Ἕλληνας μὲν ἄρα βαρβάροις καὶ βαρβάρους Ἕλλησι πολεμεῖν μαχομένους τε φήσομεν καὶ πολεμίους φύσει εἶναι, καὶ πόλεμον τὴν ἔχθραν ταύτην κλητέον· Ἕλληνας δὲ Ἕλλησιν, ὅταν τι τοιοῦτον δρῶσιν, φύσει μὲν φίλους εἶναι, νοσεῖν δ᾽ ἐν τῷ τοιούτῳ τὴν Ἑλλάδα καὶ στασιάζειν, [470d] καὶ στάσιν τὴν τοιαύτην ἔχθραν κλητέον.
Ἐγὼ μέν, ἔφη, συγχωρῶ οὕτω νομίζειν.
Σκόπει δή, εἶπον, ὅτι ἐν τῇ νῦν ὁμολογουμένῃ στάσει, ὅπου ἄν τι τοιοῦτον γένηται καὶ διαστῇ πόλις, ἐὰν ἑκάτεροι ἑκατέρων τέμνωσιν ἀγροὺς καὶ οἰκίας ἐμπιμπρῶσιν, ὡς ἀλιτηριώδης τε δοκεῖ ἡ στάσις εἶναι καὶ οὐδέτεροι αὐτῶν φιλοπόλιδες —οὐ γὰρ ἄν ποτε ἐτόλμων τὴν τροφόν τε καὶ μητέρα κείρειν— ἀλλὰ μέτριον εἶναι τοὺς καρποὺς [470e] ἀφαιρεῖσθαι τοῖς κρατοῦσι τῶν κρατουμένων, καὶ διανοεῖσθαι ὡς διαλλαγησομένων καὶ οὐκ ἀεὶ πολεμησόντων.
Πολὺ γάρ, ἔφη, ἡμερωτέρων αὕτη ἡ διάνοια ἐκείνης.
Τί δὲ δή; ἔφην· ἣν σὺ πόλιν οἰκίζεις, οὐχ Ἑλληνὶς ἔσται;
Δεῖ γ᾽ αὐτήν, ἔφη.
Οὐκοῦν καὶ ἀγαθοί τε καὶ ἥμεροι ἔσονται;
Σφόδρα γε.
Ἀλλ᾽ οὐ φιλέλληνες; οὐδὲ οἰκείαν τὴν Ἑλλάδα ἡγήσονται, οὐδὲ κοινωνήσουσιν ὧνπερ οἱ ἄλλοι ἱερῶν;
Καὶ σφόδρα γε.
[471a] Οὐκοῦν τὴν πρὸς τοὺς Ἕλληνας διαφοράν, ὡς οἰκείους, στάσιν ἡγήσονται καὶ οὐδὲ ὀνομάσουσιν πόλεμον;
Οὐ γάρ.
Καὶ ὡς διαλλαγησόμενοι ἄρα διοίσονται;
Πάνυ μὲν οὖν.
Εὐμενῶς δὴ σωφρονιοῦσιν, οὐκ ἐπὶ δουλείᾳ κολάζοντες οὐδ᾽ ἐπ᾽ ὀλέθρῳ, σωφρονισταὶ ὄντες, οὐ πολέμιοι.
Οὕτως, ἔφη.
Οὐδ᾽ ἄρα τὴν Ἑλλάδα Ἕλληνες ὄντες κεροῦσιν, οὐδὲ οἰκήσεις ἐμπρήσουσιν, οὐδὲ ὁμολογήσουσιν ἐν ἑκάστῃ πόλει πάντας ἐχθροὺς αὑτοῖς εἶναι, καὶ ἄνδρας καὶ γυναῖκας καὶ παῖδας, ἀλλ᾽ ὀλίγους ἀεὶ ἐχθροὺς τοὺς αἰτίους τῆς διαφορᾶς. [471b] καὶ διὰ ταῦτα πάντα οὔτε τὴν γῆν ἐθελήσουσιν κείρειν αὐτῶν, ὡς φίλων τῶν πολλῶν, οὔτε οἰκίας ἀνατρέπειν, ἀλλὰ μέχρι τούτου ποιήσονται τὴν διαφοράν, μέχρι οὗ ἂν οἱ αἴτιοι ἀναγκασθῶσιν ὑπὸ τῶν ἀναιτίων ἀλγούντων δοῦναι δίκην.
Ἐγὼ μέν, ἔφη, ὁμολογῶ οὕτω δεῖν πρὸς τοὺς ἐναντίους τοὺς ἡμετέρους πολίτας προσφέρεσθαι· πρὸς δὲ τοὺς βαρβάρους, ὡς νῦν οἱ Ἕλληνες πρὸς ἀλλήλους.
Τιθῶμεν δὴ καὶ τοῦτον τὸν νόμον τοῖς φύλαξι, μήτε γῆν [471c] τέμνειν μήτε οἰκίας ἐμπιμπράναι;
Θῶμεν, ἔφη, καὶ ἔχειν γε καλῶς ταῦτά τε καὶ τὰ πρόσθεν.
Ἀλλὰ γάρ μοι δοκεῖς, ὦ Σώκρατες, ἐάν τίς σοι τὰ τοιαῦτα ἐπιτρέπῃ λέγειν, οὐδέποτε μνησθήσεσθαι ὃ ἐν τῷ πρόσθεν παρωσάμενος πάντα ταῦτα εἴρηκας, τὸ ὡς δυνατὴ αὕτη ἡ πολιτεία γενέσθαι καὶ τίνα τρόπον ποτὲ δυνατή· ἐπεὶ ὅτι γε, εἰ γένοιτο, πάντ᾽ ἂν εἴη ἀγαθὰ πόλει ᾗ γένοιτο, καὶ ἃ σὺ παραλείπεις ἐγὼ λέγω, ὅτι καὶ τοῖς πολεμίοις [471d] ἄριστ᾽ ἂν μάχοιντο τῷ ἥκιστα ἀπολείπειν ἀλλήλους, γιγνώσκοντές τε καὶ ἀνακαλοῦντες ταῦτα τὰ ὀνόματα ἑαυτούς, ἀδελφούς, πατέρας, ὑεῖς· εἰ δὲ καὶ τὸ θῆλυ συστρατεύοιτο, εἴτε καὶ ἐν τῇ αὐτῇ τάξει εἴτε καὶ ὄπισθεν ἐπιτεταγμένον, φόβων τε ἕνεκα τοῖς ἐχθροῖς καὶ εἴ ποτέ τις ἀνάγκη βοηθείας γένοιτο, οἶδ᾽ ὅτι ταύτῃ πάντῃ ἄμαχοι ἂν εἶεν· καὶ οἴκοι γε ἃ παραλείπεται ἀγαθά, ὅσα ἂν εἴη αὐτοῖς, ὁρῶ. [471e] ἀλλ᾽ ὡς ἐμοῦ ὁμολογοῦντος πάντα ταῦτα ὅτι εἴη ἂν καὶ ἄλλα γε μυρία, εἰ γένοιτο ἡ πολιτεία αὕτη, μηκέτι πλείω περὶ αὐτῆς λέγε, ἀλλὰ τοῦτο αὐτὸ ἤδη πειρώμεθα ἡμᾶς αὐτοὺς πείθειν, ὡς δυνατὸν καὶ ᾗ δυνατόν, τὰ δ᾽ ἄλλα χαίρειν ἐῶμεν.
***
[470c] Κοίτα τώρα αν ταιριάζει κι αυτό που θα πω· γιατί λέω πως όλοι που ανήκουν στο Ελληνικό έθνος είναι μεταξύ τους οικείοι και συγγενείς, ενώ με τους βαρβάρους άσχετοι και ξένοι.Πολύ ωραία.
Όταν λοιπόν ερθούν σε σύγκρουση Έλληνες με τους βαρβάρους και βάρβαροι με τους Έλληνες, θα λέμε πως θα πολεμούν και πως είναι φυσικοί πολέμιοι μεταξύ τους κι αυτή τη σύγκρουση θα την ονομάζομε πόλεμο· όταν όμως Έλληνες με Έλληνες κάνουν κάτι τέτοιο, θα λέμε πως ενώ είναι από γενετής των φίλοι, μια κάποια τέτοια αρρώστια έπεσε στην Ελλάδα και στασιάζουν, [470d] κι αυτή την αρρώστια πρέπει να τη λέμε στάση.
Κι εγώ είμαι σύμφωνος με την ιδέα σου.
Κοίτα λοιπόν να δεις πως αυτή η στάση, όπως τώρα την παραδεχόμαστε, όπου τύχει να ξεσπάσει και χωριστεί σε δυο η πόλη, αν αρχίσουν να καταστρέφουν ο ένας του άλλου τα κτήματα και βάζουν φωτιά στα σπίτια, τί αποτρόπαιο πράγμα που φαίνεται να είναι και πόσο αφιλοπάτριδες οι δυο μερίδες· γιατί αλλιώς ποτέ δε θα τολμούσαν να ρημάζουν έτσι τη μητέρα που τους γέννησε και τους ανάστησε· ενώ θα ήταν αρκετό να παίρνουν [470e] οι νικητές τις σοδειές των νικημένων και να ᾽χουν στο νου τους πώς θα συμφιλιωθούν μια φορά και δε θα βαστά αιωνίως ο πόλεμος μεταξύ τους.
Αυτή βέβαια η διάθεση είναι πολύ πιο ανθρωπινότερη από την άλλη.
Ε λοιπόν, αυτή η πόλη που θεμελιώνεις εσύ δε θα είναι Ελληνική;
Έτσι πρέπει.
Δε θα είναι λοιπόν κι οι πολίτες της καλοί και ήμεροι;
Και πολύ μάλιστα.
Μα δε θα είναι λοιπόν ακόμα και φιλέλληνες και δε θα θεωρούν κοινή πατρίδα τους την Ελλάδα, και κοινά τα ιερά με τους άλλους;
Χωρίς καμιά αμφιβολία.
[471a] Ώστε τη διαφορά τους με άλλους Έλληνες, σαν που θα τους θεωρούν από την ίδια οικογένεια, δε θα την χαρακτηρίζουν στάση, και όχι ποτέ πόλεμο;
Ποτέ βέβαια.
Και δε θα φέρνουνται μεταξύ τους σαν άνθρωποι που θα συμφιλιωθούν μια μέρα;
Βεβαιότατα.
Με όλη τους λοιπόν την καλή διάθεση θα ζητήσουν να τους σωφρονίσουν, και όχι να τους εξανδραποδίσουν και να τους εξοντώσουν για τιμωρία τους, αφού θα είναι σωφρονιστές και όχι πολέμιοι.
Έτσι βέβαια.
Ούτε λοιπόν την Ελλάδα σαν Έλληνες που είναι θα ρημάζουν, ούτε στα σπίτια θα βάζουν φωτιά, ούτε θα θεωρούν εχθρούς των όλους τους κατοίκους μιας πολιτείας, άντρες, γυναίκες και παιδιά, αλλά μερικούς μόνο κάθε φορά, τους αίτιους της διαφοράς· [471b] και για όλ᾽ αυτά δε θα θελήσουν ούτε τη γη τους να δεντροκοπούν, αφού οι περισσότεροι είναι φίλοι τους, ούτε σπίτια να γκρεμίζουν συθέμελα, αλλά θα τραβήξουν τη διαφορά τους ως το σημείο που οι αίτιοι να αναγκαστούν από τους αναίτιους, που άδικα θα υποφέρουν, να πάθουν ό,τι τους χρειάζεται.
Εγώ είμαι σύμφωνος πως έτσι πρέπει οι δικοί μας οι πολίτες να φέρνουνται στους αντιπάλους των· και στους βαρβάρους μόνο, όπως τώρα οι Έλληνες μεταξύ τους.
Να βάλομε λοιπόν νόμο για τους φύλακές μας να μη [471c] ρημάζουν τη γη μήτε φωτιά να βάζουν στα σπίτια;
Να βάλομε βέβαια κι έτσι θα ᾽ναι κι αυτό καλά όπως και τα προηγούμενα.
Προϋπόθεση για να πραγματοποιηθεί η ορθή πολιτεία: βασιλείς φιλόσοφοι
Μα μου φαίνεται, Σωκράτη, πως, αν σ᾽ αφήσει κανείς ελεύθερο να μιλάς για τα τέτοια, δε θα θυμηθείς ποτέ εκείνο που παραμέρισες για να πεις όλ᾽ αυτά, πώς μπορεί δηλαδή να γίνει αυτή η πολιτεία και με ποιό τρόπο μπορεί τέλος πάντων να γίνει· γιατί εγώ παραδέχομαι πως όλα πραγματικώς τ᾽ αγαθά του κόσμου θα υπήρχαν μες σ᾽ αυτή την πόλη, φτάνει μόνο να μπορούσε να υπάρξει· θα προσθέσω μάλιστα και άλλα που παραλείπεις εσύ, ότι λόγου χάρη και με τους εχθρούς [471d] θα πολεμούν γενναιότατα, επειδή δεν θα παρατούν έτσι ο ένας τον άλλο, αφού θα τους γνωρίζουν δικούς των, και θα τους κράζουν με τα ονόματα του πατέρα, του γιου, του αδερφού· κι ακόμα πως αν κι οι γυναίκες των έπαιρναν μέρος στην εκστρατεία και πολεμούσαν μαζί τους είτε στην ίδια γραμμή είτε και στα μετόπισθεν παραταγμένες για εκφοβισμό του εχθρού ή για να βοηθούν αν ήθελε κάπου παρουσιαστεί ανάγκη, αναγνωρίζω πως όλ᾽ αυτά θα τους έκαναν τέλεια ακατανίκητους· και σε καιρό ειρήνης βλέπω πόσα ακόμα θα είχαν αγαθά, που εσύ τα παραλείπεις. [471e] Αφού λοιπόν εγώ σου παραδέχομαι πως όλ᾽ αυτά κι ένα ακόμα εκατομμύριο άλλα θα ᾽χει η πολιτεία σου, αν μπορεί ποτέ να υπάρξει, μην εκτείνεσαι σ᾽ όλες αυτές τις λεπτομέρειες, αλλ᾽ ας προσπαθήσομε να πείσομε τώρα τον εαυτό μας πως μπορεί πραγματικώς να υπάρξει και με ποιό τρόπο μπορεί, κι ας πάνε να κουρεύονται όλα τ᾽ άλλα.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου