Τρίτη 14 Ιουνίου 2022

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ, ΚΑΤΑ ΜΕΙΔΙΟΥ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΚΟΝΔΥΛΟΥ

ΔΗΜ 21.95–101

(ΔΗΜ 21.83–101: Ένα περιστατικό ενδεικτικό της εκδικητικότητας του Μειδία) Σύγκριση Στράτωνα–Μειδία – Παραίνεση για ορθή απόφαση των δικαστών

[95] Κάλει δὴ καὶ τὸν Στράτων’ αὐτὸν τὸν τὰ τοιαῦτα πε-
πονθότα· ἑστάναι γὰρ ἐξέσται δήπουθεν αὐτῷ.

Οὗτος, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, πένης μὲν ἴσως ἐστίν, οὐ
πονηρὸς δέ γε. οὗτος μέντοι πολίτης ὤν, ἐστρατευμένος
ἁπάσας τὰς ἐν ἡλικίᾳ στρατείας καὶ δεινὸν οὐδὲν εἰργα-
σμένος, ἕστηκε νυνὶ σιωπῇ, οὐ μόνον τῶν ἄλλων ἀγαθῶν
τῶν κοινῶν ἀπεστερημένος, ἀλλὰ καὶ τοῦ φθέγξασθαι ἢ
ὀδύρασθαι· καὶ οὐδ’ εἰ δίκαι’ ἢ ἄδικα πέπονθεν, οὐδὲ ταῦτ’
ἔξεστιν αὐτῷ πρὸς ὑμᾶς εἰπεῖν. [96] καὶ ταῦτα πέπονθ’ ὑπὸ
Μειδίου καὶ τοῦ Μειδίου πλούτου καὶ τῆς ὑπερηφανίας παρὰ
τὴν πενίαν καὶ ἐρημίαν καὶ τὸ τῶν πολλῶν εἷς εἶναι. καὶ
εἰ μὲν παραβὰς τοὺς νόμους ἔλαβεν τὰς πεντήκοντα δραχμὰς
παρ’ αὐτοῦ, καὶ τὴν δίκην ἣν κατεδιῄτησεν ἀποδεδιῃτημένην
ἀπέφηνεν, ἐπίτιμος ἂν ἦν καὶ οὐδὲν ἔχων κακὸν τῶν ἴσων
μετεῖχε τοῖς ἄλλοις ἡμῖν· ἐπειδὴ δὲ παρεῖδε πρὸς τὰ δίκαια
Μειδίαν, καὶ τοὺς νόμους μᾶλλον ἔδεισε τῶν ἀπειλῶν τῶν
τούτου, τηνικαῦτα τηλικαύτῃ καὶ τοιαύτῃ συμφορᾷ περι-
πέπτωκεν ὑπὸ τούτου. [97] εἶθ’ ὑμεῖς τὸν οὕτως ὠμόν, τὸν
οὕτως ἀγνώμονα, τὸν τηλικαύτας δίκας λαμβάνονθ’ ὧν αὐτὸς
ἠδικῆσθαι φησὶ μόνον (οὐ γὰρ ἠδίκητό γε), τοῦτον ὑβρίζοντα
λαβόντες εἴς τινα τῶν πολιτῶν [ἀφήσετε], καὶ μήθ’ ἑορτῆς
μήθ’ ἱερῶν μήτε νόμου μήτ’ ἄλλου μηδενὸς πρόνοιαν ποιού-
μενον, οὐ καταψηφιεῖσθε; οὐ παράδειγμα ποιήσετε; [98] καὶ τί
φήσετ’, ὦ ἄνδρες δικασταί; καὶ τίν’, ὢ πρὸς τῶν θεῶν, ἕξετ’
εἰπεῖν πρόφασιν δικαίαν ἢ καλήν; ὅτι νὴ Δί’ ἀσελγής ἐστι
καὶ βδελυρός· ταῦτα γάρ ἐστι τἀληθῆ· ἀλλὰ μισεῖν ὀφείλετ’,
ἄνδρες Ἀθηναῖοι, δήπου τοὺς τοιούτους μᾶλλον ἢ σῴζειν.
ἀλλ’ ὅτι πλούσιός ἐστιν· ἀλλὰ τοῦτό γε τῆς ὕβρεως αὐτοῦ
σχεδὸν αἴτιον εὑρήσετ’ ὄν, ὥστ’ ἀφελεῖν τὴν ἀφορμήν, δι’
ἣν ὑβρίζει, προσήκει μᾶλλον ἢ σῶσαι διὰ ταύτην· τὸ γὰρ
χρημάτων πολλῶν θρασὺν καὶ βδελυρὸν καὶ τοιοῦτον ἄνθρω-
πον ἐᾶν εἶναι κύριον, ἀφορμήν ἐστιν ἐφ’ ὑμᾶς αὐτοὺς δεδω-
κέναι. [99] τί οὖν ὑπόλοιπον; ἐλεῆσαι νὴ Δία· παιδία γὰρ
παραστήσεται καὶ κλαήσει καὶ τούτοις αὑτὸν ἐξαιτήσεται·
τοῦτο γὰρ λοιπόν. ἀλλ’ ἴστε δήπου τοῦθ’ ὅτι τοὺς ἀδίκως
τι πάσχοντας, ὃ μὴ δυνήσονται φέρειν, ἐλεεῖν προσήκει, οὐ
τοὺς ὧν πεποιήκασι δεινῶν δίκην διδόντας. καὶ τίς ἂν
ταῦτ’ ἐλεήσειε δικαίως, ὁρῶν τὰ τοῦδ’ οὐκ ἐλεηθένθ’ ὑπὸ
τούτου, ἃ τῇ τοῦ πατρὸς συμφορᾷ χωρὶς τῶν ἄλλων κακῶν
οὐδ’ ἐπικουρίαν ἐνοῦσαν ὁρᾷ. οὐ γάρ ἐστιν ὄφλημ’ ὅ τι
χρὴ καταθέντ’ ἐπίτιμον γενέσθαι τουτονί, ἀλλ’ ἁπλῶς οὕτως
ἠτίμωται τῇ ῥύμῃ τῆς ὀργῆς καὶ τῆς ὕβρεως τῆς Μειδίου.
[100] τίς οὖν ὑβρίζων παύσεται καὶ δι’ ἃ ταῦτα ποιεῖ χρήματ’
ἀφαιρεθήσεται, εἰ τοῦτον ὥσπερ δεινὰ πάσχοντ’ ἐλεήσετε;
εἰ δέ τις πένης μηδὲν ἠδικηκὼς ταῖς ἐσχάταις συμφοραῖς
ἀδίκως ὑπὸ τούτου περιπέπτωκε, τούτῳ δ’ οὐδὲ συνοργισθή-
σεσθε; μηδαμῶς· οὐδεὶς γάρ ἐστι δίκαιος τυγχάνειν ἐλέου
τῶν μηδέν’ ἐλεούντων, οὐδὲ συγγνώμης τῶν ἀσυγγνωμόνων.
[101] ἐγὼ γὰρ οἶμαι πάντας ἀνθρώπους φέρειν ἀξιοῦν παρ’ ἑαυτῶν
εἰς τὸν βίον αὑτοῖς ἔρανον παρὰ πάνθ’ ὅσα πράττουσιν·
οἷον ἐγώ τις οὑτοσὶ μέτριος πρὸς ἅπαντάς εἰμ’, ἐλεήμων,
εὖ ποιῶν πολλούς· ἅπασι προσήκει τῷ τοιούτῳ ταὔτ’ εἰσ-
φέρειν, ἐάν του καιρὸς ἢ χρεία παραστῇ. ἕτερος οὑτοσί τις
βίαιος, οὐδέν’ οὔτ’ ἐλεῶν οὔθ’ ὅλως ἄνθρωπον ἡγούμενος·
τούτῳ τὰς ὁμοίας φορὰς παρ’ ἑκάστου δίκαιον ὑπάρχειν.
σὺ δή, πληρωτὴς τοιούτου γεγονὼς ἐράνου σεαυτῷ, τοῦτον
δίκαιος εἶ συλλέξασθαι.

***
[95] Κάλεσε τώρα και τον Στράτωνα τον ίδιον, ο οποίος έπαθε τοιαύτα πράγματα. Διότι θα δικαιούται, πιστεύω, να εμφανισθή απλώς εις το δικαστήριον. Αυτός εδώ, ω άνδρες Αθηναίοι, ίσως μεν είναι πένης, αλλά πονηρός δεν είναι βέβαια. Ούτος λοιπόν ενώ, ότε ήτο πολίτης με όλα του τα δικαιώματα, ήτο στρατευμένος εις όλας τας εκστρατείας της εποχής του, και δεν έχει διαπράξει κανέν κακόν, ίσταται σιωπηλός, διότι όχι μόνον όλων των άλλων κοινών αγαθών των πολιτών είναι εστερημένος, αλλά και της ελευθερίας να ομιλήση και να θρηνήση τας συμφοράς του· ούτε εάν έπαθε δικαίως ή αδικως, ούτε αυτά δικαιούται να σας είπη. [96] Και αυτά τα έπαθεν από τον Μειδίαν και τον πλούτον και την υπερηφάνειαν του Μειδίου, ένεκα της πενίας και ερημίας του και ένεκα του ότι είναι ένας από το πλήθος. Και εάν μεν παραβάς τους νόμους ελάμβανε τας πεντήκοντα δραχμάς παρ' αυτού, και εάν την απόφασιν, διά της οποίας τον κατεδίκασε, την μετέτρεπε εις αθωωτικήν, θα είχεν όλα του τα δικαιώματα, και χωρίς να υφίσταται καμμίαν ατυχίαν, θα είχεν ίσα δικαιώματα με ημάς τους άλλους. Αλλ' επειδή παρέβλεψε τον Μειδίαν προ του δικαίου και εφοβήθη περισσότερον τους νόμους από τας απειλάς τούτου, διά τούτο ερρίφθη από αυτόν εις τόσον μεγάλην και τόσον βαρείαν συμφοράν. [97] Έπειτα σεις αυτόν τον τόσον σκληρόν, τον τόσον βάρβαρον, τον τόσον σκληρώς εκδικούμενον, διά πράγματα, τα οποία αυτός μόνος ισχυρίζεται ότι ηδικήθη (διότι δεν ηδικήθη βέβαια), αυτόν, αφού τον ευρίσκετε ένοχον ότι εξύβρισεν έναν από τους πολίτας, θα τον απαλλάξετε, τον μη λαμβάνοντα υπ' όψιν, ούτε εορτάς ούτε ιερά ούτε νόμους, ούτε άλλο τίποτε δεν θα τον καταδικάσετε; Δεν θα τον καταστήσετε παράδειγμα; [98] Και τι θα ειπήτε, ω άνδρες δικασταί; Και ποίαν, ω δι' όνομα του θεού, ποίαν πρόφασιν δικαίαν ή αξιοπρεπή θα ημπορέσετε να ισχυρισθήτε; Ότι, μα τον Δία, είναι αναίσχυντος και βδελυρός; Διότι αυτά είναι τα αληθή· αλλά τους τοιούτους, νομίζω, οφείλετε να τους μισήτε μάλλον, ω άνδρες Αθηναίοι, παρά να τους σώζετε. Αλλά θα τον σώσετε, διότι είναι πλούσιος; Μα ίσα–ίσα τούτο θα εύρετε ότι είναι το μόνον σχεδόν αίτιον της θρασύτητος αυτού, ώστε ορθότερον είναι να τον στερήσετε την αφορμήν, ένεκα της οποίας υβρίζει, παρά να τον σώσετε ένεκα ταύτης. Διότι το να αφήνετε ένα άνθρωπον θρασύν και διεστραμμένον και εν γένει τοιούτον, όπως αυτόν, να είναι κύριος πολλών χρημάτων, είναι αυτό τούτο ως να του δίδετε όπλα εναντίον σας. [99] Λοιπόν τι υπολείπεται; Να τον ευσπλαγχνισθήτε, μα τον Δία· διότι θα παρουσιάση τα παιδιά του και θα κλαύση και θα σας παρακαλέση να τον σώσετε χάριν αυτών· τούτο υπολείπεται. Αλλά γνωρίζετε βέβαια τούτο, ότι δηλαδή εκείνους, οι οποίοι αδίκως πάσχουν κάποιο κακόν, το οποίον δεν ημπορούν να το υποφέρουν, πρέπει να ελεή κανείς και όχι εκείνους, οι οποίοι τιμωρούνται διά τα κακά τα οποία διέπραξαν. Και ποίος ημπορεί δικαίως να ευσπλαγχνισθή τα παιδιά του Μειδίου, όταν βλέπη τα παιδιά αυτού εδώ, του Στράτωνος, μη ελεηθέντα υπό του Μειδίου, τα οποία, χωρίς να ομιλή κανείς περί των άλλων κακών, δεν βλέπουν να υπάρχη καμμία θεραπεία της συμφοράς του πατρός των; Διότι δεν υπάρχει ωρισμένη τις οφειλή, την οποίαν αφού καταθέση να ανακτήση τα πολιτικά αυτού δικαιώματα αυτός εδώ, αλλ' ανεκλήτως έχει ατιμασθή, θύμα της ορμής και της θρασύτητος του Μειδίου. [100] Ποίος υβριστής λοιπόν θα παύση να είναι τοιούτος δι' ιδικής σας αποφάσεως και ποίος θα στερηθή τα χρήματά του, εις τα οποία στηριζόμενος υβρίζει, εάν αυτόν τον ευσπλαγχνισθήτε ως αναξιοπαθούντα, ως εάν κανείς πτωχός, ο οποίος δεν διέπραξε κανέν αδίκημα, ερρίφθη από αυτόν εδώ αδίκως εις τας εσχάτας συμφοράς, σεις δε δεν θα μετέχετε της οργής του αδικηθέντος; Όχι! αυτό να μη γίνη. Διότι κανείς εκ των ασπλάγχνων δεν δικαιούται να εύρη ευσπλαγχνίαν, και κανείς δεν δικαιούται συγχωρήσεως, όταν αυτός δεν συγχωρή (τον πταίσαντα). Διότι εγώ νομίζω ότι όλοι οι άνθρωποι είναι της γνώμης ότι, με όλα όσα πράττουν (μέσα εις την κοινωνίαν των ανθρώπων), ετοιμάζουν αυτοί οι ίδιοι διά τον εαυτόν των μίαν κατάθεσιν προς ανάληψιν. Όπως εγώ λ.χ. είμαι αρκετά εύσπλαγχνος προς όλους, ελεήμων και ευεργέτης πολλών. Όλοι υποχρεούνται εις ένα τοιούτον άνθρωπον να παράσχουν τα αυτά, τα οποία παρ' αυτού έλαβον, όταν θα του παρουσιασθή καλή ή κακή περίστασις. Ο άλλος απ' εδώ είναι αρκετά βίαιος, δεν ελεεί κανένα, ούτε καν τον υπολογίζει ως άνθρωπον· εις τούτον (πάλιν) είναι δίκαιον ν' αποδώση η κοινωνία (εις την περίστασιν η οποία θα του τύχη) ακριβώς ό,τι έκαμεν αυτός εις αυτήν. Συ λοιπόν, (Μειδία), αφού παρεσκεύασες τοιαύτης φύσεως καταθέσεις διά τον εαυτόν σου, δίκαιον είναι αυτάς και να αναλάβης.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου