγέννησή τους, αλλά, μερικές φορές και τόποι αιώνιας τιμωρίας, όταν η συμπαντική δικαιοσύνη το απαιτεί.
Το συμπέρασμα είναι πως τόσο στον χθόνιο, όσο και στον πέραν και έξω του κόσμου των όντων τόπο του Πλουτωνείου βασιλείου, συντελείται μεγάλη και εντατική δραστηριότητα. Κατά το ένα μέρος θεατή, κατά το άλλο αθέατη. Αντίθετα, το Έρεβος, δεν είναι τόπος δράσεως αλλά αδρανείας. Δεν είναι τόπος παραμονής, αλλά είναι τόπος διαβάσεως ή καταστροφής – εκμηδενισμού των ψυχών. Πάντως, είναι μεταθανάτιος τόπος.
Ό, τι συμβαίνει εκεί και αφορά στα όντα, συμβαίνει μετά τον θάνατό τους, συμβαίνει στην ψυχή τους. Και τα όντα αυτά είναι αποκλειστικά και μόνον οι άνθρωποι. Οι διαβάτες του Ερέβους έχουν φύγει από τα πεδία των μορφών της ζωής· είναι νεκροί, που σαν ψυχές, σαν πνεύματα, κατευθύνονται στον Άδη – στον «άλλο κόσμο» της μεταθανάτιας ζωής.
Εκτός από τα αποσπάσματα των Ιερών Λόγων που ενδεικνύουν αυτό το αξίωμα έχομε την σχετικά ρητή διευκρίνιση του άλλου θεολόγου, του «επομένου τω Ορφεί» Ομήρου. Στην Ιλιάδα, (ραψ. Θ. 368) το Έρεβος αναφέρεται σαν τόπος σκότους μεταξύ της Γής και του Άδη. Στην Ιλιάδα επίσης (ραψ. Π 327) όπως και στη Οδύσσεια (ραψ. κ 528, λ. 564, μ 81 και αλλού) λέγεται ευθέως πώς «από το Έρεβος έπρεπε να διέλθει κάποιος, είτε εάν πήγαινε στον Άδη είτε αν ανήρχετο από αυτόν στη ζωή».
Στον Ησίοδο, τον επίσης θεολόγο και «τω Ορφεί επομένω», το Έρεβος φαίνεται να ταυτίζεται με τον Τάρταρο. Έτσι, στους στίχους 514-515, λέγει «τον ασεβή Μενοίτιο ο Δίας γκρέμισε στον βυθό του Ερέβους» και στους στίχους 668-669, λέγει ότι «και οι Τιτάνες, οι θεοί και όσοι γεννήθηκαν από τον Κρόνο κι αυτοί που ο Δίας ανέβασε από το υποχθόνιο Έρεβος στο φως του κόσμου πάλι…» δίνεται έντονα η εντύπωση πως ο Ησίοδος ονομάζει και θεωρεί Έρεβος ό, τι οι Ιεροί Λόγοι παραδίδουν ως Τάρταρο.
Πάντως πρόκειται για επιπόλαιη εντύπωση. Διότι όσοι Τιτάνες καταταρταρώθηκαν, απλώς επαναφέρθηκαν στο πεδίο παραγωγής έργου που εξ αρχής άρμοζε στις θείες και πρωτογενείς, στα όρια του χωροχρονικού Σύμπαντος, δυνάμεις και ιδιότητές τους. Γι’ αυτό και λέγεται στους Ιερούς Λόγους: «Ο Ζεύς, που εξιλέωσε τους Τιτάνες» (ΙΒ, απ. 86 (143) τομ. 1ος ως άνω) και «…ο Ζεύς… προώθησε και τους Τιτάνες σ΄αυτόν, τον δικό του κόσμο….» (ΙΒ, απ. 153 (210) τομ. 2ος ως άνω) και: «(τους Τιτάνες) κατεκεραύνωσε ο Ζεύς, οργισμένος· και από την ύλη που παρήχθη, από την αιθάλη των καπνών που ανεδόθησαν από αυτούς, καθώς κατεκαίοντο, έγιναν λέγουν, οι άνθρωποι» (ΙΒ, απ. 162 (220) τομ. 2ος ως άνω). Βέβαια η κατακεραύνωση κάθε άλλο παρά αφανισμό και εκμηδενισμό των θεϊκών (εδώ των Τιτάνων) σημαίνει. Αλλά αυτό, προφανώς, είναι άλλο μεγάλο ζήτημα.
Τέλος στον Ορφικό Ύμνο ΧΧΧVII (Τιτάνων) λέγεται: «Τιτάνες, ωραία παιδιά της Γης και τ’ Ουρανού,/ πρόγονοι των πατέρων μας,/κάτω από τα τρίσβαθα της Γης, σ’ απόκρυφες σπηλιές της ύλης/ στ’ άδυτα του Ταρτάρου κατοικείτε·/ πηγές κι αρχές Εσείς των θνητών όλων,/…./και των θαλασσινών πουλιών,/ κι όλων εκείνων που έχουν σπίτι τους τη Γη./ Από σας έρχεται στον κόσμο κάθε γέννημα·/ κι εσάς παρακαλώ, τη φοβερή οργή σας διώξτε,/ αν κάποιος από τους γήϊνους προγόνους ήρθε στ’ άδυτά σας/ σαν πορθητής εχθρός».
Είναι, λοιπόν, φανερό, πως κάθε μυθολογική- αλληγορική έμφαση στο καθ’ ημάς «καλό και κακό» απέχει πολύ από τις καθαρές έννοιες. Εν πάση περιπτώσει, και οι Τιτάνες και οι Γίγαντες και οι φρουροί Εκατόγχειρες, όσοι είναι στον Τάρταρο (γιατί δεν βρίσκονται όλοι εκεί αφού Τιτάνες είναι π.χ. και ο Άτλας, ο Ωκεανός, η Μήτις, η Θέτις, η Θέμις, ο Κρόνος, η Ρέα, ο Ήλιος, αλλά και από τους Ολυμπίους η Αφροδίτη.
Όλοι Τιτάνες πρώτης γενεάς παράγουν έργο που αποδίδεται στον Αιθερικό – Ηλιακό κόσμο. Αυτά και για την αποκατάσταση της λογικής και ηθικής τάξεως στις δικές μας συνειδήσεις, στις δικές μας «στοχαστικές προσαρμογές». Ας σημειωθεί και σαν κατακλείδα της- απαραίτητης πάντως- παρεκβάσεως, πως στην Ελληνική Θεολογία δεν υφίσταται Οντολογικό – Αντικειμενικό κακό, αλλά τα πάντα έγιναν κατά Θεόν. Αυτόν, που ο Πλάτων χαρακτηρίζει «της τ’ αγαθού Φύσεως Αιτία».
Όλοι λοιπόν οι Τιτάνες παράγουν έργο από τον Τάρταρο, τον τόπο τους. Εκτός από τον Μενοίτιο. Διότι αυτός που ιδιαιτέρως χαρακτηρίζεται «ασεβής» ρίχτηκε στον βυθό του Ερέβους.
Ο βυθός του Ερέβους, είναι το τελματώδες τέρμα αυτού του στοιχείου, που το χαρακτηρίζει η οριακή βαρυτική και μαγνητική, θα λέγαμε, έλξη προς τα «κάτω». Αναλογία του Ερέβους είναι εκείνα τα (ελώδη) τενάγη που καραδοκούν ακίνητα να τραβήξουν ό, τι πατήσει στην επιφάνειά τους, κάτω στον παχύ βούρκο, παραλύοντας κάθε δυνατότητα κίνησης, άνωσης, αντίδρασης, εξόδου.
Μοιάζει, ακόμη, με τις σκοτεινές φασματικές περιοχές της φωτεινής χρωματικής ακτινοβολίας, (π.χ. στην υπέρυθρο περιοχή του φάσματος, όπου σημειώνεται θερμότητα, παρεμβάλλεται μια σκοτεινή («ομιχλώδης») ζώνη, η οποία δεν παρουσιάζει καμία θερμική ιδιότητα. Είναι απολύτως ψυχρή. Θυμίζει, ακόμη, το Έρεβος, εκείνον τον λόγο του Ησιόδου: «Μα εκείνους που αμάρτησαν βαριά και είχαν περίσσεια αλαζονεία, αλίμονό τους! Κάτω απ’ το Σείριο ρίχνονται, στη εκεί πέρα γη, και λιώνουνε οι σάρκες τους…» (Ασπίς Ηρακλέους στ.150-4).
Ακόμη, περισσότερο απ’ όλα, το Έρεβος, μοιάζει με κάθε Λαβύρινθο, αφού, όπως προαναφέρθηκε, το Έρεβος είναι τόπος διαβάσεως, εξαιρετικά επικίνδυνης, γεμάτος παγίδες και δυνάμεις που μπορούν να αποκλείσουν κάθε διέξοδο, είτε προς τον Άδη είτε προς την (κάθε) Γη!
Μπορεί, λοιπόν, να χαρακτηρισθεί ως το Μηδέν του Τίποτε – το απόλυτο Μηδέν – και τόπος εκμηδενισμού, απώλειας, αδρανοποίησης. Είναι, όμως, η περιοχή την οποία αναγκαστικά πρέπει να διανύσουν οι ψυχές, είτε πηγαίνοντας στον Άδη, είτε γυρίζοντας από εκεί…
Το όνομα «Έρεβος», μας βοηθά να ενισχύσουμε όλα τα παραπάνω, δίνοντας και μερικές επιπλέον σημάνσεις κατά το έτυμον.
Η λέξη αυτή, στα κλασσικά χρόνια, σημαίνει, πλέον, «χάλαζα» (όροβος) και ερέβινθος (ρεβίθι, ρεβιθιά). Το φυτό αυτό διακλαδίζεται άτακτα και απρόβλεπτα, με τρόπο λαβυρινθώδη. Στη Λατινική, όμως, σώζονται οι πρωταρχικές σημασίες της λέξης. Έτσι: errabuntus = πολυπλανής, πλανώμενος, και erro-erravi-erratum-errare = πλανώμαι. Επίσης erro, erroris= πλάνη, αβεβαιότητα, άγνοια, αμάρτημα (=σφάλμα). Έτσι, από τους λατινικούς τύπους οδηγούμαστε στην ελληνική ρίζα √FΕΡΓ.
Από εδώ σχηματίζονται δύο ρήματα: Α) έρδω και β) έργω.
Οι σημασίες τους: α) έρδω = 1. κακοποιώ, βλάπτω, 2. τελώ μαγεία («φάρμακα έρδειν»), 3. δίδω, αποδίδω, «ερδόμενον μέρος» = το διδόμενον μέρος, 4. τελώ ή προσφέρω θυσία,
β) Έργω = 1. κωλύω, εμποδίζω κάποιον, εγκλείω, αποκλείω, συγκλείω, 2. Αποσοβώ, απομακρύνω, 3. αμύνω, αποκρούω, 4. απέχω τινός, αποφεύγω κάτι, 5. εμποδίζω κάποιον από του να πράξει κάτι.
Το Έρεβος είναι τόπος διαβάσεως των ψυχών. Οι ψυχές, όμως, διαβαίνοντας τον ενδιάμεσο τόπο του Ερέβους, κινδυνεύουν· κάτι περισσότερο: έχουν ελάχιστες πιθανότητες να διέλθουν χωρίς βοήθεια, εκτός από κάποιες, ελάχιστες, πολύ ελαφρές, πολύ «ξηρές» (αύες κατά τον Ηράκλειτο) που μπορούν να περάσουν δίχως να χαθούν στην ομίχλη και τη λάσπη του Ερέβους.
Για τις άλλες ψυχές, τις πολλές, αυτό (δηλαδή το να χαθούν μέσα στο Έρεβος) θα συνέβαινε οπωσδήποτε, αν δεν υπήρχε ως οδηγός και βοηθός ο Κυλλήνιος Ερμής, (ο Χθόνιος Ερμής του Ορφ. Υμν. LVII), ο ψυχοπομπός θεός, «σαν αφήσει ο άνθρωπος το ηλιόφωτο/ ψυχές αλύτρωτες παίρνει ο Κυλλήνιος Ερμής/ και στον πελώριο, απόκρυφο θόλο της γης (τον Άδη) τις κατεβάζει» (Ορφ. Θεολογία, Μ. Σίδερη, Συλλ. OTTO KERN ΙΒ, απ. 165 /223 τομ. 2ος).
Για τη ολοκλήρωση του εξεταζόμενου θέματος, σκόπιμο είναι να δούμε ποιες είναι οι σημασίες του ονόματος του Ερμού. Οι συγκριτικοί συνειρμοί προς τις σημασίες του ονόματος «Έρεβος» είναι άμεσοι και σαφείς, δίνοντας το στίγμα της αντίθεσης, αφ’ ενός, προς τις ιδιότητες και την επικινδυνότητα αυτού του τρομερού τόπου· αφ’ ετέρου, δείχνοντας τους τρόπους που ενεργεί ο θεός ως χθόνιος Λόγος και Ποιμήν των περιπλανωμένων ψυχών (όρα και ερμές=οδοδείκτες). Ρίζα του ονόματος Ερμής: √ΗΕΡΜ από όπου -> α) ερμάζω= στηρίζω, στερεώνω β) έρμα:= 1, στήριγμα, υποστήριγμα, 2, δεσμός, ταινία, σπείρα όφεως, νήμα. Και 3) επικουρικά: μίτος, χορδή λύρας, νήμα της Μοίρας. Επίσης οι ορφικές σημασίες: σπέρμα, σπόρος, τάξη, τόνος.
Η ανάλυση έγινε στο παρόν άρθρο στη λέξη Έρεβος διότι είναι έννοια που περιγράφει πλήρως, τόσο πραγματικές φυσικές καταστάσεις του Κοσμικού Γίγνεσθαι, όσο και τις απόψεις των Ελλήνων Θεολόγων για το «επέκεινα». Μεταξύ των πρωτογενών ουσιωδών υποστάσεων το Έρεβος παρουσιάζει την μεγαλύτερη έως και απόλυτη μεταφυσική διάσταση και χαρακτήρα.
Το Έρεβος είναι τόπος διαβάσεως των ψυχών. Οι ψυχές, όμως, διαβαίνοντας τον ενδιάμεσο τόπο του Ερέβους, κινδυνεύουν· κάτι περισσότερο: έχουν ελάχιστες πιθανότητες να διέλθουν χωρίς βοήθεια, εκτός από κάποιες, ελάχιστες, πολύ ελαφρές, πολύ «ξηρές» (αύες κατά τον Ηράκλειτο) που μπορούν να περάσουν δίχως να χαθούν στην ομίχλη και τη λάσπη του Ερέβους.
Για τις άλλες ψυχές, τις πολλές, αυτό (δηλαδή το να χαθούν μέσα στο Έρεβος) θα συνέβαινε οπωσδήποτε, αν δεν υπήρχε ως οδηγός και βοηθός ο Κυλλήνιος Ερμής, (ο Χθόνιος Ερμής του Ορφ. Υμν. LVII), ο ψυχοπομπός θεός, «σαν αφήσει ο άνθρωπος το ηλιόφωτο/ ψυχές αλύτρωτες παίρνει ο Κυλλήνιος Ερμής/ και στον πελώριο, απόκρυφο θόλο της γης (τον Άδη) τις κατεβάζει» (Ορφ. Θεολογία, Μ. Σίδερη, Συλλ. OTTO KERN ΙΒ, απ. 165 /223 τομ. 2ος).
Για τη ολοκλήρωση του εξεταζόμενου θέματος, σκόπιμο είναι να δούμε ποιες είναι οι σημασίες του ονόματος του Ερμού. Οι συγκριτικοί συνειρμοί προς τις σημασίες του ονόματος «Έρεβος» είναι άμεσοι και σαφείς, δίνοντας το στίγμα της αντίθεσης, αφ’ ενός, προς τις ιδιότητες και την επικινδυνότητα αυτού του τρομερού τόπου· αφ’ ετέρου, δείχνοντας τους τρόπους που ενεργεί ο θεός ως χθόνιος Λόγος και Ποιμήν των περιπλανωμένων ψυχών (όρα και ερμές=οδοδείκτες). Ρίζα του ονόματος Ερμής: √ΗΕΡΜ από όπου -> α) ερμάζω= στηρίζω, στερεώνω β) έρμα:= 1, στήριγμα, υποστήριγμα, 2, δεσμός, ταινία, σπείρα όφεως, νήμα. Και 3) επικουρικά: μίτος, χορδή λύρας, νήμα της Μοίρας. Επίσης οι ορφικές σημασίες: σπέρμα, σπόρος, τάξη, τόνος.
Η ανάλυση έγινε στο παρόν άρθρο στη λέξη Έρεβος διότι είναι έννοια που περιγράφει πλήρως, τόσο πραγματικές φυσικές καταστάσεις του Κοσμικού Γίγνεσθαι, όσο και τις απόψεις των Ελλήνων Θεολόγων για το «επέκεινα». Μεταξύ των πρωτογενών ουσιωδών υποστάσεων το Έρεβος παρουσιάζει την μεγαλύτερη έως και απόλυτη μεταφυσική διάσταση και χαρακτήρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου