Αν αναζητήσει κανείς το λήμμα «ευτυχία» («happiness») στη Wikipedia, θα βρει έναν μάλλον συμβατικό ορισμό λίγων γραμμών περί μιας πνευματικής ή συναισθηματικής κατάστασης. Για τη σύνταξη αυτού του ορισμού η σελίδα χρειάστηκε να περάσει από επεξεργασία περίπου 3.300 φορές, ένας αριθμός στον οποίο αντανακλάται μια πραγματικότητα: δεν είναι ποτέ απολύτως σαφές για τι ακριβώς μιλάμε όταν μιλάμε για την ευτυχία.
Δεν διαπιστώνω τίποτα καινούργιο· πριν από δυόμισι χιλιάδες χρόνια, ο Αριστοτέλης είχε σχολιάσει στα Ηθικά Νικομάχεια ότι, ενώ οι περισσότεροι συμφωνούν πως η ευδαιμονία είναι το πιο σπουδαίο αγαθό, ο καθένας αναφέρεται σ’ αυτήν εννοώντας κάτι διαφορετικό.
Ας πάρουμε για παράδειγμα έναν κάτοικο της Κόστα Ρίκα κι έναν της Φινλανδίας. Όχι τυχαία. Σύμφωνα με δύο διαφορετικούς δείκτες μέτρησης της ευτυχίας, οι πιο ευτυχισμένοι άνθρωποι στον κόσμο είναι είτε οι Κοσταρικανοί (Happy Planet Index) είτε οι Φινλανδοί (World Happiness Report), δύο λαοί, εν τω μεταξύ, που ακολουθούν ένα εντελώς διαφορετικό μοντέλο ζωής.
Πώς εξηγείται αυτό; Αφενός λόγω της διαφορετικής μεθοδολογίας των δύο μετρήσεων, αφετέρου επειδή ο Αριστοτέλης είχε δίκιο: για έναν Κοσταρικανό η ευτυχία είναι κάτι διαφορετικό από ό,τι για έναν Φινλανδό.
Η πιο σύγχρονη τάση σχετικών ερευνών, πάντως, τείνει να προτάσσει ως σημαντικότερη (εν συγκρίσει με τους πιο αντικειμενικούς δείκτες ποιότητας ζωής) την απάντηση του καθενός στην ερώτηση πόσο ευτυχισμένος νιώθει. Άρα, ευτυχισμένος είναι αυτός που νομίζει ότι είναι ευτυχισμένος.
Ακόμα κι αν για κάποιον άλλο αυτή η ευτυχία είναι ακατανόητη. Ο Καζαντζάκης έγραφε στον Ζορμπά ότι «η ευτυχία είναι πράγμα απλό και λιτοδίαιτο, ένα ποτήρι κρασί, ένα κάστανο, ένα φτωχικό μαγκαλάκι, η βουή της θάλασσας».
Ενδιαφέρεται κανείς;
Υποκειμενική ευτυχία, λοιπόν. Ένας από τους βασικούς όρους της θετικής ψυχολογίας, την οποία, ακόμα και αν δεν την έχετε ακούσει ποτέ, το πιθανότερο είναι να γνωρίζετε τι πρεσβεύει.
Με δυο λόγια: αντί να επικεντρωνόμαστε στο πρόβλημα, πρέπει να κοιτάξουμε τα θετικά συναισθήματα, να ψάξουμε αυτό που δίνει αξία στην ύπαρξή μας, να δημιουργήσουμε μια ποιοτική ζωή.
Ο στόχος μας είναι η ευτυχία, και όλοι μπορούμε να την αποκτήσουμε.
Όλα αυτά δεν ακούγονται ακριβώς καινούργια (αντίστοιχες διατυπώσεις θα βρει κανείς διαβάζοντας, για παράδειγμα, τους Στωικούς ή τους ανθρωπιστές ψυχολόγους του 20ού αιώνα), αλλά η θετική ψυχολογία ως επίσημος κλάδος μετράει περίπου δύο δεκαετίες ζωής.
Για την ακρίβεια, υφίσταται από το 1998, όταν ο Μάρτιν Σέλιγκμαν ανέλαβε τη θέση του προέδρου της Ένωσης Αμερικανών Ψυχολόγων και μετέτρεψε αυτές τις απόψεις σε επιστημονικό κλάδο.
«Η θετική ψυχολογία γεννήθηκε γιατί για περίπου έναν αιώνα η ψυχολογία είχε χάσει έναν από τους πιο βασικούς της στόχους, που δεν ήταν άλλος από το να βοηθάει τον άνθρωπο να βρει την ευτυχία», μου εξηγεί η ψυχολόγος Ειρήνη Καρακασίδου, μέλος της Ελληνικής Εταιρείας Θετικής Ψυχολογίας – συνυπογράφει επίσης το Κατακτώντας την ευημερία (εκδ. Τόπος), μια ενδιαφέρουσα μελέτη για όποιον θέλει να μυηθεί σε αυτή την προσέγγιση.
Και υπάρχουν πολλοί που το θέλουν. Η θετική ψυχολογία βρήκε οπαδούς από την πρώτη μέρα (και στη χώρα μας) και, παρά την αρχική αμφισβήτηση, σήμερα αποτελεί την πιο δυναμική τάση στον χώρο της ψυχικής υγείας (ενδεικτικά, είναι το δημοφιλέστερο αντικείμενο προπτυχιακών σπουδών στο Γέιλ).
Μέσα σε κάποια χρόνια, λοιπόν, η θετική ψυχολογία κατέκτησε τις δυτικές, τουλάχιστον, κοινωνίες· με έναν εντελώς φυσικό τρόπο βρέθηκαν στο λεξιλόγιό μας όροι όπως η ενσυνειδητότητα, η ψυχική ανθεκτικότητα ή η αυτοσυμπόνια και κάπως μετατοπίστηκε η οπτική γωνία από την οποία κοιτούσαμε το ευ ζην.
Η αντίληψη ότι η ευτυχία μαθαίνεται και είναι προσιτή σε όλους προκάλεσε μια μαζική στροφή προς αυτή την κατεύθυνση (λογικό) και κάπου εκεί τα πράγματα άρχισαν να περιπλέκονται, με αποτέλεσμα να ανασχηματιστεί και σίγουρα να ισχυροποιηθεί η κυριαρχική πλέον κουλτούρα της αυτοβοήθειας, που εν πολλοίς αντλεί το περιεχόμενό της από αυτή την πρόθεση της θετικότητας.
«Κάνουμε έναν πολύ μεγάλο αγώνα να μη γίνεται αυτή η ταύτιση», μου λέει η κ. Καρακασίδου, «να καταστήσουμε ξεκάθαρες τις διαφορές».
Γιατί είναι απαραίτητο αυτό; Επειδή στη μία περίπτωση μιλάμε για έναν επιστημονικό κλάδο και στη δεύτερη για ένα αχανές σύμπαν που χωράει τα πάντα, επιστημονικής ή όχι εγκυρότητας: εγχειρίδια αυτοβελτίωσης, συνέδρια και ιντερνετικές διαλέξεις, προγράμματα σπουδών, workshops και μετεκπαιδεύσεις, σπεσιαλίστες coaches, συμβουλευτικές συνεδρίες, application και podcast, αρωματικά κεριά, αντιστρές σελίδες ζωγραφικής.
Το συμπέρασμα είναι ότι στον 21ο αιώνα το κυνήγι της ευτυχίας έχει εξελιχθεί σε ψύχωση και αυτή η ψύχωση έχει γεννήσει μια παγκόσμια αγορά με τζίρο περίπου 33 δισ. ευρώ.
ΟΙ ΓΚΟΥΡΟΥ ΤΗΣ ΕΥΤΥΧΙΑΣ
Το να δίνει κάποιος συμβουλές σε κάποιον άλλο για το πώς να ζήσει καλύτερα/ευτυχέστερα είναι μια διαδικασία που συντροφεύει τους ανθρώπους σχεδόν από την αφετηρία τους: από τον Κομφούκιο, την επικούρεια φιλοσοφία ή το carpe diem του Οράτιου (και του Τζον Κίτινγκ αργότερα στον Κύκλο των χαμένων ποιητών) μέχρι τον Ρουσσώ, τον Γκάντι και τους 12 κανόνες για τη ζωή του Τζόρνταν Πέτερσον (από τα μεγάλα σύγχρονα μπεστ σέλερ – στα ελληνικά από τις εκδ. Key Books).
Το πρώτο «επίσημο» βιβλίο αυτοβοήθειας, με τον περιγραφικό τίτλο Self-help, γράφτηκε από τον Σάμουελ Σμάιλς το 1859, σχεδόν συγχρόνως με δύο άλλα πολύ γνωστά συγγράμματα: την Καταγωγή των ειδών του Δαρβίνου και το Περί ελευθερίας του Τζον Στιούαρτ Μιλ.
Το Self-help πούλησε στην εποχή του περισσότερο και από τα δύο. Γιατί; Πιθανόν επειδή είχε αρχίσει να ισχυροποιείται η πεποίθηση ότι οι δυνατότητες του ατόμου είναι απεριόριστες και ότι η ευτυχία του συνδέεται με την εξέλιξή του.
Αργότερα, στα χρόνια που προηγήθηκαν και ακολούθησαν τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, εμφανίστηκαν οι διασημότεροι γκουρού αυτής της κουλτούρας (Ναπόλεον Χιλ, Νόρμαν Πίιλ, Ντέιλ Κάρνεγκι κ.ά.), που με το έργο τους σημάδεψαν τη δυτική σκέψη.
Το μονοπάτι για την ευτυχία δεν ήταν ποτέ το ίδιο. Άλλαζε μαζί με την κοινωνία. Κάποτε που ο μεταπολεμικός, για παράδειγμα, άνθρωπος είχε ανάγκη από αυτοπεποίθηση και εξωστρέφεια, αυτοί ήταν τομείς στους οποίους έπρεπε να «βελτιωθεί» για να κάνει τη ζωή του καλύτερη.
Σε εποχές ευημερίας, ο Πάολο Κοέλιο κατέκτησε τον κόσμο προτείνοντας να εμπιστευτούμε το σύμπαν, κάτι που εν μέρει έκανε και η Ρόντα Μπερν στην αρχή του αιώνα μας με το Μυστικό των 20 εκατ. αντιτύπων.
Σήμερα, έπειτα από μια παγκόσμια οικονομική κρίση, στα χρόνια της τεχνολογικής εξάρτησης, της ταχύτητας, του μόνιμου άγχους και της υπερανάλυσης, το μονοπάτι έχει αλλάξει και πάλι. Οι οδηγίες πλέον περιλαμβάνουν καταγραφή δεδομένων, μέτρηση βημάτων τη μέρα και σφυγμών κατά τον ύπνο, καταπολέμηση των αρνητικών σκέψεων και επίτευξη μικρών στόχων – η ευτυχία περνάει μέσα από την επιβίωση, την αντοχή, την οργάνωση.
Η κριτική σε όλα αυτά είναι πολύ εύκολη: αμφιλεγόμενα νοήματα, λανθάνουσα επιστημονικότητα, υποκειμενικότητα, μανιερισμός, αυθαιρεσία.
Πριν καταδικάσουμε τα πάντα, όμως, ας σκεφτούμε ότι εκατομμύρια άνθρωποι ορκίζονται ότι μια τέτοιου είδους καθοδήγηση τους άλλαξε τη ζωή – δεν αποκλείεται. Αφενός επειδή μέσα σε αυτή τη γιγάντια βιομηχανία της ευτυχίας υπάρχουν σοβαροί άνθρωποι και αξιόλογες ιδέες που μπορούν να κινητοποιήσουν ή να εμπνεύσουν.
Άλλες φορές ίσως έχουμε να κάνουμε με την κλασική περίπτωση του placebo. Ή ίσως ισχύει το ότι, και μόνο που κάποιος κινητοποιήθηκε για να βρει την ευτυχία, έκανε ένα βήμα προς αυτήν, ανεξάρτητα από το ποιο ήταν αυτό το βήμα.
ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ Η ΔΥΣΤΥΧΙΑ
Ο βασικότερος στόχος μας ήταν πάντα αυτός: να είμαστε ευτυχισμένοι. Αυτό που μοιάζει να έχει αλλάξει είναι ότι σήμερα η ευτυχία μάς έχει γίνει εμμονή.
Ίσως θυμάστε, για παράδειγμα, την «κουβέρτα ευτυχίας» που λάνσαρε η British Airways πριν από κάποια χρόνια: ο επιβάτης φορούσε στο κεφάλι μια διακριτική συσκευή με νευροαισθητήρες που συνδέονταν με την κουβέρτα που ήταν σκεπασμένος και, ανάλογα με το πόσο ευτυχισμένος ένιωθε, η κουβέρτα άλλαζε χρώμα.
Δεν είναι κακό, προφανώς, να αναζητούμε την ευτυχία – αντιθέτως. Ωστόσο υπάρχει μια παγίδα σε αυτό το ατελείωτο κυνήγι (την περιγράφουν στο βιβλίο τους Wellness syndrom οι ερευνητές Καρλ Σέντερστορμ και Αντρέ Σπάισερ, ένα μίνι μανιφέστο κριτικής αυτής της εμμονής): να προσπαθήσουμε τόσο πολύ να μοιάζουμε ευτυχισμένοι, ξεχνώντας τελικά να γίνουμε.
Η εικόνα της ευτυχίας, δηλαδή, να αντικαταστήσει την ίδια την ευτυχία.
Αν το σκεφτείτε, συμβαίνει ήδη – όχι μόνο στα σόσιαλ μίντια, όπου σχεδόν μαζοχιστικά επιδιώκεται. Η καλή εικόνα, το χαμόγελο, η αισιοδοξία είναι προαπαιτούμενα σε έναν κοινωνικό-εργασιακό κύκλο, καθώς έχει ανατείλει μια νέα ηθική που επιβάλλει στο άτομο να δείχνει ικανοποιημένο, συμφιλιωμένο, πρόθυμο.
Στην Αμερική (κυρίως) έχει εμφανιστεί σε μεγάλες εταιρείες η ειδικότητα του Chief Happiness Officer· είναι ο αρμόδιος για την ευτυχία των υπαλλήλων, τους κινητοποιεί, τους ενημερώνει, φροντίζει να διατηρεί το ηθικό τους υψηλό – όπως προκύπτει από έρευνες, ένας χαρούμενος εργαζόμενος είναι 12% πιο παραγωγικός.
Το ισχύον (πολιτικό, οικονομικό, ιδεολογικό) σύστημα επιτρέπει στον καθένα να ελπίσει ότι θα εξελιχθεί σε οτιδήποτε (άρα και στο να είναι ευτυχισμένος) και είναι δική του ευθύνη να τα καταφέρει· το στραβό χαμόγελο ή τα παραπάνω κιλά ή ο χαμηλός μισθός είναι ενδείξεις αποτυχίας ή προβλήματος. Το να είμαστε ευτυχισμένοι ή υγιείς είναι σαν ξαφνικά να μην το οφείλουμε στους εαυτούς μας, αλλά στο περιβάλλον μας.
Κάπως ανήσυχα έχει αρχίσει να συζητιέται ο όρος της «τοξικής θετικότητας» – θυμηθείτε όλες τις φορές που σε μια δυσάρεστη ή αδιέξοδη στιγμή κάποιος σας είπε, καλοπροαίρετα ασφαλώς, να δείτε τα θετικά αυτής της ιστορίας ή σας προέτρεψε να σκεφτείτε ότι τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι και χειρότερα.
Οι φράσεις αυτές έχουν συνήθως και ατυχώς ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός αισθήματος ενοχής ή ηττοπάθειας ή καταπίεσης. Η ευτυχία μοιάζει να εξελίχθηκε από δικαίωμα σε υποχρέωση. Και αυτό δεν μοιάζει καθόλου με τη σωστή κατεύθυνση προς την ευτυχία.
ΤΙ ΑΓΟΡΑΖΕΙΣ ΜΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΧΡΗΜΑΤΑ
«Πώς η βιομηχανία της ευτυχίας κυβερνά τη ζωή μας». Αυτός είναι ο υπότιτλος του βιβλίου Ευτυχιοκρατία (εκδ. Πόλις) του ψυχολόγου Έντγκαρ Καμπάνας και της κοινωνιολόγου Εύα Ιλούζ, οι οποίοι παρατηρούν πόσο η ψυχαναγκαστική αναζήτηση και ποσοτικοποίηση της ευτυχίας έχει διαστρεβλώσει την έννοιά της και πόσο επικίνδυνο είναι να αποδεχτούμε ότι η απόκτησή της είναι μια καθαρά προσωπική υπόθεση, σαν όλοι οι εξωγενείς παράγοντες να είναι αμελητέοι.
Για να επιστρέψουμε στη θετική ψυχολογία, θέτω το εξής ερώτημα στην κ. Καρακασίδου: Πώς μπορούμε να αγνοήσουμε τους εξωγενείς παράγοντες; «Δεν τους αγνοούμε», μου λέει. «Η ευτυχία είναι στο χέρι του καθενός, αλλά πρέπει να έχουμε επίγνωση των συνθηκών που μπορεί να είναι δύσκολες και να καταλάβουμε ότι η ευτυχία μπορεί να έρθει και σε στιγμές απόλυτης δυστυχίας. Να παλέψουμε για να μη χάνουμε τις μικρές στιγμές που μας κάνουν ευτυχισμένους».
Κατά κάποιον τρόπο, δηλαδή, αν κάποιος θεωρεί προϋπόθεση για την ευτυχία του την απόκτηση υλικών αγαθών, τότε η στέρησή τους του στερεί προφανώς και το αίσθημα ικανοποίησης από τη ζωή του. Είναι θέμα ορισμού ή απόφασης, εν μέρει, τι θεωρεί ο καθένας ότι τον κάνει ευτυχισμένο.
Μια έρευνα του Χάρβαρντ που «έτρεχε» για σχεδόν 80 χρόνια έφερε προ τριετίας στην επικαιρότητα αρκετές πολύτιμες ενδείξεις σχετικά με το ποια θεωρούμε τελικά ως τα βασικά συστατικά της ευτυχίας.
«Η δημοφιλέστερη απάντηση ήταν οι σχέσεις», μου λέει η κ. Καρακασίδου. «Οι θετικές σχέσεις που διέπονται από συγκεκριμένες αξίες, όπως ο σεβασμός και η αποδοχή. Άλλες απαντήσεις ήταν η εύρεση του νοήματος της ζωής, η απόλαυση των στιγμών, η ενίσχυση των δυνατών στοιχείων του κάθε χαρακτήρα».
Άλλες έρευνες, πάντως, δείχνουν ότι, για παράδειγμα, παρά τη λαϊκή ρήση, τα χρήματα τελικά φέρνουν την ευτυχία. Ή έστω αποτελούν βασική προϋπόθεση για την εξασφάλισή της ή ακόμα και ότι η απουσία τους συνδέεται άμεσα με τη δυστυχία, κάτι που είναι μάλλον λογικό.
Στην αρχή του τρέχοντος έτους, ο Μάθιου Κίλινγκσγουορθ του Πανεπιστημίου της Πενσιλβάνια, αντλώντας στοιχεία από μια εφαρμογή που δημιούργησε (Track Your Happiness), κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αίσθηση ικανοποίησης από τη ζωή αυξάνεται παράλληλα με το εισόδημα.
Λίγους μήνες νωρίτερα, η γνωστή ψυχολόγος και συγγραφέας Τζιν Τουένγκι δημοσίευσε μαζί με τη συνάδερφό της Μπελ Κούπερ μια έρευνα που κατ’ αρχάς επιβεβαίωνε τη σχέση χρημάτων και ευτυχίας, ωστόσο από τη μελέτη προέκυψε κάτι ακόμα, εξαιρετικά ενδιαφέρον: συγκρίνοντας στοιχεία από τη δεκαετία του ’70 με αντίστοιχα σημερινά, φαίνεται ότι αυτή η σχέση έγινε πολύ πιο στενή προϊόντος του χρόνου. Το κοινωνικό και οικονομικό στάτους αποτελεί πλέον αισθητά σημαντικότερο παράγοντα σε σχέση με το παρελθόν. Σαν η ευτυχία να αποκτά σταδιακά μια ταξική διάσταση.
Μήπως δηλαδή η ιδέα ότι όλοι οι άνθρωποι μπορούν να είναι ευτυχισμένοι είναι περισσότερο μια οργουελικής ειρωνείας διαπίστωση: όλοι οι άνθρωποι μπορούν να είναι ευτυχισμένοι, αλλά κάποιοι μπορούν περισσότερο από τους άλλους; Μπορούμε να το αλλάξουμε αυτό;
Να ιεραρχήσουμε από την αρχή τις προτεραιότητές μας; Να βρούμε την ευτυχία στις μικρές χαρές, στις ουσιαστικές σχέσεις ή έστω μέσα στο κεφάλι μας; Είναι σίγουρα πιο εύκολο από το να αλλάξει ο τρόπος που λειτουργεί ο κόσμος μας. Αλλά αυτό από μόνο του δεν είναι (ηθικά, έστω) ένας παράγοντας που σαμποτάρει την ευτυχία;
Η ΜΗΧΑΝΗ ΤΩΝ ΕΜΠΕΙΡΙΩΝ
Το 1974, ο Αμερικανός φιλόσοφος Ρόμπερτ Νόζικ διατύπωσε έναν προβληματισμό με τη μορφή ενός θεωρητικού πειράματος. Έστω ότι υπάρχει μια «μηχανή εμπειριών» στην οποία ο καθένας θα μπορούσε να συνδεθεί και να βιώνει χάρη σ’ αυτήν μόνο ό,τι θα τον έκανε να νιώθει ευτυχισμένος, χωρίς να συνειδητοποιεί ότι αυτό που συμβαίνει δεν είναι η πραγματικότητα.
Το ερώτημα που μας κάνει ο Νόζικ είναι απλό: Θα συνδεόσασταν; Η απάντηση φαίνεται ότι είναι αρνητική. Παράδοξο; Όχι. Κανείς δεν θέλει μια «σκέτη» ευτυχία, μια εύκολη ικανοποίηση, ούτε τελικά μια μόνιμη κατάσταση ευδαιμονίας, αφού αυτό, έτσι κι αλλιώς, είναι αδύνατον να αποσυνδεθεί στο μυαλό μας από τη λογική της ουτοπίας.
Η ζωή μας αποκτά αξία μέσα από τις αντιθέσεις της και την ευτυχία τη συναντάμε μέσα από τη διαδικασία της ύπαρξης, ο καθένας με τον τρόπο του. Κάποιος τη βρίσκει μέσα του, βελτιώνοντας τον εαυτό του και καλλιεργώντας τα θετικά του συναισθήματα.
Άλλος τη βρίσκει στο πορτοφόλι του. Άλλος στον έρωτα, άλλος στα χόμπι του ή στην τέχνη, άλλος στο βραδινό ποτό, άλλος ταξιδεύοντας, άλλος στις αναμνήσεις ή στα όνειρα, στον Θεό, στη γιόγκα, στο ποδόσφαιρο, στις ψευδαισθήσεις.
Ίσως όλη αυτή η μανία των τελευταίων ετών και η απαίτηση για περισσότερη ευτυχία να αποτελεί τελικά μια τέτοια διαδικασία, το καβαφικό ταξίδι, έναν τρόπο να προχωράμε, μια μέθοδο του καιρού μας.
Ή ίσως, όπως λέει ο Σκωτσέζος μουσικός και καλλιτέχνης Μπιλ Ντράμοντ, «η ζωή είναι πολύ σύντομη για να την ξοδέψουμε αναζητώντας την ευτυχία». Όπως νομίζει ο καθένας.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου