κακὰ ξυνάπτειν ἐνδίκως Ἰάσονι.
[ὦ τλῆμον, ὥς σου συμφορὰς οἰκτίρομεν,
κόρη Κρέοντος, ἥτις εἰς Ἅιδου δόμους
1235οἴχῃ γάμων ἕκατι τῶν Ἰάσονος.]
ΜΗ. φίλαι, δέδοκται τοὔργον ὡς τάχιστά μοι
παῖδας κτανούσῃ τῆσδ᾽ ἀφορμᾶσθαι χθονός,
καὶ μὴ σχολὴν ἄγουσαν ἐκδοῦναι τέκνα
ἄλλῃ φονεῦσαι δυσμενεστέρᾳ χερί.
1240πάντως σφ᾽ ἀνάγκη κατθανεῖν· ἐπεὶ δὲ χρή,
ἡμεῖς κτενοῦμεν οἵπερ ἐξεφύσαμεν.
ἀλλ᾽ εἶ᾽ ὁπλίζου, καρδία· τί μέλλομεν
τὰ δεινὰ κἀναγκαῖα μὴ πράσσειν κακά;
ἄγ᾽, ὦ τάλαινα χεὶρ ἐμή, λαβὲ ξίφος,
1245λάβ᾽, ἕρπε πρὸς βαλβῖδα λυπηρὰν βίου,
καὶ μὴ κακισθῇς μηδ᾽ ἀναμνησθῇς τέκνων,
ὡς φίλταθ᾽, ὡς ἔτικτες, ἀλλὰ τήνδε γε
λαθοῦ βραχεῖαν ἡμέραν παίδων σέθεν
κἄπειτα θρήνει· καὶ γὰρ εἰ κτενεῖς σφ᾽, ὅμως
1250φίλοι γ᾽ ἔφυσαν· δυστυχὴς δ᾽ ἐγὼ γυνή.
[ὦ τλῆμον, ὥς σου συμφορὰς οἰκτίρομεν,
κόρη Κρέοντος, ἥτις εἰς Ἅιδου δόμους
1235οἴχῃ γάμων ἕκατι τῶν Ἰάσονος.]
ΜΗ. φίλαι, δέδοκται τοὔργον ὡς τάχιστά μοι
παῖδας κτανούσῃ τῆσδ᾽ ἀφορμᾶσθαι χθονός,
καὶ μὴ σχολὴν ἄγουσαν ἐκδοῦναι τέκνα
ἄλλῃ φονεῦσαι δυσμενεστέρᾳ χερί.
1240πάντως σφ᾽ ἀνάγκη κατθανεῖν· ἐπεὶ δὲ χρή,
ἡμεῖς κτενοῦμεν οἵπερ ἐξεφύσαμεν.
ἀλλ᾽ εἶ᾽ ὁπλίζου, καρδία· τί μέλλομεν
τὰ δεινὰ κἀναγκαῖα μὴ πράσσειν κακά;
ἄγ᾽, ὦ τάλαινα χεὶρ ἐμή, λαβὲ ξίφος,
1245λάβ᾽, ἕρπε πρὸς βαλβῖδα λυπηρὰν βίου,
καὶ μὴ κακισθῇς μηδ᾽ ἀναμνησθῇς τέκνων,
ὡς φίλταθ᾽, ὡς ἔτικτες, ἀλλὰ τήνδε γε
λαθοῦ βραχεῖαν ἡμέραν παίδων σέθεν
κἄπειτα θρήνει· καὶ γὰρ εἰ κτενεῖς σφ᾽, ὅμως
1250φίλοι γ᾽ ἔφυσαν· δυστυχὴς δ᾽ ἐγὼ γυνή.
***
ΧΟ. Δικαίως, ως φαίνεται, ο θεόςέριξε απάνω στον Ιάσονα
πολλά δεινά τούτη τη μέρα.
[Δυστυχισμένη κόρη του Κρέοντα,
πονάμε τόσο για τα πάθη σου!
Για τον γάμο σου με τον Ιάσονα
1235 πορεύεσαι στα δώματα του Άδη.]
ΜΗ. Η απόφαση γι᾽ αυτό που έχω να πράξω, φίλες, επάρθηκε:
να σκοτώσω τάχιστα τα παιδιά μου
και να φύγω από τούτη τη γη·
να μη βραδύνω και αφήσω να τα σκοτώσει
άλλο χέρι, σκληρότερο.
1240 Ανάγκη αδήριτη. Πρέπει να πεθάνουν.
Και αφού πρέπει που πρέπει,
εγώ που τα γέννησα, εγώ και θα τα σκοτώσω.
Εμπρός, καρδιά μου, οπλίσου! Γιατί αργώ
να πράξω το τρομερό, το αναπόδραστο;
Εμπρός, χέρι μου θλιβερό, άδραξε το ξίφος,
1245 άδραξέ το, βάδισε ώς τον πικρό βατήρα του βίου,
και μη λιποψυχήσεις, μη θυμηθείς τα παιδιά σου,
ότι τα λάτρεψες, ότι τα γέννησες.
Τη μέρα τούτη τη μικρή ξέχνα τα παιδιά σου
και ύστερα θρήνησε και ξαναθρήνησε. Γιατί και αν τα σκοτώσεις,
1250 τα λάτρεψες. Εγώ είμαι μια γυναίκα κακορίζικη.
(Η Μήδεια εισέρχεται στο σπίτι.)
να σκοτώσω τάχιστα τα παιδιά μου
και να φύγω από τούτη τη γη·
να μη βραδύνω και αφήσω να τα σκοτώσει
άλλο χέρι, σκληρότερο.
1240 Ανάγκη αδήριτη. Πρέπει να πεθάνουν.
Και αφού πρέπει που πρέπει,
εγώ που τα γέννησα, εγώ και θα τα σκοτώσω.
Εμπρός, καρδιά μου, οπλίσου! Γιατί αργώ
να πράξω το τρομερό, το αναπόδραστο;
Εμπρός, χέρι μου θλιβερό, άδραξε το ξίφος,
1245 άδραξέ το, βάδισε ώς τον πικρό βατήρα του βίου,
και μη λιποψυχήσεις, μη θυμηθείς τα παιδιά σου,
ότι τα λάτρεψες, ότι τα γέννησες.
Τη μέρα τούτη τη μικρή ξέχνα τα παιδιά σου
και ύστερα θρήνησε και ξαναθρήνησε. Γιατί και αν τα σκοτώσεις,
1250 τα λάτρεψες. Εγώ είμαι μια γυναίκα κακορίζικη.
(Η Μήδεια εισέρχεται στο σπίτι.)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου