Ο Σωκράτης τιμωρήθηκε από την κοινωνία του. Οι άντρες σαν τον Σωκράτη είναι αναπόφευκτο να τιμωρούνται, επειδή είναι άτομα και δεν επιτρέπουν σε κανέναν να κυριαρχεί πάνω τους.
Του έδωσαν δηλητήριο. Είχε ξαπλώσει στο κρεβάτι και ο άνθρωπος ο οποίος επρόκειτο να του δώσει το δηλητήριο, το ετοίμαζε. Ο ήλιος έδυε – εκείνη ήταν η ώρα που είχε ορίσει το δικαστήριο. Ο άνθρωπος όμως αρνιόταν να του δώσει το δηλητήριο. Ο Σωκράτης τον ρώτησε: “ Γιατί καθυστερείς; Περνάει η ώρα. Ο ήλιος δύει”.
Ο άνθρωπος δεν μπορούσε να πιστέψει ότι κάποιος που επρόκειτο να πεθάνει είναι τόσο ακριβής για τη σωστή ώρα του θανάτου του. Σκεφτόταν ότι μάλλον θα έπρεπε να τον ευχαριστήσει για την καθυστέρηση. Ο άνθρωπος αγαπούσε τον Σωκράτη. Τον είχε ακούσει στο δικαστήριο και είχε δει την ομορφιά του. Εκείνος μόνος του είχε περισσότερη ευφυΐα από ολόκληρη την Αθήνα.
Ήθελε να καθυστερήσει λίγο ακόμα, ώστε ο Σωκράτης να μπορέσει να ζήσει λίγο περισσότερο. Ο Σωκράτης όμως δεν τον άφησε. Είπε: “Έλα! Μην τεμπελιάζεις. Φέρε το δηλητήριο.”
Ο άνθρωπος τον ρώτησε: “Γιατί έχεις τέτοια έξαψη; Το πρόσωπό σου λάμπει. Τα μάτια σου ακτινοβολούν. Δεν καταλαβαίνεις; Πρόκειται να πεθάνεις.”
Ο Σωκράτης είπε: “Αυτό θέλω να γνωρίσω. Τη ζωή την έχω γνωρίσει. Ήταν όμορφη. Με όλες τις αγωνίες της, ήταν χαρά. Και μόνο το να αναπνέεις, είναι αρκετή χαρά. Έζησα, αγάπησα, έκανα ό,τι ήθελα να κάνω, είπα ό,τι ήθελα να πω. Τώρα θέλω να γευτώ το θάνατο. Κι όσο γρηγορότερα, τόσο το καλύτερο.
Υπάρχουν δύο πιθανότητες. Είτε η ψυχή μου θα εξακολουθεί να ζει σε άλλες μορφές, όπως λένε οι μύστες της Ανατολής – κι αυτό είναι μεγάλη έξαψη, το να συνεχίζεις αυτό το ταξίδι της ψυχής, ελεύθερος από το βάρος του σώματος, γιατί το σώμα είναι κλουβί, έχει περιορισμούς – είτε μπορεί να έχουν δίκιο οι υλιστές κι όταν πεθαίνει το σώμα, να πεθαίνουν τα πάντα.
Τίποτα δεν απομένει. Κι αυτό είναι μεγάλη έξαψη – το να μην υπάρχεις! Γνωρίζω τι σημαίνει να υπάρχω και ήρθε η ώρα να γνωρίσω τι σημαίνει να μην υπάρχω. Κι όταν εγώ δεν υπάρχω πια, ποιο είναι το πρόβλημα; Γιατί θα έπρεπε να ανησυχώ γι’ αυτό; Εγώ δεν θα βρίσκομαι εδώ για να ανησυχώ, οπότε γιατί να χάνω τον καιρό μου τώρα;”
Αυτός είναι ο άντρας που αγαπάει τον εαυτό του. Έχει αναλάβει ακόμα και την ευθύνη του ίδιου του τού θανάτου.
Ο Σωκράτης οδηγήθηκε στο δικαστήριο από την προκατάληψη των μέτριων, οι οποίοι δεν μπορούσαν να κατανοήσουν τις μεγάλες πτήσης της ευφυΐας του. Εκείνοι όμως ήταν η πλειοψηφία και αποφάσισαν το θάνατο του Σωκράτη.
Ποια ήταν η κατηγορία; Η κατηγορία ήταν ότι “διαφθείρει τους νέους. Δημιουργεί χάσμα ανάμεσα στην παλαιότερη και τη νεότερη γενιά. Οι νέοι δεν μας ακούν πια. Διαφωνούν με ό,τι τους λέμε. Κι αυτό συμβαίνει εξαιτίας αυτού του ανθρώπου”.
Οι κατήγοροι δεν μπόρεσαν να απαντήσουν σε καμία από τις ερωτήσεις που τους έκανε ο Σωκράτης. Μου φαίνεται όμως πως ούτε κατάλαβαν τι έλεγε, οπότε δεν έμπαινε καν θέμα ν’ απαντήσουν. Και εκείνος κατέστρεψε όλα τους τα επιχειρήματα.
Επειδή όμως η πόλη ήταν δημοκρατική, ο λαός αποφάσισε ότι αυτός ο άντρας είναι επικίνδυνος και έπρεπε να θανατωθεί.
Οι δικαστές ήταν κάπως καλύτεροι από το λαό. Είπαν στο Σωκράτη:
“Σου δίνουμε δύο εναλλακτικές. Αν φύγεις από την Αθήνα και υποσχεθείς να μην επιστρέψεις ποτέ πίσω, μπορείς να σώσεις τον εαυτό σου από το θάνατο. Ή, αν θέλεις να παραμείνεις στην Αθήνα, τότε θα πρέπει να σταματήσεις να μιλάς. Διαφορετικά, αύριο το απόγευμα, καθώς δύει ο ήλιος, θα πρέπει να πιεις το δηλητήριο”.
Τι έκανε ο Σωκράτης; Είπε: “Είμαι έτοιμος να πάρω το δηλητήριο αύριο ή σήμερα, όποτε ετοιμαστεί, μα δεν μπορώ να σταματήσω να λέω την αλήθεια. Αν είμαι ζωντανός, θα συνεχίσω να τη λέω, μέχρι την τελευταία μου πνοή.
Και δεν μπορώ να φύγω από την Αθήνα, μόνο και μόνο για να σωθώ, επειδή τότε θα αισθάνομαι ένας αδύναμος, που απλώς φοβήθηκε το θάνατο, που δεν μπορούσε να σηκώσει την ευθύνη του θανάτου του. Έζησα σύμφωνα με αυτά που σκεφτόμουν, με αυτά που ένιωθα, με αυτά που είμαι.
Θέλω να πεθάνω με τον ίδιο τρόπο.
Και μην νιώθετε ένοχοι. Κανένας δεν είναι υπεύθυνος για το δικό μου θάνατο. Εγώ είμαι υπεύθυνος. Ήξερα πως θα συνέβαινε, επειδή το να μιλάει κανείς για την αλήθεια σε μια κοινωνία που ζει στο ψέμα και την αυταπάτη, σημαίνει ότι πάει γυρεύοντας το θάνατο. Μην κατηγορείτε αυτούς τους κακόμοιρους, που ζήτησαν το θάνατό μου.
Αν είναι κάποιος υπεύθυνος, είμαι εγώ. Κανένας δεν αποφασίζει για μένα. Εγώ παίρνω τις αποφάσεις για τον εαυτό μου”.
Αυτό είναι αξιοπρέπεια. Αυτό είναι ακεραιότητα. Έτσι θα έπρεπε να είναι κάθε άντρας. Και αν ολόκληρη η γη γεμίσει από τέτοιους άντρες, τότε μπορούμε να κάνουμε αυτή τη γη τόσο όμορφη, τόσο εκστατική, τόσο γεμάτη αφθονία στα πάντα…
Πρέπει να αναλάβεις εσύ την ευθύνη για τον εαυτό σου.
Θα είσαι όμως σε θέση να την αναλάβεις, μόνο αν αρχίσεις να αγαπάς αυτό που είσαι.
Έτσι σε θέλει η ύπαρξη να είσαι.
Του έδωσαν δηλητήριο. Είχε ξαπλώσει στο κρεβάτι και ο άνθρωπος ο οποίος επρόκειτο να του δώσει το δηλητήριο, το ετοίμαζε. Ο ήλιος έδυε – εκείνη ήταν η ώρα που είχε ορίσει το δικαστήριο. Ο άνθρωπος όμως αρνιόταν να του δώσει το δηλητήριο. Ο Σωκράτης τον ρώτησε: “ Γιατί καθυστερείς; Περνάει η ώρα. Ο ήλιος δύει”.
Ο άνθρωπος δεν μπορούσε να πιστέψει ότι κάποιος που επρόκειτο να πεθάνει είναι τόσο ακριβής για τη σωστή ώρα του θανάτου του. Σκεφτόταν ότι μάλλον θα έπρεπε να τον ευχαριστήσει για την καθυστέρηση. Ο άνθρωπος αγαπούσε τον Σωκράτη. Τον είχε ακούσει στο δικαστήριο και είχε δει την ομορφιά του. Εκείνος μόνος του είχε περισσότερη ευφυΐα από ολόκληρη την Αθήνα.
Ήθελε να καθυστερήσει λίγο ακόμα, ώστε ο Σωκράτης να μπορέσει να ζήσει λίγο περισσότερο. Ο Σωκράτης όμως δεν τον άφησε. Είπε: “Έλα! Μην τεμπελιάζεις. Φέρε το δηλητήριο.”
Ο άνθρωπος τον ρώτησε: “Γιατί έχεις τέτοια έξαψη; Το πρόσωπό σου λάμπει. Τα μάτια σου ακτινοβολούν. Δεν καταλαβαίνεις; Πρόκειται να πεθάνεις.”
Ο Σωκράτης είπε: “Αυτό θέλω να γνωρίσω. Τη ζωή την έχω γνωρίσει. Ήταν όμορφη. Με όλες τις αγωνίες της, ήταν χαρά. Και μόνο το να αναπνέεις, είναι αρκετή χαρά. Έζησα, αγάπησα, έκανα ό,τι ήθελα να κάνω, είπα ό,τι ήθελα να πω. Τώρα θέλω να γευτώ το θάνατο. Κι όσο γρηγορότερα, τόσο το καλύτερο.
Υπάρχουν δύο πιθανότητες. Είτε η ψυχή μου θα εξακολουθεί να ζει σε άλλες μορφές, όπως λένε οι μύστες της Ανατολής – κι αυτό είναι μεγάλη έξαψη, το να συνεχίζεις αυτό το ταξίδι της ψυχής, ελεύθερος από το βάρος του σώματος, γιατί το σώμα είναι κλουβί, έχει περιορισμούς – είτε μπορεί να έχουν δίκιο οι υλιστές κι όταν πεθαίνει το σώμα, να πεθαίνουν τα πάντα.
Τίποτα δεν απομένει. Κι αυτό είναι μεγάλη έξαψη – το να μην υπάρχεις! Γνωρίζω τι σημαίνει να υπάρχω και ήρθε η ώρα να γνωρίσω τι σημαίνει να μην υπάρχω. Κι όταν εγώ δεν υπάρχω πια, ποιο είναι το πρόβλημα; Γιατί θα έπρεπε να ανησυχώ γι’ αυτό; Εγώ δεν θα βρίσκομαι εδώ για να ανησυχώ, οπότε γιατί να χάνω τον καιρό μου τώρα;”
Αυτός είναι ο άντρας που αγαπάει τον εαυτό του. Έχει αναλάβει ακόμα και την ευθύνη του ίδιου του τού θανάτου.
Ο Σωκράτης οδηγήθηκε στο δικαστήριο από την προκατάληψη των μέτριων, οι οποίοι δεν μπορούσαν να κατανοήσουν τις μεγάλες πτήσης της ευφυΐας του. Εκείνοι όμως ήταν η πλειοψηφία και αποφάσισαν το θάνατο του Σωκράτη.
Ποια ήταν η κατηγορία; Η κατηγορία ήταν ότι “διαφθείρει τους νέους. Δημιουργεί χάσμα ανάμεσα στην παλαιότερη και τη νεότερη γενιά. Οι νέοι δεν μας ακούν πια. Διαφωνούν με ό,τι τους λέμε. Κι αυτό συμβαίνει εξαιτίας αυτού του ανθρώπου”.
Οι κατήγοροι δεν μπόρεσαν να απαντήσουν σε καμία από τις ερωτήσεις που τους έκανε ο Σωκράτης. Μου φαίνεται όμως πως ούτε κατάλαβαν τι έλεγε, οπότε δεν έμπαινε καν θέμα ν’ απαντήσουν. Και εκείνος κατέστρεψε όλα τους τα επιχειρήματα.
Επειδή όμως η πόλη ήταν δημοκρατική, ο λαός αποφάσισε ότι αυτός ο άντρας είναι επικίνδυνος και έπρεπε να θανατωθεί.
Οι δικαστές ήταν κάπως καλύτεροι από το λαό. Είπαν στο Σωκράτη:
“Σου δίνουμε δύο εναλλακτικές. Αν φύγεις από την Αθήνα και υποσχεθείς να μην επιστρέψεις ποτέ πίσω, μπορείς να σώσεις τον εαυτό σου από το θάνατο. Ή, αν θέλεις να παραμείνεις στην Αθήνα, τότε θα πρέπει να σταματήσεις να μιλάς. Διαφορετικά, αύριο το απόγευμα, καθώς δύει ο ήλιος, θα πρέπει να πιεις το δηλητήριο”.
Τι έκανε ο Σωκράτης; Είπε: “Είμαι έτοιμος να πάρω το δηλητήριο αύριο ή σήμερα, όποτε ετοιμαστεί, μα δεν μπορώ να σταματήσω να λέω την αλήθεια. Αν είμαι ζωντανός, θα συνεχίσω να τη λέω, μέχρι την τελευταία μου πνοή.
Και δεν μπορώ να φύγω από την Αθήνα, μόνο και μόνο για να σωθώ, επειδή τότε θα αισθάνομαι ένας αδύναμος, που απλώς φοβήθηκε το θάνατο, που δεν μπορούσε να σηκώσει την ευθύνη του θανάτου του. Έζησα σύμφωνα με αυτά που σκεφτόμουν, με αυτά που ένιωθα, με αυτά που είμαι.
Θέλω να πεθάνω με τον ίδιο τρόπο.
Και μην νιώθετε ένοχοι. Κανένας δεν είναι υπεύθυνος για το δικό μου θάνατο. Εγώ είμαι υπεύθυνος. Ήξερα πως θα συνέβαινε, επειδή το να μιλάει κανείς για την αλήθεια σε μια κοινωνία που ζει στο ψέμα και την αυταπάτη, σημαίνει ότι πάει γυρεύοντας το θάνατο. Μην κατηγορείτε αυτούς τους κακόμοιρους, που ζήτησαν το θάνατό μου.
Αν είναι κάποιος υπεύθυνος, είμαι εγώ. Κανένας δεν αποφασίζει για μένα. Εγώ παίρνω τις αποφάσεις για τον εαυτό μου”.
Αυτό είναι αξιοπρέπεια. Αυτό είναι ακεραιότητα. Έτσι θα έπρεπε να είναι κάθε άντρας. Και αν ολόκληρη η γη γεμίσει από τέτοιους άντρες, τότε μπορούμε να κάνουμε αυτή τη γη τόσο όμορφη, τόσο εκστατική, τόσο γεμάτη αφθονία στα πάντα…
Πρέπει να αναλάβεις εσύ την ευθύνη για τον εαυτό σου.
Θα είσαι όμως σε θέση να την αναλάβεις, μόνο αν αρχίσεις να αγαπάς αυτό που είσαι.
Έτσι σε θέλει η ύπαρξη να είσαι.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου