Τρίτη 15 Δεκεμβρίου 2020

Η Ψυχο(παθο)λογία του Έρωτα

«Ο έρωτας δεν είναι σπάνιος. Σπάνιος είναι ο αμοιβαίος έρωτας και ο έρωτας που διαρκεί». -Pascal Bruckner

Γιατί έχουμε ανάγκη να μιλήσουμε για τον έρωτα; Πρώτον, επειδή πρόκειται για θεμελιώδες υπαρξιακό ζήτημα με το οποίο όλοι, κάποια στιγμή, κληθήκαμε ή θα κληθούμε να αναμετρηθούμε.

Δεύτερον, επειδή όταν του επιτρέπουμε να κάνει τη δουλειά του (δηλαδή όταν τον ζούμε μέχρις εσχάτων), μας φέρνει αντιμέτωπους με όλα τα σκληρά δεδομένα της ύπαρξης: το εφήμερο των πραγμάτων, την έλλειψη νοήματος, τη μοναξιά.

Τέλος, επειδή δοκιμάζει τα όρια και τις αντοχές μας, θυμίζοντάς μας την επιθυμία να ζήσουμε στο έπακρο τη ζωή και, συγχρόνως, το φόβο να το πράξουμε.

ΠΟΤΕ ΚΑΙ ΠΟΙΟΝ ΕΡΩΤΕΥΟΜΑΣΤΕ;

«Ποτέ δεν πέφτω στα δίχτυα του έρωτα εφόσον προηγουμένως δεν το έχω ποθήσει», έχει πει κάποιος (1), και εγώ θα συμπλήρωνα ότι τον πόθο να ερωτευτούμε τον ξυπνάει η ανάγκη να ταράξουμε τα νερά, όταν η ζωή μας είναι ήρεμη και τακτοποιημένη μεν, αλλά κάπως άχρωμη. Φαίνεται, δηλαδή, ότι πρώτα ξυπνούν οι ανάγκες του εαυτού για αμφισβήτηση και αναθεώρηση των δεδομένων της ζωής, και κατόπιν κάνει την εμφάνιση της η ανάγκη για έναν συγκεκριμένο άλλο.

Όσο για το ποιον ερωτευόμαστε, μάλλον αποτελεί μυστήριο με ελάχιστες πιθανότητες να διαλευκανθεί. Ίσως είναι ο πιο ταιριαστός ή συμπληρωματικός, όπως υποστηρίζουν οι θεωρίες της ψυχολογίας. Ή ίσως είναι εκείνος, του οποίου το βλέμμα μας θυμίζει το πρώτο βλέμμα που πρωτοαντικρίσαμε ερχόμενοι στον κόσμο, όπως υποστηρίζει η ψυχανάλυση. Ίσως τελικά δεν έχει σημασία ποιος είναι, μιας και εμείς οι ίδιοι κατασκευάζουμε ενεργητικά την εικόνα του ώστε να μας αρέσει. Ώστε να ικανοποίει την ανάγκη μας να οικοδομήσουμε ένα νέο εαυτό και μια νέα ζωή εντός μιας νέας πραγματικότητας.

Παρόλο που είναι δυσδιάκριτα τα όρια μεταξύ του αν ερωτευόμαστε τον πραγματικό άνθρωπο απέναντί μας ή την εικόνα που έχουμε στο κεφάλι μας για εκείνον, ο άνθρωπος που θα μας συγκινήσει είναι ένας και μοναδικός, αναντικατάστατος και μη συγκρίσιμος (τουλάχιστον για όσο διάστημα διαρκούν τα μάγια).

Όπως και να έχει, η αδυναμία να εξηγήσουμε αιτιολογικά την επιλογή μας δεν μας εγκαταλείπει ποτέ. Γιατί ερωτευτήκαμε αυτόν τον συγκεκριμένο άνθρωπο; Το ερώτημα σχεδόν εξεγείρει. Ποιος είναι επιτέλους αυτός ο άγνωστος που μέσα σε μια στιγμή έγινε τόσο σημαντικός;

(1) Μπαρτ, 1977, 223

Η ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ

Για αδιευκρίνιστους, λοιπόν, λόγους δύο άνθρωποι (ή δύο βλέμματα) συναντιούνται. Και λέγοντας ψυχολογική συνάντηση δεν εννοούμε κάτι απλό. Αναφερόμαστε στη σπάνια εκείνη στιγμή μέσα στο χρόνο, κατά την οποία ένας άνθρωπος αγγίζει έναν άλλο στον πυρήνα του και, εξαιτίας αυτού, εξαναγκάζεται σε ριζική μεταστροφή και διαφοροποίηση.

Ασφαλώς υπάρχουν ιδιοσυγκρασιακές διαφορές, αλλά, σε γενικές γραμμές, έπειτα από μια τέτοια συνάντηση, ένας άνθρωπος, «φυσιολογικός» μέχρι εκείνη τη στιγμή, αρχίζει να εμφανίζει τα ακόλουθα «συμπτώματα»:

1. Αισθητά μειωμένη όρεξη για ύπνο ή φαγητό και μόνιμη ψυχοφυσιολογική διέγερση (αυξημένος καρδιακός ρυθμός, διεσταλμένες κόρες ματιών, ίλιγγος, αποπροσανατολισμός).

2. Υπερβολικό, ανεξέλεγκτο πάθος για τον άλλον, σε συνδυασμό με επίμονα συναισθήματα ευφορίας, αγαλλίασης, ενθουσιασμού, έκστασης.

3. Διαρκής ονειροπόληση και ισχυρή απροθυμία ή άρνηση να εργαστεί, να συνδεθεί με άλλους ανθρώπους εκτός του ποθητού αντικειμένου, γενικώς να συντονιστεί με την πραγματικότητα.

4. Επαναλαμβανόμενες σεξουαλικές φαντασιώσεις καθημερινά, προκαλούμενες από ισχυρή φυσική έλξη και σεξουαλική επιθυμία για το ερωτικό αντικείμενο.

5. Απορρόφηση από ρομαντικές φαντασιώσεις απόλυτης ένωσης κατά το μεγαλύτερο διάστημα της ημέρας, και εκδήλωση συμπεριφορών στοργής, τρυφερότητας και ενδιαφέροντος για τον άλλον.

6. Παράλογη υποκειμενική αίσθηση ότι είναι μαγεμένος ή υπνωτισμένος ή υπό την επήρεια ουσιών, με συνέπεια την εκδήλωση συμπεριφορών εξάρτησης και άμεσης προσκόλλησης στον άλλον.

7. Ταχέως αυξανόμενη αμοιβαία εμπιστοσύνη και ισχυρή ανάγκη εκατέρωθεν αλλαγής, επιρροής και αυτοαποκάλυψης.

8. Διάχυτη αίσθηση συνενοχής και συμμετοχής σε ένα ιδιωτικό μυστικό μόνο για δύο (αίσθηση ειδυλλίου).

Τα παραπάνω «συμπτώματα» είναι μόνο η μία πλευρά του νομίσματος. Την αμέσως επόμενη στιγμή (ή και τη ίδια), αρχίζει ο πόλεμος και απόδειξη αυτού είναι η πολεμική ορολογία του έρωτα: αιχμαλωτίζω, κατακτώ, δολοπλοκώ, επιτίθεμαι, υποτάσσομαι.

Η αναπόφευκτη αποτυχία απόλυτου συντονισμού με τον άλλον, ακριβώς επειδή είναι διαφορετικός από εμάς, γεννά την αγωνία, την αβεβαιότητα, την αδημονία. Το βάθος και η υπερβολή του δικού μας συναισθήματος, σε συνδυασμό με την συνειδητοποίηση ότι ο άλλος είναι ελεύθερος να μείνει ή να φύγει όποτε θέλει, ξυπνούν το θυμό, τη ζήλια, μας κάνουν αβέβαιους και ασταθείς, με διαρκείς μεταπτώσεις στο συναίσθημα και τη συμπεριφορά. Ακόμα και όταν ο άλλος είναι ολοκληρωτικά παρών και δηλώνει εξίσου ερωτευμένος, η αίσθηση του ανικανοποίητου, της στέρησης, της έλλειψης, δε λένε να μας εγκαταλείψουν.

Η κατάσταση που βιώνουμε είναι η αποθέωση της αμφιθυμίας. Μας ελκύει και μας απωθεί την ίδια στιγμή. Μας γεμίζει ενέργεια και συγχρόνως μας εξαντλεί. Μας απομακρύνει και μετά μας φέρνει πάλι κοντά και μάλιστα με ενισχυμένη την επιθυμία. Πρόκειται για βίωμα πρώτου μεγέθους που ψυχολογικά καταλαμβάνει όλο το χώρο, κυριεύοντας ολοκληρωτικά τον άνθρωπο.

Με αυτή την έννοια, ο έρωτας εντάσσεται στη σφαίρα της «ψυχοπαθολογίας», της ψυχής που πάσχει. Οι ερωτευμένοι τον μισό καιρό χαίρονται και τον υπόλοιπο υποφέρουν. Υποφέρουν για τον άλλον, αλλά κυρίως για τον εαυτό τους προσπαθώντας να βγάλουν νόημα από αυτό που τους συμβαίνει. Είναι τραγικά πρόσωπα όσο και αν ακούγεται υπερβολικό. Όσοι έχουν ερωτευτεί έστω μία φορά στη ζωή τους το γνωρίζουν αυτό.

ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ

Ασφαλώς κάποια στιγμή ο έρωτας τελειώνει. Με μαθηματική ακρίβεια: κάθε φορά βιώνεται ως μοναδικός, κάθε φορά βιώνεται ως αιώνιος, κάθε φορά τελειώνει. Είτε διακοπεί είτε συνεχιστεί η σχέση, ο έρωτας θα μας εγκαταλείψει οπωσδήποτε και με αυτή την έννοια κάθε έρωτας είναι εξορισμού καταδικασμένος.

Ένα λεπτό όμως. Γιατί τελειώνει;

Επειδή είναι αδύνατον να πραγματοποιήσει όσα υπόσχεται. Επειδή όταν έρχεται η ώρα να συγκρουστεί με την πραγματικότητα είναι χαμένος από χέρι.

Επειδή, από βιασύνη ή φόβο, δόθηκαν και κατακτήθηκαν τα πάντα και η επιθυμία δεν έχει πλέον λόγο ύπαρξης.

Επειδή δεν αντέχουμε να το πάμε μέχρι τέλους, από φόβο μήπως ταλαιπωρηθούμε, πονέσουμε ή εγκαταλειφθούμε. Πράγματα σίγουρα δηλαδή έτσι και ερωτευτούμε.

Επειδή ο άλλος είναι άλλος. Είναι διαφορετικός, ξεχωριστός από εμάς και δεν μπορούμε να συγχωνευτούμε μαζί του, ούτε καν να συγχρονιστούμε.

Επειδή δεν αντέχουμε το πόσο ευάλωτους και τρωτούς μας καθιστά. Μαθημένοι να κρύβουμε τις ανάγκες και τα συναισθήματα μας, μόλις ψυλλιαστούμε ότι κινδυνεύουμε να εκτεθούμε, το βάζουμε στα πόδια.

Επειδή αποδεικνύεται ότι ο άλλος είναι απλώς ένας άνθρωπος και όχι ο θεός που ερωτευτήκαμε. Ο έρωτας χωρίς εξιδανίκευση απλώς δεν μας γεμίζει το μάτι.

Υπάρχουν πολλά «επειδή» που εξηγούν γιατί τελειώνει ο έρωτας, αλλά καμία εξήγηση δεν μπορεί να μας κάνει να δεχθούμε το τέλος έτσι απλά. Ανεξάρτητα από το αν ο έρωτας εγκατέλειψε πρώτα εμάς ή τον άλλον, δυσκολευόμαστε να αντικρίσουμε την «αποτυχία» μας κατάματα και να παραδεχτούμε ότι πάλι δεν τα καταφέραμε. Ανακόπτοντας τη διαδικασία ωρίμανσης που ξεκίνησε ήδη με την πρώτη συνάντηση, επιστρατεύουμε μια σειρά από μηχανισμούς, προκειμένου να αντισταθούμε στον πόνο.

Ψευδαίσθηση ελέγχου. Πείθουμε τον εαυτό μας ότι ελέγχουμε απόλυτα τα συναισθήματα μας. Αποφασίζουμε να γυρίσουμε σελίδα μέσα σε μια νύχτα. Δεν έχουμε τίποτα να σκεφτούμε, να δουλέψουμε ή να ξεπεράσουμε. Έτσι κι αλλιώς, δεν πιστεύουμε καν στον έρωτα.

Εμμονή. Ολοκληρωτική άρνηση του τέλους. Ο άλλος έχει φύγει οριστικά, αλλά εμείς ορκιζόμαστε ότι δεν υπάρχει ζωή χωρίς εκείνον. Μένουμε κολλημένοι, ανίκανοι να πάμε παρακάτω, αδυνατώντας να συμφιλιωθούμε με το ανέφικτο και το εφήμερο.

Άρνηση ανάληψης της ευθύνης των συναισθημάτων και συμπεριφορών μας. Φερόμαστε ως ανώριμα, επιπόλαια παιδιά που τα θέλουν όλα. Δεν ξέρουμε αν θέλουμε να τελειώσει ή να συνεχίσει ο έρωτας, προτιμούμε κάποιος άλλος να αποφασίσει για μας. Δεν παίρνουμε θέση, δεν επιλέγουμε, δεν διεκδικούμε, δεν εγκαταλείπουμε τίποτα. Στασιμότητα στην αιωνιότητα.

Όταν όλοι οι μηχανισμοί αποτύχουν, όταν εξαντληθούν όλα τα περιθώρια, τελικά (και επιτέλους) αφηνόμαστε στον πόνο. Πρόκειται για γνήσιο πένθος καθώς οι απώλειες είναι μεγάλες και πολλά αυτά για τα οποία πρέπει να κλάψουμε.

Χάθηκε ο άλλος. Η δύναμη και επιρροή του επάνω μας. Το βλέμμα του που ήταν ο καθρέφτης μας. Η απουσία του δεν γίνεται αισθητή πια. Η παρουσία του δεν αναστατώνει. Σχεδόν απορούμε που συμβαίνει έτσι.

Χάθηκε ένα δικό μας, πολύ ζωτικό, κομμάτι που αφορούσε εκείνον και όσα ζήσαμε, και που ο άλλος, φεύγοντας, το πήρε μαζί του.

Χάθηκαν οι αυταπάτες. Η μόνη επιλογή που μας έμεινε είναι η επίπονη αποδοχή του τέλους όλων των πραγμάτων.

Χάθηκε ο εαυτός μας όπως τον ξέραμε. Δεν είμαστε πια ο άνθρωπος που ήμασταν πριν τον έρωτα, ούτε ο άνθρωπος που έζησε τον έρωτα. Και ο νέος άνθρωπος που είμαστε είναι ακόμα υπό διαμόρφωση.

Χάθηκε η επαφή, οικειότητα, το δέσιμο. Ο συνένοχος και συμπαίκτης μας. Και καλούμαστε να συμφιλιωθούμε με τη μοναξιά.

Χάθηκε το συγκεκριμένο νόημα γύρω από το οποίο είχαμε οικοδομήσει τη ζωή μας για όσο διάστημα ζούσαμε υπό ερωτικό καθεστώς.

Χάθηκε το πολύτιμο δώρο του να μας σκέφτονται, να μας ποθούν, να μας αγαπούν, να είμαστε σημαντικοί για κάποιον.

Χάθηκε η δυνατότητα να κρυβόμαστε από τον εαυτό μας. Αναγκαζόμαστε να αναμετρηθούμε με τα όρια μας. Να παραδεχτούμε τις αδυναμίες και ανάγκες μας. Να αγκαλιάσουμε το φόβο μας για αλλαγή και να αποφασίσουμε αν θα ανοιχτούμε σε νέες δυνατότητες.

Η φάση του πένθους διαρκεί όσο χρειάζεται μέχρι να ανασυνθέσουμε τα σκορπισμένα κομμάτια μας. Συνήθως περιλαμβάνει πλήθος υποτροπών που μας γυρνούν βήματα πίσω και ξεκινάμε από την αρχή ξανά. Χρειάζεται πίστη ότι έχουμε τη δύναμη να το ζήσουμε ενεργητικά μέχρι τέλους και να πάρουμε όσα έχει να μας προσφέρει. Αν όχι μόνοι μας, με τη πολύτιμη στήριξη ενός καλού φίλου ή θεραπευτή.

ΠΕΡΙΠΟΥ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Κάποτε η διαδικασία ολοκληρώνεται και είμαστε έτοιμοι να βγούμε στον κόσμο ξανά. Κάπως διαφορετικοί, δυναμωμένοι, μεταμορφωμένοι και διευρυμένοι. Η ανάγκη για αλλαγή που μας οδήγησε αρχικά στον έρωτα μοιάζει έτσι να ικανοποιείται.

Μόλις βγήκαμε από μια οριακή εμπειρία, από μια κρίση. Και όπως κάθε κρίση, σύμφωνα με το χιλιοειπωμένο κλισέ, μπορεί να αντιμετωπιστεί είτε ως κίνδυνος είτε ως ευκαιρία. Την μετατρέπουμε σε ευκαιρία όταν, εξαιτίας της, βρίσκουμε νέους τρόπους ψυχικής οργάνωσης και συμπεριφοράς, οι οποίοι αποδεικνύονται εξαιρετικά χρήσιμοι στην αντιμετώπιση κρίσεων σε άλλα πεδία ή χρονικές στιγμές της ζωής.

Όπως και να έχει, ήταν από κάθε άποψη πλούσια εμπειρία. Σχεδόν νιώθουμε υπερηφάνεια που επιλέξαμε να τη ζήσουμε ως το τέλος. Ήταν μια από τις φορές που νιώσαμε αληθινά ζωντανοί. Αντιμετωπίσαμε εσωτερικά και εξωτερικά εμπόδια, περιοριστικά της ελευθερίας μας, και τολμήσαμε να αναμετρηθούμε μαζί τους. Και με αυτή την έννοια ο έρωτας που ζήσαμε ήταν επαναστατική πράξη. Αφεθήκαμε να κυριευτούμε από συναισθήματα και να χάσουμε το μυαλό μας για έναν άνθρωπο, ενάντια σε μια κοινωνία αυστηρά ορθολογική και κόντρα σε ό,τι θεωρείται πρέπον για το φύλο μας, την ηλικία μας ή τη θέση μας. Τολμήσαμε να χάσουμε τον εαυτό μας και να τον ξαναβρούμε περισσότερο θαρραλέο, αυθεντικό και ανεξάρτητο.

Και έτοιμο για όσους έρωτες χρειαστεί ακόμα.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου