Όσο οι χριστιανοί αποτελούσαν μια σχετικά μικρή ομάδα, οι εθνικοί (δηλαδή οι μη χριστιανοί) στοχαστές είχαν την ευχέρεια να τους περιφρονούν και να μην κάνουν τον κόπο να τους καταλάβουν. Σχετικά γρήγορα αναγκάστηκαν να τους δουν διαφορετικά - ανεξάρτητα από τα μέτρα καταστολής που έλαβε κατά τόπους η ρωμαϊκή διοίκηση (διωγμούς ποικίλης έντασης και έκτασης).
Πρέπει να ήταν γύρω στο 180 μ.Χ. όταν πρώτος ο πλατωνικός φιλόσοφος Κέλσος μοιάζει να αντιλήφθηκε τον κίνδυνο που αντιπροσώπευαν οι χριστιανοί και τους επιτέθηκε με σφοδρότητα στο έργο του Λόγος αληθής. Βέβαια, ήταν ακόμη σε θέση να χαριτολογεί: «Κι αν όλοι ήθελαν να γίνουν χριστιανοί, οι χριστιανοί δεν θα τους δέχονταν.» (Φρούδες ελπίδες… Όχι μόνο οι χριστιανοί δέχθηκαν όποιον ήθελε να πάει μαζί τους, αλλά τελικά όλοι ήθελαν να γίνουν χριστιανοί.)
Η πρόκληση που ένιωθε ένας εθνικός φιλόσοφος απέναντι στους χριστιανούς ήταν να υπερασπιστεί αυτό που ήταν το σπίτι του, τον πολιτισμό του και την αυτοκρατορία του. Είχε ήδη συμβιβαστεί και είχε δεχθεί στο εσωτερικό του ελληνισμού του πολιτιστικές παραδόσεις και άλλων αρχαίων εθνών - αρκεί όλοι να αποδέχονταν έναν ελάχιστο κοινό πυρήνα πίστεων και αξιών. Το ίδιο περίμενε να κάνουν και οι χριστιανοί: να ενσωματωθούν στον ενιαίο πολιτισμό - και θα βρισκόταν ένας τρόπος συνύπαρξης (όπως βρέθηκε με τόσες ομάδες και φυλές, όπως λ.χ. τους εβραίους).
Επειδή όμως οι χριστιανοί ευαγγελίζονταν τον εκχριστιανισμό της αυτοκρατορίας και από περιθωριακή ομάδα αποκτούσαν δύναμη, οι εθνικοί ένιωθαν για αυτούς ότι αποτελούν τη μεγαλύτερη απειλή για τον Ελληνισμό. Σαν να τους έλεγαν: «Αν πετύχετε τον σκοπό σας, την αλλαγή αυτού του κόσμου, τότε θα αυτοκαταργηθείτε, γιατί απλούστατα αυτός ο κόσμος (η αυτοκρατορία) θα χαθεί και θα έρθουν οι βάρβαροι» - που δεν είναι ούτε μιὰ κάποια λύσις. Έμοιαζε αδιανόητη για έναν εθνικό η ριζική απόρριψη του εδώ κόσμου, αν και δεν ήταν μόνο οι χριστιανοί που την πρέσβευαν. Γι᾽ αυτό τους θεωρούσαν μισάνθρωπους, φανατικούς και απειλή για τη συνοχή της αυτοκρατορίας.
Για έναν εθνικό φιλόσοφο της εποχής οι χριστιανοί εγκατέλειψαν τον ἀληθὴ λόγο όχι επειδή πίστευαν σε έναν Θεό (υπήρχε και ο εθνικός μονοθεϊσμός) ή είχαν ένα ιερό βιβλίο. Οι φιλοσοφικά σημαντικές αποκλίσεις τους αφορούσαν την ενσάρκωση του θεού, τη θεανθρώπινη φύση του Ιησού και την ανάσταση. Μερικές από τις φιλοσοφικά ενδιαφέρουσες κατηγορίες εναντίον του χριστιανισμού ήταν:
(α) ότι δεν έχει ελληνική καταγωγή (η χριστιανική απάντηση: ο ελληνισμός οφείλει τα πάντα στους «βαρβάρους», στη σοφία της Ανατολής),
(β) ότι είναι πρόσφατος και καινοτόμος, επειδή απορρίπτει τις προγονικές παραδόσεις (απάντηση: είναι κληρονομιά από τον ιουδαϊσμό, που είναι αρχαιότερος του ελληνισμού),
(γ) ότι η πίστη αυτή είναι παράλογη (απάντηση: διατύπωση επιχειρημάτων για τη δικαιολόγηση των δογμάτων),
(δ) ότι η χριστιανική ηθική δεν είναι κάτι το καινούργιο (απάντηση: Δεν υπάρχουν κοινές ιδέες για την αρετή).
Με τα χρόνια η αντίδραση των εθνικών γινόταν οξύτερη, αλλά τον 4ο αι. μ.Χ. ο Κωνσταντίνος έδωσε την πολιτική λύση, με την αναγνώριση του χριστιανισμού. Οι εθνικοί φιλόσοφοι είχαν αρχίσει να παίρνουν στα σοβαρά τον χριστιανισμό και δεν έμειναν ανεπηρέαστοι από τις θέσεις του. Στα συναξάρια των χριστιανών αγίων απαντούσαν με τις βιογραφίες των δικών τους «αγίων», των θείων ἀνδρῶν, των νεοπλατωνικών φιλοσόφων.
Τον 2ο και τον 3ο αιώνα μ.Χ. οι χριστιανοί, στο πλαίσιο της παλαιότερης πολεμικής τους, ταύτιζαν τον ελληνισμό και τους Έλληνας με την ειδωλολατρία και αδιαφορούσαν για τα άλλα πολιτιστικά στοιχεία του. Όταν όμως χρειάστηκε να τον «εκμεταλλευτούν», έκαναν το αντίθετο: ταύτισαν τον ελληνισμό ακριβώς με τα πολιτιστικά στοιχεία (αποσιωπώντας τον πολυθεϊσμό του). Ήταν μια κίνηση αποτελεσματική και στο πεδίο της φιλοσοφίας: η οικοδόμηση του καινούργιου κόσμου προϋποθέτει ρήξη με τα καταδικαστέα στοιχεία του παλαιού κόσμου αλλά και αφομοίωση των τυχόν επιτευγμάτων του.
Ο Ιουλιανός ήταν ιδιαίτερα έξυπνος για να καταλάβει ότι όφειλε να ανατρέψει αυτήν ακριβώς την κατάσταση. Η πολιτικοθρησκευτική του μεταρρύθμιση (361-363 μ.Χ.) ήταν η τελευταία απόπειρα ανάσχεσης του χριστιανισμού. Ο αυτοκράτορας πρόβαλε μια δική του, πιο αυστηρή, διαχρονική εκδοχή του ελληνισμού: ταύτισε τον ελληνισμό και με τον πολυθεϊσμό και με τον υψηλό πολιτισμό του παρελθόντος, σε ένα αδιαίρετο σύνολο παιδείας, κοσμοαντίληψης και λατρείας. Ακολουθώντας έναν απλουστευμένο νεοπλατωνισμό, υποστήριξε ότι η πραγματικότητα έχει δομή ιεραρχική. Οι πατρῷοι θεοί και οι άνθρωποι εντάσσονται στα διάφορα επίπεδα του σύμπαντος (ανώτερα και κατώτερα) και όλα υποτάσσονται στον ένα Θεό.
Η προσπάθεια του Ιουλιανού ήταν να μην αφήσει τίποτε για τους χριστιανούς, να τους αποκλείσει ακόμη και από τα Ελληνικά γράμματα. Να τους κάνει να καταλάβουν ότι ένα θεμελιώδες συστατικό του ελληνισμού ήταν η θρησκεία του και ότι δεν δικαιούνταν να διαλέξουν οι ίδιοι τους όρους της ένταξής τους στον ελληνικό πολιτισμό - για παράδειγμα, να κρατήσουν την παιδεία και τη φιλοσοφία και να πετάξουν τον πολυθεϊσμό. Δεν επρόκειτο όμως για απλές ενταξιακές διαπραγματεύσεις, αλλά για έναν σκληρό αγώνα. Και τον 4ο αιώνα μ.Χ. οι χριστιανοί είχαν τη δύναμη να διεκδικήσουν και να κατακτήσουν για λογαριασμό τους πλευρές του ελληνισμού που τις θεωρούσαν συμβατές με τον χριστιανισμό.
Ήταν μια απέλπιδα προσπάθεια; Ίσως ακόμη και οι εθνικοί φίλοι του Ιουλιανού το έβλεπαν (με λόγο καβαφικό):
Μὰ δὲν μποροῦσαν κιόλας
νὰ παίζουν σὰν κι αὐτόνα (τὸν Χριστιανομαθημένο)
μὲ σύστημα καινούριας ἐκκλησίας,
ἀστεῖον καὶ στὴν σύλληψι καὶ στὴν ἐφαρμογή.
Ἕλληνες ἦσαν ἐπὶ τέλους. Μηδὲν ἄγαν, Αὔγουστε.
Οι χριστιανοί θορυβήθηκαν για λίγο, αλλά ο θάνατος του Ιουλιανού ήρθε γρήγορα και η αποτυχία του θεωρήθηκε, εκ των υστέρων, προδιαγεγραμμένη. Εξάλλου, όπως θα έλεγαν και οι Αντιοχείς, το ουσιώδες ήταν που δολοφονήθηκε!
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου