ὡς δὲ λύκοι ἄρνεσσιν ἐπέχραον ἢ ἐρίφοισι
σίνται, ὑπὲκ μήλων αἱρεύμενοι, αἵ τ᾽ ἐν ὄρεσσι
ποιμένος ἀφραδίῃσι διέτμαγεν· οἱ δὲ ἰδόντες
355 αἶψα διαρπάζουσιν ἀνάλκιδα θυμὸν ἐχούσας·
ὣς Δαναοὶ Τρώεσσιν ἐπέχραον· οἱ δὲ φόβοιο
δυσκελάδου μνήσαντο, λάθοντο δὲ θούριδος ἀλκῆς.
Αἴας δ᾽ ὁ μέγας αἰὲν ἐφ᾽ Ἕκτορι χαλκοκορυστῇ
ἵετ᾽ ἀκοντίσσαι· ὁ δὲ ἰδρείῃ πολέμοιο,
360 ἀσπίδι ταυρείῃ κεκαλυμμένος εὐρέας ὤμους,
σκέπτετ᾽ ὀϊστῶν τε ῥοῖζον καὶ δοῦπον ἀκόντων.
ἦ μὲν δὴ γίγνωσκε μάχης ἑτεραλκέα νίκην·
ἀλλὰ καὶ ὧς ἀνέμιμνε, σάω δ᾽ ἐρίηρας ἑταίρους.
Ὡς δ᾽ ὅτ᾽ ἀπ᾽ Οὐλύμπου νέφος ἔρχεται οὐρανὸν εἴσω
365 αἰθέρος ἐκ δίης, ὅτε τε Ζεὺς λαίλαπα τείνῃ,
ὣς τῶν ἐκ νηῶν γένετο ἰαχή τε φόβος τε,
οὐδὲ κατὰ μοῖραν πέραον πάλιν. Ἕκτορα δ᾽ ἵπποι
ἔκφερον ὠκύποδες σὺν τεύχεσι, λεῖπε δὲ λαὸν
Τρωϊκόν, οὓς ἀέκοντας ὀρυκτὴ τάφρος ἔρυκε.
370 πολλοὶ δ᾽ ἐν τάφρῳ ἐρυσάρματες ὠκέες ἵπποι
ἄξαντ᾽ ἐν πρώτῳ ῥυμῷ λίπον ἅρματ᾽ ἀνάκτων,
Πάτροκλος δ᾽ ἕπετο σφεδανὸν Δαναοῖσι κελεύων,
Τρωσὶ κακὰ φρονέων· οἱ δὲ ἰαχῇ τε φόβῳ τε
πάσας πλῆσαν ὁδούς, ἐπεὶ ἂρ τμάγεν· ὕψι δ᾽ ἀέλλη
375 σκίδναθ᾽ ὑπὸ νεφέων, τανύοντο δὲ μώνυχες ἵπποι
ἄψορρον προτὶ ἄστυ νεῶν ἄπο καὶ κλισιάων.
Πάτροκλος δ᾽ ᾗ πλεῖστον ὀρινόμενον ἴδε λαόν,
τῇ ῥ᾽ ἔχ᾽ ὁμοκλήσας· ὑπὸ δ᾽ ἄξοσι φῶτες ἔπιπτον
πρηνέες ἐξ ὀχέων, δίφροι δ᾽ ἀνακυμβαλίαζον.
380 ἀντικρὺ δ᾽ ἄρα τάφρον ὑπέρθορον ὠκέες ἵπποι
ἄμβροτοι, οὓς Πηλῆϊ θεοὶ δόσαν ἀγλαὰ δῶρα,
πρόσσω ἱέμενοι, ἐπὶ δ᾽ Ἕκτορι κέκλετο θυμός·
ἵετο γὰρ βαλέειν· τὸν δ᾽ ἔκφερον ὠκέες ἵπποι.
ὡς δ᾽ ὑπὸ λαίλαπι πᾶσα κελαινὴ βέβριθε χθὼν
385 ἤματ᾽ ὀπωρινῷ, ὅτε λαβρότατον χέει ὕδωρ
Ζεύς, ὅτε δή ῥ᾽ ἄνδρεσσι κοτεσσάμενος χαλεπήνῃ,
οἳ βίῃ εἰν ἀγορῇ σκολιὰς κρίνωσι θέμιστας,
ἐκ δὲ δίκην ἐλάσωσι, θεῶν ὄπιν οὐκ ἀλέγοντες·
τῶν δέ τε πάντες μὲν ποταμοὶ πλήθουσι ῥέοντες,
390 πολλὰς δὲ κλιτῦς τότ᾽ ἀποτμήγουσι χαράδραι,
ἐς δ᾽ ἅλα πορφυρέην μεγάλα στενάχουσι ῥέουσαι
ἐξ ὀρέων ἐπικάρ, μινύθει δέ τε ἔργ᾽ ἀνθρώπων·
ὣς ἵπποι Τρῳαὶ μεγάλα στενάχοντο θέουσαι.
Πάτροκλος δ᾽ ἐπεὶ οὖν πρώτας ἐπέκερσε φάλαγγας,
395 ἂψ ἐπὶ νῆας ἔεργε παλιμπετές, οὐδὲ πόληος
εἴα ἱεμένους ἐπιβαινέμεν, ἀλλὰ μεσηγὺ
νηῶν καὶ ποταμοῦ καὶ τείχεος ὑψηλοῖο
κτεῖνε μεταΐσσων, πολέων δ᾽ ἀπετίνυτο ποινήν.
ἔνθ᾽ ἤτοι Πρόνοον πρῶτον βάλε δουρὶ φαεινῷ,
400 στέρνον γυμνωθέντα παρ᾽ ἀσπίδα, λῦσε δὲ γυῖα·
δούπησεν δὲ πεσών· ὁ δὲ Θέστορα, Ἤνοπος υἱόν,
δεύτερον ὁρμηθείς —ὁ μὲν εὐξέστῳ ἐνὶ δίφρῳ
ἧστο ἀλείς· ἐκ γὰρ πλήγη φρένας, ἐκ δ᾽ ἄρα χειρῶν
ἡνία ἠΐχθησαν— ὁ δ᾽ ἔγχεϊ νύξε παραστὰς
405 γναθμὸν δεξιτερόν, διὰ δ᾽ αὐτοῦ πεῖρεν ὀδόντων,
ἕλκε δὲ δουρὸς ἑλὼν ὑπὲρ ἄντυγος, ὡς ὅτε τις φὼς
πέτρῃ ἔπι προβλῆτι καθήμενος ἱερὸν ἰχθὺν
ἐκ πόντοιο θύραζε λίνῳ καὶ ἤνοπι χαλκῷ·
ὣς ἕλκ᾽ ἐκ δίφροιο κεχηνότα δουρὶ φαεινῷ,
410 κὰδ δ᾽ ἄρ᾽ ἐπὶ στόμ᾽ ἔωσε· πεσόντα δέ μιν λίπε θυμός.
αὐτὰρ ἔπειτ᾽ Ἐρύλαον ἐπεσσύμενον βάλε πέτρῳ
μέσσην κὰκ κεφαλήν· ἡ δ᾽ ἄνδιχα πᾶσα κεάσθη
ἐν κόρυθι βριαρῇ· ὁ δ᾽ ἄρα πρηνὴς ἐπὶ γαίῃ
κάππεσεν, ἀμφὶ δέ μιν θάνατος χύτο θυμοραϊστής.
415 αὐτὰρ ἔπειτ᾽ Ἐρύμαντα καὶ Ἀμφοτερὸν καὶ Ἐπάλτην,
Τληπόλεμόν τε Δαμαστορίδην Ἐχίον τε Πύριν τε,
Ἰφέα τ᾽ Εὔιππόν τε καὶ Ἀργεάδην Πολύμηλον,
πάντας ἐπασσυτέρους πέλασε χθονὶ πουλυβοτείρῃ.
***
Τούτ᾽ οι αρχηγοί των Δαναών έναν καθένας άνδρα
εφόνευσαν· και όπως χυμάν λύκοι, κακά θερία,
ρίφι᾽ αν ιδούν ή πρόβατα στα πλάγια ξεκομμένα
από αγνωσιά του πιστικού, και απ᾽ τ᾽ άνανδρά τους πλήθη
355 αρπακτά παίρνουν· όμοια κι οι Δαναοί στους Τρώας
χυμάν. Και τούτων η καρδιά νεκρώνει και τους παίρνει
η καλοθόρυβη φυγή. Και πάντοτ᾽ εζητούσε
στον Έκτορα την λόγχην του να ρίξει ο μέγας Αίας
και άξιος αυτός πολεμιστής με την τρανήν ασπίδα
360 σκέπει τους ώμους τους πλατείς και κάτω απ᾽ το χαλάζι
των κονταριών και των βελών προφύλαγε το σώμα.
Κι εάν και καλώς εγνώριζε πως είχε κλίν᾽ η νίκη,
κοντόστεκε όμως κι έσωζε τους ποθητούς συντρόφους.
Και ως κάποτε εις τον ουρανόν του Ολύμπου απ᾽ τον αιθέρα
365 νέφος προβαίνει, όταν ο Ζευς θα φέρει ανεμοζάλην·
όμοια κι εκείνοι με βοήν ατάκτως ροβολούσαν·
και ο Έκτωρ, ως τον έπαιρναν τα γρήγορ᾽ άλογά του
άφηνε οπίσω τον λαόν που ο λάκκος εκρατούσε.
Και πάμπολ᾽ άλογα γοργά κει μέσα το τιμόνι
370 έσπασαν και άφησαν αυτού τ᾽ αμάξια των κυρίων·
και μ᾽ άσπονδην ο Πάτροκλος φυγήν τους κυνηγούσε
κι εφώναζε τους Δαναούς· και σκορπισμέν᾽ οι Τρώες
όλους τους δρόμους γέμισαν· ανέβαινε ως τα νέφη
η σκόνη ως ετανύζονταν τα γρήγορα πουλάρια
375 απ᾽ τα καράβια, απ᾽ τες σκηνές, οπίσω προς την πόλιν.
Κι εκεί που είδε πυκνότερο ν᾽ αδημονεί το πλήθος
ο Πάτροκλος με την βοήν τους ίππους σαλαγούσε
και κάτω από τους άξονες επίστομα οι αναβάτες
έπεφταν απ᾽ τες άμαξες που ετράνταζαν με κρότον.
380 Κι οι αθάνατ᾽ ίπποι, που οι θεοί χαρίσαν του Πηλέως,
διασκέλισαν τον χάντακα με ορμήν να προχωρήσουν
ως λαχταρούσε ο Πάτροκλος τον Έκτορα να φθάσει
να τον κτυπήσει, αλλ᾽ έπαιρναν αυτόν οι ταχείς ίπποι.
Και όπως μαυρίζει όλην την γην ορμητικό καθούρι
385 σ᾽ ημέραν φθινοπωρινήν, που νεροπόντι χύνει
ο Ζευς, οπόταν στους θνητούς επλήθυνε ο θυμός του,
που με την βίαν στον λαόν στρεβλά τες δίκες κρίνουν,
και με αθεόφοβην ψυχήν το δίκαιον αποδιώχνουν
τότε στον τόπον πλημμυρούν οι ποταμοί τους όλοι
390 από πολλές κόφτουν πλαγιές οι χείμαρροι το χώμα,
με βόγγον από τα βουνά κατρακυλούν και ρέουν
στην θάλασσα και των θνητών τους κόπους αφανίζουν·
έτσι ως ετρέχαν έβογγαν των Τρώων οι φοράδες.
Και αφού τες πρώτες φάλαγγες εθέρισε, τους στρέφει
395 ξανά στες πρύμνες, φράζοντας τον δρόμον προς την πόλιν·
αυτού τους σφάζει ο Πάτροκλος ορμητικά στην μέσην
των πλοίων και των ποταμών και των υψηλών πύργων
και ανταποδίδ᾽ η λόγχη του τους φόνους των Αργείων.
Ελόγχισε τον Πρόνοον στο στήθος, που εγυμνώθη
400 απ᾽ την ασπίδα, και άψυχος εβρόντησε στο χώμα.
Στον Ηνοπίδην Θέστορα κατόπι ευθύς εχύθη,
που στο θρονί της άμαξας καθόταν μαζωμένος
κι είχε απολύσει τα λουριά του τρόμου από την ζάλην.
Με το κοντάρι από σιμά τού πέρασε ως τα δόντια
405 το δεξιό σιαγόνι του και αυτόν με το κοντάρι
εσήκωσε απ᾽ την άμαξαν, καθώς ψαράς, στον βράχον
καθήμενος, ψάρι τρανό με στιλβωτόν αγκίστρι
σηκώνει από την θάλασσαν· ομοίως απ᾽ το στόμα
τ᾽ ολάνοικτο τον σήκωσε με το λαμπρό κοντάρι
410 και πίστομα τον άμπωσε στην γην να ξεψυχήσει·
και τον Ερύλαον βαρεί, κει που του ορμούσ᾽ επάνω,
με λίθαρο στην κεφαλήν, και στο βαρύ του κράνος
εις δύο σχίσθ᾽ η κεφαλή, και προύμυτα στο χώμα
πέφτει και ο ψυχοθεριστής ο θάνατος τον ζώνει.
415 Τους ανδρειωμένους έπειτα Τληπόλεμον, Επάλτην
Πύριν, Ερύμαντ᾽, Εύιππον, Αμφοτερόν, Ιφέα
Εχίον του Δαμάστορος, Πολύμηλον του Αργέου,
όλους τους σμίγει επανωτούς στην γην την πολυθρέπτραν.
εφόνευσαν· και όπως χυμάν λύκοι, κακά θερία,
ρίφι᾽ αν ιδούν ή πρόβατα στα πλάγια ξεκομμένα
από αγνωσιά του πιστικού, και απ᾽ τ᾽ άνανδρά τους πλήθη
355 αρπακτά παίρνουν· όμοια κι οι Δαναοί στους Τρώας
χυμάν. Και τούτων η καρδιά νεκρώνει και τους παίρνει
η καλοθόρυβη φυγή. Και πάντοτ᾽ εζητούσε
στον Έκτορα την λόγχην του να ρίξει ο μέγας Αίας
και άξιος αυτός πολεμιστής με την τρανήν ασπίδα
360 σκέπει τους ώμους τους πλατείς και κάτω απ᾽ το χαλάζι
των κονταριών και των βελών προφύλαγε το σώμα.
Κι εάν και καλώς εγνώριζε πως είχε κλίν᾽ η νίκη,
κοντόστεκε όμως κι έσωζε τους ποθητούς συντρόφους.
Και ως κάποτε εις τον ουρανόν του Ολύμπου απ᾽ τον αιθέρα
365 νέφος προβαίνει, όταν ο Ζευς θα φέρει ανεμοζάλην·
όμοια κι εκείνοι με βοήν ατάκτως ροβολούσαν·
και ο Έκτωρ, ως τον έπαιρναν τα γρήγορ᾽ άλογά του
άφηνε οπίσω τον λαόν που ο λάκκος εκρατούσε.
Και πάμπολ᾽ άλογα γοργά κει μέσα το τιμόνι
370 έσπασαν και άφησαν αυτού τ᾽ αμάξια των κυρίων·
και μ᾽ άσπονδην ο Πάτροκλος φυγήν τους κυνηγούσε
κι εφώναζε τους Δαναούς· και σκορπισμέν᾽ οι Τρώες
όλους τους δρόμους γέμισαν· ανέβαινε ως τα νέφη
η σκόνη ως ετανύζονταν τα γρήγορα πουλάρια
375 απ᾽ τα καράβια, απ᾽ τες σκηνές, οπίσω προς την πόλιν.
Κι εκεί που είδε πυκνότερο ν᾽ αδημονεί το πλήθος
ο Πάτροκλος με την βοήν τους ίππους σαλαγούσε
και κάτω από τους άξονες επίστομα οι αναβάτες
έπεφταν απ᾽ τες άμαξες που ετράνταζαν με κρότον.
380 Κι οι αθάνατ᾽ ίπποι, που οι θεοί χαρίσαν του Πηλέως,
διασκέλισαν τον χάντακα με ορμήν να προχωρήσουν
ως λαχταρούσε ο Πάτροκλος τον Έκτορα να φθάσει
να τον κτυπήσει, αλλ᾽ έπαιρναν αυτόν οι ταχείς ίπποι.
Και όπως μαυρίζει όλην την γην ορμητικό καθούρι
385 σ᾽ ημέραν φθινοπωρινήν, που νεροπόντι χύνει
ο Ζευς, οπόταν στους θνητούς επλήθυνε ο θυμός του,
που με την βίαν στον λαόν στρεβλά τες δίκες κρίνουν,
και με αθεόφοβην ψυχήν το δίκαιον αποδιώχνουν
τότε στον τόπον πλημμυρούν οι ποταμοί τους όλοι
390 από πολλές κόφτουν πλαγιές οι χείμαρροι το χώμα,
με βόγγον από τα βουνά κατρακυλούν και ρέουν
στην θάλασσα και των θνητών τους κόπους αφανίζουν·
έτσι ως ετρέχαν έβογγαν των Τρώων οι φοράδες.
Και αφού τες πρώτες φάλαγγες εθέρισε, τους στρέφει
395 ξανά στες πρύμνες, φράζοντας τον δρόμον προς την πόλιν·
αυτού τους σφάζει ο Πάτροκλος ορμητικά στην μέσην
των πλοίων και των ποταμών και των υψηλών πύργων
και ανταποδίδ᾽ η λόγχη του τους φόνους των Αργείων.
Ελόγχισε τον Πρόνοον στο στήθος, που εγυμνώθη
400 απ᾽ την ασπίδα, και άψυχος εβρόντησε στο χώμα.
Στον Ηνοπίδην Θέστορα κατόπι ευθύς εχύθη,
που στο θρονί της άμαξας καθόταν μαζωμένος
κι είχε απολύσει τα λουριά του τρόμου από την ζάλην.
Με το κοντάρι από σιμά τού πέρασε ως τα δόντια
405 το δεξιό σιαγόνι του και αυτόν με το κοντάρι
εσήκωσε απ᾽ την άμαξαν, καθώς ψαράς, στον βράχον
καθήμενος, ψάρι τρανό με στιλβωτόν αγκίστρι
σηκώνει από την θάλασσαν· ομοίως απ᾽ το στόμα
τ᾽ ολάνοικτο τον σήκωσε με το λαμπρό κοντάρι
410 και πίστομα τον άμπωσε στην γην να ξεψυχήσει·
και τον Ερύλαον βαρεί, κει που του ορμούσ᾽ επάνω,
με λίθαρο στην κεφαλήν, και στο βαρύ του κράνος
εις δύο σχίσθ᾽ η κεφαλή, και προύμυτα στο χώμα
πέφτει και ο ψυχοθεριστής ο θάνατος τον ζώνει.
415 Τους ανδρειωμένους έπειτα Τληπόλεμον, Επάλτην
Πύριν, Ερύμαντ᾽, Εύιππον, Αμφοτερόν, Ιφέα
Εχίον του Δαμάστορος, Πολύμηλον του Αργέου,
όλους τους σμίγει επανωτούς στην γην την πολυθρέπτραν.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου