«Ὡς γάρ δι’ ὁμίχλης τα σώματα, καί δι’ ὀργῆς τα πράγματα μείζονα φαίνεται… Τροφῇ μέν γάρ ὁ πεινῶν κατά φύσιν χρῆται, τιμωρία δέ ὁ μή πεινῶν μηδέ διψῶν αὐτῆς, μηδέ ὥσπερ ὄψου πρός τό κολάσαι τοῦ θυμοῦ δεόμενος, ἀλλ’ ὅταν πορρωτάτω τοῦ ὀρέγεσθαι γένηται, προσάγων τόν λογισμόν ἀναγκαίως». (Πλούταρχος, Περί ἀοργησίας, ΧΙ)
Ο Αρχύτας ο Ταραντίνος, επιστρέφοντας από έναν πόλεμο όπου ήταν στρατηγός, βρήκε τα πάντα άνω κάτω στο σπιτικό του και τα χωράφια του χέρσα από την κακή διαχείριση του επιστάτη του· και αφού έβαλε να τον φωνάξουν, του είπε: “Πήγαινε! Αν δεν ήμουν οργισμένος, θα σου άργαζα το τομάρι”!
Το ίδιο και ο Πλάτων: καθώς είχε κορώσει εναντίον ενός δούλου του, επιφόρτισε τον Σπεύσιππο να τον τιμωρήσει, με τη δικαιολογία πως δεν ήθελε να ασχοληθεί αυτός ο ίδιος με κάποιον που τον είχε θυμώσει.
Ο Χάριλλος ο Λακεδαιμόνιος είπε σε έναν είλωτα, που φερόταν με υπερβολική θρασύτητα κι αυθάδεια απέναντί του: “Μα τους Θεούς, αν δεν ήμουν θυμωμένος, θα σε έκανα να πεθάνεις ετούτη τη στιγμή κιόλας”. (ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ)
Ο θυμός είναι πάθος αυτάρεσκο και κολακεύει τον εαυτό του. Πόσες φορές, όταν είμαστε ταρακουνημένοι από λαθεμένη αιτία, αν έρθει κανείς να μας παρουσιάσει κάποια καλή απολογία ή δικαιολογία, χολωνόμαστε εναντίον της ίδιας της αλήθειας και της αθωότητας;
Συγκράτησα σχετικά ένα θαυμάσιο παράδειγμα της αρχαιότητας.
Ο Πίσων, άτομο κατά τα άλλα αξιοσημείωτης αρετής, εκνευρισμένος εναντίον ενός στρατιώτη του από το γεγονός ότι, όταν επέστρεψε μόνος από την κοπή χόρτου [για ζωοτροφές], δεν ήξερε να του δώσει λογαριασμό που είχε αφήσει ένα σύντροφό του, θεώρησε βέβαιο πως τον είχε σκοτώσει και μεμιάς τον καταδίκασε σε θάνατο. Την ώρα που ήταν στην κρεμάλα, να που φτάνει εκείνος ο χαμένος σύντροφος. Όλο το στράτευμα έκαμε μεγάλες χαρές και ύστερα από πλήθος χάδια και αγκαλιές των δύο συντρόφων, ο δήμιος οδηγεί τον έναν και τον άλλο μπροστά στον Πίσωνα, περιμένοντας όλη η ομήγυρη με βεβαιότητα πως αυτό θα του ήταν και εκείνου του ίδιου μεγάλη ευχαρίστηση. Συνέβη το ακριβώς αντίθετο: γιατί από αμηχανία και δυσαρέσκεια, η μανία του, που ήταν ακόμα ισχυρή, διπλασιάστηκε· και με ένα εύστροφο εύρημα, που το πάθος του του πρόσφερε ξαφνικά, όρισε και τους τρεις ένοχους, επειδή ένας τους είχε βρεθεί αθώος και έβαλε να τους στείλουν και τους τρεις στον άλλο κόσμο· τον πρώτο στρατιώτη, επειδή υπήρχε καταδικαστική απόφαση εναντίον του· τον δεύτερο που είχε χαθεί, επειδή ήταν αιτία του θανάτου του συντρόφου του· και τον δήμιο επειδή δεν είχε υπακούσει στη διαταγή που του είχε δοθεί.
Εκείνοι που έχουν να διαπραγματευθούν με γυναίκες ξεροκέφαλες, μπορεί να έχουν δοκιμάσει σε τι λύσσα πέφτουν, όταν αντιπαραθέτει κανείς στην ταραχή τους τη σιωπή και την κρυάδα και απαξιοί να συνδαυλίσει το θυμό τους.
Ο Φωκίων, μπροστά σε κάποιον που διέκοπτε τον λόγο του εκστομίζοντας τις χειρότερες ύβρεις, δεν έκαμε άλλο παρά να σωπαίνει και να του δίνει όλο το χρόνο να εξαντλήσει την οργή του· όταν αυτό έγινε, δίχως να αναφέρει αυτή τη διατάραξη, ξανάρχισε το λόγο του από το σημείο όπου τον είχε διακόψει. Δεν υπάρχει απόκριση τόσο δηκτική όσο μια τέτοια περιφρόνηση. (ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ)
Κατά τη γνώμη μου, δεν είναι καλή διαχείριση των υποθέσεών σου να τρώγεσαι εσωτερικά.
Η οργή χώνεται στο σώμα, όταν την κρύβουμε, όπως είπε ο Διογένης στον Δημοσθένη, ο οποίος, από φόβο μήπως τον δουν σε μια ταβέρνα, πήγαινε στο βάθος:
“Όσο πιο πολύ πηγαίνεις κατά πίσω, τόσο περισσότερο μπαίνεις βαθύτερα” (ΔΙΟΓΕΝΗΣ ΛΑΕΡΤΙΟΣ)
Και θα προτιμούσα να φέρω στο φως τα πάθη μου παρά να τα κλωσάω σε βάρος μου· ατονούν, όταν ξεθυμαίνουν και όταν εκφράζονται· αξίζει περισσότερο η αιχμή τους να χώνεται προς τα έξω παρά να τη στρέφουμε εναντίον μας.
“Όλα τα κακά είναι ελαφρότερα, όταν είναι φανερά· και πιο ολέθρια, όταν κρύβονται υπό το μανδύα υγείας” (ΣΕΝΕΚΑΣ)
Νουθετώ τα μέλη της οικογένειάς μου που έχουν δικαίωμα να δείχνουν το θυμό τους: πρώτον, να είναι φειδωλοί στην οργή τους και να μην την σκορπίζουν όπως λάχει, γιατί αυτό εμποδίζει την αποτελεσματικότητά της και το βάρος της· η απερίσκεπτη και συνεχής φωνασκία γίνεται συνήθεια και κάνει τον καθένα να την περιφρονεί. Δεύτερον, να μην θυμώνουν καθόλου στον αέρα και να κοιτάζουν η επίπληξή τους να φτάνει σε εκείνον για τον οποίο παραπονούνται· γιατί συνήθως φωνάζουν πριν εκείνος βρεθεί μπροστά τους και συνεχίζουν να φωνάζουν έναν αιώνα μετά που έχει φύγει:
«Η οξύθυμη παραφροσύνη κατά του εαυτού της στρέφεται» (ΚΛΑΥΔΙΑΝΟΣ)
Τα βάζουν με τη σκιά τους και μεταφέρουν αυτή τη τρικυμία σε μέρη που ούτε τιμωρείται κανείς ούτε υποφέρει τις συνέπειες της, εκτός από όποιον δεν μπορεί να αντέξει το σαματά της φωνής τους. Ομοίως μέμφομαι εκείνους που προκαλούν και φουρτουνιάζουν σε καβγάδες, όπου δεν έχουν αντίπαλο.
Όταν θυμώνω, αυτό γίνεται όσο πιο σφοδρά, αλλά επίσης όσο πιο σύντομα και μυστικά μπορώ· χάνω για τα καλά την ψυχραιμία μου ταχύτατα και βίαια, όχι όμως με τέτοια ταραχή, ώστε να φτάνω στο σημείο να πετάω δώθε κείθε και δίχως επιλογή κάθε λογής υβριστικές λέξεις και να μην εξετάζω αν ρίχνω επιτήδεια τα βέλη μου, όπου κρίνω πως τραυματίζουν περισσότερο (γιατί δεν χρησιμοποιώ συνήθως παρά τη γλώσσα μου).
Η θύελλα προκαλείται μόνο από τη συρροή των θυμών, από τους οποίους ο ένας πρόθυμα γεννάει τον άλλο, ενώ και οι δυο τους δεν γεννιούνται την ίδια στιγμή.
Αφήνοντας κάθε οργή να πάρει το δρόμο της, τότε θα έχουμε πάντα ειρήνη. Χρήσιμη συνταγή, δύσκολη όμως να γίνει στην πράξη.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου