ΕΛ. ὦ θήραμα βαρβάρου πλάτας, [στρ. β]
Ἑλλανίδες κόραι,
ναύτας Ἀχαιῶν τις
195 ἔμολεν ἔμολε δάκρυα δάκρυσί μοι φέρων·
Ἰλίου κατασκαφαὶ
πυρὶ μέλουσι δαΐωι
δι᾽ ἐμὲ τὰν πολυκτόνον,
δι᾽ ἐμὸν ὄνομα πολύπονον,
200 Λήδα δ᾽ ἐν ἀγχόναις
θάνατον ἔλαβεν αἰσχύ-
νας ἐμᾶς ὑπ᾽ ἀλγέων,
ὁ δ᾽ ἐμὸς ἐν ἁλὶ πολυπλανὴς
πόσις ὀλόμενος οἴχεται,
205 Κάστορός τε συγγόνου τε
διδυμογενὲς ἄγαλμα πατρίδος
ἀφανὲς ἀφανὲς ἱππόκροτα λέ-
λοιπε δάπεδα γυμνάσιά τε
δονακόεντος Εὐρώ-
210 τα, νεανιᾶν πόνον.
ΧΟ. αἰαῖ δαίμονος πολυστόνου [ἀντ. β]
μοίρας τε σᾶς, γύναι.
αἰὼν δυσαίων τις
ἔλαχεν ἔλαχεν, ὅτε σ᾽ ἐτέκετο ματρόθεν
215 χιονόχρωι κύκνου πτερῶι
Ζεὺς πρέπων δι᾽ αἰθέρος.
τί γὰρ ἄπεστί σοι κακῶν;
τί δ᾽ ἀνὰ βίοτον οὐκ ἔτλας;
μάτηρ μὲν οἴχεται,
220 δίδυμά τε Διὸς οὐκ εὐ-
δαιμονεῖ τέκεα φίλα,
χθόνα δὲ πάτριον οὐχ ὁρᾶις,
διὰ δὲ πόλιας ἔρχεται
βάξις ἅ σε βαρβάροισι,
225 πότνια, παραδίδωσι λέχεσιν,
ὁ δὲ σὸς ἐν ἁλὶ κύμασί τε λέ-
λοιπε βίοτον, οὐδέ ποτ᾽ ἔτι
πάτρια μέλαθρα καὶ τὰν
Χαλκίοικον ὀλβιεῖ.
ΕΛ. φεῦ φεῦ, τίς ἢ Φρυγῶν
230 ἢ τίς Ἑλλανίας ἀπὸ χθονὸς
ἔτεμε τὰν δακρυόεσσαν
Ἰλίωι πεύκαν;
ἔνθεν ὀλόμενον σκάφος
συναρμόσας ὁ Πριαμίδας
ἔπλευσε βαρβάρωι πλάται
235 τὰν ἐμὰν ἐφ᾽ ἑστίαν
ἐπὶ τὸ δυστυχέστατον
κάλλος ὡς ἕλοι γάμων ἐμῶν
ἅ τε δόλιος ἁ πολυκτόνος Κύπρις
Δαναΐδαις ἄγουσα θάνατον [Πριαμίδαις]·
240 ὦ τάλαινα συμφορᾶς.
ἁ δὲ χρυσέοις θρόνοισι
Διὸς ὑπαγκάλισμα σεμνὸν
Ἥρα τὸν ὠκύπουν
ἔπεμψε Μαιάδος γόνον·
ὅς με χλοερὰ δρεπομέναν ἔσω πέπλων
245 ῥόδεα πέταλα Χαλκίοικον
ὡς Ἀθάναν μόλοιμ᾽
ἀναρπάσας δι᾽ αἰθέρος
τάνδε γαῖαν εἰς ἄνολβον
ἔριν ἔριν τάλαιναν ἔθετο
Πριαμίδαισιν Ἑλλάδος.
250 τὸ δ᾽ ἐμὸν ὄνομα παρὰ Σιμουντίοις ῥοαῖσι
μαψίδιον ἔχει φάτιν.
***
ΕΛΕ. Γυναίκες της Ελλάδος, αχ!
κούρσεμα καραβιού βαρβαρικού,
ήρθε ένας ναύτης Αχαιός,
ήρθε και πόνους μου ᾽φερε
βαριούς στους πόνους που έχω.
Την γκρεμισμένη τώρα Τροία
την τρώει ανέλεη φωτιά·
φταίω εγώ για τόσους φόνους
και τ᾽ όνομά μου, που ένα πλήθος
σώριασε δυστυχίες. Η Λήδα
200 πέρασε βρόχο στον λαιμό της
και πέθανε για τις ντροπές μου.
Στο πέλαο, παραδέρνοντας,
ο άντρας μου είναι πια χαμένος·
ο Κάστορας κι ο Πολυδεύκης,
διπλό καμάρι της πατρίδας,
έγιναν άφαντοι κι αφήσαν
έρημες τις παλαίστρες, πλάι
στις καλαμιές του Ευρώτα, δίχως
210 αλόγων ποδοβολητά.
ΧΟΡ. Άα! τύχη πολυστέναχτη
και πικραμένη μοίρα που έχεις!
Αγλύκαντη ζωή από τότε
που σ᾽ έσπειρεν ο Δίας, όταν
σαν κύκνος λευκοφτέρουγος
αστράφτοντας μες στον αιθέρα
μπήκε στης μάνας σου τον κόρφο.
Ποιά συμφορά σού λείπει τάχα;
Ποιά δυστυχία δεν έχεις υποφέρει;
Κρεμάστηκε η μητέρα σου,
220 τα δυο σου αδέρφια, δίδυμα του Δία
βλαστάρια, δεν χαρήκαν τη ζωή τους.
Δεν βλέπεις την πατρίδα πια
κι ολούθε λεν στις πολιτείες
πως μ᾽ έναν βάρβαρο, κυρά μου,
σ᾽ άτιμο πλάγιασες κρεβάτι.
Πνίγηκε μες στα κύματα ο καλός σου,
κι ούτε ποτέ στο πατρικό
παλάτι σου χαρά θα δώσεις
και στης Χαλκίοικης τον ναό.
230 ΕΛΕ. Ποιός Έλληνας ή Τρωαδίτης
πελέκησε το πεύκο εκείνο
που ᾽φερε τόσα δάκρυα στην Τροία;
Καράβι συμφοράς ο Πάρης
φτιάχνοντας απ᾽ αυτό εταξίδεψε
με το βαρβαρικό σκαρί του
κι αρμένισε στη χώρα μου
γι᾽ αυτή τη δύσμοιρη ομορφιά,
τον έρωτά μου να κερδίσει.
Μαζί του η φόνισσα και δολοπλόκα
Κύπριδα, στον χαμό οδηγώντας
240 Δαναούς και Πριαμίδες· δύστυχη που ᾽μαι!
Κι απ᾽ το χρυσό θρονί της η Ήρα,
του Δία η σεβαστή γυναίκα,
τον φτεροπόδη έστειλε Ερμή.
Κι ως έκοβα μες στην ποδιά μου
τριαντάφυλλα δροσάτα, στη Χαλκίοικη
δώρο την Αθηνά για να τα πάω,
μ᾽ άρπαξε αυτός και απ᾽ τον αιθέρα εδώ
στον άχαρο μ᾽ έφερε τόπο
τη δόλια, αιτία για να σφαχτούν
οι Έλληνες κι οι Πριαμίδες.
250 Και τ᾽ όνομά μου ντροπιασμένη,
ψεύτικη το λερώνει φήμη
πλάι στου Σιμόεντα τα νερά.
Ἑλλανίδες κόραι,
ναύτας Ἀχαιῶν τις
195 ἔμολεν ἔμολε δάκρυα δάκρυσί μοι φέρων·
Ἰλίου κατασκαφαὶ
πυρὶ μέλουσι δαΐωι
δι᾽ ἐμὲ τὰν πολυκτόνον,
δι᾽ ἐμὸν ὄνομα πολύπονον,
200 Λήδα δ᾽ ἐν ἀγχόναις
θάνατον ἔλαβεν αἰσχύ-
νας ἐμᾶς ὑπ᾽ ἀλγέων,
ὁ δ᾽ ἐμὸς ἐν ἁλὶ πολυπλανὴς
πόσις ὀλόμενος οἴχεται,
205 Κάστορός τε συγγόνου τε
διδυμογενὲς ἄγαλμα πατρίδος
ἀφανὲς ἀφανὲς ἱππόκροτα λέ-
λοιπε δάπεδα γυμνάσιά τε
δονακόεντος Εὐρώ-
210 τα, νεανιᾶν πόνον.
ΧΟ. αἰαῖ δαίμονος πολυστόνου [ἀντ. β]
μοίρας τε σᾶς, γύναι.
αἰὼν δυσαίων τις
ἔλαχεν ἔλαχεν, ὅτε σ᾽ ἐτέκετο ματρόθεν
215 χιονόχρωι κύκνου πτερῶι
Ζεὺς πρέπων δι᾽ αἰθέρος.
τί γὰρ ἄπεστί σοι κακῶν;
τί δ᾽ ἀνὰ βίοτον οὐκ ἔτλας;
μάτηρ μὲν οἴχεται,
220 δίδυμά τε Διὸς οὐκ εὐ-
δαιμονεῖ τέκεα φίλα,
χθόνα δὲ πάτριον οὐχ ὁρᾶις,
διὰ δὲ πόλιας ἔρχεται
βάξις ἅ σε βαρβάροισι,
225 πότνια, παραδίδωσι λέχεσιν,
ὁ δὲ σὸς ἐν ἁλὶ κύμασί τε λέ-
λοιπε βίοτον, οὐδέ ποτ᾽ ἔτι
πάτρια μέλαθρα καὶ τὰν
Χαλκίοικον ὀλβιεῖ.
ΕΛ. φεῦ φεῦ, τίς ἢ Φρυγῶν
230 ἢ τίς Ἑλλανίας ἀπὸ χθονὸς
ἔτεμε τὰν δακρυόεσσαν
Ἰλίωι πεύκαν;
ἔνθεν ὀλόμενον σκάφος
συναρμόσας ὁ Πριαμίδας
ἔπλευσε βαρβάρωι πλάται
235 τὰν ἐμὰν ἐφ᾽ ἑστίαν
ἐπὶ τὸ δυστυχέστατον
κάλλος ὡς ἕλοι γάμων ἐμῶν
ἅ τε δόλιος ἁ πολυκτόνος Κύπρις
Δαναΐδαις ἄγουσα θάνατον [Πριαμίδαις]·
240 ὦ τάλαινα συμφορᾶς.
ἁ δὲ χρυσέοις θρόνοισι
Διὸς ὑπαγκάλισμα σεμνὸν
Ἥρα τὸν ὠκύπουν
ἔπεμψε Μαιάδος γόνον·
ὅς με χλοερὰ δρεπομέναν ἔσω πέπλων
245 ῥόδεα πέταλα Χαλκίοικον
ὡς Ἀθάναν μόλοιμ᾽
ἀναρπάσας δι᾽ αἰθέρος
τάνδε γαῖαν εἰς ἄνολβον
ἔριν ἔριν τάλαιναν ἔθετο
Πριαμίδαισιν Ἑλλάδος.
250 τὸ δ᾽ ἐμὸν ὄνομα παρὰ Σιμουντίοις ῥοαῖσι
μαψίδιον ἔχει φάτιν.
***
ΕΛΕ. Γυναίκες της Ελλάδος, αχ!
κούρσεμα καραβιού βαρβαρικού,
ήρθε ένας ναύτης Αχαιός,
ήρθε και πόνους μου ᾽φερε
βαριούς στους πόνους που έχω.
Την γκρεμισμένη τώρα Τροία
την τρώει ανέλεη φωτιά·
φταίω εγώ για τόσους φόνους
και τ᾽ όνομά μου, που ένα πλήθος
σώριασε δυστυχίες. Η Λήδα
200 πέρασε βρόχο στον λαιμό της
και πέθανε για τις ντροπές μου.
Στο πέλαο, παραδέρνοντας,
ο άντρας μου είναι πια χαμένος·
ο Κάστορας κι ο Πολυδεύκης,
διπλό καμάρι της πατρίδας,
έγιναν άφαντοι κι αφήσαν
έρημες τις παλαίστρες, πλάι
στις καλαμιές του Ευρώτα, δίχως
210 αλόγων ποδοβολητά.
ΧΟΡ. Άα! τύχη πολυστέναχτη
και πικραμένη μοίρα που έχεις!
Αγλύκαντη ζωή από τότε
που σ᾽ έσπειρεν ο Δίας, όταν
σαν κύκνος λευκοφτέρουγος
αστράφτοντας μες στον αιθέρα
μπήκε στης μάνας σου τον κόρφο.
Ποιά συμφορά σού λείπει τάχα;
Ποιά δυστυχία δεν έχεις υποφέρει;
Κρεμάστηκε η μητέρα σου,
220 τα δυο σου αδέρφια, δίδυμα του Δία
βλαστάρια, δεν χαρήκαν τη ζωή τους.
Δεν βλέπεις την πατρίδα πια
κι ολούθε λεν στις πολιτείες
πως μ᾽ έναν βάρβαρο, κυρά μου,
σ᾽ άτιμο πλάγιασες κρεβάτι.
Πνίγηκε μες στα κύματα ο καλός σου,
κι ούτε ποτέ στο πατρικό
παλάτι σου χαρά θα δώσεις
και στης Χαλκίοικης τον ναό.
230 ΕΛΕ. Ποιός Έλληνας ή Τρωαδίτης
πελέκησε το πεύκο εκείνο
που ᾽φερε τόσα δάκρυα στην Τροία;
Καράβι συμφοράς ο Πάρης
φτιάχνοντας απ᾽ αυτό εταξίδεψε
με το βαρβαρικό σκαρί του
κι αρμένισε στη χώρα μου
γι᾽ αυτή τη δύσμοιρη ομορφιά,
τον έρωτά μου να κερδίσει.
Μαζί του η φόνισσα και δολοπλόκα
Κύπριδα, στον χαμό οδηγώντας
240 Δαναούς και Πριαμίδες· δύστυχη που ᾽μαι!
Κι απ᾽ το χρυσό θρονί της η Ήρα,
του Δία η σεβαστή γυναίκα,
τον φτεροπόδη έστειλε Ερμή.
Κι ως έκοβα μες στην ποδιά μου
τριαντάφυλλα δροσάτα, στη Χαλκίοικη
δώρο την Αθηνά για να τα πάω,
μ᾽ άρπαξε αυτός και απ᾽ τον αιθέρα εδώ
στον άχαρο μ᾽ έφερε τόπο
τη δόλια, αιτία για να σφαχτούν
οι Έλληνες κι οι Πριαμίδες.
250 Και τ᾽ όνομά μου ντροπιασμένη,
ψεύτικη το λερώνει φήμη
πλάι στου Σιμόεντα τα νερά.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου