Δευτέρα 9 Μαρτίου 2020

Ρίλκε: Η παιδική ηλικία

Η παιδική ηλικία – τι ήταν στ' αλήθεια; Τι ήταν η παιδική ηλικία; Πως αλλιώς να ρωτήσει να μάθει κανείς γι' αυτήν χωρίς να κάνει τούτη την αμήχανη ερώτηση – τι ήταν – εκείνη η φλόγα, η έκπληξη, η αδιάλειπτη αίσθηση πως δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς, εκείνη η γλυκιά, η βαθιά, η ακτινοβολούσα αίσθηση των δακρύων που σου πλημμυρίζαν τα μάτια; Τι ήταν;
 
Συμβαίνει οι περισσότεροι άνθρωποι να αγνοούν παντελώς πόσο όμορφος είναι ο κόσμος και πόση μεγαλοπρέπεια φανερώνεται στα πιο μικρά πράγματα, σ' ένα λουλούδι, σε μια πέτρα, στο φλοιό ενός δέντρου ή στο φύλλο μιας σημύδας. Οι ενήλικες, που έχουν δουλειές και έγνοιες και βασανίζονται με λεπτομέρειες και τίποτ' άλλο, παύουν σιγά – σιγά να βλέπουν όλα ετούτα τα πλούτη που τα παιδιά, όταν είναι προσεχτικά και καλά, γρήγορα τα αντιλαμβάνονται κι αρχίζουν να τ' αγαπούν με όλη τους τη καρδιά.

Και όμως θα ήταν ότι πιο όμορφο, αν από την άποψη αυτή οι άνθρωποι παρέμεναν προσεχτικά και καλά παιδιά, μ' ένα αίσθημα αγαθότητας και ευσέβειας, και αν δεν έχαναν την ικανότητα να χαίρονται το ίδιο αντικρίζοντας το φύλλο μιας σημύδας ή το φτερό ενός παγωνιού ή τη φτερούγα μιας κουρούνας, όσο και αντικρίζοντας μια μεγάλη οροσειρά ή ένα λαμπρό παλάτι. Το μικρό δεν είναι μικρό καθεαυτό, ούτε και το μεγάλο μεγάλο. Ένα κάλλος, μεγάλο και αιώνιο, διατρέχει τον κόσμο ολόκληρο κι είναι δίκαια μοιρασμένο σε μικρά και μεγάλα πράγματα, διότι ως προς τα σημαντικά και τα ουσιώδη δεν υπάρχει αδικία σ' ολόκληρη τη γη.

Η Τέχνη είναι μια παιδική ηλικία

Δεν υπάρχει στην πραγματικότητα ωραιότερος τρόπος για να δοκιμάσουμε πόσο αληθινή είναι η δύναμη της ζωής απ' το να αναγνωρίσουμε και να αδράξουμε τη χαρά, να συλλάβουμε, δίχως τίποτα παραπανήσιο και περιττό, με την ίδια τη δύναμη της χαράς, μ' εκείνη σαν μέτρο, την πληρότητα και την αγάπη που ακτινοβολούν ορισμένες μέρες: σε τελική ανάλυση κι ένα παιδί αυτό ακριβώς αυτό κάνει, βρισκόμαστε πιο κοντά στην ουσία της ζωής όταν, με τον δικό μας τρόπο, μοιάζουμε όσο το δυνατό περισσότερο με τα παιδιά!

Γιατί, να ξοδέψουμε τη ζωή μας εγκλωβισμένοι στα ήθη που μας ζώνουν σαν στενός κορσές και δεν μας επιτρέπουν να αγγίξουμε την αόρατη ψυχή, ετούτη τη χορεύτρια ανάμεσα στα αστέρια!

Τη ζωή δεν την κατακτούμε με την «μόρφωση» παρά με την αμεσότητα, εκεί όπου υπάρχει δόσιμο, όπου υπάρχει δέος, μια ευφροσύνη αποφασιστικότητα και μια μεγάλη καρδιά. Το ερώτημα λοιπόν είναι το εξής: λαχταρά η καρδιά σας ένα και μόνο πράγμα; Και είναι το πράγμα αυτό το θέατρο στη σπουδαιότερη και ευγενέστερη μορφή του; Και είναι το πράγμα αυτό το θέατρο στη σπουδαιότερη και ευγενέστερη μορφή του; Και ανήκετε στην καρδιά εκείνη, που ξεσηκώθηκε για ένα και μόνο πράγμα, ψυχή τε και σώματι; Ή ανήκετε και σε άλλα πράγματα και επιθυμίες και προθέσεις; Ορίστε, δοκιμάστε τον εαυτό σας.

Πάντοτε πίστευα ότι διευκολύναμε ή ακόμα και γλιτώσαμε τα παιδιά μας από πολλά, εν μέρει χωρίς καθόλου να το παλέψουμε, απλώς και μόνο επειδή κάποια συγκεκριμένα δεδομένα, που προέκυψαν από ευρήματα της ψυχολογίας, είτε τα γνωρίζουμε είτε όχι, έγιναν άθελά μας μια πραγματικότητα μέσα μας. Κι είναι πολύ πιθανότερο να ενεργήσουμε στηριζόμενοι σε αυτά παρά στις αρχές και τις ηθικές αξίες που συνεχίζουν, κατά κάποιο τρόπο, να μας ακολουθούν και που ως γονείς θεωρήσαμε εαυτούς, θα 'λεγε κανείς, «εξ επαγγέλματος» υπόχρεους να τις παραλάβουμε απ' τους παλαιότερους....

Το να έχεις παιδική ηλικία σημαίνει να ζεις χίλιες ζωές πριν από τη μία.

Η παιδική ηλικία είναι μια χώρα εντελώς ανεξάρτητη απ' τα πάντα – η μόνη, στην οποία υπάρχουν βασιλιάδες. Γιατί να πάρει κανείς το δρόμο της εξορίας; Γιατί να μην μεγαλώσει και ωριμάσει σ' αυτή τη χώρα; Γιατί να συνηθίσει σε όσα πιστεύουν οι άλλοι; Υπάρχει τάχα εκεί περισσότερη αλήθεια απ' ότι σε αυτό που πιστεύει κανείς με την πρώτη, δυνατή, παιδική εμπιστοσύνη;

Θυμάμαι ακόμη το κάθε πράγμα είχε τότε μιαν ιδιαίτερη σημασία και υπήρχαν πράγματα αμέτρητα. Και κανένα δεν είχε μεγαλύτερη αξία από κάποιο άλλο. Βασίλευε δικαιοσύνη ανάμεσά τους. Στο καθένα δινόταν κάποια στιγμή η ευκαιρία να φανεί μοναδικό, να γίνει μoίρα: ένα πουλί, που είχε φτάσει φτερουγίζοντας μες στη νύχτα, και καθόταν τώρα, σκοτεινό και σοβαρό, πάνω στο αγαπημένο μου δέντρο, μια καλοκαιρινή βροχή, που μεταμόρφωνε τον κήπο, έτσι ώστε καθετί πράσινο αποκτούσε βάθος και λάμψη, ένα βιβλίο, μες στις σελίδες του οποίου βρισκόταν ένα λουλούδι, ποιος ξέρει τίνος, ένα βότσαλο με ξένη μορφή, στην οποία μπορούσα εγώ να δώσω νόημα – όλα έμοιαζαν έτσι που σ" έκαναν να νοιώθεις πως ξέρεις για κείνα πολύ περισσότερα απ' τους μεγάλους.

Θαρρείς και κάθε πράγμα μπορούσε να σε κάνει ευτυχισμένο και τρανό, αλλά και να σε σκοτώσει.

Nαι, είναι πράγματι έτσι: βαθιά μέσα του ο καθένας μας είναι σαν μια εκκλησία, κι οι τοίχοι διακοσμημένοι με εορταστικές αγιογραφίες. Κατά την πρώιμη παιδική ηλικία, όταν η πρόσβαση σε τούτη τη μεγαλοπρέπεια παραμένει ελεύθερη, είναι ακόμη πολύ σκοτεινά για να δούμε τις εικόνες. Μετά, καθώς η αίθουσα αρχίζει να φωτίζεται σιγά – σιγά, έρχονται οι εφηβικές ανοησίες και οι εσφαλμένοι πόθοι και η διψασμένη ντροπή, οι οποίες καλύπτουν τον έναν τοίχο μετά τον άλλον. Και κάποιοι άλλοι προχωρούν μακριά μες στη ζωή και φεύγουν χωρίς ούτε καν να υποψιαστούν την παλιά μεγαλοπρέπεια κάτω από τη νηφαλιότητα της φτώχιας. Μακάριος όμως όποιος την αισθανθεί, την βρεί και κρυφά την αποκαλύψει. Προσφέρει δώρο στον εαυτό του. Και σ" αυτό τον εαυτό θα επιστρέψει. Οι γονείς ποτέ δεν θα έπρεπε να θέλουν μας διδάξουν τη ζωή, διότι μας διδάσκουν τη δική τους ζωή.

Έτσι όπως έχουν τα πράγματα σήμερα, μπορούμε ασφαλώς να ισχυριστούμε ότι τόσο οι καλοί όσο και οι κακοί γονείς, τόσο τα καλά όσο και τα κακά σχολεία, αδικούν το παιδί. Παραγνωρίζουν το παιδί γενικά, εκκινώντας από μια εσφαλμένη συνθήκη, τη συνθήκη του ενήλικα που νιώθει ανώτερος απέναντι στο παιδί, αντί να αναγνωρίσει πως, σε ορισμένες στιγμές, οι πιο σπουδαίοι άνθρωποι πάσχισαν να γίνουν ίσοι και αντάξιοι ενός παιδιού.

Αχ, μακάρι οι γονείς μας να γεννιόνταν μαζί μας, πόσα πισωγυρίσματα και πόσες πίκρες θα γλιτώναμε. Με γονείς και παιδιά δεν μπορούν παρά να περπατούν αδιάκοπα ο ένας πλάι στον άλλο, ποτέ μαζί, βαθιά τάφρος τους χωρίζει, πάνω απ' την οποία μπορούν κάπου – κάπου να περάσουν λίγη αγάπη ο ένας στον άλλο.

Καθένας μας θα έπρεπε να οδηγείται μόνο μέχρι το σημείο εκείνο όπου καθίσταται πλέον ικανός να σκέφτεται μόνος του, να δουλεύει μόνος του, να μαθαίνει μόνος του.

Ελάχιστες είναι οι μεγάλες αλήθειες που μπορούμε να ξεστομίσουμε ενώπιον μιας ομάδας ανθρώπων χωρίς να πληγώσουμε έστω κι έναν ανάμεσά τους: μόνον αυτές είναι δουλειά του σχολείου. Το σχολείο θα έπρεπε πάνω απ΄ όλα να λογαριάζει το άτομο, όχι την τάξη: η ζωή κι ο θάνατος κι η μοίρα, κι αυτά στο κάτω – κάτω για το άτομο φτιάχθηκαν. Το σχολείο θα πρέπει να αποκτήσει μια σχέση με όλα αυτά, με τα πραγματικά μεγάλα γεγονότα, εάν θέλει να ξαναζωντανέψει.

Υπάρχουν τόσα παιδιά που κατάφεραν μεν αργότερα να ζήσουν μια ζωή πλούσια και ολοκληρωμένη, ως εφόδιο, ωστόσο, δεν τους δόθηκε, για διάφορους λόγους, τίποτε παραπάνω για να πορευτούν πέρα από την ζωή την ίδια, γυμνή και καθαρή. Το να σου δοθεί αυτό μονάχα και να σε βάλουν έπειτα ανάμεσα στους ανθρώπους, δεν είναι το χειρότερο που μπορεί να σου συμβεί: δύναμη, ζήλος, ακόμη και μεγαλείο κατάφεραν να ευδοκιμήσουν σε ένα τέτοιο καθεστώς έλλειψης προστασίας, τούτη η έλλειψη, αν θέλουμε κάπως να παρηγορηθούμε γι' αυτήν, είναι κομμάτι της ζωής με τρόπο πολύ πιο άμεσο απ' ότι μια προστασία, που παρέχεται με ισχυρογνωμοσύνη, έτσι που τα περισσότερα «προστατευμένα» παιδιά να μεγαλώνουν τελικά φτωχικά και περιορισμένα.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου