Το μπουκάλι με το νερό παίζει ρυθμικά το δικό του παιχνίδι στα χέρια. Αμήχανα, προβληματισμένα, με το βλέμμα σταθερό και χαμένο στη γωνία του τσιμέντου. Το τσιγάρο έχει τελειώσει πια. Έχει πέσει η αυλαία κι οι σκηνές που παίζουν τώρα, είναι από τις κομμένες. Χαμόγελα, γέλιο, έρωτας και δυο σώματα να πάλλονται σε στιγμές χαράς. Κάπου εκεί, με βία τραβάει η πραγματικότητα για να συμμετάσχει στο σκηνικό και να το αλλάξει. Έτσι είναι η ζωή.
Άλλωστε, εκείνη πάντα στήνει τα πιο όμορφα παιχνίδια. Παιχνίδια, αγάπης, έρωτα, εκδίκησης και ηθικής ικανοποίησης. Παιχνίδια που έχουν μια χροιά τιμωρίας, κακίας και δυστυχίας, παθών κι αλλαγής. Ακόμη κι αυτά τα παιχνίδια, όμως, είναι μέρος της διαδικασίας· δεν μπορείς να μην τα συμπεριλάβεις ή να τα απορρίψεις. Συγκαταλέγονται στους κανονισμούς κι εμπεριέχονται στο παιχνίδι που στήνεται. Δικό σου μέλημα, να βγεις αλώβητος, να νικήσεις. Δικός σου σκοπός να καταφέρεις να παραμείνεις ζωντανός με τις λιγότερες απώλειες.
Τότε θα φανείς έντιμος αντίπαλος, δυνατός παίκτης. Είναι σκακιέρα η ζωή και πρέπει να φτάσεις στον αντίπαλο βασιλιά. Δεν έχει το πρόσωπο που προσδοκάς, ίσως να μην το είχε πότε, αλλά δεν έχει σημασία η όψη του. Σημασία έχει να κινείσαι προς αυτόν κι όχι προς τα πίσω. Ακόμη και στην αδικία, στην προδοσία και στην εκμετάλλευση το παιχνίδι θα συνεχίζεται. Και μη σου φανεί παράξενο που σε κάποια ανύποπτη χρονική στιγμή θα εισπράξεις αυτό που μοίρασες κάποτε απλόχερα. Είναι γιατί συνέχισες να παίζεις κι ήρθε η ώρα να λάβεις τους καρπούς των κόπων σου, τη νίκη σου και τη δικαίωσή σου.
Το σύμπαν πάντα γίνεται καθρέφτης, όχι όμως τη στιγμή που εμείς θέλουμε να δικάσει, μα όταν γουστάρει εκείνο. Όχι όταν νιώθουμε την έπαρση και τη σημαντικότητα να ρέει με αφθονία στο αίμα μας, μα όταν γουστάρει εκείνο. Όχι όταν μας πληγώσουν και θέλουμε εκδίκηση, μα όταν γουστάρει εκείνο. Κι ό,τι κι αν πούμε, πάλι μόνο μία θα είναι η απάντηση. Έχει ο καιρός γυρίσματα, μα δε θα γίνουν όποτε θέλουμε.
Κάπως έτσι, η ζωή σε φέρνει αντιμέτωπο με τον άνθρωπο που έχετε αφήσει στη μέση ένα τέλος, σε ανύποπτη στιγμή. Τα πόδια κόβονται, τα μάτια κοιτάζουν ξέφρενα σαν να βλέπουν φάντασμα, πότε δυναμικά και πότε κοιτώντας κάτω. Τα δάχτυλα κάνουν κινήσεις ακατάληπτες κι ένα τσιγάρο ανάβει βιαστικά για να πνίξει τις πεταλούδες στο στομάχι. Λάθος στιγμή διάλεξαν για να πανηγυρίσουν. Δεν είναι γιορτή αυτή η συνάντηση, δεν είναι χαρά. Ούτε κηδεία είναι όμως. Είναι κάτι απροσδιόριστο, ένα συναίσθημα από μόνο του. Ίσως αυτή τη γεύση να έχει η προσπάθεια όταν μένει μισή, ίσως η ίδια η ζωή να λέει «τώρα θα σας χώσω ένα χαστούκι για να δω πώς θ’ αντιδράσετε».
Παίκτες στο ίδιο παιχνίδι, μα σε διαφορετικές πίστες, που για μια τόση δα στιγμή τους έβαλε ξανά η ζωή στον ίδιο χώρο να παίξουν. Τα μάτια μένουν να κοιτάνε εκείνη την τσιμεντένια γωνία αφού η παρουσία προσπεράσει και φύγει τελικά. Σαν να υγραίνουν λιγάκι. Πόσο περίεργο να είσαι ξανά μια ανάσα, από κάποιον που είστε τόσο μακριά. Και πόσο, αλήθεια, επίπονο, να είσαι τόσο μακριά, ξανά, με κάποιον που για μια στιγμή υπήρξατε τόσο κοντά. Μάλλον έτσι είναι το παιχνίδι.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου