Τρίτη 15 Δεκεμβρίου 2020

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ - Κύκλωψ (483-518)

ΧΟ. ἄγε, τίς πρῶτος, τίς δ᾽ ἐπὶ πρώτωι
ταχθεὶς δαλοῦ κώπην ὀχμάσαι.
485 Κύκλωπος ἔσω βλεφάρων ὤσας
λαμπρὰν ὄψιν διακναίσει;
[ὠιδὴ ἔνδοθεν.]
σίγα σίγα. καὶ δὴ μεθύων
ἄχαριν κέλαδον μουσιζόμενος
490 σκαιὸς ἀπωιδὸς καὶ κλαυσόμενος
χωρεῖ πετρίνων ἔξω μελάθρων.
φέρε νιν κώμοις παιδεύσωμεν
τὸν ἀπαίδευτον·
πάντως μέλλει τυφλὸς εἶναι.

495 μάκαρ ὅστις εὐιάζει [στρ. α]
βοτρύων φίλαισι πηγαῖς
ἐπὶ κῶμον ἐκπετασθεὶς
φίλον ἄνδρ᾽ ὑπαγκαλίζων,
ἐπὶ δεμνίοις τε †ξανθὸν†
500 χλιδανᾶς ἔχων ἑταίρας
μυρόχριστος λιπαρὸν βό-
στρυχον, αὐδᾶι δέ· Θύραν τίς οἴξει μοι;

ΚΥ. παπαπαῖ· πλέως μὲν οἴνου, [στρ. β]
γάνυμαι ‹δὲ› δαιτὸς ἥβαι,
505 σκάφος ὁλκὰς ὣς γεμισθεὶς
ποτὶ σέλμα γαστρὸς ἄκρας.
ὑπάγει μ᾽ ὁ φόρτος εὔφρων
ἐπὶ κῶμον ἦρος ὥραις
ἐπὶ Κύκλωπας ἀδελφούς.
510 φέρε μοι, ξεῖνε, φέρ᾽, ἀσκὸν ἔνδος μοι.

ΧΟ. καλὸν ὄμμασιν δεδορκὼς [στρ. γ]
καλὸς ἐκπερᾶι μελάθρων.
‹ . . . › φιλεῖ τίς ἡμᾶς;
λύχνα δ᾽ †ἀμμένει δαΐα σὸν
515 χρόα χὡς† τέρεινα νύμφα
δροσερῶν ἔσωθεν ἄντρων.
στεφάνων δ᾽ οὐ μία χροιὰ
περὶ σὸν κρᾶτα τάχ᾽ ἐξομιλήσει.

***
ΧΟΡ. Ποιός σειρά θα πάρει πρώτος, ποιός θα είν᾽ ο δεύτερος,
που θ᾽ αρπάξει το δαυλί, θα το σφίξει στα γεμάτα
485 και θα το καρφώσει μέσα στο κυκλώπειο βλέφαρο,
για να του αφανίσει το αστραπόβολο το μάτι;
(Ακούγεται ο Κύκλωπας να τραγουδάει φάλτσα)
Σώπα, σώπα! Είναι τύφλα. Κάνει και τον καλλιτέχνη,
τραγουδάει παράφωνα — άσματα ξεράσματα.
(Ο Κύκλωπας εμφανίζεται στην είσοδο του σπηλαίου)
490 Κοίτα κοίτα, τώρα βγαίνει μέσα από το μέγαρό του:
σκούξιμο κι αγριοφωνάρες τώρα τονε περιμένουν!
Ας του πούμε και κανένα τραγουδάκι του γλεντιού,
μπας και μάθει μουσική, ο ανεπίδεχτος ο βλάχος.
Είτε έτσι είτε αλλιώς … στραβομάρα θα τον δέρνει!

(Τραγουδούν όλοι μαζί)
Καλότυχος όποιος τον Βάκχο τραγουδεί —«ευάν ευοί»— [στροφή α’]
496 και φτερωμένος από τ᾽ αμπελιού το νάμα
στους δρόμους νυχτοπερπατεί μ᾽ όλο τραγούδια και χορούς,
το μπράτσο γύρω από τον ώμο κάποιου φίλου αγαπημένου,
ή στο κρεβάτι πια χαϊδεύοντας, φρεσκοαρωματισμένος,
τις μυρισμένες μπούκλες, τις ολόξανθες
500 μιας γκόμενας ναζιάρας· και φωνάζει:
«Ανοίχτε, ρε, κάποιος την πόρτα!»

(Ο Κύκλωπας εμφανίζεται στο στόμιο της σπηλιάς. Τραγουδάει.)
ΚΥΚ. Βάιβάιβάιβάι! Τι κρασοπότι ασύστολο, [στροφή β’]
τί γλέντι, τί φαΐ — χαρά μεγάλη!
505 Σαν φορτηγό καράβι γέμισα τη στομάχα μου
ως πάνω στο κατάστρωμα, και πάει να ξεχειλίσει.
Με πάει ολόισια η σαβούρα —τί χαρά!—
για χαροκόπι μες στους δρόμους ανοιξιάτικο.
Θα πάω να βρω τ᾽ αδέρφια μου. —Έλα μου, ξένε,
έλα μου, δος μου τ᾽ ασκί.
510
ΧΟΡ. Άχου, τί όμορφα ματάκια, βρε τί όμορφος που είσαι, [στροφή γ’]
σαν προβάλλεις απ᾽ το σπίτι!
Άραγε μας αγαπά κι εμάς τα φτωχά κανένας;
Σε προσμένουν αναμμένα τα λυχνάρια κι οι λαμπάδες,
515 νυφούλα ροδομάγουλη, γλυκιά και τρυφερή
μες στη δροσερή σπηλιά σου.
Μια φορά, πάντως, εγώ για πολύχρωμα τα βλέπω
τα γιασεμιά που θα σου ράνουνε σε λίγο το κεφάλι.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου