Κυριακή 7 Αυγούστου 2022

Ο κατεργάρης Πινόκιο

Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ο Πινόκιο. Όχι ο Πινόκιο του γνωστού παραμυθιού, ένας άλλος. Ήταν κι αυτός ξύλινος, αλλά δεν ήταν ίδιος. Δεν τον είχε φτιάξει ο Τζεπέτο, είχε φτιαχτεί από μόνος του.

Έλεγε κι αυτός ψέματα, όπως η διάσημη μαριονέτα, και κάθε φορά η μύτη του μεγάλωνε σε κλάσματα δευτερολέπτου. Ήταν όμως άλλος Πινόκιο. Για να καταλάβετε, κάθε φορά που η μύτη του μεγάλωνε, αντί να τρομάξει, να βάλει τα κλάματα, να φωνάξει τη νεράιδα, και τα λοιπά, εκείνος έπαιρνε ένα μαχαίρι ή ένα πριόνι κι έκοβε ένα μεγάλο κομμάτι απ’ τη μύτη του. Μην ξεχνάτε ότι ήταν ξύλινη, κι έτσι δεν τον πονούσε.
Κι επειδή έλεγε πολλά μα πάρα πολλά ψέματα, σε λίγο καιρό το σπίτι του είχε γεμίσει ξυλαράκια.
-Τι ωραία, είπε. Με όλη αυτή την ξυλεία θα φτιάξω μόνος μου τα έπιπλά μου και θα μου μείνουν και τα λεφτά για το μαραγκό.
Είναι αλήθεια πως τα χέρια του έπιαναν. Κι έτσι έφτιαξε ένα κρεβάτι, ένα τραπέζι, μια ντουλάπα, μερικές καρέκλες, μια βιβλιοθήκη κι έναν πάγκο. Όμως, την ώρα που έφτιαχνε ένα τρίποδο για την τηλεόρασή του, ξέμεινε από ξύλα.
-Ξέρω τι θα κάνω, είπε. Χρειάζομαι ένα καλό ψέμα.
Έτρεξε έξω κι άρχισε να ψάχνει για το κατάλληλο πρόσωπο. Εκείνη τη στιγμή, στο πεζοδρόμιο έτρεχε ένας χωριάτης. Ένας από αυτούς τους τύπους που φτάνουν πάντα αργοπορημένοι για να πάρουν το λεωφορείο.
– Καλημέρα. Το ξέρετε ότι είστε πολύ τυχερός;
– Εγώ; Από πού κι ως πού;
– Μα καλά, δεν τα μάθατε; Κερδίσατε εκατό εκατομμύρια στο λαχείο. Το είπαν πριν από πέντε λεπτά στο ραδιόφωνο.
– Δεν είναι δυνατόν!
– Τι πάει να πει δεν είναι δυνατόν; Συγγνώμη, πώς λέγεστε;
– Ροβέρτος Μακρυπόδης.
– Είδατε; Στο ραδιόφωνο είπαν το όνομά σας, Ροβέρτος Μακρυπόδης. Και τι δουλειά κάνετε;
– Πουλάω σαλάμια, τετράδια και λάμπες στον Αϊ-Γιώργη, στην επάνω πλατεία.
– Ε τότε δε χωράει αμφιβολία: εσείς είστε ο νικητής. Εκατό εκατομμύρια. Τα θερμά μου συγχαρητήρια…
– Ευχαριστώ, ευχαριστώ πολύ… Ο κύριος Μακρυπόδης δεν πίστευε στ’ αυτιά του˙ ήταν τόσο συγκινημένος, που αναγκάστηκε να μπει σ’ ένα καφενείο για να πιει ένα ποτήρι νερό. Με το που ήπιε το νερό του, όμως, θυμήθηκε ότι δεν είχε αγοράσει ποτέ του λαχείο. Επομένως, κάποιο λάθος είχε γίνει.

Ο Πινόκιο, στο μεταξύ, είχε γυρίσει σπίτι του. Χάρη στο ψέμα του, η μύτη του είχε μεγαλώσει τόσο όσο χρειαζόταν για να φτιάξει το τελευταίο πόδι του επίπλου του. Πριόνισε, κάρφωσε και πλάνισε το ξύλο, κι αυτό ήταν. Για ένα τέτοιο τρίποδο θα έπρεπε να πληρώσει μια ολόκληρη περιουσία, ενώ έτσι είχε κάνει και οικονομία. Μόλις επίπλωσε το σπίτι, αποφάσισε να το ρίξει στο εμπόριο. Θα πουλάω ξύλα και θα γίνω πλούσιος. Και πράγματι, ήταν τόσο γρήγορος στα ψέματα, που πολύ σύντομα απέκτησε ένα μεγάλο εργοστάσιο με εκατό εργάτες να δουλεύουν γι’ αυτόν και δώδεκα λογιστές να του κάνουν λογαριασμούς. Αγόρασε τέσσερα αυτοκίνητα και δύο νταλίκες. Τις νταλίκες δεν τις ήθελε για να πηγαίνει βόλτα αλλά για να μεταφέρει την ξυλεία του. Έστελνε μάλιστα και στο εξωτερικό, στη Γαλλία και στη Βουρλανδία.
Και δώστου να λέει ψέματα και δώστου η μύτη του να μεγαλώνει όλο και περισσότερο. Και ο Πινόκιο γινόταν όλο και πιο πλούσιος. Τώρα στο εργοστάσιό του δούλευαν τρεις χιλιάδες πεντακόσιοι εργάτες και τετρακόσιοι είκοσι λογιστές πού του έκαναν τούς λογαριασμούς.
Δυστυχώς, από τα πολλά ψέματα η φαντασία του είχε στερέψει. Για να βρει ένα καινούριο ψέμα έπρεπε να τριγυρνάει από δω κι από κει, να ακούει τα ψέματα μικρών και μεγάλων και να τα αντιγράφει. Ήταν όμως τόσο φτηνά ψέματα, που κάθε φορά η μύτη του μεγάλωνε μόνο μερικά εκατοστά.
Τότε ο Πινόκιο αποφάσισε να προσλάβει ένα σύμβουλο με κανονικό μισθό. Ο σύμβουλος καθόταν ένα οκτάωρο στο γραφείο του, σκεφτόταν διάφορα ψέματα, τα έγραφε ένα ένα σε χαρτάκια και μετά τα έδινε στο αφεντικό του.
– Πείτε ότι εσείς φτιάξατε τον τρούλο του Αγίου Πέτρου.
– Πείτε ότι το Κολοσσαίο έχει ρόδες και τριγυρνάει στις εξοχές.
– Πείτε ότι πήγατε στο Βόρειο Πόλο, ανοίξατε μια μεγάλη τρύπα και φτάσατε στο Νότιο Πόλο.
Ο σύμβουλος κέρδιζε πολλά χρήματα, αλλά το βράδυ, από τα πολλά ψέματα, τον έπιανε πονοκέφαλος.
– Πείτε ότι ο Μέλανας Δρυμός είναι θείος σας.
– Ότι οι ελέφαντες δεν κοιμούνται ούτε ξαπλωμένοι ούτε όρθιοι, αλλά πάνω στην προβοσκίδα τους.
– Ότι ο Πάδος ποταμός κουράστηκε να εκβάλλει στην Αδριατική και Θέλει να πάει στον Ινδικό Ωκεανό.
Τώρα πού ο Πινόκιο ήταν ζάμπλουτος, δεν πριόνιζε μόνος τη μύτη του. Τον βοηθούσαν δύο ειδικευμένοι εργάτες με λευκά γάντια και χρυσό πριόνι. Σ’ αυτούς τους εργάτες έδινε δύο μισθούς: έναν για να κάνουν τη δουλειά τους και έναν για να κρατάνε το στόμα τους κλειστό. Κάθε τόσο, όταν είχαν πολλή δουλειά, τους έδινε κι ένα ποτήρι νερό.

ΠΡΩΤΟ ΤΕΛΟΣ

Ο Πινόκιο πλούτιζε κάθε μέρα όλο και περισσότερο Μη νομίζετε όμως ότι ήταν τσιγκούνης. Για παράδειγμα, όλο και κάποιο δωράκι έκανε στο σύμβουλό του: καμιά καραμέλα, κανένα γλειφιτζούρι, κανένα γραμματόσημο από τη Σενεγάλη…
Ο Πινόκιο ήταν το καμάρι του χωρίου. Ήθελαν οπωσδήποτε να τον κάνουν δήμαρχο, αλλά εκείνος δε δέχτηκε. Δεν άντεχε να αναλάβει μια τόσο μεγάλη ευθύνη.
– Μα εσείς μπορείτε να κάνετε ένα σωρό πράγματα για το χωριό μας, του έλεγαν.
– Θα τα κάνω όπως και να ‘χει. Θα σας φτιάξω παιδικό σταθμό, με τον όρο να πάρει το όνομά μου. Θα φτιάξω κι ένα παγκάκι στο πάρκο του χωριού για να ξεκουράζονται οι γέροι εργάτες.
– Ζήτω ο Πινόκιο! Ζήτω ο Πινόκιο!
Ήταν όλοι τόσο χαρούμενοι, που αποφάσισαν να του στήσουν μνημείο. Πράγματι, του έφτιαξαν ένα μαρμάρινο άγαλμα στην κεντρική πλατεία. Ήταν τρία μέτρα ψηλό και έδειχνε τον Πινόκιο να χαρίζει ένα στρατιωτάκι σε ένα ορφανό παιδάκι που μετά βίας έφτανε τους ενενήντα πέντε πόντους σε ύψος. Τριγύρω, έπαιζε η μπάντα του χωριού. Έριξαν και πυροτεχνήματα. Ήταν μια αξέχαστη γιορτή.

ΔΕΥΤΕΡΟ ΤΕΛΟΣ

Ο Πινόκιο πλούτιζε κάθε μέρα όλο και περισσότερο, και όσο περισσότερο πλούτιζε, τόσο πιο τσιγκούνης γινόταν. Ο σύμβουλός του, που με δυσκολία έβρισκε καινούρια ψέματα, εδώ και καιρό του ζητούσε αύξηση. Εκείνος όμως είχε έτοιμη τη δικαιολογία:
– Έρχεστε και μου ζητάτε αύξηση όταν μόλις χτες σκεφτήκατε ένα φτηνιάρικο ψέμα. Η μύτη μου μεγάλωσε μόνο δώδεκα χιλιοστά. Δώδεκα χιλιοστά ξύλο δε φτάνουν ούτε για οδοντογλυφίδα.

– Έχω οικογένεια, έλεγε ο σύμβουλος. Η τιμή της πατάτας αυξήθηκε.

– Ναι, αλλά μειώθηκε η τιμή του τσουρεκιού. Γιατί δεν αγοράζετε τσουρέκια αντί για πατάτες;
Στο τέλος, ο σύμβουλος άρχισε να μισεί το αφεντικό του. Κι έτσι μέσα του, μαζί με το μίσος, γεννήθηκε κι η επιθυμία του να τον εκδικηθεί.
-Θα του δείξω εγώ, μονολογούσε καθώς έγραφε με βαριά καρδιά τα καθημερινά του χαρτάκια. Και ξαφνικά, σχεδόν χωρίς να το καταλάβει, έγραψε. «Ο συγγραφέας του Πινόκιο είναι ο Κάρλο Κολόντι».
Το χαρτάκι αυτό μπλέχτηκε με τα υπόλοιπα ψέματα. Ο Πινόκιο, που δεν είχε ανοίξει βιβλίο στη ζωή του, σκέφτηκε ότι ήταν ένα ψέμα σαν όλα τα άλλα και το απομνημόνευσε για να το ξεφουρνίσει με την πρώτη ευκαιρία. Κι έτσι, για πρώτη φορά στη ζωή του, και έχοντας πλήρη άγνοια, είπε την αλήθεια. Και μόλις την είπε, όλη η ξυλεία που είχε μαζέψει με τα ψέματά του έγινε σκόνη και πριονίδι. Όλα του τα πλούτη εξαφανίστηκαν λες και τα πήρε μακριά ο άνεμος, έτσι ο Πινόκιο έζησε φτωχός, σε ένα παλιόσπιτο δίχως έπιπλα, δίχως καν ένα μαντίλι για να σκουπίζει τα δάκρυά του.

ΤΡΙΤΟ ΤΕΛΟΣ

Ο Πινόκιο πλούτιζε κάθε μέρα όλο και περισσότερο και θα γινόταν σίγουρα ο πιο πλούσιος άνθρωπος του κόσμου αν μια μέρα δεν εμφανιζόταν σ’ εκείνα τα μέρη ένα ανθρωπάκι που γνώριζε πολλά. Γνώριζε τα πάντα,όπως για παράδειγμα, ότι τα πλούτη του Πινόκιο θα γίνονταν καπνός την ημέρα που θα αναγκαζόταν να πει την αλήθεια.
– Έτσι κι έτσι, κύριε Πινόκιο. Προσέξτε να μην πείτε ποτέ την παραμικρή αλήθεια, ούτε καν από λάθος, αλλιώς τέρμα τα ψέματα. Καταλάβατε; Ωραία. Μιας και το ‘φερε η κουβέντα, δική σας είναι αυτή η βίλα;
– Ό…χι, είπε ο Πινόκιο.
– Ε τότε θα την πάρω εγώ. Είναι ό,τι πρέπει για μένα. Και αυτές οι αποθήκες, δικές σας είναι;
– Ό…χι, είπε με βαριά καρδιά ο Πινόκιο, για να αποφύγει την αλήθεια.
– Καταπληκτικά, τότε θα τις πάρω εγώ.
Με αυτό το σύστημα, το ανθρωπάκι πήρε τα αυτοκίνητα, τις νταλίκες, την τηλεόραση και το χρυσό πριόνι. Ο Πινόκιο γινόταν όλο και πιο έξαλλος, αλλά θα έκοβε ακόμη και τη γλώσσα του για να μην πει την αλήθεια.
– Μιας και το ‘φερε η κουβέντα, είπε στο τέλος το ανθρωπάκι, η μύτη σας είναι δική σας;
Ο Πινόκιο ξέσπασε:
– Ασφαλώς και είναι δική μου! Και δεν μπορείτε να μου την πάρετε! Η μύτη είναι ολοδική μου και αλίμονο σε όποιον την αγγίξει!
– Αυτό είναι αλήθεια, χαμογέλασε το ανθρωπάκι.
Κι εκείνη τη στιγμή, όλα τα ξύλα του Πινόκιο μετατράπηκαν σε πριονίδι, τα πλούτη του έγιναν σκόνη κι ένας δυνατός άνεμος σάρωσε τα πάντα, ακόμη και το μυστηριώδες ανθρωπάκι. Ο Πινόκιο έμεινε μόνος και φτωχός, δίχως ούτε μια τόση δα καραμέλα να βάλει στο στόμα του.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου