Κι όμως, τον πρώτο καιρό που με φυλακίσανε, το πιο σκληρό ήταν ότι σκεφτόμουν σαν ελεύθερος άνθρωπος.
Παραδείγματος χάρη, μ’ έπιανε η επιθυμία να βρεθώ σε μια παραλία και να κατέβω στη θάλασσα.
Όταν φανταζόμουνα τον ήχο από τα πρώτα κύματα κάτω απ’ τις πατούσες μου, το κορμί μου να μπαίνει στο νερό και την αίσθηση ελευθερίας που έβρισκα εκεί μέσα, ένιωθα αμέσως πόσο στενοί ήταν οι τοίχοι της φυλακής μου.
Όμως αυτό κράτησε μερικούς μήνες.
Ύστερα, δεν είχα πια παρά τις σκέψεις ενός φυλακισμένου.
Περίμενα τον καθημερινό περίπατο που έκανα στην αυλή ή την επίσκεψη του δικηγόρου μου.
Με τον υπόλοιπο χρόνο μου τα κατάφερνα μια χαρά.
Έτσι σκεφτόμουνα συχνά ότι αν με είχαν βάλει να ζω μέσα σ’ έναν ξερό κορμό δέντρου, δίχως να κάνω άλλη δουλειά παρά να κοιτάζω τον ανθό του ουρανού πάνω απ’ το κεφάλι μου, θα συνήθιζα λίγο λίγο.
Θα περίμενα να περάσουν τα πουλιά ή να συναντηθούν τα σύννεφα όπως περίμενα εδώ τις περίεργες γραβάτες του δικηγόρου μου, κι όπως σ’ έναν άλλο κόσμο, θ’ ανυπομονούσα να έρθει το Σάββατο για ν’ αγκαλιάσω σφιχτά το κορμί της Μαρί.
Ή, αν το καλοσκεφτόμουν, δεν ήμουνα μέσα σ’ ένα ξερό δέντρο.
Υπήρχαν και πιο δυστυχισμένοι από μένα.
Εξάλλου αυτή ήταν μια ιδέα της μαμάς, και την επαναλάμβανε συχνά, ότι τελικά όλα ήταν μια συνήθεια…
Αλμπέρ Καμύ, Ο Ξένος
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου