Ο φιλόσοφος που γράφει για την ερωτική αγάπη αντιμετωπίζει ένα ενοχλητικό ερώτημα: ποια είναι η αξιόπιστη σκοπιά από την οποία θα πρέπει να περιγράψει κανείς και να εξετάσει το φαινόμενο; Και πώς μπορεί να υποστηριχθεί ότι αυτή η σκοπιά είναι η αξιόπιστη και κατάλληλη;
Ο έρωτας, περισσότερο ίσως από κάθε άλλη πλευρά της ζωής μας, δείχνει διαφορετικός όταν αλλάζει η οπτική γωνία από την οποία τον βλέπει κανείς. Μπορούμε να τον εξετάσουμε εκ των έσω, από τη σκοπιά του παρόντος βιώματος. Μπορούμε να τον δούμε από τη σκοπιά της κατάληξης – ή της αποτυχίας του. Μπορούμε να προσπαθήσουμε να τον συλλάβουμε στα πλαίσια μιας αμέτοχης ή επιστημονικής προσέγγισης που δεν μετέχει στην εμπειρία και στην κατάληξή της. Πάλι, μπορούμε να τον θεωρήσουμε ως ένα κοινωνικό και πολιτικό φαινόμενο που αφορά σε πιο σύνθετα ανθρώπινα ενδιαφέροντα. Κι υπάρχει πολλαπλότητα σε κάθε μία από αυτές τις διαφορετικές προσεγγίσεις.
Η ερωτική εμπειρία έχει πολλά στάδια κι είναι πολλών λογιών: ευτυχής και δυστυχής, βίαιη και τρυφερή, κτητική ή χαλαρή, ανασφαλής ή γεμάτη αυτοπεποίθηση, και πάει λέγοντας.
Και οι αντιδράσεις, όταν σβήνει ο έρωτας, είναι επίσης πολλών λογιών. Η επιστημονική προσέγγιση είναι κι αυτή πολλαπλού χαρακτήρα. Ο επιστήμων μπορεί να μιλήσει αναγωγιστικά, βλέποντας τον άνθρωπο ζώο, για παράδειγμα, ως «συσσωματώσεις» ατόμων των οποίων οι μεγάλης πολυπλοκότητας δομές δεν έχουν καμία επεξηγηματική σημασία.
Ή μπορεί να αποδεχτεί τη σημασία των μορφών από τη σκοπιά μιας αριστοτελικής φυσικής επιστήμης. Ή, πάλι, ο επιστήμων μπορεί να προσδώσει ανεξάρτητη σημασία στα ψυχολογικά και εσκεμμένα στοιχεία της φυσικής πραγματικότητας: στα συναισθήματα, τις επιθυμίες, τις σκέψεις, τους πόνους, τις ηδονές. Η κοινωνικοπολιτική σκοπιά δεν είναι μία αλλά πολλές, μιας και υπάρχουν πολλές αντικρουόμενες απόψεις για την ιδανική κοινωνία, τους θεμιτούς σκοπούς της κοινωνικής οργάνωσης και το ρόλο του γάμου και της οικογένειας σε σχέση με τους σκοπούς αυτούς.
Όλα αυτά τα είχε στη διάθεσή του ο Λουκρήτιος: του τα παρείχε η λογοτεχνική και φιλοσοφική παράδοση. Ανάμεσα σ’ αυτά είχε να επιλέξει. Κάποιες απόψεις αλληλοσυμπληρώνονται, ή τουλάχιστον είναι συμβατές’ άλλες όχι. Πώς θα αναζητήσει ο φιλόσοφος της ανθρώπινης ζωής μια προσέγγιση αληθινά λογική, αληθινά κατάλληλη ώστε να μπορέσει να μας μιλήσει για τις βαθύτερες έγνοιες μας;
Έχουμε δει πως ο επικούρειος γιατρός, στην αρχή της θεραπευτικής αγωγής, επιμένει στην επαφή με τις τρέχουσες απόψεις του μαθητή, και με το πώς αντιλαμβάνεται ο τελευταίος την αρρώστια και την υγεία. Στο θέμα του έρωτα, ο δάσκαλος που στοχεύει σε μια επικριτική και αρνητική κατάληξη, ξεκινά μ’ ένα μεγάλο μειονέκτημα και ένα μεγάλο πλεονέκτημα.
Το μειονέκτημα είναι ολοφάνερο: η ερωτική αγάπη είναι αντικείμενο λατρείας ευρύτατα αποδεκτό. Η Νικίδιον είναι σχεδόν βέβαιη ότι θα πρέπει να την εγκρίνει ως εξαιρετικά σημαντικό πράγμα, όμορφο, υπέροχο, ακόμη και θεϊκό. Κάθε άλλη άποψη η οποία δεν εμφανίζει τον έρωτα ως κάτι το αληθινό και καλό, αμέσως της φαίνεται ύποπτη.
Όταν ο Επικούρειος επιχειρηματολογεί ενάντια στο φόβο του θανάτου, μπορεί να ξεκινήσει στηρίζοντας την επιχειρηματολογία του πάνω στην ίδια την εμπειρία μας: παρ' όλο που οι περισσότεροι από μας πιστεύουμε πως τούτος ο φόβος είναι δικαιολογημένος, οι περισσότεροι επίσης τον θεωρούμε πολύ δυσάρεστο. Σίγουρα δεν έχει κανένα θέλγητρο. Όταν, πάλι, επιχειρηματολογεί εναντία στην οργή, μπορεί να υπολογίζει στο ότι δεν μας αρέσει να είμαστε οργισμένοι, και στο ότι δεν μας αρέσουν και τα αποτελέσματα της οργής όπως τα βλέπουμε στη δημόσια ζωή: φόνοι, επιθέσεις, διωγμοί, πόλεμοι.
Με τον έρωτα, τα πράγματα είναι μπερδεμένα. Οι περισσότεροι μαθητές θα πουν, και θα το πιστεύουν συνειδητά, πως δίνουν μεγάλη αξία στον έρωτα, όσο κι αν οι ανησυχίες τους ρίχνουν πάνω του σκιές αμφιβολίας. Η διαφορά αντανακλάται στη μυθολογία του έρωτα. Η Αφροδίτη κι ο Έρως είναι μείζονες, ελκυστικοί και αγαπητοί, ενώ η Έρις και ο Φόβος μισητοί και ελάσσονες. Δεν υπάρχουν ποιήματα που να ξεκινούν με στίχους όπως: «Αθάνατε Φόβε, θρονιασμένε στο λαμπρό μεγαλείο Σου». Κανένας νεαρός ήρωας δεν ταπεινώνεται λόγω της ανικανότητάς του να δοξάσει την Έριδα. Πώς θα βρει, λοιπόν, προγεφύρωμα ο Επικούρειος, για να εξαπολύσει την επίθεσή του;
Η κατάστασή του είναι λιγότερο ανέλπιδη από όσο την παρουσιάζουν οι παραπάνω γραμμές. Γιατί αν είναι σχεδόν βέβαιο πως η Νικίδιον πιστεύει στην ομορφιά και στο θαύμα του έρωτα, σχεδόν άλλο τόσο είναι βέβαιο πως έχει βιώσει το τέλος του έρωτα, τις εξαντλητικές αγωνίες του, το συντριπτικό πένθος, και, όχι σπάνια, μια επακόλουθη φάση κριτικής αποτίμησης και απώλειας ψευδαισθήσεων.
Όλα αυτά είναι επίσης κομμάτι της μυθολογίας του έρωτα’ επομένως, η προσωπική της εμπειρία θα την έχει κάνει να σκεφτεί πως ο έρωτας είναι μια επικίνδυνη πηγή τρέλας και καταναγκασμού. Θα γνωρίζει πως ο έρωτας προκαλεί πόνο όσο και ηδονή’ και θα έχει διαπιστώσει ότι προκαλεί μεταπτώσεις στον τρόπο που αντιλαμβάνεται τα πράγματα.
Όταν παύει ο έρωτας, τόσο το ερώμενο πρόσωπό όσο και η αγάπη συχνά αποκτούν άλλη όψη. Τώρα που δεν τα βλέπει μέσα από το πρίσμα της σαγήνης και του πόθου, έχουν χάσει την ακτινοβολία τους και μοιάζουν συνηθισμένα και χωρίς ενδιαφέρον – συχνά, ακόμη και ανάξια και απωθητικά. Και τούτη η άποψη έχει ένα τρόπο να αυτοπιστοποιείται ως η υγιής και λογική άποψη, ένα τρόπο να στρέφεται ενάντια στο όραμα που καλλιεργείται στα μύχια της ψυχής, καταγγέλλοντάς το ως αυταπάτη και φαντασίωση. Σίγουρα η Nικίδιον έχει βιώσει την εσώτερη εμπειρία του έρωτα όσο και την παραπάνω κριτική στάση σίγουρα θα έχει ασκήσει μια «λογική» κριτική του έρωτα, και θα θυμάται τι ήταν αυτό που την έσπρωξε σε μια τέτοια κριτική.
Ο Λουκρήτιος θα εκμεταλλευτεί αυτό το διπλό προσανατολισμό’ αντιγράφοντας αυτή την οικεία κίνηση μέσα και έξω από τον έρωτα, θα δώσει στην κριτική του τη δύναμη της διόρασης. Θα υποστηρίξω ότι σκοπός του είναι, τελικά, να μας μεταφέρει πέρα από την ιδιόμορφη εξύψωση του ερωτικού αντικειμένου, όσο και από τα πικρά αισθήματα για το απομυθοποιημένο αντικείμενο του έρωτα, σε μιαν άλλη σκοπιά απαλλαγμένη από αυτούς τους περιορισμούς, που θα μας επιτρέψει να δούμε ελεύθερα τον ερωτικό σύντροφο με καθαρό βλέμμα και γνήσιο συναίσθημα.
Θα βοηθηθεί σ αυτό από δυο επιπλέον απόψεις στις οποίες παρασύρει τον άνθρωπο: στην άποψη της φύσης και την άποψη της κοινωνίας.
Πρώτα ζητά από τον συνομιλητή του να προσέξει, πέρα από τα άμεσα ανθρώπινα ενδιαφέροντα του, πως λειτουργούν τα πράγματα στον κόσμο της φύσης συνολικά, και να δει τον εαυτό του ως ένα μέρος του κόσμου της φύσης. Το να γνωρίζει κάνεις την ατομική θεωρία είναι ένα σημαντικό κομμάτι αυτής της διαδικασίας’ θα υποστηρίξω πως τούτη η προοπτική δεν είναι μήτε ισοπεδωτική μήτε αναγωγιστική. Περιλαμβάνει σύνθετα βιολογικά σχήματα, περιλαμβάνει προθέσεις, σκέψεις και επιθυμίες.
Δεύτερον, υπενθυμίζει ότι, σε αντίθεση με άλλα όντα της φύσης, εκείνος ζει σε κοινωνία, και ότι η κοινωνία είναι πολύ σημαντική για την ευτυχία του. Του ζητά να αναλογιστεί πως επιδρούν στην κοινωνική υγεία οι διάφορες μορφές όρασης και ιδιαίτερα οι ποικίλες πεποιθήσεις.
Ο έρωτας, περισσότερο ίσως από κάθε άλλη πλευρά της ζωής μας, δείχνει διαφορετικός όταν αλλάζει η οπτική γωνία από την οποία τον βλέπει κανείς. Μπορούμε να τον εξετάσουμε εκ των έσω, από τη σκοπιά του παρόντος βιώματος. Μπορούμε να τον δούμε από τη σκοπιά της κατάληξης – ή της αποτυχίας του. Μπορούμε να προσπαθήσουμε να τον συλλάβουμε στα πλαίσια μιας αμέτοχης ή επιστημονικής προσέγγισης που δεν μετέχει στην εμπειρία και στην κατάληξή της. Πάλι, μπορούμε να τον θεωρήσουμε ως ένα κοινωνικό και πολιτικό φαινόμενο που αφορά σε πιο σύνθετα ανθρώπινα ενδιαφέροντα. Κι υπάρχει πολλαπλότητα σε κάθε μία από αυτές τις διαφορετικές προσεγγίσεις.
Η ερωτική εμπειρία έχει πολλά στάδια κι είναι πολλών λογιών: ευτυχής και δυστυχής, βίαιη και τρυφερή, κτητική ή χαλαρή, ανασφαλής ή γεμάτη αυτοπεποίθηση, και πάει λέγοντας.
Και οι αντιδράσεις, όταν σβήνει ο έρωτας, είναι επίσης πολλών λογιών. Η επιστημονική προσέγγιση είναι κι αυτή πολλαπλού χαρακτήρα. Ο επιστήμων μπορεί να μιλήσει αναγωγιστικά, βλέποντας τον άνθρωπο ζώο, για παράδειγμα, ως «συσσωματώσεις» ατόμων των οποίων οι μεγάλης πολυπλοκότητας δομές δεν έχουν καμία επεξηγηματική σημασία.
Ή μπορεί να αποδεχτεί τη σημασία των μορφών από τη σκοπιά μιας αριστοτελικής φυσικής επιστήμης. Ή, πάλι, ο επιστήμων μπορεί να προσδώσει ανεξάρτητη σημασία στα ψυχολογικά και εσκεμμένα στοιχεία της φυσικής πραγματικότητας: στα συναισθήματα, τις επιθυμίες, τις σκέψεις, τους πόνους, τις ηδονές. Η κοινωνικοπολιτική σκοπιά δεν είναι μία αλλά πολλές, μιας και υπάρχουν πολλές αντικρουόμενες απόψεις για την ιδανική κοινωνία, τους θεμιτούς σκοπούς της κοινωνικής οργάνωσης και το ρόλο του γάμου και της οικογένειας σε σχέση με τους σκοπούς αυτούς.
Όλα αυτά τα είχε στη διάθεσή του ο Λουκρήτιος: του τα παρείχε η λογοτεχνική και φιλοσοφική παράδοση. Ανάμεσα σ’ αυτά είχε να επιλέξει. Κάποιες απόψεις αλληλοσυμπληρώνονται, ή τουλάχιστον είναι συμβατές’ άλλες όχι. Πώς θα αναζητήσει ο φιλόσοφος της ανθρώπινης ζωής μια προσέγγιση αληθινά λογική, αληθινά κατάλληλη ώστε να μπορέσει να μας μιλήσει για τις βαθύτερες έγνοιες μας;
Έχουμε δει πως ο επικούρειος γιατρός, στην αρχή της θεραπευτικής αγωγής, επιμένει στην επαφή με τις τρέχουσες απόψεις του μαθητή, και με το πώς αντιλαμβάνεται ο τελευταίος την αρρώστια και την υγεία. Στο θέμα του έρωτα, ο δάσκαλος που στοχεύει σε μια επικριτική και αρνητική κατάληξη, ξεκινά μ’ ένα μεγάλο μειονέκτημα και ένα μεγάλο πλεονέκτημα.
Το μειονέκτημα είναι ολοφάνερο: η ερωτική αγάπη είναι αντικείμενο λατρείας ευρύτατα αποδεκτό. Η Νικίδιον είναι σχεδόν βέβαιη ότι θα πρέπει να την εγκρίνει ως εξαιρετικά σημαντικό πράγμα, όμορφο, υπέροχο, ακόμη και θεϊκό. Κάθε άλλη άποψη η οποία δεν εμφανίζει τον έρωτα ως κάτι το αληθινό και καλό, αμέσως της φαίνεται ύποπτη.
Όταν ο Επικούρειος επιχειρηματολογεί ενάντια στο φόβο του θανάτου, μπορεί να ξεκινήσει στηρίζοντας την επιχειρηματολογία του πάνω στην ίδια την εμπειρία μας: παρ' όλο που οι περισσότεροι από μας πιστεύουμε πως τούτος ο φόβος είναι δικαιολογημένος, οι περισσότεροι επίσης τον θεωρούμε πολύ δυσάρεστο. Σίγουρα δεν έχει κανένα θέλγητρο. Όταν, πάλι, επιχειρηματολογεί εναντία στην οργή, μπορεί να υπολογίζει στο ότι δεν μας αρέσει να είμαστε οργισμένοι, και στο ότι δεν μας αρέσουν και τα αποτελέσματα της οργής όπως τα βλέπουμε στη δημόσια ζωή: φόνοι, επιθέσεις, διωγμοί, πόλεμοι.
Με τον έρωτα, τα πράγματα είναι μπερδεμένα. Οι περισσότεροι μαθητές θα πουν, και θα το πιστεύουν συνειδητά, πως δίνουν μεγάλη αξία στον έρωτα, όσο κι αν οι ανησυχίες τους ρίχνουν πάνω του σκιές αμφιβολίας. Η διαφορά αντανακλάται στη μυθολογία του έρωτα. Η Αφροδίτη κι ο Έρως είναι μείζονες, ελκυστικοί και αγαπητοί, ενώ η Έρις και ο Φόβος μισητοί και ελάσσονες. Δεν υπάρχουν ποιήματα που να ξεκινούν με στίχους όπως: «Αθάνατε Φόβε, θρονιασμένε στο λαμπρό μεγαλείο Σου». Κανένας νεαρός ήρωας δεν ταπεινώνεται λόγω της ανικανότητάς του να δοξάσει την Έριδα. Πώς θα βρει, λοιπόν, προγεφύρωμα ο Επικούρειος, για να εξαπολύσει την επίθεσή του;
Η κατάστασή του είναι λιγότερο ανέλπιδη από όσο την παρουσιάζουν οι παραπάνω γραμμές. Γιατί αν είναι σχεδόν βέβαιο πως η Νικίδιον πιστεύει στην ομορφιά και στο θαύμα του έρωτα, σχεδόν άλλο τόσο είναι βέβαιο πως έχει βιώσει το τέλος του έρωτα, τις εξαντλητικές αγωνίες του, το συντριπτικό πένθος, και, όχι σπάνια, μια επακόλουθη φάση κριτικής αποτίμησης και απώλειας ψευδαισθήσεων.
Όλα αυτά είναι επίσης κομμάτι της μυθολογίας του έρωτα’ επομένως, η προσωπική της εμπειρία θα την έχει κάνει να σκεφτεί πως ο έρωτας είναι μια επικίνδυνη πηγή τρέλας και καταναγκασμού. Θα γνωρίζει πως ο έρωτας προκαλεί πόνο όσο και ηδονή’ και θα έχει διαπιστώσει ότι προκαλεί μεταπτώσεις στον τρόπο που αντιλαμβάνεται τα πράγματα.
Όταν παύει ο έρωτας, τόσο το ερώμενο πρόσωπό όσο και η αγάπη συχνά αποκτούν άλλη όψη. Τώρα που δεν τα βλέπει μέσα από το πρίσμα της σαγήνης και του πόθου, έχουν χάσει την ακτινοβολία τους και μοιάζουν συνηθισμένα και χωρίς ενδιαφέρον – συχνά, ακόμη και ανάξια και απωθητικά. Και τούτη η άποψη έχει ένα τρόπο να αυτοπιστοποιείται ως η υγιής και λογική άποψη, ένα τρόπο να στρέφεται ενάντια στο όραμα που καλλιεργείται στα μύχια της ψυχής, καταγγέλλοντάς το ως αυταπάτη και φαντασίωση. Σίγουρα η Nικίδιον έχει βιώσει την εσώτερη εμπειρία του έρωτα όσο και την παραπάνω κριτική στάση σίγουρα θα έχει ασκήσει μια «λογική» κριτική του έρωτα, και θα θυμάται τι ήταν αυτό που την έσπρωξε σε μια τέτοια κριτική.
Ο Λουκρήτιος θα εκμεταλλευτεί αυτό το διπλό προσανατολισμό’ αντιγράφοντας αυτή την οικεία κίνηση μέσα και έξω από τον έρωτα, θα δώσει στην κριτική του τη δύναμη της διόρασης. Θα υποστηρίξω ότι σκοπός του είναι, τελικά, να μας μεταφέρει πέρα από την ιδιόμορφη εξύψωση του ερωτικού αντικειμένου, όσο και από τα πικρά αισθήματα για το απομυθοποιημένο αντικείμενο του έρωτα, σε μιαν άλλη σκοπιά απαλλαγμένη από αυτούς τους περιορισμούς, που θα μας επιτρέψει να δούμε ελεύθερα τον ερωτικό σύντροφο με καθαρό βλέμμα και γνήσιο συναίσθημα.
Θα βοηθηθεί σ αυτό από δυο επιπλέον απόψεις στις οποίες παρασύρει τον άνθρωπο: στην άποψη της φύσης και την άποψη της κοινωνίας.
Πρώτα ζητά από τον συνομιλητή του να προσέξει, πέρα από τα άμεσα ανθρώπινα ενδιαφέροντα του, πως λειτουργούν τα πράγματα στον κόσμο της φύσης συνολικά, και να δει τον εαυτό του ως ένα μέρος του κόσμου της φύσης. Το να γνωρίζει κάνεις την ατομική θεωρία είναι ένα σημαντικό κομμάτι αυτής της διαδικασίας’ θα υποστηρίξω πως τούτη η προοπτική δεν είναι μήτε ισοπεδωτική μήτε αναγωγιστική. Περιλαμβάνει σύνθετα βιολογικά σχήματα, περιλαμβάνει προθέσεις, σκέψεις και επιθυμίες.
Δεύτερον, υπενθυμίζει ότι, σε αντίθεση με άλλα όντα της φύσης, εκείνος ζει σε κοινωνία, και ότι η κοινωνία είναι πολύ σημαντική για την ευτυχία του. Του ζητά να αναλογιστεί πως επιδρούν στην κοινωνική υγεία οι διάφορες μορφές όρασης και ιδιαίτερα οι ποικίλες πεποιθήσεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου