Ήταν το τέλος του δείπνου που παρέθετε ο μαρκήσιος Ντε Μπερτράν με την ευκαιρία της έναρξης της κυνηγετικής περιόδου. Γύρω από το μεγάλο, φωτισμένο τραπέζι, φορτωμένο με φρούτα και άνθη, καθόντουσαν έντεκα κυνηγοί, οκτώ νεαρές κυρίες και ο γιατρός της περιοχής.
Η κουβέντα ήρθε στον έρωτα, κι άρχισε μια μεγάλη συζήτηση, η αιώνια συζήτηση για το αν μπορεί κανείς ν' αγαπήσει αληθινά, μία ή περισσότερες φορές. Αναφέρθηκαν παραδείγματα ανθρώπων που ερωτεύτηκαν συχνά και με πάθος.
Οι άντρες, γενικά, διατείνονταν ότι το ερωτικό πάθος, όπως και οι αρρώστιες, μπορεί να χτυπήσει πολλές φορές τον ίδιο άνθρωπο, και μάλιστα να τον σκοτώσει, εάν κάτι τι το εμποδίσει. Μολονότι δεν αμφισβητήθηκε αυτή η θεώρηση του θέματος, οι γυναίκες, που η γνώμη τους στηριζόταν περισσότερο στην ποίηση παρά στην παρατήρηση, διαβεβαίωναν ότι ο έρωτας, ο αληθινός, ο μεγάλος έρωτας, δεν μπορεί να πλήξει τον θνητό παρά μόνο μια φορά, ότι μοιάζει, ένας τέτοιος έρωτας, με κεραυνό και ότι η καρδιά που την έχει πλήξει παραμένει στη συνέχεια τόσο άδεια, κατεστραμμένη, πυρπολημένη, ώστε κανένα άλλο δυνατό συναίσθημα, ακόμα και κανένα όνειρο, να μην μπορεί να ξαναβλαστήσει μέσα της.
Ο μαρκήσιος, που είχε ερωτευτεί πολλές φορές στη ζωή του, αντιμαχόταν ζωηρά αυτή την άποψη:
«Εγώ σας λέω ότι μπορεί να ερωτευτεί κανείς πολλές φορές με όλες του τις δυνάμεις και όλη του την ψυχή. Μου αναφέρετε διαφόρους ανθρώπους που αυτοκτόνησαν από έρωτα, ως απόδειξη του ανέφικτου ενός δεύτερου ερωτικού πάθους. Θα σας απαντήσω ότι, εάν τα άτομα αυτά δεν είχαν διαπράξει την ανοησία ν' αυτοκτονήσουν, γεγονός που τους αφαιρούσε κάθε ευκαιρία υποτροπής, θα είχαν θεραπευτεί. Και θα είχαν ξαναρχίσει πάλι και πάλι, μέχρι το φυσικό τους θάνατο. Με τους ερωτευμένους συμβαίνει ό,τι και με τους μπεκρήδες. Όποιος ήπιε, θα ξαναπιεί· όποιος ερωτεύτηκε θα ξαναερωτευτεί. Είναι θέμα ιδιοσυγκρασίας».
Τότε οι συνδαιτημόνες πήραν για διαιτητή το γιατρό, ένα γηραιό παριζιάνο γιατρό, που είχε αποτραβηχτεί στην εξοχή, και τον παρακάλεσαν να τους πει τη γνώμη του.
Μα αυτός ακριβώς δεν είχε άποψη επί του θέματος.
«Όπως είπε και ο μαρκήσιος, αυτό είναι θέμα ιδιοσυγκρασίας. Όσο για μένα, ξέρω έναν έρωτα που βάστηξε πενήντα πέντε ολόκληρα χρόνια, χωρίς ούτε μια μέρα ανάπαυλας, και που δεν τελείωσε παρά με το θάνατο».
Η μαρκησία χτύπησε μ' ενθουσιασμό τα χέρια της.
«Τί ωραίος που είναι ένας τέτοιος έρωτας! Τί όνειρο να έχεις αγαπηθεί μ' έναν τέτοιο τρόπο! Τί ευτυχία να ζεις πενήντα πέντε χρόνια περιβλημένος απ' αυτήν την παθιασμένη και διεισδυτική στοργή! Πόσο ευτυχής θα πρέπει να ήταν και να ευλογεί τη ζωή εκείνος που αγαπήθηκε τόσο!»
«Πράγματι, κυρία μου» είπε ο γιατρός χαμογελώντας, «δε σφάλλετε επί του προκειμένου, ότι το άτομο που αγαπήθηκε ήταν άντρας. Τον γνωρίζετε, είναι ο κύριος Σουκέ, ο φαρμακοποιός του χωριού. Όσο για κείνη που τον αγάπησε, τη γυναίκα αυτή την έχετε επίσης γνωρίσει, είναι η γριά που ερχόταν κάθε χρόνο εδώ στον πύργο για να φτιάξει τις χαλασμένες καρέκλες. Θα σας εξηγήσω όμως καλύτερα περί τίνος πρόκειται.»
Ο ενθουσιασμός των γυναικών έπεσε αμέσως· και τα πρόσωπά τους φανέρωναν μια περιφρόνηση, σαν να έπρεπε η αγάπη να μην πλήττει παρά τα λεπτά και ξεχωριστά όντα, τα μόνα που αξίζουν το ενδιαφέρον των καθωσπρέπει ανθρώπων.
Όμως ο γιατρός συνέχισε:
Προ τριών μηνών με φώναξαν στο προσκέφαλο αυτής της γριάς, που ήταν ετοιμοθάνατη. Είχε φτάσει την προηγουμένη με τον αραμπά που της χρησίμευε για σπίτι και που το έσερνε το παλιάλογο που έχετε δει, και ξοπίσω της τα δυο μεγάλα μαύρα σκυλιά της, οι φίλοι και φρουροί της. Όταν έφτασα, ο παπάς ήταν κιόλας εκεί. Μας όρισε εκτελεστές της διαθήκης της και μας αφηγήθηκε ολόκληρη τη ζωή της για να μας εξηγήσει το νόημα της τελευταίας της θέλησης. Ποτέ μου δεν άκουσα πιο παράξενη και συγκινητική ιστορία.
Ο πατέρας της επιδιόρθωνε κι αυτός χαλασμένες καρέκλες, όπως και η μητέρα της. Ποτέ της δεν είχε γνωρίσει κάποιο σταθερό κατάλυμα.
Πολύ μικρή περιφερόταν κουρελιάρα, ψειριάρα και βρώμικη. Οι γονείς της σταματούσαν στην είσοδο των χωριών, πλάι στα χαντάκια των δρόμων, ξέζευαν το άλογο και το άφηναν να βοσκήσει. Ο σκύλος κοιμότανε με το ρύγχος πάνω στα πόδια του και η μικρή κυλιόταν στο χορτάρι, ενώ ο πατέρας και η μητέρα της επιδιόρθωναν στη σκιά των φτελιών της δημοσιάς όλα τα παλιά καθίσματα του χωριού. Κανείς τους δεν μιλούσε μέσα σ' αυτό το περιφερόμενο σπιτικό. Ύστερα από τις κάποιες απαραίτητες κουβέντες για ν' αποφασιστεί το ποιος θα έκανε το γύρο των σπιτιών βγάζοντας την πασίγνωστη φωνή: «Καρεκλάάάάςςς!», άρχιζαν να πλέκουν το χόρτο, ο ένας αντίκρυ ή πλάι στον άλλο. Όταν η μικρή ξεμάκραινε πολύ ή επιχειρούσε να πιάσει φιλίες με κάποιο χαμίνι του χωριού, η θυμωμένη φωνή του πατέρα της την ανακαλούσε: «Θα 'ρθεις καμιά φορά πίσω, παλιοκόριτσο!». Αυτές ήταν οι μόνες στοργικές λέξεις που άκουγε.
Άμα μεγάλωσε κάπως, την έστελναν να μαζεύει τα ξεχαρβαλωμένα καθίσματα. Τότε γνωρίστηκε επιπόλαια με μερικά παιδιά από δω κι από κει. Αλλά αυτή τη φορά ήταν οι γονείς των καινούριων της φίλων που ανακαλούσαν βίαια τα παιδιά τους: «Δε λες να 'ρθεις πίσω, βρωμόπαιδο; Ας σε ξαναδώ να κουβεντιάζεις με τους ξυπόλητους και τα λέμε».
Συχνά μάλιστα τα αλητόπαιδα την πετροβολούσαν.
Κάποτε κάποιες κυρίες τής έδωσαν μερικές πενταροδεκάρες, κι αυτή τις φύλαξε σαν θησαυρό.
Μια μέρα —ήταν τότε έντεκα χρονών— , καθώς περνούσε από την περιοχή μας, συνάντησε πίσω από το κοιμητήρι τον μικρό Σουκέ να κλαίει, επειδή ένας συμμαθητής του του είχε αρπάξει δυο πεντάρες. Αυτά τα δάκρυα ενός πλουσιόπαιδου, ενός απ' αυτούς τους πιτσιρικάδες που τους φανταζόταν, αυτή η απόκληρη με το φτωχό της μυαλουδάκι, να είναι πάντοτε ευχαριστημένοι και χαρούμενοι, την αναστάτωσαν. Τον πλησίασε, και όταν έμαθε το λόγο της λύπης του, του έκλεισε μες στη φούχτα του όλες τις οικονομίες της —επτά πεντάρες—, που εκείνος τις πήρε με φυσικότητα, σφουγγίζοντας τα δάκρυά του. Τότε, ξετρελαμένη από τη χαρά της, είχε την τόλμη να τον φιλήσει. Ο μικρός, αφοσιωμένος στα χρήματα, αφέθηκε να τον κάνει ό,τι θέλει. Βλέποντας εκείνη πως ούτε την έδιωχνε ούτε τη χτυπούσε, ξανάρχισε. Τον σφιχταγκάλιασε με όλη τη δύναμη της καρδιάς της κι ύστερα το 'βαλε στα πόδια.
Τί συνέβη μέσα στο ξερό της; Άραγε δέθηκε μ' αυτόν τον πιτσιρικά επειδή του είχε θυσιάσει την περιουσία της, καρπό της αλητείας της, ή μήπως επειδή του είχε δώσει το πρώτο της τρυφερό φιλί; Το μυστήριο είναι το ίδιο και για τους μικρούς και για τους μεγάλους.
Μήνες ολόκληρους ονειρευόταν εκείνη τη γωνιά του νεκροταφείου κι αυτό το αγόρι. Και με την ελπίδα πως θα το ξανάβλεπε, έκλεβε τους γονείς της, κατακρατώντας μια πεντάρα εδώ, μια πεντάρα εκεί, από την επιδιόρθωση κάποιας καρέκλας ή από τα τρόφιμα που την έστελναν να ψωνίσει.
Όταν ξαναπέρασε από δω, είχε δύο φράγκα στην τσέπη της, αλλά το μόνο που κατάφερε ήταν να τον δει, μέσ' από τα τζάμια του φαρμακείου του πατέρα του, πεντακάθαρο, ανάμεσα σ' ένα κόκκινο μπουκάλι κι ένα φιαλίδιο με ταινίες.
Τότε τον αγάπησε ακόμα πιο πολύ, γοητευμένη, συγκινημένη, εκστασιασμένη από την αίγλη του χρωματισμένου υγρού, από την αποθέωση των γυαλιστερών κρυστάλλων.
Κράτησε μέσα της ανεξίτηλη τη θύμησή του, κι όταν τον συνάντησε τον επόμενο χρόνο, την ώρα που έπαιζε πίσω από το σχολείο με τους συμμαθητές του, ρίχτηκε πάνω του, τον έσφιξε στην αγκαλιά της και τον φίλησε με τόση δύναμη που αυτός έβαλε τις φωνές από το φόβο του. Τότε, για να τον καθησυχάσει, του έδωσε τα χρήματά της, τρία φράγκα και είκοσι λεπτά, έναν αληθινό θησαυρό, που αυτός τον κοίταζε με γουρλωμένα μάτια.
Τον πήρε και την άφησε να τον χαϊδέψει όσο ήθελε.
Για τέσσερα ακόμα χρόνια του έδινε ό,τι έβαζε κατά μέρος, κι εκείνος τα τσέπωνε κανονικότατα, με αντάλλαγμα τα φιλιά που της παραχωρούσε. Τη μια φορά ήταν τριάντα πεντάρες, την άλλη δύο φράγκα, μιαν άλλη φορά δώδεκα πεντάρες (έκλαψε τότε από λύπη και ντροπή που του έδωσε τόσο λίγα, αλλά η χρονιά εκείνη υπήρξε κακή) και την τελευταία φορά πέντε φράγκα, ένα μεγάλο ολοστρόγγυλο πεντάφραγκο, που τον έκανε να γελάσει από τη χαρά του.
Δε σκεφτόταν παρά μονάχα αυτόν πια, κι ο μικρός περίμενε με κάποια ανυπομονησία την επιστροφή της, έτρεχε μάλιστα να την προϋπαντήσει όταν την έβλεπε, πράγμα που έκανε την καρδιά του κοριτσιού να αναπηδάει από χαρά.
Ύστερα εκείνος εξαφανίστηκε. Τον είχανε βάλει εσωτερικό σε κολέγιο. Η μικρή το 'μαθε ρωτώντας με τρόπο. Τότε χρησιμοποίησε απέραντη διπλωματία για ν' αλλάξει το δρομολόγιο των γονιών της και να τους κάνει να περάσουν από δω την περίοδο των διακοπών. Τα κατάφερε, αλλά έπειτα από ένα χρόνο όλο πονηριές. Έκανε, λοιπόν, δυο χρόνια να τον δει και μόλις που τον αναγνώρισε, όταν τον ξανάδε, τόσο τον βρήκε να έχει αλλάξει, μεγαλώσει, ομορφύνει, να είναι επιβλητικός μέσα στη στολή του με τα χρυσά κουμπιά. Προσποιήθηκε πως δεν την είδε και πέρασε περήφανα πλάι της.
Εκείνη έκλαψε γι' αυτό δυο ολόκληρες μέρες· κι από τότε άρχισε το ατελείωτο μαρτύριό της.
Κάθε χρόνο επέστρεφε και περνούσε από μπροστά του χωρίς να τολμά να τον χαιρετήσει· κι εκείνος δεν καταδεχόταν ούτε καν να ρίξει τη ματιά του πάνω της. Εκείνη τον αγαπούσε τρελά. Πεθαίνοντας μου είπε: «Είναι, γιατρέ μου, ο μοναδικός άντρας που συνάντησα στον κόσμο· αγνοούσα ολότελα αν υπήρχαν άλλοι άντρες».
Οι γονείς της πέθαναν κι εκείνη συνέχισε το επάγγελμά τους, μόνο που πήρε δύο σκύλους αντί για έναν, δύο τρομερά σκυλιά που δε θα τολμούσε κανείς να τ' αψηφήσει.
Μια μέρα, καθώς έμπαινε στο χωριό αυτό όπου είχε αφήσει την καρδιά της, είδε μια νέα γυναίκα να βγαίνει από το φαρμακείο του Σουκέ, κρεμασμένη από το μπράτσο του αγαπημένου της. Ήταν η γυναίκα του. Ο παιδικός της φίλος είχε παντρευτεί.
Το ίδιο εκείνο βράδυ ρίχτηκε στη λιμνούλα που υπάρχει στην πλατεία του δημαρχείου. Ένας αργοπορημένος μεθύστακας την έβγαλε από μέσα και την πήγε στο φαρμακείο. Ο υιός Σουκέ κατέβηκε με τη ρόμπα του για να την περιποιηθεί και, χωρίς να δείξει πως την αναγνώρισε, την έγδυσε, της έκανε εντριβή κι έπειτα της είπε σκληρά: «Σίγουρα τρελάθηκες! Είναι ποτέ δυνατό να είναι κανείς τέτοιο ζωντόβολο!»
Τα λόγια αυτά έφτασαν για να τη γιατρέψουν. Της είχε μιλήσει! Για πολύ καιρό υπήρξε ευτυχισμένη.
Ο φαρμακοποιός δε θέλησε να δεχτεί καμιά πληρωμή για τις φροντίδες του, παρόλο που εκείνη επέμεινε ζωηρά να τον πληρώσει.
Κι όλη της η ζωή κύλησε έτσι. Επιδιόρθωνε τις καρέκλες έχοντας τη σκέψη της στον Σουκέ. Κάθε χρόνο τον έβλεπε μέσα από τις προθήκες του. Πήρε τη συνήθεια να αγοράζει από το φαρμακείο του όλα τα ευτελή γιατρικά της. Μ' αυτό τον τρόπο τον έβλεπε από κοντά, του μιλούσε και του έδινε πάλι χρήματα.
Όπως σας είπα και στην αρχή, πέθανε την άνοιξη. Αφού μου διηγήθηκε αυτή τη θλιβερή ιστορία της, με παρακάλεσε να δώσω σ' εκείνον που τον είχε τόσο υπομονετικά αγαπήσει όλες τις οικονομίες της ζωής της, γιατί, όπως έλεγε, μονάχα γι' αυτόν είχε δουλέψει, για να βάλει κάτι στην μπάντα ακόμα και νηστεύοντας και να είναι βέβαιη ότι έτσι θα τη σκεφτόταν μια τουλάχιστον φορά μετά το θάνατό της.
Μου άφησε, λοιπόν, να του δώσω δύο χιλιάδες τριακόσια είκοσι επτά φράγκα. Έδωσα στον ιερέα είκοσι επτά φράγκα για την κηδεία και κράτησα τα υπόλοιπα όταν άφησε την τελευταία της πνοή. Την άλλη μέρα πήγα στους Σουκέ την ώρα που το αντρόγυνο τελείωνε το γεύμα του. Καθόντουσαν ο ένας απέναντι στον άλλο, κατακόκκινοι και χοντροί, μυρίζοντας φαρμακίλα, αυτάρεσκοι και ικανοποιημένοι.
Μ' έβαλαν να καθίσω, ήπια το κιρς που μου πρόσφεραν κι άρχισα το λόγο μου συγκινημένος, βέβαιος ότι κι αυτοί θα αρχίζανε να κλαίνε.
Μόλις κατάλαβε ο Σουκέ ότι είχε αγαπηθεί απ' αυτή την αλήτισσα, απ' αυτή την καρεκλού, απ' αυτή την τριγυρίστρα, τινάχτηκε από αγανάκτηση, σαν να του είχε κλέψει την υπόληψή του, την εκτίμηση των τίμιων ανθρώπων, τη μύχια τιμή του, κάτι το λεπτό που του ήταν ακριβότερο κι από την ίδια του τη ζωή.
Η γυναίκα του, εξίσου αγανακτισμένη με αυτόν, επαναλάμβανε: «Αυτή η ζητιάνα! Αυτή η ζητιάνα!…» χωρίς να βρίσκει κάτι άλλο να πει.
Εκείνος είχε σηκωθεί και πηγαινοερχόταν με μεγάλους δρασκελισμούς πίσω από το τραπέζι, με το ελληνικό του φέσι πεσμένο στο ένα του αυτί. Ψέλλισε: «Πρωτοφανές, γιατρέ μου! Τρομερό για έναν άνθρωπο! Τί να κάνω; Άν το είχα μάθει όταν ζούσε, θα φώναζα τη χωροφυλακή να τη συλλάβει και να την κλείσει στη φυλακή. Και σας εγγυώμαι ότι ποτέ της δε θα 'βγαινε από κει μέσα».
Έμεινα κατάπληκτος από το αποτέλεσμα που είχε το στοργικό μου διάβημα. Δεν ήξερα τί να κάνω ούτε τί να πω. Έπρεπε όμως να ολοκληρώσω την αποστολή μου και του είπα: «Με επιφόρτισε να σας παραδώσω τις οικονομίες της, που ανέρχονται σε δύο χιλιάδες τριακόσια φράγκα. Και επειδή αυτό που μόλις σας είπα μοιάζει να σας δυσαρέστησε ιδιαίτερα, θα ήταν ίσως καλύτερα να μοιράσουμε αυτά τα χρήματα στους φτωχούς».
Με κοιτάζανε και οι δυο τους εμβρόντητοι.
Έβγαλα τα λεφτά από την τσέπη μου, τα τρισάθλια αυτά λεφτά από όλες τις χώρες και κάθε λογής, χρυσός και πεντάρες ανάκατα. Κατόπιν ρώτησα: «Τί αποφασίζετε;»
Η κυρία Σουκέ μίλησε πρώτη: «Μα, μια που είναι η τελευταία επιθυμία αυτής της γυναίκας, … νομίζω πως μας είναι δύσκολο να αρνηθούμε».
Ο άντρας της, κάπως ντροπιασμένος, είπε κι αυτός:
«Θα μπορούσαμε ν' αγοράσουμε κάτι για τα παιδιά μας μ' αυτά τα χρήματα».
«Όπως θέλετε» τους απάντησα εγώ ξερά.
Ο σύζυγος συνέχισε: «Δώστε τά μας, αφού σας επιφόρτισε μ' αυτά. Θα βρούμε κάλλιστα τρόπο να τα διαθέσουμε σε καμιά αγαθοεργία».
Τους άφησα τα χρήματα, τους χαιρέτησε κι έφυγα.
Την άλλη μέρα ήρθε να με βρει ο Σουκέ και με ρώτησε απότομα: «Αυτή η… αυτή η γυναίκα άφησε τον αραμπά της εδώ. Τί θα τον κάνετε;»
«Τίποτα. Πάρτε τον, αν τον θέλετε».
«Θαυμάσια. Αυτό μου 'ρχεται κουτί. Θα φτιάξω μ' αυτόν ένα καλύβι στο λαχανόκηπό μου».
Και κίνησε να φύγει, μα τον φώναξα πίσω:
«Άφησε επίσης το γέρικο άλογό της και τα δυο της σκυλιά. Τα θέλετε;» Κοντοστάθηκε ξαφνιασμένος: «Μπα! Τί να τα κάνω; Κάντε τα εσείς ό,τι θέλετε». Και γελούσε. Έπειτα μου 'δωσε το χέρι του που του το έσφιξα. Τί τα θέλετε; Σ' ένα χωριό δεν πρέπει ο γιατρός να είναι τσακωμένος με τον φαρμακοποιό.
Τα σκυλιά τα κράτησα εγώ. Ο παπάς, που έχει μεγάλη αυλή, πήρε το άλογο. Ο αραμπάς χρησιμεύει για καλύβι στον Σουκέ, που αγόρασε με τα χρήματα πέντε ομόλογα της Εταιρείας Σιδηροδρόμων.
Αυτή είναι η μόνη βαθιά αγάπη που συνάντησα στη ζωή μου.
Ο γιατρός σώπασε. Τότε η μαρκησία είπε αναστενάζοντας με βουρκωμένα μάτια: «Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι μόνο οι γυναίκες ξέρουν ν' αγαπούν».
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου