καρπαλίμως· ὁ δ᾽ ἔπειτα μετ᾽ ἴχνια βαῖνε θεοῖο.
αὐτὰρ ἐπεί ῥ᾽ ἐπὶ νῆα κατήλυθον ἠδὲ θάλασσαν,
εὗρον ἔπειτ᾽ ἐπὶ θινὶ κάρη κομόωντας ἑταίρους.
τοῖσι δὲ καὶ μετέειφ᾽ ἱερὴ ἲς Τηλεμάχοιο·
410 «Δεῦτε, φίλοι, ἤϊα φερώμεθα· πάντα γὰρ ἤδη
ἀθρό᾽ ἐνὶ μεγάρῳ· μήτηρ δ᾽ ἐμοὶ οὔ τι πέπυσται,
οὐδ᾽ ἄλλαι δμῳαί, μία δ᾽ οἴη μῦθον ἄκουσεν.»
Ὣς ἄρα φωνήσας ἡγήσατο, τοὶ δ᾽ ἅμ᾽ ἕποντο.
οἱ δ᾽ ἄρα πάντα φέροντες ἐϋσσέλμῳ ἐπὶ νηῒ
415 κάτθεσαν, ὡς ἐκέλευσεν Ὀδυσσῆος φίλος υἱός.
ἂν δ᾽ ἄρα Τηλέμαχος νηὸς βαῖν᾽, ἄρχε δ᾽ Ἀθήνη,
νηῒ δ᾽ ἐνὶ πρύμνῃ κατ᾽ ἄρ᾽ ἕζετο· ἄγχι δ᾽ ἄρ᾽ αὐτῆς
ἕζετο Τηλέμαχος· τοὶ δὲ πρυμνήσι᾽ ἔλυσαν,
ἂν δὲ καὶ αὐτοὶ βάντες ἐπὶ κληῗσι καθῖζον.
420 τοῖσιν δ᾽ ἴκμενον οὖρον ἵει γλαυκῶπις Ἀθήνη,
ἀκραῆ Ζέφυρον, κελάδοντ᾽ ἐπὶ οἴνοπα πόντον.
Τηλέμαχος δ᾽ ἑτάροισιν ἐποτρύνας ἐκέλευσεν
ὅπλων ἅπτεσθαι· τοὶ δ᾽ ὀτρύνοντος ἄκουσαν.
ἱστὸν δ᾽ εἰλάτινον κοίλης ἔντοσθε μεσόδμης
425 στῆσαν ἀείραντες, κατὰ δὲ προτόνοισιν ἔδησαν,
ἕλκον δ᾽ ἱστία λευκὰ ἐϋστρέπτοισι βοεῦσιν.
ἔπρησεν δ᾽ ἄνεμος μέσον ἱστίον, ἀμφὶ δὲ κῦμα
στείρῃ πορφύρεον μεγάλ᾽ ἴαχε νηὸς ἰούσης·
ἡ δ᾽ ἔθεεν κατὰ κῦμα διαπρήσσουσα κέλευθον.
430 δησάμενοι δ᾽ ἄρα ὅπλα θοὴν ἀνὰ νῆα μέλαιναν
στήσαντο κρητῆρας ἐπιστεφέας οἴνοιο,
λεῖβον δ᾽ ἀθανάτοισι θεοῖσ᾽ αἰειγενέτῃσιν,
ἐκ πάντων δὲ μάλιστα Διὸς γλαυκώπιδι κούρῃ.
παννυχίη μέν ῥ᾽ ἥ γε καὶ ἠῶ πεῖρε κέλευθον.
***
Έτσι του μίλησε, και με σπουδή προχώρησε η Αθηνά Παλλάδα —ακολουθούσε εκείνος της θεάς τα ίχνη.
Κι όταν κατέβηκαν στη θάλασσα κι έφτασαν στο καράβι,
βρήκαν εκεί στο περιγιάλι τους συντρόφους με τη μακριά τους κόμη.
Τότε ο γενναίος Τηλέμαχος πήρε τον λόγο και τους είπε:
410 «Φίλοι μου, εμπρός! πάμε να φέρουμε προμήθειες· είναι
έτοιμα τα πάντα, μαζεμένα στο παλάτι.
Αλλά προσέχετε· δεν ξέρει τίποτα για μένα η μάνα μου,
μήτε κι οι άλλες δούλες — μία μονάχα, που τον λόγο μου άκουσε.»
Μιλώντας, προηγήθηκε, οι άλλοι ακολουθούσαν.
Κι αμέσως όλα τα μετέφεραν, τα βόλεψαν πάνω
στο καλοκούβερτο καράβι, όπως τους έδινε την εντολή
του Οδυσσέα ο ακριβός του γιος.
Ανέβηκε ο Τηλέμαχος στο πλοίο, μετά την Αθηνά,
που πρώτη πήρε θέση εκεί στην πρύμνη· πλάι της κάθησε
ο γενναίος Τηλέμαχος. Τότε λύνουν οι άλλοι τις πρυμάτσες,
πήδησαν μέσα και καθίζουν στα ζυγά.
420 Η Αθηνά, τα μάτια λάμποντας, φύσηξε πίσω τους
πρίμο το αγέρι, φρέσκον πουνέντε, που τρικυμίζει με βοή το μπλάβο πέλαγο.
Δίνει το σύνθημα ο Τηλέμαχος, τους παραγγέλλει τα ξάρτια
οι σύντροφοι να πιάσουν — κι εκείνοι υπάκουσαν στην προσταγή του.
Σήκωσαν το ψηλό κατάρτι ελάτινο, το στήλωσαν στο κοίλο μεσοδόκι,
το δένουν με σχοινιά στην πλώρη, ψήλωσαν τα λευκά πανιά,
τραβώντας τα καλοπλεγμένα τους λουριά.
Φούσκωσε ο άνεμος το μεσιανό πανί, και γύρω στην καρίνα
χτυπούσε τώρα δυνατά το κύμα πορφυρό, όπως το πλοίο προχωρούσε —
πετώντας άνοιγε τον δρόμο του ανάμεσα στα κύματα.
430 Κι αφού είχαν δέσει πια καλά τα ξάρτια στο μελανό, γοργό καράβι,
έστησαν τους κρατήρες, τους ξεχείλισαν ως πάνω με κρασί,
και στάλαξαν σπονδή στους αθανάτους, αιωνίους θεούς,
πρώτα και μάλιστα για τη γλαυκόματη κόρη του Δία.
Όλη τη νύκτα τότε, ώσπου να ξημερώσει, έσχιζε το καράβι
τον θαλάσσιο δρόμο του.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου