Πηλεΐδῃ Ἀχιλῆϊ κακὸν ἔπος ἀγγελέοντα.
οὐδ᾽ ἄρα σοί, Μενέλαε διοτρεφές, ἤθελε θυμὸς
τειρομένοις ἑτάροισιν ἀμυνέμεν, ἔνθεν ἀπῆλθεν
Ἀντίλοχος, μεγάλη δὲ ποθὴ Πυλίοισιν ἐτύχθη·
705 ἀλλ᾽ ὅ γε τοῖσιν μὲν Θρασυμήδεα δῖον ἀνῆκεν,
αὐτὸς δ᾽ αὖτ᾽ ἐπὶ Πατρόκλῳ ἥρωϊ βεβήκει,
στῆ δὲ παρ᾽ Αἰάντεσσι θέων, εἶθαρ δὲ προσηύδα·
«κεῖνον μὲν δὴ νηυσὶν ἐπιπροέηκα θοῇσιν,
ἐλθεῖν εἰς Ἀχιλῆα πόδας ταχύν· οὐδέ μιν οἴω
710 νῦν ἰέναι μάλα περ κεχολωμένον Ἕκτορι δίῳ·
οὐ γάρ πως ἂν γυμνὸς ἐὼν Τρώεσσι μάχοιτο.
ἡμεῖς δ᾽ αὐτοί περ φραζώμεθα μῆτιν ἀρίστην,
ἠμὲν ὅπως τὸν νεκρὸν ἐρύσσομεν, ἠδὲ καὶ αὐτοὶ
Τρώων ἐξ ἐνοπῆς θάνατον καὶ κῆρα φύγωμεν.»
715 Τὸν δ᾽ ἠμείβετ᾽ ἔπειτα μέγας Τελαμώνιος Αἴας·
«πάντα κατ᾽ αἶσαν ἔειπες, ἀγακλεὲς ὦ Μενέλαε·
ἀλλὰ σὺ μὲν καὶ Μηριόνης ὑποδύντε μάλ᾽ ὦκα
νεκρὸν ἀείραντες φέρετ᾽ ἐκ πόνου· αὐτὰρ ὄπισθε
νῶϊ μαχησόμεθα Τρωσίν τε καὶ Ἕκτορι δίῳ,
720 ἶσον θυμὸν ἔχοντες ὁμώνυμοι, οἳ τὸ πάρος περ
μίμνομεν ὀξὺν Ἄρηα παρ᾽ ἀλλήλοισι μένοντες.»
Ὣς ἔφαθ᾽, οἱ δ᾽ ἄρα νεκρὸν ἀπὸ χθονὸς ἀγκάζοντο
ὕψι μάλα μεγάλως· ἐπὶ δ᾽ ἴαχε λαὸς ὄπισθε
Τρωϊκός, ὡς εἴδοντο νέκυν αἴροντας Ἀχαιούς.
725 ἴθυσαν δὲ κύνεσσιν ἐοικότες, οἵ τ᾽ ἐπὶ κάπρῳ
βλημένῳ ἀΐξωσι πρὸ κούρων θηρητήρων·
ἕως μὲν γάρ τε θέουσι διαρραῖσαι μεμαῶτες,
ἀλλ᾽ ὅτε δή ῥ᾽ ἐν τοῖσιν ἑλίξεται ἀλκὶ πεποιθώς,
ἄψ τ᾽ ἀνεχώρησαν διά τ᾽ ἔτρεσαν ἄλλυδις ἄλλος.
730 ὣς Τρῶες ἧος μὲν ὁμιλαδὸν αἰὲν ἕποντο,
νύσσοντες ξίφεσίν τε καὶ ἔγχεσιν ἀμφιγύοισιν·
ἀλλ᾽ ὅτε δή ῥ᾽ Αἴαντε μεταστρεφθέντε κατ᾽ αὐτοὺς
σταίησαν, τῶν δὲ τράπετο χρώς, οὐδέ τις ἔτλη
πρόσσω ἀΐξας περὶ νεκροῦ δηριάασθαι.
735 Ὣς οἵ γ᾽ ἐμμεμαῶτε νέκυν φέρον ἐκ πολέμοιο
νῆας ἔπι γλαφυράς· ἐπὶ δὲ πτόλεμος τέτατό σφιν
ἄγριος ἠΰτε πῦρ, τό τ᾽ ἐπεσσύμενον πόλιν ἀνδρῶν
ὄρμενον ἐξαίφνης φλεγέθει, μινύθουσι δὲ οἶκοι
ἐν σέλαϊ μεγάλῳ· τὸ δ᾽ ἐπιβρέμει ἲς ἀνέμοιο.
740 ὣς μὲν τοῖς ἵππων τε καὶ ἀνδρῶν αἰχμητάων
ἀζηχὴς ὀρυμαγδὸς ἐπήϊεν ἐρχομένοισιν·
οἱ δ᾽ ὥς θ᾽ ἡμίονοι κρατερὸν μένος ἀμφιβαλόντες
ἕλκωσ᾽ ἐξ ὄρεος κατὰ παιπαλόεσσαν ἀταρπὸν
ἢ δοκὸν ἠὲ δόρυ μέγα νήϊον· ἐν δέ τε θυμὸς
745 τείρεθ᾽ ὁμοῦ καμάτῳ τε καὶ ἱδρῷ σπευδόντεσσιν·
ὣς οἵ γ᾽ ἐμμεμαῶτε νέκυν φέρον. αὐτὰρ ὄπισθεν
Αἴαντ᾽ ἰσχανέτην, ὥς τε πρὼν ἰσχάνει ὕδωρ
ὑλήεις, πεδίοιο διαπρύσιον τετυχηκώς,
ὅς τε καὶ ἰφθίμων ποταμῶν ἀλεγεινὰ ῥέεθρα
750 ἴσχει, ἄφαρ δέ τε πᾶσι ῥόον πεδίονδε τίθησι
πλάζων· οὐδέ τί μιν σθένεϊ ῥηγνῦσι ῥέοντες·
ὣς αἰεὶ Αἴαντε μάχην ἀνέεργον ὀπίσσω
Τρώων· οἱ δ᾽ ἅμ᾽ ἕποντο, δύω δ᾽ ἐν τοῖσι μάλιστα,
Αἰνείας τ᾽ Ἀγχισιάδης καὶ φαίδιμος Ἕκτωρ.
755 τῶν δ᾽ ὥς τε ψαρῶν νέφος ἔρχεται ἠὲ κολοιῶν,
οὖλον κεκλήγοντες, ὅτε προΐδωσιν ἰόντα
κίρκον, ὅ τε σμικρῇσι φόνον φέρει ὀρνίθεσσιν,
ὣς ἄρ᾽ ὑπ᾽ Αἰνείᾳ τε καὶ Ἕκτορι κοῦροι Ἀχαιῶν
οὖλον κεκλήγοντες ἴσαν, λήθοντο δὲ χάρμης.
760 πολλὰ δὲ τεύχεα καλὰ πέσον περί τ᾽ ἀμφί τε τάφρον
φευγόντων Δαναῶν· πολέμου δ᾽ οὐ γίγνετ᾽ ἐρωή.
***
700 Και αυτόν γοργά τα πόδια του μακράν από την μάχην
έπαιρναν μήνυμα κακό να φέρει του Αχιλλέως,
και, Ατρείδη, συ δεν έστεργες να μείνεις των Πυλίων
συντρόφων του βοηθός εκεί πού ᾽χαν σκληρόν αγώνα
και πόνον που τους έλειπε ο Αντίλοχος ο ανδρείος.
705 Αλλά σ᾽ εκείνους έστειλε τον θείον Θρασυμήδην
και αυτός στον ήρωα Πάτροκλον εκίνησε να φθάσει·
στους Αίαντας εσίμωσε και προς εκείνους είπε:
«Εκείνον επροβόδησα να εβρεί τον Αχιλλέα
εις τα καράβια· αλλά πολύ διστάζω αν θα ᾽λθει τώρα,
710 όσον και αν βράζει εκδίκησιν του Έκτορος να πάγει,
ότι γυμνός δεν δύναται ν᾽ αντιταχθεί στους Τρώας.
Αλλ᾽ ό,τ᾽ είναι καλύτερον ας έβρει τώρα ο νους μας·
και τον νεκρόν να πάρομεν κι οι ίδιοι την ζωήν μας
να σώσομε απ᾽ τον θάνατον και την ορμήν των Τρώων».
715 Και ο μέγας του αποκρίθηκε, ο Τελαμώνιος Αίας:
«Φρόνιμον λόγον πρόφερες, Μενέλαε δοξασμένε,
πως τώρα οι δυο στους ώμους σας, εσύ και ο Μηριόνης
έξω απ᾽ την μάχην τον νεκρόν σηκώσετε και οπίσω
εμείς οι δυο τον Έκτορα κρατούμε και τους Τρώας.
720 Εμείς που συνονόματοι με μια ψυχήν ως τώρα
πλάγι με πλάγι μένουμε στου Άρη τον αγώνα».
Είπε κι εκείνοι τον νεκρόν σηκώσαν εις τα χέρια
πολύ υψηλά, και αλάλαζαν οπίσω τους οι Τρώες
άμ᾽ είδαν ότ᾽ οι Δαναοί τον Πάτροκλον σηκώναν·
725 και ομοιάζαν σκύλοι όταν ορμούν να πιάσουν λαβωμένον
χοίρον, και άνδρες κυνηγοί τους έχουν βάλει εμπρός τους
και τρέχουν τρέχουν πρόθυμοι πολύ να τον σπαράξουν,
αλλ᾽ όταν στρέφεται σ᾽ αυτούς θαρρώντας στην ανδρειά του
όλοι σκορπούν, ένας εδώ και άλλος εκεί στο δάσος·
730 όμοια των Τρώων πάντοτε στες πλάτες των το πλήθος
με ξίφη και με δίστομα κοντάρια τους κτυπούσαν·
αλλ᾽ όταν στρέφονταν σ᾽ αυτούς οι Αίαντες κι εμέναν,
τότε η θωριά τους άλλαζεν, ουδέ να προχωρήσει
να μάχεται για τον νεκρόν κανείς δεν ετολμούσε.
735 Με ανδρείαν τόσην τον νεκρόν εφέρναν προς τα πλοία·
και οπίσω τους εμάνιζε άγρια πολέμου λύσσα,
σαν την φωτιάν οπού ξεσπά μέσα εις μεγάλην χώραν
και όπως τα σπίτια καίονται φαίνεται η λάμψις πέρα,
ως έρχεται με θόρυβον η δύναμις του ανέμου,
740 όμοια, καθώς με τον νεκρόν εκείνοι επροχωρούσαν
κατόπι αχούσε ακράτητος κτύπος ανδρών και ίππων.
Και όπως με δύναμιν πολλήν μουλάρια νεφρωμένα
στο μονοπάτι πετρωτό τραβούν από το όρος
δοκάρ᾽ ή καραβίσιο ξύλο τρανό και ο κόπος
745 και ο ίδρος τα καταπονεί καθώς εμπρός σπουδάζουν,
και αυτοί με πόνον τον νεκρόν εφέρναν, και από πίσω
φραγμόν είχαν τους Αίαντας, καθώς κρατεί το ρεύμα
στην πεδιάδ᾽ ανάμεσα μια λογγισμένη ράχη,
που και γενναίων ποταμών τα μανιωμένα ρείθρα
750 κόφτει και γέρνει εδώ κι εκεί στο σιάδι τα νερά τους,
ουδέ ημπορούν με την σφοδρήν ορμήν τους να την σπάσουν·
ομοίως και οι Αίαντες τες λόγχες εμποδίζαν
των Τρώων που κατάποδα τους κυνηγούσαν όλοι,
ο μέγας Έκτωρ έξοχα και ο υιός του Αγχίση Αινείας.
755 Κι είδες ψαρόνια να περνάν σαν νέφος και κουρούνες
και να φωνάζουν, αν ιδούν μακρόθεν το γεράκι
που στα μικρά πετούμενα μεγάλον κάνει θρήνον·
ομοίως απ᾽ του Έκτορος την λόγχην και του Αινεία
εφεύγαν με στριγγές φωνές, ξεχνώντας την ανδρειά τους,
760 και άρματα έπεσαν πολλά ολόγυρα στον λάκκον
ως έφευγαν οι Δαναοί χωρίς να παύ᾽ η μάχη.
700 Και αυτόν γοργά τα πόδια του μακράν από την μάχην
έπαιρναν μήνυμα κακό να φέρει του Αχιλλέως,
και, Ατρείδη, συ δεν έστεργες να μείνεις των Πυλίων
συντρόφων του βοηθός εκεί πού ᾽χαν σκληρόν αγώνα
και πόνον που τους έλειπε ο Αντίλοχος ο ανδρείος.
705 Αλλά σ᾽ εκείνους έστειλε τον θείον Θρασυμήδην
και αυτός στον ήρωα Πάτροκλον εκίνησε να φθάσει·
στους Αίαντας εσίμωσε και προς εκείνους είπε:
«Εκείνον επροβόδησα να εβρεί τον Αχιλλέα
εις τα καράβια· αλλά πολύ διστάζω αν θα ᾽λθει τώρα,
710 όσον και αν βράζει εκδίκησιν του Έκτορος να πάγει,
ότι γυμνός δεν δύναται ν᾽ αντιταχθεί στους Τρώας.
Αλλ᾽ ό,τ᾽ είναι καλύτερον ας έβρει τώρα ο νους μας·
και τον νεκρόν να πάρομεν κι οι ίδιοι την ζωήν μας
να σώσομε απ᾽ τον θάνατον και την ορμήν των Τρώων».
715 Και ο μέγας του αποκρίθηκε, ο Τελαμώνιος Αίας:
«Φρόνιμον λόγον πρόφερες, Μενέλαε δοξασμένε,
πως τώρα οι δυο στους ώμους σας, εσύ και ο Μηριόνης
έξω απ᾽ την μάχην τον νεκρόν σηκώσετε και οπίσω
εμείς οι δυο τον Έκτορα κρατούμε και τους Τρώας.
720 Εμείς που συνονόματοι με μια ψυχήν ως τώρα
πλάγι με πλάγι μένουμε στου Άρη τον αγώνα».
Είπε κι εκείνοι τον νεκρόν σηκώσαν εις τα χέρια
πολύ υψηλά, και αλάλαζαν οπίσω τους οι Τρώες
άμ᾽ είδαν ότ᾽ οι Δαναοί τον Πάτροκλον σηκώναν·
725 και ομοιάζαν σκύλοι όταν ορμούν να πιάσουν λαβωμένον
χοίρον, και άνδρες κυνηγοί τους έχουν βάλει εμπρός τους
και τρέχουν τρέχουν πρόθυμοι πολύ να τον σπαράξουν,
αλλ᾽ όταν στρέφεται σ᾽ αυτούς θαρρώντας στην ανδρειά του
όλοι σκορπούν, ένας εδώ και άλλος εκεί στο δάσος·
730 όμοια των Τρώων πάντοτε στες πλάτες των το πλήθος
με ξίφη και με δίστομα κοντάρια τους κτυπούσαν·
αλλ᾽ όταν στρέφονταν σ᾽ αυτούς οι Αίαντες κι εμέναν,
τότε η θωριά τους άλλαζεν, ουδέ να προχωρήσει
να μάχεται για τον νεκρόν κανείς δεν ετολμούσε.
735 Με ανδρείαν τόσην τον νεκρόν εφέρναν προς τα πλοία·
και οπίσω τους εμάνιζε άγρια πολέμου λύσσα,
σαν την φωτιάν οπού ξεσπά μέσα εις μεγάλην χώραν
και όπως τα σπίτια καίονται φαίνεται η λάμψις πέρα,
ως έρχεται με θόρυβον η δύναμις του ανέμου,
740 όμοια, καθώς με τον νεκρόν εκείνοι επροχωρούσαν
κατόπι αχούσε ακράτητος κτύπος ανδρών και ίππων.
Και όπως με δύναμιν πολλήν μουλάρια νεφρωμένα
στο μονοπάτι πετρωτό τραβούν από το όρος
δοκάρ᾽ ή καραβίσιο ξύλο τρανό και ο κόπος
745 και ο ίδρος τα καταπονεί καθώς εμπρός σπουδάζουν,
και αυτοί με πόνον τον νεκρόν εφέρναν, και από πίσω
φραγμόν είχαν τους Αίαντας, καθώς κρατεί το ρεύμα
στην πεδιάδ᾽ ανάμεσα μια λογγισμένη ράχη,
που και γενναίων ποταμών τα μανιωμένα ρείθρα
750 κόφτει και γέρνει εδώ κι εκεί στο σιάδι τα νερά τους,
ουδέ ημπορούν με την σφοδρήν ορμήν τους να την σπάσουν·
ομοίως και οι Αίαντες τες λόγχες εμποδίζαν
των Τρώων που κατάποδα τους κυνηγούσαν όλοι,
ο μέγας Έκτωρ έξοχα και ο υιός του Αγχίση Αινείας.
755 Κι είδες ψαρόνια να περνάν σαν νέφος και κουρούνες
και να φωνάζουν, αν ιδούν μακρόθεν το γεράκι
που στα μικρά πετούμενα μεγάλον κάνει θρήνον·
ομοίως απ᾽ του Έκτορος την λόγχην και του Αινεία
εφεύγαν με στριγγές φωνές, ξεχνώντας την ανδρειά τους,
760 και άρματα έπεσαν πολλά ολόγυρα στον λάκκον
ως έφευγαν οι Δαναοί χωρίς να παύ᾽ η μάχη.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου