Ἀλλὰ δεῖ σκοπεῖν, ὡς νέῳ φοινικίς, οὕτω γέροντι τί (οὐ γὰρ ἡ αὐτὴ πρέπει ἐσθής), καὶ ἐάν τε κοσμεῖν βούλῃ, ἀπὸ τῶν βελτίστων τῶν ἐν ταὐτῷ γένει φέρειν τὴν μεταφοράν, ἐάν τε ψέγειν, ἀπὸ τῶν χειρόνων· λέγω δ᾽ οἷον, ἐπεὶ τὰ ἐναντία ἐν τῷ αὐτῷ γένει, τὸ φάναι τὸν μὲν πτωχεύοντα εὔχεσθαι τὸν δὲ εὐχόμενον πτωχεύειν, ὅτι ἄμφω αἰτήσεις, τὸ εἰρημένον ἐστὶ ποιεῖν, ὡς καὶ Ἰφικράτης Καλλίαν μητραγύρτην ἀλλ᾽ οὐ δᾳδοῦχον, ὁ δὲ ἔφη ἀμύητον αὐτὸν εἶναι· οὐ γὰρ ἂν μητραγύρτην αὐτὸν καλεῖν, ἀλλὰ δᾳδοῦχον· ἄμφω γὰρ περὶ θεόν, ἀλλὰ τὸ μὲν τίμιον τὸ δὲ ἄτιμον. καὶ ὁ μὲν διονυσοκόλακας, αὐτοὶ δ᾽ αὑτοὺς τεχνίτας καλοῦσιν (ταῦτα δ᾽ ἄμφω μεταφορά, ἡ μὲν ῥυπαινόντων ἡ δὲ τοὐναντίον), καὶ οἱ μὲν λῃσταὶ αὑτοὺς ποριστὰς καλοῦσι νῦν. διὸ ἔξεστι λέγειν τὸν ἀδικήσαντα μὲν ἁμαρτάνειν, τὸν δ᾽ ἁμαρτάνοντα ἀδικῆσαι, καὶ τὸν κλέψαντα καὶ λαβεῖν καὶ πορίσασθαι. τὸ δὲ ὡς ὁ Τήλεφος Εὐριπίδου φησίν,
κώπης ἀνάσσων κἀποβὰς εἰς Μυσίαν,
ἀπρεπές, ὅτι μεῖζον τὸ ἀνάσσειν ἢ κατ᾽ ἀξίαν· οὐ κέκλεπται οὖν. ἔστιν δὲ καὶ ἐν ταῖς συλλαβαῖς ἁμαρτία, ἐὰν μὴ ἡδείας ᾖ σημεῖα φωνῆς, οἷον Διονύσιος προσαγορεύει ὁ χαλκοῦς ἐν τοῖς ἐλεγείοις κραυγὴν Καλλιόπης τὴν ποίησιν, ὅτι ἄμφω φωναί· φαύλη δὲ ἡ μεταφορὰ ταῖς ἀσήμοις φωναῖς. ἔτι δὲ οὐ πόρρωθεν δεῖ ἀλλ᾽ ἐκ τῶν συγγενῶν καὶ τῶν ὁμοειδῶν μεταφέρειν ‹ἐπὶ› τὰ ἀνώνυμα ὠνομασμένως ὃ λεχθὲν δῆλόν ἐστιν ὅτι συγγενές· οἷον ἐν τῷ αἰνίγματι τῷ εὐδοκιμοῦντι
[1405b] ἄνδρ᾽ εἶδον πυρὶ χαλκὸν ἐπ᾽ ἀνέρι κολλήσαντα·
ἀνώνυμον γὰρ τὸ πάθος, ἔστι δ᾽ ἄμφω πρόσθεσίς τις· κόλλησιν τοίνυν εἶπε τὴν τῆς σικύας προσβολήν. καὶ ὅλως ἐκ τῶν εὖ ᾐνιγμένων ἔστι μεταφορὰς λαβεῖν ἐπιεικεῖς· μεταφοραὶ γὰρ αἰνίττονται, ὥστε δῆλον ὅτι εὖ μετενήνεκται. καὶ ἀπὸ καλῶν· κάλλος δὲ ὀνόματος τὸ μὲν ὥσπερ Λικύμνιος λέγει, ἐν τοῖς ψόφοις ἢ τῷ σημαινομένῳ, καὶ αἶσχος δὲ ὡσαύτως. ἔτι δὲ τρίτον ὃ λύει τὸν σοφιστικὸν λόγον· οὐ γὰρ ὡς ἔφη Βρύσων οὐθένα αἰσχρολογεῖν, εἴπερ τὸ αὐτὸ σημαίνει τόδε ἀντὶ τοῦδε εἰπεῖν· τοῦτο γάρ ἐστιν ψεῦδος· ἔστιν γὰρ ἄλλο ἄλλου κυριώτερον καὶ ὡμοιωμένον μᾶλλον καὶ οἰκειότερον, τῷ ποιεῖν τὸ πρᾶγμα πρὸ ὀμμάτων. ἔτι οὐχ ὁμοίως ἔχον σημαίνει τόδε καὶ τόδε, ὥστε καὶ οὕτως ἄλλου ἄλλο κάλλιον καὶ αἴσχιον θετέον· ἄμφω μὲν γὰρ τὸ καλὸν ἢ τὸ αἰσχρὸν σημαίνουσιν, ἀλλ᾽ οὐχ ᾗ καλὸν ἢ οὐχ ᾗ αἰσχρόν· ἢ ταῦτα μέν, ἀλλὰ μᾶλλον καὶ ἧττον. τὰς δὲ μεταφορὰς ἐντεῦθεν οἰστέον, ἀπὸ καλῶν ἢ τῇ φωνῇ ἢ τῇ δυνάμει ἢ τῇ ὄψει ἢ ἄλλῃ τινὶ αἰσθήσει. διαφέρει δ᾽ εἰπεῖν, οἷον ῥοδοδάκτυλος ἠὼς μᾶλλον ἢ φοινικοδάκτυλος, ἢ ἔτι φαυλότερον ἐρυθροδάκτυλος. καὶ ἐν τοῖς ἐπιθέτοις ἔστιν μὲν τὰς ἐπιθέσεις ποιεῖσθαι ἀπὸ φαύλου ἢ αἰσχροῦ, οἷον ὁ μητροφόντης, ἔστι δ᾽ ἀπὸ τοῦ βελτίονος, οἷον ὁ πατρὸς ἀμύντωρ· καὶ ὁ Σιμωνίδης, ὅτε μὲν ἐδίδου μισθὸν ὀλίγον αὐτῷ ὁ νικήσας τοῖς ὀρεῦσιν, οὐκ ἤθελε ποιεῖν, ὡς δυσχεραίνων εἰς ἡμιόνους ποιεῖν, ἐπεὶ δ᾽ ἱκανὸν ἔδωκεν, ἐποίησε
χαίρετ᾽ ἀελλοπόδων θύγατρες ἵππων·
καίτοι καὶ τῶν ὄνων θυγατέρες ἦσαν. ἔστιν αὖ τὸ ὑποκορίζεσθαι· ἔστιν δὲ ὁ ὑποκορισμὸς ὃ ἔλαττον ποιεῖ καὶ τὸ κακὸν καὶ τὸ ἀγαθόν, ὥσπερ καὶ Ἀριστοφάνης σκώπτει ἐν τοῖς Βαβυλωνίοις, ἀντὶ μὲν χρυσίου χρυσιδάριον, ἀντὶ δ᾽ ἱματίου ἱματιδάριον, ἀντὶ δὲ λοιδορίας λοιδορημάτιον καὶ ἀντὶ νοσήματος νοσημάτιον. εὐλαβεῖσθαι δὲ δεῖ καὶ παρατηρεῖν ἐν ἀμφοῖν τὸ μέτριον.
***
Η σκέψη μας πρέπει να λειτουργεί με τον ακόλουθο τρόπο: αν στον νέο ταιριάζει το κόκκινο ρούχο, ποιό ρούχο ταιριάζει στον ηλικιωμένο; Γιατί, βέβαια, δεν ταιριάζει και στους δύο το ίδιο ρούχο. Αν, επομένως, θέλουμε να λαμπρύνουμε κάτι και να το αναδείξουμε, η μεταφορά μας πρέπει να ξεκινά από τις καλύτερες από τις έννοιες που ανήκουν στο ίδιο γένος· αν, πάλι, θέλουμε να το κατηγορήσουμε και να το μειώσουμε, τότε από τις χειρότερες. Θέλω, π.χ., να πω ότι, επειδή τα αντίθετα ανήκουν στο ίδιο γένος, το να πούμε γι᾽ αυτόν που ζητιανεύει ότι παρακαλεί ή γι᾽ αυτόν που παρακαλεί ότι ζητιανεύει, καθώς και στις δύο αυτές περιπτώσεις το πρόσωπο για το οποίο μιλούμε ζητάει κάτι, κάνουμε στην πραγματικότητα αυτό που είπαμε παραπάνω. Έτσι και ο Ιφικράτης ονόμασε τον Καλλία «ζητιάνο της μητέρας των θεών» και όχι δαδούχο· η απάντηση του Καλλία ήταν ότι ο Ιφικράτης ήταν απλώς αμύητος· αλλιώς δεν θα τον ονόμαζε «ζητιάνο της μητέρας των θεών», αλλά δαδούχο. Στην πραγματικότητα και οι δύο αυτές λέξεις δηλώνουν ανθρώπους που είναι στην υπηρεσία της θεάς, μόνο που η μια τους έχει τιμητικό περιεχόμενο, η άλλη ατιμωτικό. Επίσης: κάποιους ανθρώπους ορισμένοι τους λένε Διονυσοκόλακες, ενώ οι ίδιοι ονομάζουν τον εαυτό τους καλλιτέχνες (και στις δυο αυτές λέξεις έχουμε μεταφορά, μόνο που η πρώτη μεταφορά επιδιώκει να αμαυρώσει, ενώ η δεύτερη το αντίθετο). Επίσης: οι ληστές ονομάζουν σήμερα τον εαυτό τους επιχειρηματίες. Γι᾽ αυτό και μπορεί κανείς στον λόγο του να πει ότι εκείνος που διέπραξε αδίκημα απλώς έσφαλε και αυτός που έσφαλε ότι διέπραξε αδίκημα, όπως και ότι αυτός που έκλεψε πήρε ή εξασφάλισε. Μια φράση, πάλι, σαν αυτήν που λέγεται στον Τήλεφο του Ευριπίδη, ότι
διαφεντεύοντας το κουπί άραξε στη Μυσία,
είναι ανάρμοστη, γιατί το διαφεντεύω είναι υπερβολικά πομπώδες για την περίπτωση· έτσι το τέχνασμα δεν μπόρεσε να μείνει απαρατήρητο.
Σφάλμα μπορεί να υπάρξει και στο συνταίριασμα των φθόγγων σε συλλαβές και λέξεις, αν δεν αναδίδουν έναν ευχάριστο ήχο. Έτσι, π.χ., ο Διονύσιος ο Χαλκούς ονομάζει στους ελεγειακούς του στίχους την ποίηση κραυγή της Καλλιόπης, επειδή και τα δύο είναι ήχοι· η μεταφορά όμως δεν είναι καλή, γιατί στις κραυγές οι ήχοι είναι ακατάληπτοι και δεν λένε απολύτως τίποτε. Έπειτα, κάτι για το οποίο δεν λέμε ακόμη τη λέξη που το δηλώνει, πρέπει να το χαρακτηρίζουμε μεταφορικά ξεκινώντας όχι από πολύ απόμακρα στοιχεία, αλλά από πράγματα συγγενικά και ομοειδή, ώστε μόλις ειπωθεί η λέξη, να γίνεται φανερό ότι εδώ υπάρχει πράγματι κάποια συγγένεια. Τέτοια είναι, π.χ., η περίπτωση του περίφημου αινίγματος
[1405b] είδα κάποιον, με φωτιά χαλκό σε κάποιον άλλον να κολλάει.
Τί ακριβώς συμβαίνει, δεν λέγεται στο αίνιγμα αυτό με συγκεκριμένη λέξη, και στις δύο όμως περιπτώσεις πρόκειται για τοποθέτηση ενός πράγματος πάνω σε κάτι άλλο. Επικόλληση λοιπόν είπε την τοποθέτηση της βεντούζας. Γενικά, στα καλοφτιαγμένα αινίγματα μπορεί κανείς να βρίσκει και επιτυχημένες μεταφορές· γιατί η μεταφορά δεν είναι παρά ένα είδος αινίγματος, και έτσι γίνεται φανερό ότι η μεταφορά είναι επιτυχημένη. Μεταφορές πρέπει, επίσης, να εξάγει κανείς από κάτι που είναι όμορφο, και η ομορφιά μιας λέξης βρίσκεται, όπως το λέει ο Λικύμνιος, ή στον ήχο της ή στο νόημά της — το ίδιο, βέβαια, και η ασχήμια της. Υπάρχει όμως και μια τρίτη παρατήρηση, που αποκρούει τη σοφιστική άποψη· δεν ισχύει, πράγματι, αυτό που έλεγε ο Βρύσων, ότι κανένας δεν μιλάει άσχημα, αφού η σημασία παραμένει η ίδια είτε χρησιμοποιήσουμε αυτήν είτε μιαν άλλη λέξη: αυτό δεν είναι αλήθεια, γιατί η μια λέξη κυριολεκτεί περισσότερο από την άλλη, μοιάζει περισσότερο από μιαν άλλη με το πράγμα που δηλώνει και είναι πιο κατάλληλη να παρουσιάσει ζωντανό μπροστά στα μάτια μας ένα πράγμα. Ακόμη, μια λέξη δεν δηλώνει ένα πράγμα με τον ίδιο τρόπο που το δηλώνει μια άλλη λέξη. Και από αυτήν, επομένως, την άποψη πρέπει να δεχτούμε ότι η μια λέξη είναι πιο όμορφη ή πιο άσχημη από την άλλη. Και οι δυο τους, πράγματι, δηλώνουν το όμορφο και το άσχημο, όχι όμως και το πώς και από ποιά άποψη είναι όμορφο ή άσχημο· αν, πάλι, το δηλώνουν, η μία, πάντως, το δηλώνει σε μεγαλύτερο και η άλλη σε μικρότερο βαθμό. Οι μεταφορές, επομένως, πρέπει να αντλούνται από ό,τι είναι ωραίο είτε από την άποψη του ήχου είτε από την άποψη του νοήματος είτε από τον τρόπο με τον οποίο γίνονται αντιληπτές οπτικά ή μέσω κάποιας άλλης αίσθησης. Υπάρχει, πράγματι, διαφορά, αν π.χ. πούμε —το καλύτερο— ροδοδάκτυλη αυγή ή πορφυροδάκτυλη ή —το χειρότερο— ερυθροδάκτυλη αυγή.
Και στους προσδιορισμούς επίσης: τους χαρακτηρισμούς μας μπορούμε να τους παίρνουμε είτε από ό,τι είναι κακό ή άσχημο (π.χ. Ορέστης ο μητροκτόνος) είτε από ό,τι είναι πιο καλό (π.χ. Ορέστης ο εκδικητής του πατέρα του). Και ο Σιμωνίδης, όταν κάποτε ο νικητής σε αγώνα με ημιόνους του πρόσφερε μικρή αμοιβή, δεν ήταν πρόθυμος να του γράψει ποίημα, δήθεν γιατί του ερχόταν άσχημα να γράψει ποίημα για ημιόνους· όταν όμως εκείνος του έδωσε αρκετά χρήματα, έγραψε
χαίρετε θυγατέρες των γοργοπόδαρων αλόγων
—φυσικά, οι ημίονοι ήταν και των όνων θυγατέρες.
Αλλά και η χρήση του υποκορισμού: ο υποκορισμός κάνει μικρότερο και το κακό και το καλό. Έτσι ο Αριστοφάνης, μιλώντας σκωπτικά στους Βαβυλωνίους του, αντί να πει λεφτά λέει λεφτουδάκια, αντί να πει ρούχο λέει ρουχαλάκι, αντί να πει βρισιά λέει βρισιματάκι και αντί να πει αρρώστια λέει αρρωστούλα. Πρέπει, πάντως, να είναι κανείς προσεκτικός και να τηρεί και στις δύο περιπτώσεις το μέτρο.
κώπης ἀνάσσων κἀποβὰς εἰς Μυσίαν,
ἀπρεπές, ὅτι μεῖζον τὸ ἀνάσσειν ἢ κατ᾽ ἀξίαν· οὐ κέκλεπται οὖν. ἔστιν δὲ καὶ ἐν ταῖς συλλαβαῖς ἁμαρτία, ἐὰν μὴ ἡδείας ᾖ σημεῖα φωνῆς, οἷον Διονύσιος προσαγορεύει ὁ χαλκοῦς ἐν τοῖς ἐλεγείοις κραυγὴν Καλλιόπης τὴν ποίησιν, ὅτι ἄμφω φωναί· φαύλη δὲ ἡ μεταφορὰ ταῖς ἀσήμοις φωναῖς. ἔτι δὲ οὐ πόρρωθεν δεῖ ἀλλ᾽ ἐκ τῶν συγγενῶν καὶ τῶν ὁμοειδῶν μεταφέρειν ‹ἐπὶ› τὰ ἀνώνυμα ὠνομασμένως ὃ λεχθὲν δῆλόν ἐστιν ὅτι συγγενές· οἷον ἐν τῷ αἰνίγματι τῷ εὐδοκιμοῦντι
[1405b] ἄνδρ᾽ εἶδον πυρὶ χαλκὸν ἐπ᾽ ἀνέρι κολλήσαντα·
ἀνώνυμον γὰρ τὸ πάθος, ἔστι δ᾽ ἄμφω πρόσθεσίς τις· κόλλησιν τοίνυν εἶπε τὴν τῆς σικύας προσβολήν. καὶ ὅλως ἐκ τῶν εὖ ᾐνιγμένων ἔστι μεταφορὰς λαβεῖν ἐπιεικεῖς· μεταφοραὶ γὰρ αἰνίττονται, ὥστε δῆλον ὅτι εὖ μετενήνεκται. καὶ ἀπὸ καλῶν· κάλλος δὲ ὀνόματος τὸ μὲν ὥσπερ Λικύμνιος λέγει, ἐν τοῖς ψόφοις ἢ τῷ σημαινομένῳ, καὶ αἶσχος δὲ ὡσαύτως. ἔτι δὲ τρίτον ὃ λύει τὸν σοφιστικὸν λόγον· οὐ γὰρ ὡς ἔφη Βρύσων οὐθένα αἰσχρολογεῖν, εἴπερ τὸ αὐτὸ σημαίνει τόδε ἀντὶ τοῦδε εἰπεῖν· τοῦτο γάρ ἐστιν ψεῦδος· ἔστιν γὰρ ἄλλο ἄλλου κυριώτερον καὶ ὡμοιωμένον μᾶλλον καὶ οἰκειότερον, τῷ ποιεῖν τὸ πρᾶγμα πρὸ ὀμμάτων. ἔτι οὐχ ὁμοίως ἔχον σημαίνει τόδε καὶ τόδε, ὥστε καὶ οὕτως ἄλλου ἄλλο κάλλιον καὶ αἴσχιον θετέον· ἄμφω μὲν γὰρ τὸ καλὸν ἢ τὸ αἰσχρὸν σημαίνουσιν, ἀλλ᾽ οὐχ ᾗ καλὸν ἢ οὐχ ᾗ αἰσχρόν· ἢ ταῦτα μέν, ἀλλὰ μᾶλλον καὶ ἧττον. τὰς δὲ μεταφορὰς ἐντεῦθεν οἰστέον, ἀπὸ καλῶν ἢ τῇ φωνῇ ἢ τῇ δυνάμει ἢ τῇ ὄψει ἢ ἄλλῃ τινὶ αἰσθήσει. διαφέρει δ᾽ εἰπεῖν, οἷον ῥοδοδάκτυλος ἠὼς μᾶλλον ἢ φοινικοδάκτυλος, ἢ ἔτι φαυλότερον ἐρυθροδάκτυλος. καὶ ἐν τοῖς ἐπιθέτοις ἔστιν μὲν τὰς ἐπιθέσεις ποιεῖσθαι ἀπὸ φαύλου ἢ αἰσχροῦ, οἷον ὁ μητροφόντης, ἔστι δ᾽ ἀπὸ τοῦ βελτίονος, οἷον ὁ πατρὸς ἀμύντωρ· καὶ ὁ Σιμωνίδης, ὅτε μὲν ἐδίδου μισθὸν ὀλίγον αὐτῷ ὁ νικήσας τοῖς ὀρεῦσιν, οὐκ ἤθελε ποιεῖν, ὡς δυσχεραίνων εἰς ἡμιόνους ποιεῖν, ἐπεὶ δ᾽ ἱκανὸν ἔδωκεν, ἐποίησε
χαίρετ᾽ ἀελλοπόδων θύγατρες ἵππων·
καίτοι καὶ τῶν ὄνων θυγατέρες ἦσαν. ἔστιν αὖ τὸ ὑποκορίζεσθαι· ἔστιν δὲ ὁ ὑποκορισμὸς ὃ ἔλαττον ποιεῖ καὶ τὸ κακὸν καὶ τὸ ἀγαθόν, ὥσπερ καὶ Ἀριστοφάνης σκώπτει ἐν τοῖς Βαβυλωνίοις, ἀντὶ μὲν χρυσίου χρυσιδάριον, ἀντὶ δ᾽ ἱματίου ἱματιδάριον, ἀντὶ δὲ λοιδορίας λοιδορημάτιον καὶ ἀντὶ νοσήματος νοσημάτιον. εὐλαβεῖσθαι δὲ δεῖ καὶ παρατηρεῖν ἐν ἀμφοῖν τὸ μέτριον.
***
Η σκέψη μας πρέπει να λειτουργεί με τον ακόλουθο τρόπο: αν στον νέο ταιριάζει το κόκκινο ρούχο, ποιό ρούχο ταιριάζει στον ηλικιωμένο; Γιατί, βέβαια, δεν ταιριάζει και στους δύο το ίδιο ρούχο. Αν, επομένως, θέλουμε να λαμπρύνουμε κάτι και να το αναδείξουμε, η μεταφορά μας πρέπει να ξεκινά από τις καλύτερες από τις έννοιες που ανήκουν στο ίδιο γένος· αν, πάλι, θέλουμε να το κατηγορήσουμε και να το μειώσουμε, τότε από τις χειρότερες. Θέλω, π.χ., να πω ότι, επειδή τα αντίθετα ανήκουν στο ίδιο γένος, το να πούμε γι᾽ αυτόν που ζητιανεύει ότι παρακαλεί ή γι᾽ αυτόν που παρακαλεί ότι ζητιανεύει, καθώς και στις δύο αυτές περιπτώσεις το πρόσωπο για το οποίο μιλούμε ζητάει κάτι, κάνουμε στην πραγματικότητα αυτό που είπαμε παραπάνω. Έτσι και ο Ιφικράτης ονόμασε τον Καλλία «ζητιάνο της μητέρας των θεών» και όχι δαδούχο· η απάντηση του Καλλία ήταν ότι ο Ιφικράτης ήταν απλώς αμύητος· αλλιώς δεν θα τον ονόμαζε «ζητιάνο της μητέρας των θεών», αλλά δαδούχο. Στην πραγματικότητα και οι δύο αυτές λέξεις δηλώνουν ανθρώπους που είναι στην υπηρεσία της θεάς, μόνο που η μια τους έχει τιμητικό περιεχόμενο, η άλλη ατιμωτικό. Επίσης: κάποιους ανθρώπους ορισμένοι τους λένε Διονυσοκόλακες, ενώ οι ίδιοι ονομάζουν τον εαυτό τους καλλιτέχνες (και στις δυο αυτές λέξεις έχουμε μεταφορά, μόνο που η πρώτη μεταφορά επιδιώκει να αμαυρώσει, ενώ η δεύτερη το αντίθετο). Επίσης: οι ληστές ονομάζουν σήμερα τον εαυτό τους επιχειρηματίες. Γι᾽ αυτό και μπορεί κανείς στον λόγο του να πει ότι εκείνος που διέπραξε αδίκημα απλώς έσφαλε και αυτός που έσφαλε ότι διέπραξε αδίκημα, όπως και ότι αυτός που έκλεψε πήρε ή εξασφάλισε. Μια φράση, πάλι, σαν αυτήν που λέγεται στον Τήλεφο του Ευριπίδη, ότι
διαφεντεύοντας το κουπί άραξε στη Μυσία,
είναι ανάρμοστη, γιατί το διαφεντεύω είναι υπερβολικά πομπώδες για την περίπτωση· έτσι το τέχνασμα δεν μπόρεσε να μείνει απαρατήρητο.
Σφάλμα μπορεί να υπάρξει και στο συνταίριασμα των φθόγγων σε συλλαβές και λέξεις, αν δεν αναδίδουν έναν ευχάριστο ήχο. Έτσι, π.χ., ο Διονύσιος ο Χαλκούς ονομάζει στους ελεγειακούς του στίχους την ποίηση κραυγή της Καλλιόπης, επειδή και τα δύο είναι ήχοι· η μεταφορά όμως δεν είναι καλή, γιατί στις κραυγές οι ήχοι είναι ακατάληπτοι και δεν λένε απολύτως τίποτε. Έπειτα, κάτι για το οποίο δεν λέμε ακόμη τη λέξη που το δηλώνει, πρέπει να το χαρακτηρίζουμε μεταφορικά ξεκινώντας όχι από πολύ απόμακρα στοιχεία, αλλά από πράγματα συγγενικά και ομοειδή, ώστε μόλις ειπωθεί η λέξη, να γίνεται φανερό ότι εδώ υπάρχει πράγματι κάποια συγγένεια. Τέτοια είναι, π.χ., η περίπτωση του περίφημου αινίγματος
[1405b] είδα κάποιον, με φωτιά χαλκό σε κάποιον άλλον να κολλάει.
Τί ακριβώς συμβαίνει, δεν λέγεται στο αίνιγμα αυτό με συγκεκριμένη λέξη, και στις δύο όμως περιπτώσεις πρόκειται για τοποθέτηση ενός πράγματος πάνω σε κάτι άλλο. Επικόλληση λοιπόν είπε την τοποθέτηση της βεντούζας. Γενικά, στα καλοφτιαγμένα αινίγματα μπορεί κανείς να βρίσκει και επιτυχημένες μεταφορές· γιατί η μεταφορά δεν είναι παρά ένα είδος αινίγματος, και έτσι γίνεται φανερό ότι η μεταφορά είναι επιτυχημένη. Μεταφορές πρέπει, επίσης, να εξάγει κανείς από κάτι που είναι όμορφο, και η ομορφιά μιας λέξης βρίσκεται, όπως το λέει ο Λικύμνιος, ή στον ήχο της ή στο νόημά της — το ίδιο, βέβαια, και η ασχήμια της. Υπάρχει όμως και μια τρίτη παρατήρηση, που αποκρούει τη σοφιστική άποψη· δεν ισχύει, πράγματι, αυτό που έλεγε ο Βρύσων, ότι κανένας δεν μιλάει άσχημα, αφού η σημασία παραμένει η ίδια είτε χρησιμοποιήσουμε αυτήν είτε μιαν άλλη λέξη: αυτό δεν είναι αλήθεια, γιατί η μια λέξη κυριολεκτεί περισσότερο από την άλλη, μοιάζει περισσότερο από μιαν άλλη με το πράγμα που δηλώνει και είναι πιο κατάλληλη να παρουσιάσει ζωντανό μπροστά στα μάτια μας ένα πράγμα. Ακόμη, μια λέξη δεν δηλώνει ένα πράγμα με τον ίδιο τρόπο που το δηλώνει μια άλλη λέξη. Και από αυτήν, επομένως, την άποψη πρέπει να δεχτούμε ότι η μια λέξη είναι πιο όμορφη ή πιο άσχημη από την άλλη. Και οι δυο τους, πράγματι, δηλώνουν το όμορφο και το άσχημο, όχι όμως και το πώς και από ποιά άποψη είναι όμορφο ή άσχημο· αν, πάλι, το δηλώνουν, η μία, πάντως, το δηλώνει σε μεγαλύτερο και η άλλη σε μικρότερο βαθμό. Οι μεταφορές, επομένως, πρέπει να αντλούνται από ό,τι είναι ωραίο είτε από την άποψη του ήχου είτε από την άποψη του νοήματος είτε από τον τρόπο με τον οποίο γίνονται αντιληπτές οπτικά ή μέσω κάποιας άλλης αίσθησης. Υπάρχει, πράγματι, διαφορά, αν π.χ. πούμε —το καλύτερο— ροδοδάκτυλη αυγή ή πορφυροδάκτυλη ή —το χειρότερο— ερυθροδάκτυλη αυγή.
Και στους προσδιορισμούς επίσης: τους χαρακτηρισμούς μας μπορούμε να τους παίρνουμε είτε από ό,τι είναι κακό ή άσχημο (π.χ. Ορέστης ο μητροκτόνος) είτε από ό,τι είναι πιο καλό (π.χ. Ορέστης ο εκδικητής του πατέρα του). Και ο Σιμωνίδης, όταν κάποτε ο νικητής σε αγώνα με ημιόνους του πρόσφερε μικρή αμοιβή, δεν ήταν πρόθυμος να του γράψει ποίημα, δήθεν γιατί του ερχόταν άσχημα να γράψει ποίημα για ημιόνους· όταν όμως εκείνος του έδωσε αρκετά χρήματα, έγραψε
χαίρετε θυγατέρες των γοργοπόδαρων αλόγων
—φυσικά, οι ημίονοι ήταν και των όνων θυγατέρες.
Αλλά και η χρήση του υποκορισμού: ο υποκορισμός κάνει μικρότερο και το κακό και το καλό. Έτσι ο Αριστοφάνης, μιλώντας σκωπτικά στους Βαβυλωνίους του, αντί να πει λεφτά λέει λεφτουδάκια, αντί να πει ρούχο λέει ρουχαλάκι, αντί να πει βρισιά λέει βρισιματάκι και αντί να πει αρρώστια λέει αρρωστούλα. Πρέπει, πάντως, να είναι κανείς προσεκτικός και να τηρεί και στις δύο περιπτώσεις το μέτρο.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου