1. H αλλαγή θεωριών.
Οι οπαδοί του επαγωγισμού, οι οποίοι πρεσβεύουν ότι οι θεωρίες ή οι φυσικοί νόμοι μπορούν να επαληθευτούν, στηρίζονται σε δυο παραδοχές: πρώτον, ότι η επιστήμη ξεκινά από την παρατήρηση και, δεύτερον, ότι η παρατήρηση μας δίνει την ασφαλή βάση από την οποία προκύπτει η γνώση.
Ήδη από πολύ παλιά οι φιλόσοφοι (π.χ. ο Ηράκλειτος) είχαν παρατηρήσει ότι οι αισθήσεις μας συχνά μας παραπλανούν. Είναι δυνατόν δυο παρατηρητές να κοιτάζουν το ίδιο πράγμα, υπό τις ίδιες συνθήκες, και να έχουν διαφορετικές οπτικές εμπειρίες. Αυτό που “βλέπουμε” είναι συχνά κάτι περισσότερο από αυτό που μας δίνει το μάτι, επειδή αυτό που βλέπουμε το έχει “επεξεργαστεί” ο εγκέφαλος.
Όταν κοιτάξουμε μια ακτινογραφία, τα μάτια μας βλέπουν τα ίδια πράγματα με αυτά που θα δουν τα μάτια του γιατρού, αλλά εμείς δεν μπορούμε να παρατηρήσουμε όσα θα παρατηρήσει ο γιατρός και να βγάλουμε ανάλογα συμπεράσματα. O γιατρός μπορεί να παρατηρεί αυτά που παρατηρεί και να βγάζει συμπεράσματα για την υγεία μας, όχι γιατί έχει οξύτερη όραση από μας, αλλά γιατί έχει μάθει τι να παρατηρεί στην ακτινογραφία και πώς να το συσχετίζει με τον οργανισμό. O γιατρός δηλαδή μπορεί να παρατηρεί αυτά που παρατηρεί, γιατί η παρατήρηση του γίνεται με γνώμονα μια προϋπάρχουσα γνώση και θεωρία.
Αν περάσουμε από τις απλές παρατηρήσεις στο πείραμα, τότε εύκολα κατανοούμε ότι το “στήσιμο” του πειράματος και οι ελεγχόμενες διαδικασίες του δεν γίνονται στα τυφλά. Οδηγός για τις πειραματικές διαδικασίες είναι πάντοτε μια επιστημονική θεωρία, η οποία μας λέει τι πρέπει να κάνουμε και πώς να το κάνουμε, για να λειτουργήσει σωστά το πείραμα.
Το συμπέρασμα από όλα αυτά είναι ότι φαίνεται τελικά να μην υπάρχουν “αντικειμενικές”, ανεξάρτητες από θεωρία παρατηρήσεις και πειράματα, όπως αξίωναν οι λογικοί θετικιστές. Παρατήρηση και πείραμα είναι πάντα φορτισμένα με θεωρία. Επομένως θεωρία και πείραμα είναι αλληλένδετα, το ένα φωτίζει το άλλο και μαζί συνεισφέρουν στην επιστημονική ανακάλυψη. Αν η θεωρία συγκρούεται με μια παρατήρηση ή ένα πείραμα, δεν υπάρχει καμιά λογική αναγκαιότητα που να επιβάλλει την απόρριψη της θεωρίας και όχι της παρατήρησης.
O τρόπος με τον οποίο βλέπουμε και κατανοούμε τον κόσμο έχει πολλές φορές αλλάξει στην ιστορία της ανθρωπότητας, και σημαντικό ρόλο σ’ αυτές τις αλλαγές έχει παίξει η επιστήμη. Av τελικά οι επιστημονικές θεωρίες χρησιμεύουν απλώς στο να αντιλαμβανόμαστε και να κατανοούμε με κάποιον τρόπο τον κόσμο γύρω μας, οφείλουμε να ρωτήσουμε: πώς μπορούμε να ξεχωρίσουμε έναν σωστό από έναν λανθασμένο τρόπο; Ή έστω: με τι κριτήρια θα άλλαζε ένας “τρόπος” κατανόησης του κόσμου μας ή η “οπτική” από την οποία τον κατανοούμε; H μέθοδος της διάψευσης, την οποία, σύμφωνα με τον Πόπερ, μόνο οι πραγματικά επιστημονικές θεωρίες την αντέχουν, δεν μπορεί εύκολα να γενικευτεί, προκειμένου να διαψεύσουμε μια τέτοια οπτική.
Πώς είναι δυνατόν να διαψευστεί ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο;
Μια οπτική, ένας τρόπος αντίληψης, όσο ζωτικής σημασίας και αν είναι, δεν έχει τα απαιτούμενα χαρακτηριστικά, ώστε να ελεγχθεί με πειράματα, δεν είναι μετρήσιμος, δεν είναι ούτε επαληθεύσιμος ούτε διαψεύσιμος.
Στο τέλος της δεκαετίας του 1950 ο Τόμας Κουν, στο βιβλίο του “H δομή των επιστημονικών επαναστάσεων”, υποστήριξε ότι η πραγματική επιστήμη χαρακτηρίζεται από τον ιδιαίτερο τρόπο με τον οποίο εξελίσσεται ιστορικά. Ισχυρίζεται μάλιστα ότι η εξέλιξη αυτή εμφανίζεται ως διαδοχή περιόδων, στην καθεμιά από τις οποίες κυριαρχεί μία συγκεκριμένη οπτική, ένα επιστημονικό παράδειγμα.
H θεώρηση του Κουν για την φύση της επιστήμης διαφέρει ριζικά από αυτήν των εμπειριστών του κύκλου της Βιέννης. O Κουν δεν αντικαθιστά απλώς το κριτήριο της επαλήθευσης ή της διάψευσης με κάποιο άλλο, αλλά υποβαθμίζει τελείως την κανονιστική σημασία των κριτηρίων γενικότερα και της ανάλογης στάσης μας απέναντι στην επιστήμη: τα κριτήρια που χαρακτηρίζουν την φύση της επιστήμης δεν μπορεί να προκύπτουν μόνο από την κρίση μας για το ποια πρέπει αυτά να είναι. Πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το πώς πραγματικά ασκείται η επιστήμη σήμερα, αλλά και στο παρελθόν. Τότε αναγνωρίζουμε ότι δεν υπάρχει ένας μόνο τρόπος, ο σωστός, για να ασκείται η επιστήμη.
H διάγνωση του Κουν για την φύση της επιστήμης, του ιδιαίτερου δηλαδή χαρακτήρα της, που την κάνει να ξεχωρίζει από άλλες θεωρήσεις του ανθρώπου, είναι βασικά περιγραφική και προκύπτει από την ιστορική παρατήρηση. O Κουν κατέληξε στο συμπέρασμα ότι την ιστορία της επιστήμης χαρακτηρίζει μια εναλλαγή επιστημονικών προτύπων, των “παραδειγμάτων” (paradigms).
Τα παραδείγματα αυτά, δεν είναι πραγματικά συγκρίσιμα, γι’ αυτό και τα ονομάζει “ασύμμετρα”. H κυρίαρχη θεωρία-πρότυπο (στηριζόμενη από μια ευρύτερη, αποδεκτή από τους επιστήμονες οπτική) κάποτε εξαντλεί, μέσα από μια διαδικασία συνεχούς εφαρμογής της, τον όγκο της πληροφορίας που είναι σε θέση αβίαστα να μας παρέχει για τον φυσικό μας κόσμο.
Το σημείο της “εξάντλησης” των δυνατών εφαρμογών της κυρίαρχης θεωρίας δεν είναι προβλέψιμο, απλώς αρχίζει να διαγράφεται στον ορίζοντα όταν κάποιο “νέο φαινόμενο” αντιστέκεται επίμονα στις ερμηνείες που, όπως είπαμε, “αβίαστα” μπορεί να παραγάγει. Αν, λόγου χάριν, το φως κινούνταν στο απόλυτο κενό του χώρου, τότε η ταχύτητα του φωτός θα ήταν μάλλον διαφορετική, προς την κατεύθυνση της τροχιάς της Γης, παρά το αντίθετο (όπως ακριβώς συμβαίνει και με την δική μας ταχύτητα όταν περπατάμε προς ή αντίθετα με το τρένο στο οποίο ταξιδεύουμε).
Όλες όμως οι μετρήσεις αντιστάθηκαν επίμονα στο να καταδείξουν μια τέτοια διαφορά. H “εξάντληση” της κυρίαρχης νευτώνειας φυσικής άρχισε τότε να διαγράφεται στον ορίζοντα. Ωστόσο, η αντικατάσταση της δεν ήταν θέμα κάποιας απλής τυπικής διάψευσης, όπως θα επιθυμούσε ο Πόπερ.
Στην πραγματικότητα, υποστηρίζει ο Κουν, η αντίσταση ενός φαινομένου να υποκύψει στις ερμηνείες ρουτίνας που παρέχει η κυρίαρχη θεωρία προκαλεί κρίση στον χώρο της επιστήμης. H παράταση της κρίσης οδηγεί στην σύλληψη νέων ιδεών, δηλαδή στην επανάσταση, και μόνο η τυχόν επικράτηση της επανάστασης σφραγίζει τελικά την αντικατάσταση της παλαιάς με μια νέα κυρίαρχη θεωρία-οπτική (ή “παράδειγμα”). Στην πραγματικότητα, η αντικατάσταση της μίας θεωρίας από την άλλη ολοκληρώνεται με την αποθάρρυνση των ερευνητών να συνεχίσουν να ερευνούν προς την κατεύθυνση του παλαιού σχήματος ή της παλαιάς θεωρίας.
Κατά τον Κουν, όταν μετά από μια επιστημονική επανάσταση ένα παλαιό “παράδειγμα” αντικαθίσταται από ένα νέο, το νέο “παράδειγμα” δεν έχει κοινό μέτρο με το παλαιό, γι’ αυτό η σύγκριση μεταξύ τους γίνεται προβληματική. Όλα έχουν αλλάξει: θεωρίες, νοήματα, κατανόηση του κόσμου. Έτσι, η επιστήμη εξελίσσεται μη συσσωρευτικά, αλλά με ριζικές αλλαγές.
2. Επιστημονικά προγράμματα και συμβατότητα θεωριών.
Οι αντιδράσεις στο σχήμα του Κουν ήταν ποικίλες. H νέα θεώρηση αντιμετωπίστηκε με ενθουσιασμό από πολλούς, οι οποίοι άρχισαν να “αναγνωρίζουν” με σχετική ευκολία την διαδοχή των φάσεων κρίση –επανάσταση – αντικατάσταση και εκτός φυσικής. Αντιμετωπίστηκε όμως με μεγάλη επιφύλαξη και δυσφορία από όσους έβλεπαν να υπονομεύονται, μέσω αυτής της ιστορικοκοινωνικής προσέγγισης, η ορθολογικότητα και η αντικειμενικότητα της επιστήμης και τα συμφέροντά τους.
H “υπονόμευση” αυτή οφειλόταν κυρίως στην απουσία κριτηρίων σύγκρισης των κατά περιόδους κυρίαρχων θεωριών (των “παραδειγμάτων”). Γιατί η φυσική του Νεύτωνα να είναι “καλύτερη” από την φυσική του Αριστοτέλη; Το κριτήριο της σύγκρισης όσον αφορά την ακρίβεια με την οποία η εκάστοτε κυρίαρχη θεωρία-οπτική περιέγραφε τον κόσμο δεν ήταν ένα απλό ζήτημα, εφόσον, συμφωνά με τον Κουν, όροι όπως “ύλη”, “κίνηση”, “μάζα”, “ενέργεια”, “χρόνος” κτλ. άλλαζαν νόημα μαζί με την αλλαγή της κυρίαρχης οπτικής.
Αξίζει να αναφέρουμε δύο ακόμη από τους πρωταγωνιστές της έντονης αντιπαράθεσης μεταξύ των φιλοσόφων της επιστήμης εκείνη την περίοδο, τον Ίμρε Λάκατος και τον Πολ Φεγεράμπεντ. O πρώτος, στην μονογραφία του “H μεθοδολογία των επιστημονικών προγραμμάτων έρευνας”, υποστήριξε στην ουσία μια “μέση οδό” μεταξύ Πόπερ και Κουν.
Για τον Λάκατος ένα επιστημονικό πρόγραμμα έρευνας έχει διάρκεια, κρίνεται σε έκταση χρόνου – και όχι με την στιγμιαία αυστηρότητα του Πόπερ – είναι το αντίστοιχο της “οπτικής” (ή του “παραδείγματος”) του Κουν. Σε αντίθεση όμως με την “κοινωνική φύση” της οπτικής (ή του “παραδείγματος”) του Κουν, το επιστημονικό πρόγραμμα έρευνας έχει μια αυστηρή ορθολογική συνοχή, που μας επιτρέπει να προσεγγίσουμε επαρκώς την ποπερική διάψευση, αλλά και να μπορούμε να συγκρίνουμε διάφορα προγράμματα ή θεωρίες.
Αμφιλεγόμενες αντιδράσεις προκάλεσε και το βιβλίο του Φεγεράμπεντ “Ενάντια στη μέθοδο”, κυρίως λόγω τίτλου και ύφους. Το έργο του Φεγεράμπεντ όμως, ανεξάρτητα από τις επιφανειακές ερμηνείες που προκάλεσε ως προς τον μεθοδολογικό αναρχισμό που διακήρυξε, έθιξε σε μεγαλύτερο βάθος από το έργο του Κουν το σοβαρό πρόβλημα της σύγκρισης των επιστημονικών θεωριών.
Το πρόβλημα αυτό οφείλεται στις πραγματικές, αλλά και ταυτόχρονα απαρατήρητες μετατοπίσεις του νοήματος των όρων με τους οποίους διατυπώνονται οι διάφορες οπτικές μας για τον κόσμο, ακόμη και μέσα στην ίδια την κυρίαρχη θεωρία σε διαφορετικές φάσεις και σε διαφορετικά επίπεδα εφαρμογών της. Λόγω αυτής της ασυμβατότητας (ή ασυμμετρίας) του νοήματος των επιστημονικών όρων γενικώς – και όχι μόνο όσων εμφανίζονται σε διαφορετικές οπτικές (ή σε επιστημονικά μοντέλα) τύπου Κουν.
Ο Φεγεράμπεντ προτείνει ουσιαστικά την αντικατάσταση αποστεωμένων μεθόδων με τον άμεσο διάλογο εντός της ευρύτερης επιστημονικής κοινότητας. Για τον Φεγεράμπεντ ο διάλογος ανασυγκροτεί το νόημα των επιστημονικών όρων προς μια κατεύθυνση ομογενοποίησής τους. Έτσι, μέσω αυτού του διαλόγου, θεωρεί ότι επιλύεται βασικά το πρόβλημα της ασυμβατότητας του νοήματος και δημιουργούνται οι προϋποθέσεις πραγματικής σύγκρισης των θεωριών. Μόνο μετά από πραγματικές συγκρίσεις θα μπορούσαμε εξάλλου να κατανοήσουμε διαψεύσεις τύπου Πόπερ, αλλά και την έννοια της επιστημονικής προόδου.
Χαρακτηριστικό του βιβλίου του Φεγεράμπεντ είναι οι εκτεταμένες αναφορές στους διάλογους του Γαλιλαίου, με τους οποίους ο μεγάλος αυτός επιστήμονας και φιλόσοφος κατάφερε να ανατρέψει το κατηγορητήριο της Ιεράς Εξέτασης.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου