ΒΙΟΛΟΓΙΚΟΣ ΚΑΙ ΧΗΜΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ
O βιολογικός πόλεμος ως έννοια είναι "εφεύρημα" του 20ού αιώνα, ωστόσο αντίστοιχες πρακτικές έχουν ιστορία χιλιετιών, καθώς χρησιμοποιούνταν ήδη από την αρχαιότητα σε πολλές περιοχές του κόσμου. Oι σύγχρονες θεωρίες, αλλά και πρακτικές εφαρμογές διεξαγωγής πολεμικών επιχειρήσεων, ιδιαίτερα μετά το τέλος του B' Παγκοσμίου Πολέμου, έχουν υιοθετήσει την έννοια της "ασύμμετρης απειλής". Είναι γνωστό ότι η χρήση του όρου καθιερώθηκε και διαδόθηκε μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου.O αντικειμενικός σκοπός όσον αφορά στη χρήση του ήταν να δηλώσει τη μεταχείριση μη συμβατικών τρόπων και μεθόδων για την αντιμετώπιση ενός αντιπάλου που κινείται σε διαφορετική κλίμακα μεγέθους...
ΧΗΜΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ
Ορισμός
Με τον όρο χημικό πόλεμο, εννοούμε τον πόλεμο που γίνεται με καθαρά χημικά μέσα που έχουν κάποια τοξικότητα και τα οποία κατευθύνονται κύρια προς τον μαχητή, δεν προκαλούν υλικές ζημιές (καταστροφές όπλων ή κτιρίων) και είναι βασικά μαζικά όπλα, δηλαδή στοχεύουν σε εκτεταμένους χώρους και όχι σε συγκεκριμένο στόχο μικρού μεγέθους. Μπορεί να είναι επιθετικός ή αμυντικός, ανάλογα με τα μέσα που χρησιμοποιούνται.
ΒΙΟΛΟΓΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ
Ορισμός
Εκτός από τις επιθέσεις με χημικές ουσίες και με άλλα συμβατικά όπλα, δεν είναι δυνατό να παραβλέψει κανείς τις προσβολές με βιολογικές ουσίες. Ο πραγματικός άγνωστος πόλεμος ήταν αυτός της προσπάθειας ανάπτυξης των βιολογικών όπλων, που από πολλούς χαρακτηρίστηκαν ως το όπλο του επόμενου πολέμου, αφού τα περισσότερα είναι άοσμα και άχρωμα και είναι πολύ επικίνδυνα λόγω της προσιτής φύσης τους καθώς και, της τάσης τους για ταχύτατη εξάπλωση. Η παγκόσμια οργάνωση υγείας σημειώνει ότι τουλάχιστον 44 ιοί, βακτήρια, μύκητες και πρωτόζωα έχουν καταγραφεί ως πιθανά βιολογικά όπλα.
Βιολογικός πόλεμος λέγεται το είδος του πολέμου που διεξάγεται με την χρήση βιολογικών όπλων, που είναι διάφορες ουσίες, οι οποίες λαμβάνονται από τον ζωντανό κόσμο, τη βιόσφαιρα, που αποτελείται από ζώα, φυτά και μικροοργανισμούς. Εδώ ανήκει και ο ψυχολογικός πόλεμος, όπου γίνεται χρήση απειλών ή παραπειστικών ενεργειών. Συνήθως, τα βιολογικά όπλα είναι παθογόνοι μικροοργανισμοί ή προϊόντα αυτών. Τα πάντα όμως, είναι δυνατό να χρησιμοποιηθούν.
Ιστορική Αναδρομή
Κατά την αρχαιότητα γινόταν περιστασιακή χρήση των βιολογικών όπλων. Οι αντίπαλοι, δηλαδή, εκμεταλλεύονταν τις τυχόν κακές υγειονομικές συνθήκες στο αντίπαλο στρατόπεδο, όπως ήταν επιδημίες, ώστε να κάνουν έφοδο. Γνωστή είναι η σημασία του λοιμού στην Αθήνα για την έκβαση του Πελοποννησιακού πολέμου. Ινδοί τοξότες πολέμησαν το Μέγα Αλέξανδρο, χρησιμοποιώντας βέλη που είχαν βουτήξει πρώτα σε δηλητήριο.
Στο βιβλίο Κριταί της Παλαιάς Διαθήκης αναφέρεται, ότι ο Σαμψών έκαψε όλες τις καλλιέργειες των αντιπάλων με αναμμένους δαυλούς που τους είχε δέσει στις ουρές 300 αλεπούδων, που απόλυσε στα κτήματα των Φιλισταίων. Πρόκειται, δηλαδή, περί συνδυασμού του βιολογικού όπλου (αλεπούδες) και της πυράς.
Είναι χαρακτηριστικό ότι προχώρησαν σε τροποποίηση των ιών, φτιάχνοντας καινούργιες άγνωστες και, αδύνατο να αντιμετωπιστούν, ασθένειες. «Όποιος δεν έχει δει το Σοβιετικό βιολογικό οπλοστάσιο, δεν μπορεί να καταλάβει τη διαφορά της διασποράς ενός φυσικού ιού, από τη δημιουργία ενός σύγχρονου βιολογικού όπλου», δήλωσε ένα από τα στελέχη του αντίστοιχου προγράμματος που αποστάτησε στη Δύση στα τέλη της δεκαετίας του ’80.
Επίσης, οι Σοβιετικοί διαμόρφωσαν και «επιχειρησιακά» βιολογικά όπλα, που δεν επιφέρουν το θάνατο στον αντίπαλο, αλλά τον αδρανοποιούν. Στα πιο τρομερά όπλα τους πρέπει να περιλαμβάνεται κι ένας τροποποιημένος ιός της ευλογιάς, που θα μπορούσε κυριολεκτικά να σαρώσει. Από την άλλη μεριά, στις Η.Π.Α η βασική προτεραιότητα παρέμεινε πάντα ο πυρηνικός πόλεμος. Ίσως γι’ αυτό πρότειναν το 1969 τη θέσπιση συνθήκης απαγόρευσης της χρήσης βιολογικών όπλων.
ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΜΑΖΙΚΗΣ ΒΙΟ-ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Τον 6ο και τον 7ο αιώνα π.Χ., οι Ασσύριοι συνήθιζαν να μολύνουν (συστηματικά) τα πηγάδια των εχθρών τους. Επίσης, όταν ο περίφημος λοιμός των Αθηνών, προκάλεσε διακόσια χρόνια αργότερα τον θάνατο του ενός τετάρτου του πληθυσμού (10.000 κατοίκων) της πόλης, οι Πελοποννήσιοι κατηγορήθηκαν ότι είχαν μολύνει τις πηγές. Κι όμως, τελικά, ηττήθηκαν από τους Αθηναίους. Παρόμοιες αφηγήσεις για τη μόλυνση πηγαδιών, είτε από τοξικές ουσίες, όπως η ερυσίβη (μύκητας) της σίκαλης, είτε από ιούς προερχόμενους από πτώματα ζώων, δεν έλειπαν ποτέ.
Ήταν μια «τεχνική» που χρησιμοποιήθηκε πολλές φορές στο διάβα των αιώνων, ως τον Μεσαίωνα. Όπως συνέβη το 1158 κατά την πολιορκία της Τορτόνας στο Πεδεμόντιο. Τότε ο αυτοκράτορας Φρειδερίκος Α’ Βαρβαρόσας, κατά την εκστρατεία του εναντίον των Λομβαρδικών πόλεων, έριξε αποσυντεθειμένα πτώματα στα πηγάδια, κάνοντας έτσι το νερό ακατάλληλο προς κατανάλωση... Κατά τον Ηρόδοτο, τον 5ο αιώνα π.Χ., οι Σκύθες τοξότες πριν χρησιμοποιήσουν τα βέλη τους βύθιζαν τις αιχμές τους σε σάπια πτώματα ή σε κοπριά, για να προκαλέσουν στον εχθρό γάγγραινα ή τέτανο.
Ο βιολογικός πόλεμος μπορεί να πάρει και πιο έμμεσες μορφές. Ορισμένοι στρατηγοί, λόγου χάρη, ανάγκαζαν κατά κάποιον τρόπο τα εχθρικά στρατεύματα να στρατοπεδεύσουν για πολύ καιρό σε ανθυγιεινές περιοχές. Το 415 π.Χ., κατά την πολιορκία των Συρακουσών, ο στρατηγός των Συρακουσίων Ερμοκράτης ανάγκασε τον Αθηναίο στρατηγό Νικία να παραμείνει περισσότερο απ’ όσο χρειαζόταν σε μια υγρή πεδιάδα, όπου θέριζε η ελονοσία. Αποδεκατισμένο, το εκστρατευτικό σώμα των Αθηναίων, έλυσε μετά από λίγο την πολιορκία, και η Αθήνα είδε κι έπαθε να συνέλθει μετά από αυτή την καταστροφή.
Η ίδια ιδέα χρησιμοποιήθηκε και πάλι μετά από εξήντα χρόνια σε μια άλλη πολιορκία, εκείνη του Αστακού, -μιας μικρής πόλης κοντά στον Κόλπο του Τάραντα, του σημερινού Πολίκορο- από τον τύραννο της Ηράκλειας Κλέαρχο. Αυτός, λοιπόν, ανάγκασε τον στρατό από τον οποίο ήθελε να απαλλαγεί, να στρατοπεδεύσει σε μία ελώδη περιοχή, ανάμεσα σε λακκούβες με λιμνάζοντα νερά... Αλλά η ελονοσία και η γάγγραινα δεν ήταν τίποτα μπροστά στην πανούκλα. Το 1344, οι Μογγόλοι πολιορκούσαν την πόλη Κάφφα (σήμερα Θεοδοσία), στην ανατολική ακτή της Κριμαίας, που την κατείχαν οι Γενοβέζοι.
Οι πολιορκημένοι αντιστέκονταν για τρία ολόκληρα χρόνια, και οι Μογγόλοι ετοιμάζονταν να λύσουν την πολιορκία, όταν έκανε την εμφάνισή της η πανούκλα, η οποία είχε φτάσει με τα καραβάνια των εμπόρων. Ο αρχηγός των Μογγόλων, αποφάσισε να εκσφενδονίσει πάνω από τα τείχη στο εσωτερικό της πόλης τα πτώματα των σκοτωμένων στρατιωτών του «ώστε η αφόρητη δυσοσμία να δώσει τη χαριστική βολή στους πολιορκημένους». Δεν ήξερε, όμως, ασφαλώς, ότι τελικά οι ψείρες και οι ψύλλοι, φορείς του βακίλλου του Γιερσέν («Yersinia pestis»), που υπήρχε στα πτώματα, θα μετέδιδαν την ασθένεια στους πολιορκημένους...
Και φυσικά, δεν υποψιαζόταν το μέγεθος της βακτηριολογικής καταστροφής που θα προκαλούσε. Οι Γενοβέζοι έφυγαν για την πατρίδα τους, αλλά τα πλοία τους μετέφεραν εν αγνοία τους έναν αόρατο και φονικό εχθρό: την πνευμονική πανώλη. Οι γαλέρες άραξαν πρώτα στη Μεσσήνη, και ύστερα στη Βενετία, στη Γένοβα και στη Μασσαλία, το 1347. Στα μέσα Μαρτίου του 1348, η πανώλη που είχε φτάσει στην Αβινιόν, απείλησε τον πάπα Κλήμεντα ΣΤ’ και συνέχισε την προέλασή της στην κοιλάδα του Ροδανού.
Κτύπησε τη Λυών στα τέλη Απριλίου, το Παρίσι τον Αύγουστο, και το φθινόπωρο είχε πια εξαπλωθεί σε όλη τη Γαλλία, πριν μεταδοθεί στην υπόλοιπη Ευρώπη, και έφτασε στη Ρωσία το 1353. Η επιδημία αποδόθηκε στην αρχή στη «μόλυνση του αέρα», η οποία είχε προκληθεί από μία «κακή συζυγία πλανητών». Αλλά κάποιοι δεν άργησαν ν’ αναζητήσουν τον αποδιοπομπαίο τράγο: κατηγόρησαν τους Εβραίους ότι είχαν μολύνει το νερό. Ασφαλώς, εκείνη την εποχή, (οι άνθρωποι δεν είχαν καταλάβει τη σχέση αυτής της πανδημίας με όσα είχαν συμβεί στην Κριμαία. Και φυσικά, ολόκληρη η Ευρώπη το αγνοούσε.
KPAΣI ME MANΔPAΓOPA
H χρήση κρασιού, στο οποίο είχε προστεθεί δηλητήριο ή υπνωτικό, κατά του εχθρού ήταν μία πρακτική αρκετά διαδεδομένη στην αρχαιότητα. Δύο διαφορετικοί Καρχηδόνιοι κυβερνήτες, ο Ιμίλκων και ο Μαάρβας, χρεώθηκαν τη νίκη επί βαρβαρικών φυλών χάρη σε δηλητηριασμένο κρασί. Σύμφωνα με τον Πολύαινο, ο Ιμίλκων είχε χάσει αρκετές μάχες όταν το 406 και το 400 π.X. λοιμός μάστιζε τα στρατεύματά του. Mε τις δυνάμεις του σημαντικά μειωμένες, επινόησε ένα στρατηγικό τέχνασμα για να κατακτήσει μία φυλή της Βορείου Αφρικής που είχε επαναστατήσει το 396 π.X.
O Ιμίλκων νίκησε τους Λίβυους, εκμεταλλευόμενος την αγάπη τους για το κρασί. Μόλυνε κανάτες κρασιού με μανδραγόρα, τις άφησε στο στρατόπεδό του και προσποιήθηκε ότι υποχωρεί. Oι Λίβυοι ήπιαν το κρασί και γρήγορα ναρκώθηκαν. Oι Καρχηδόνιοι επέστρεψαν αργότερα και σκότωσαν τους αναίσθητους Λίβυους. O μανδραγόρας είναι ρίζα με ισχυρές ναρκωτικές ιδιότητες, η οποία ανήκει στην οικογένεια του φυτού που ονομάζεται στρύχνος (που περιέχει στρυχνίνη) και προέρχεται από τη Βόρειο Αφρική, οπότε υπήρξε πολύ γνωστό φάρμακο στην Καρχηδόνα.
Oπως και στην περίπτωση του ελλέβορου, υπήρχαν δύο είδη μανδραγόρα, ο λευκός (αρσενικός) και ο μαύρος (θηλυκός), το δε φυτό έπρεπε να συλλέγεται από σαμάνους που γνώριζαν την κατάλληλη τελετουργία. Oι ρίζες, οι οποίες είχαν δυνατή μυρωδιά, κόβονταν σε φέτες και αποξηραίνονταν στον ήλιο, ενώ αργότερα κονιορτοποιούνταν ή βράζονταν και διατηρούνταν μέσα σε κρασί (ίσως αυτή η τακτική να ενέπνευσε τον Ιμίλκωνα ώστε να ρίξει μανδραγόρα σε βαρέλια με κρασί).
Σύμφωνα με τον Πλίνιο, μόνο οι αναθυμιάσεις του μανδραγόρα προκαλούσαν ζάλη και όσοι εισέπνεαν βαθιά, αποσβολώνονταν. O Φροντίνος περιέγραψε το μανδραγόρα ως ένα ναρκωτικό του οποίου οι ιδιότητες βρίσκονται κάπου ανάμεσα σε δηλητήριο και υπνωτικό. Mία ελάχιστη δόση, την οποία είτε εισέπνεαν είτε έπιναν, λειτουργούσε ως υπνωτικό φάρμακο ή αναισθητικό πριν το χειρουργείο, αλλά όσοι εν αγνοία τους λάμβαναν αυτό το φάρμακο σε αφθονία, έπεφταν σε κώμα.
O Μαάρβας (ή Μαχάρμπαλ), αξιωματικός του ιππικού του Αννίβα, επίσης χρησιμοποιούσε μανδραγόρα εναντίον ορισμένων ανώνυμων "βαρβάρων". Αναμείγνυε μία μεγάλη ποσότητα κρασιού με κονιορτοποιημένη ρίζα μανδραγόρα και άφηνε το κρασί στο στρατόπεδό του. Oπως μας λέει ο Φροντίνος, οι βάρβαροι καταλάμβαναν το στρατόπεδο και έπιναν αχόρταγα το κρασί με το ναρκωτικό. O Μαάρβας επέστρεφε και τους έσφαζε, καθώς κείτονταν ξαπλωμένοι.
Συχνά, οι λαοί τους οποίους οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι αποκαλούσαν "βαρβάρους", χρησιμοποιούσαν πράγματι ανάλογες "βιολογικές" τακτικές εξολόθρευσης εναντίον άλλων βαρβάρων. Για παράδειγμα, όταν οι Κέλτες και οι Αυταριάτες βρίσκονταν εμπλεκόμενοι σε έναν μακροχρόνιο πόλεμο, ο ιστορικός Θεόμορφος (4ος π.X.) ανέφερε ότι οι Κέλτες έβαζαν ναρκωτικό από βότανα στο φαγητό και στο κρασί τους και τα άφηναν στις σκηνές τους, εγκαταλείποντας τη νύχτα το στρατόπεδό τους.
Oι Αυταριάτες νομίζοντας ότι οι Κέλτες είχαν τραπεί σε φυγή από το φόβο τους, κατέλαβαν τις σκηνές και απόλαυσαν ελεύθερα το κρασί και το φαγητό. Oι Κέλτες επέστρεψαν και εξολόθρευσαν τους Αυταριάτες, καθώς κείτονταν αδύναμοι από τη διάρροια και την εξασθένηση. Tα συμπτώματα του φυτού που χρησιμοποιήθηκε στη συγκεκριμένη περίπτωση μοιάζουν με αυτά του ελλέβορου, που γνωρίζουμε ότι τα χρησιμοποιούσαν Κέλτες τοξοβόλοι, για να δηλητηριάσουν τα βέλη τους.
Aκόμη και ο Ιούλιος Καίσαρ, κατά τη διάρκεια της εμπλοκής του με πειρατές στη Μικρά Aσία, περίπου το 75 π.X., χρησιμοποίησε μανδραγόρα σε κρασί, όταν βρέθηκε σε κίνδυνο. Την εποχή εκείνη, οι πειρατές της Κιλικίας λυμαίνονταν την ανατολική Μεσόγειο. Σε ένα θαλάσσιο ταξίδι από τη Ρώμη στη Βιθυνία, ο νεαρός Καίσαρ αιχμαλωτίστηκε κοντά στον Κάβο Mαλέα από τους Κιλίκιους πειρατές. Κατόπιν, οι πειρατές έπλευσαν στη Μίλητο απ' όπου απαίτησαν μεγάλο ποσό λύτρων για την απελευθέρωση του Καίσαρα.
O Καίσαρ κατάφερε να στείλει μυστικά ένα μήνυμα στους Μιλήσιους, ζητώντας να φέρουν διπλό το ποσό των λύτρων μαζί με προμήθειες για μία μεγάλη γιορτή - για την ακρίβεια, αμφορείς ή κανάτες με κρασί εμπλουτισμένο με μανδραγόρα και άλλο ένα μεγάλο δοχείο μέσα στο οποίο θα έκρυβαν σπαθιά. Oι ανυποψίαστοι πειρατές γιόρτασαν πίνοντας άφθονο κρασί και σύντομα σωριάστηκαν αναίσθητοι στο κατάστρωμα του πλοίου. Oι Μιλήσιοι επέστρεψαν και τους μαχαίρωσαν όλους και ο Καίσαρ τους επέστρεψε τα χρήματα των λύτρων.
Την πιο πρώιμη εφαρμογή της χρήσης κρασιού κατά του εχθρού βρίσκουμε στον Ηρόδοτο και καταγράφηκε στον πόλεμο των Περσών με το λαό των Μασαγετών, που τοποθετείται περίπου στο σημερινό Ουζμπεκιστάν, ενώ την εποχή του Ηροδότου θεωρούνταν ως Σκυθικό φύλο. Σε μία φάση της ένοπλης αυτής σύγκρουσης, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, περίπου το 1/3 του στρατού των Μασαγετών, με επικεφαλής το γιο της Βασίλισσας των Μασαγετών, Τόμυρι, επιτέθηκε στο σώμα του στρατού των Περσών, το οποίο ήταν στρατοπεδευμένο.
O Κύρος, βασιλιάς των Περσών, είχε αφήσει εσκεμμένα αυτό το κομμάτι του στρατού πίσω, καθώς αποτελούσε το ασθενέστερο τμήμα του στρατού του. Ταυτόχρονα, είχε δώσει εντολή να στηθούν σκηνές και να ετοιμαστούν τραπέζια με άφθονο φαγητό και κυρίως κρασί, γνωρίζοντας ότι οι Μασαγέτες δεν έπιναν κρασί και δεν θα ήταν συνηθισμένοι στις παρενέργειες από την κατάχρησή του.
Oι Μασαγέτες, μετά την εύκολη νίκη τους, άρχισαν να απολαμβάνουν τις εκλεκτές τροφές και κυρίως το κρασί. Γρήγορα το κρασί τούς ζάλισε και τούς αποκοίμισε. Κατόπιν, ο Κύρος, επιστρέφοντας, σφαγίασε όσους προσπάθησαν να αντισταθούν και αιχμαλώτισε τους υπόλοιπους, μαζί με το γιο της Βασίλισσας, τον πρίγκιπα Σπαργαπίστη.
ΜΑΥΡΗ ΠΑΝΩΛΗ
Ένα από τα φονικότερα περιστατικά βιολογικού πολέμου, το οποίο υπήρξε η αφορμή για μία από τις μεγαλύτερες πανδημίες στην ανθρώπινη ιστορία, τη μαύρη πανώλη, ξεκίνησε από την πολιορκία της Κάφφα, της σημερινής Θεοδοσίας, το 1344. Kατά την εποχή αυτή, οι Μογγόλοι πολιόρκησαν την Κάφφα, στη σημερινή Ανατολική Ουκρανία, η οποία βρισκόταν υπό την κατοχή των Γενουατών. H πολιορκία κράτησε τρία ολόκληρα χρόνια και οι Μογγόλοι ετοιμάζονταν να τη λύσουν. Τότε έκανε την εμφάνισή της η πανώλη, η οποία προφανώς είχε μεταφερθεί με τα καραβάνια των εμπόρων.
O αρχηγός των Μογγόλων αποφάσισε να εκσφενδονίσει πάνω από τα τείχη, στο εσωτερικό της πόλης, τα πτώματα των μολυσμένων με πανώλη, νεκρών στρατιωτών του, ώστε η δυσοσμία να καταβάλει την αντίσταση των πολιορκημένων. Τελικά, οι ψείρες και οι ψύλλοι, φορείς του βακίλου του Γιερσέν (yersinia pestis), που υπήρχαν στα πτώματα, μετέδωσαν την ασθένεια στους πολιορκημένους. Κατόπιν, οι Γενουάτες απέπλευσαν εσπευσμένα για την πατρίδα τους, μεταφέροντας ωστόσο στα πλοία τους την πανώλη.
Μετά από στάσεις στη Μεσσήνη της Πελοποννήσου, τη Βενετία, τη Γένοβα, το 1347 έφτασαν στη Μασσαλία. Μέχρι τα μέσα Mαρτίου του 1348, η πανώλη είχε εξαπλωθεί μέχρι την Αβινιόν και συνέχιζε την εξάπλωσή της στην κοιλάδα του Ροδανού. Στα τέλη Απριλίου προσβλήθηκε ο πληθυσμός της Λυών και τον Αύγουστο το Παρίσι. Tο φθινόπωρο είχε πλέον εξαπλωθεί σε όλη τη Γαλλία, πριν μεταδοθεί στην υπόλοιπη Ευρώπη. Στη Ρώμη έφτασε το 1353.
H επιδημία αποδόθηκε στην αρχή στη "μόλυνση του αέρα", η οποία είχε προκληθεί από μία "κακή συζυγία των πλανητών". Eκείνη την εποχή, ασφαλώς, οι άνθρωποι δεν είχαν αντιληφθεί τη σχέση αυτής της πανδημίας με τα γεγονότα που είχαν λάβει χώρα στην Κριμαία. Το γεγονός αυτό που χαρακτηρίσθηκε ως η "μαύρη πανώλη", αποτέλεσε το μείζον δράμα του τέλους του Μεσαίωνα και είχε συνολικά 25 εκατομμύρια θύματα μέσα σε τέσσερα χρόνια, εξόντωσε, δηλαδή, το ένα τρίτο του πληθυσμού της Ευρώπης τότε.
TO EΔAΦOΣ ΩΣ BIOΛOΓIKOΣ ΠAPAΓΩN
Oι παραπάνω ιστορικές αναφορές καταγράφουν τις διάφορες περιπτώσεις όπου βιολογικοί παράγοντες χρησιμοποιήθηκαν εκ προθέσεως από τον άνθρωπο σε πολεμικές αναμετρήσεις και μάλιστα με διάφορες μορφές. Υπάρχει ωστόσο και ένας μεγάλος αριθμός στρατηγημάτων και περιπτώσεων οι οποίες αποτελούν πιο έμμεσες μορφές βιολογικού πολέμου. Mία από αυτές ήταν η πίεση προς τον εχθρό, ώστε να στρατοπεδεύει σε εδάφη που μπορεί να έχουν βλαβερές συνέπειες σε ένα στράτευμα και η οποία αποτέλεσε πάγια τακτική στην αρχαιότητα.
Για παράδειγμα, το 415 π.X. κατά την πολιορκία των Συρακουσών, ο στρατηγός των Συρακούσιων, Ευρυμέδων, εφαρμόζοντας την τακτική της διπλωματικής κωλυσιεργίας εξανάγκασε ουσιαστικά τον Αθηναίο στρατηγό Νικία να παρατείνει την παραμονή του στην ελώδη πεδιάδα δίπλα στην πόλη, όπου είχε εκδηλωθεί ελονοσία. Έτσι, το εκστρατευτικό σώμα των Αθηναίων αποδεκατίστηκε, υποχρεώθηκε να λύσει την πολιορκία της πόλης και μετά την τρομερή ήττα που υπέστη, εξαναγκάστηκε σε παράδοση.
Επίσης, το 397 π.X. οι Καρχηδόνιοι στρατοπέδευσαν στο ίδιο σημείο με τους Αθηναίους στη Σικελία και εξολοθρεύτηκαν από ελονοσία. Μία ακόμη έμμεση μορφή βιολογικού πολέμου μπορεί να θεωρηθεί η χρήση ζώων για την εξασφάλιση πλεονεκτήματος σε μία ένοπλη σύγκρουση. Περίφημη είναι η νίκη που πέτυχε ο ξακουστός Καρχηδόνιος στρατηγός Αννίβας στη ναυμαχία κατά του Ευμένη B' της Περγάμου. O Αννίβας, γνωρίζοντας ότι οι ναυτικές δυνάμεις του ήταν υποδεέστερες, έβαλε τους άντρες του και μάζεψαν δηλητηριώδη φίδια και σκορπιούς από τις γύρω ακτές και τα τοποθέτησε σε αγγεία.
Oταν ξεκίνησε η ναυμαχία, οι άνδρες του Αννίβα εκτόξευσαν τα αγγεία στα πλοία του Ευμένη. Tο στρατήγημα αυτό έδωσε τη νίκη στον Αννίβα, καθώς οι Περγαμηνοί είχαν να αντιμετωπίσουν φίδια και σκορπιούς, εκτός από τους πολεμιστές του Αννίβα. Aκόμη, η φυσική απέχθεια των αλόγων του λυδικού ιππικού του Κροίσου προς τις καμήλες έδωσε τη νίκη στο βασιλιά Κύρο, ο οποίος χρησιμοποίησε αυτό το στρατήγημα βάζοντας τις καμήλες, που χρησιμοποιούνταν ως εκείνη τη στιγμή για σκοπούς διοικητικής μέριμνας, στην πρώτη γραμμή της μάχης.
H ίδια φυσική απέχθεια των ελεφάντων προς τα γουρούνια έτρεψε σε φυγή τους πολεμικούς ελέφαντες του Αντίγονου Γονατά, Μακεδόνα κυβερνήτη της Ελλάδος, κατά την πολιορκία των Μεγάρων, όταν οι Μεγαρείς, γνωρίζοντας το φόβο των ελεφάντων για τα γουρούνια, άλειψαν γουρούνια με εύφλεκτη πίσσα, τους έβαλαν φωτιά και τα εξαπέλυσαν προς τους ελέφαντες, προκαλώντας τους τον πανικό.
BIO-ΠOΛEMIKH HΘIKH
Tο ηθικό μέρος της χρήσης βιολογικών παραγόντων στον πόλεμο ήταν ένα ζήτημα που απασχόλησε τόσο έντονα τους φιλοσόφους, στρατηγούς και πολιτικούς της αρχαίας εποχής όσο απασχολεί και σήμερα τους στρατιωτικούς ειδικούς και μελετητές, κάτι που αποδεικνύει ότι τα ηθικά ερωτήματα σχετικά με τα βιολογικά όπλα δεν είναι αποκλειστικά σύγχρονο φαινόμενο. Tο ηθικό δίλημμα για τη χρήση βιολογικών όπλων παρουσιάστηκε προφανώς ως αντίδραση στις πρακτικές εφαρμογές και στα τρομακτικά αποτελέσματα που επέφεραν τα όπλα αυτά.
Tον 1ο αιώνα π.X., ο γεωγράφος Στράβων σχολίασε ότι στον πόλεμο και στη χρήση όπλων δεν υπάρχει, ούτε έχει υπάρξει, ούτε ένας κανόνας. Αντίστοιχα, ο Έλληνας ιστορικός Θουκυδίδης, ο οποίος θεωρείται ο πατέρας της ρεαλιστικής σχολής στην πολιτική και τη στρατηγική, υπογράμμισε ότι οι ιδανικές αρχές συμπεριφοράς στον πόλεμο ήταν σε διαρκή αντίθεση με την αποτελεσματικότητα, την εφευρετικότητα και το πάθος.
Tα μη συμβατικά όπλα, με την εξέλιξη των οχυρώσεων των πόλεων, που ωθούσαν σε παρατεταμένες πολιορκίες, και των πολέμων με αμφίβολη έκβαση που διαρκούσαν επί μακρόν, έγιναν πιο ελκυστικά, παρότι στην ελληνική στρατιωτική κουλτούρα η έννοια της δόξας, της τιμής και του δίκαιου πολέμου ήταν αλληλένδετη και διαδεδομένη από τα ομηρικά ακόμη χρόνια. H έκβαση της πολιορκίας της Κίρρας αποτελεί τρανή απόδειξη του γεγονότος αυτού.
Oι Ρωμαϊκές απόψεις στο θέμα του δίκαιου πολέμου διατυπώθηκαν από το φιλόσοφο Κικέρωνα (106 - 43 π.X.), που πίστευε ότι η υπακοή στους κανόνες του πολέμου και η αποφυγή βιαιοτήτων είναι αυτό που ξεχωρίζει τους ανθρώπους από τα ζώα. Αντιδράσεις στις βιολογικές στρατηγικές περιέχονται στα σχόλια και άλλων Ρωμαίων συγγραφέων. Από την άλλη, όμως, κατά τον 2ο αιώνα μ.X., ο Ρωμαίος ειδικός στη στρατηγική, Πολύαιμος, έγραψε μία στρατιωτική πραγματεία για Αυτοκράτορες που υποστήριζαν ανοιχτά τα βιοχημικά και δόλια στρατηγήματα για την κατατρόπωση των βαρβάρων, χωρίς να διακινδυνεύουν εμπλοκή σε μάχη.
Καθώς η αυτοκρατορία αναγκαζόταν όλο και περισσότερο να υπερασπίζεται απελπισμένα τα σύνορά της, οι παλιές ιδέες της "καθαρής" μάχης και της επιείκειας αντικαταστάθηκαν από πολιτικές αυξημένης βίας και "ύπουλων" στρατηγημάτων. Oι νέες πολιτικές διατυπώθηκαν από το Ρωμαίο ειδικό στις στρατιωτικές στρατηγικές, Βιγκέτιο, που ήδη από το 390 π.X. είχε υποστηρίξει ότι είναι προτιμότερο να υποταχθεί ένας εχθρός μέσω της πείνας, των επιδρομών και του τρόμου, παρά μέσω της μάχης, όπου η τύχη έχει μεγαλύτερη επιρροή από τη γενναιότητα.
Στην αρχαία Ινδία, όπως και στην Ελλάδα και τη Ρώμη, παρουσιάζονται και οι δύο τάσεις. Από τη μία, υπήρχε ο δίκαιος πόλεμος που διεξαγόταν σύμφωνα με τις ηθικές αρχές και εκφραζόταν από τους νόμους του Μανού, που ήταν κανόνες συμπεριφοράς των Βραχμάνων κυβερνώντων. Από την άλλη, υπήρχε ο δόλιος, ανηλεής πόλεμος, που κατευθυνόταν με μυστικότητα, χωρίς να υπολογίζει ηθικές αρχές. H στράτευση της φύσης στην υπηρεσία των πολέμων του ανθρώπου κατά των συνανθρώπων του αποτέλεσε και αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της στρατιωτικής στρατηγικής του ανθρώπου.
Δεν παίζει κανένα ρόλο εάν το όπλο που χρησιμοποιείται είναι ένα μεταλλαγμένο βακτήριο ή ιός, καλλιεργημένο σε υπερσύγχρονα εργαστήρια ή εάν πρόκειται για την κομμένη και αποξηραμένη ρίζα μανδραγόρα ή το δηλητήριο ενός φιδιού. Tο κίνητρο παραμένει πάντα το ίδιο: η απόκτηση του πλεονεκτήματος κατά του αντιπάλου, το οποίο θα εξασφαλίσει την τελική επικράτηση, ανεξάρτητα από τις συνέπειες που θα έχει η χρήση των όπλων αυτών.
Oπως και στη σύγχρονη εποχή, έτσι και στην αρχαιότητα, αυτό που έπαιζε μεγαλύτερο ρόλο ήταν η επικράτηση, η νίκη, ανεξάρτητα από τον τρόπο με τον οποίο αυτή θα έρθει. H φύση μπορούσε να προσφέρει τα μέσα αυτά που θα οδηγούσαν στην πολυπόθητη νίκη και ο άνθρωπος δεν θα άφηνε να πάει χαμένο ένα τέτοιο δώρο.
ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ ΒΙΟΛΟΓΙΚΩΝ ΠΟΛΕΜΩΝ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ
Περιπτώσεις στη μυθολογία και την ιστορία, όπου χρησιμοποιήθηκαν βιολογικοί παράγοντες στον πόλεμο:
Ο ΒΙΟΛΟΓΙΚΟΣ ΠΟΛΕΝΟΣ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Η λέξη ''βόμβα'' προέρχεται από τον βόμβο των μελισσών… πιθανότατα, αυτά τα έντομα χρησίμευαν ως ζωντανές βόμβες, εξ ου και η λέξη. Η μετατροπή των έμβιων όντων της Φύσης σε καθοδηγούμενα πολεμικά μέσα δεν αποτέλεσε ασφαλώς ανακάλυψη του Μεσαίωνα, αλλά επινόηση χρόνων πολύ προγενέστερων - αντίθετα από ό, τι πιστεύεται ευρέως.
Η εκμετάλλευση των φυσικών δυνάμεων των ζώων μπορεί να μην εξασφάλιζε το άμεσο αποτέλεσμα των καθιερωμένων πολεμικών τακτικών, αλλά μεγιστοποιούσε τα δεινά του αντιπάλου πολύ περισσότερο από τις συμβατικές μεθόδους τόσο στο επίπεδο της σωματικής καταπόνησης όσο, κυρίως, της ad hoc κάμψης του ηθικού και της ψυχολογικής επιβάρυνσης. Ζώα κάθε κατηγορίας, από ελέφαντες μέχρι φίδια, αξιοποιήθηκαν για την εξόντωση του εχθρού, ενώ τα ιοβόλα έντομα, ειδικότερα οι μέλισσες στις οποίες επικεντρώνεται και η παρούσα μελέτη, επιστρατεύθηκαν επίσης με διάφορα τεχνάσματα.
Οι γνώσεις μας, ωστόσο, παραμένουν ανεπαρκείς σχετικά με αυτόν τον ιδιόρρυθμο τρόπο πολέμου. Οι πηγές, ανεξαρτήτως εποχής και θρησκευτικών πεποιθήσεων, είναι φειδωλές και μάλλον αποδοκιμαστικές έως δυσφημιστικές όσον αφορά ανάλογες περιγραφές. Προφανώς, λόγω των ηθικών διλημμάτων, αλλά και του φόβου αντεκδίκησης με ανάλογες μεθόδους, κανένα στρατόπεδο δεν θα ήθελε να οικειοποιηθεί τη χρήση βιολογικών όπλων, στρατηγική που έχει αποδειχθεί επίκαιρη και διαχρονικά εφαρμοζόμενη μέχρι και σήμερα.
Αποικίες σμηνών πρέπει να είχαν χρησιμοποιηθεί ως «βλήματα» ήδη από τη Νεολιθική εποχή εναντίον αντίπαλων ομάδων. Οι αρχαιότερες, εντούτοις, καταγραφές αποτελεσματικής στρατιωτικής χρήσης ιοβόλων εντόμων βρίσκονται σε περιγραφές της Παλαιάς Διαθήκης, χωρίς όμως να είναι δυνατή η ιστορική επιβεβαίωσή τους. Η πραγματική χρήση των μελισσών σε πολεμικές συγκρούσεις ανιχνεύεται για πρώτη φορά σε επεισόδια Ρωμαϊκών εκστρατειών.
Στα μέσα περίπου του 4ου αιώνα π.Χ. ο Αινείας ο Τακτικός συμβουλεύει τους αμυνόμενους πολιορκούμενης πόλης να εξαπολύουν σφήκες και μέλισσες στις σήραγγες κάτω από τα τείχη για να αιφνιδιάσουν τους αντιπάλους τους. Σύμφωνα με τον Αππιανό, η ίδια τακτική εφαρμόστηκε εναντίον των Ρωμαίων το 72 μ.Χ. από τον Βασιλιά του Πόντου Μιθριδάτη. Κατά την πολιορκία της Θεμίσκυρας, πόλης κοντά στη Σαμψούντα, οι αμυνόμενοι εξαπέλυσαν σμήνη μελισσών, όπως και άλλα άγρια ζώα, μέσα στις σήραγγες τις οποίες είχαν σκάψει οι στρατιώτες του Ρωμαίου στρατηγού Λικινίου Λούκουλλου για την υπονόμευση των τειχών.
Η τακτική της απελευθέρωσης σμηνών σε περιορισμένο χώρο που συνηθιζόταν κατά τη Ρωμαϊκή εποχή αντικαταστάθηκε στον Μεσαίωνα με την εκσφενδόνιση κυψελών σε αντίπαλο στρατόπεδο ή πολιορκούμενο φρούριο και εξελίχθηκε με τη χρήση μηχανών εκτόξευσης. Το τέχνασμα απέβη δημοφιλές στη Μεσαιωνική Δύση και έχει διαδραματίσει πρωταγωνιστικό ρόλο τόσο σε πραγματικά γεγονότα όσο και σε θρύλους. Στις Βυζαντινές πηγές η πολεμική χρήση ιοβόλων εντόμων και των εστιών τους, ενδεχομένως των μελισσών και των κυψελών, απαντά σε χωρία στρατιωτικών εγχειριδίων, ακολουθώντας την παράδοση αντίστοιχων Ρωμαϊκών πραγματειών.
Μια από τις πλέον χαρακτηριστικές αναφορές περιλαμβάνεται στα Τακτικά και τα Ναυμαχικά του Αυτοκράτορα Λέοντα Στ΄ του Σοφού. Εκτός από τα «θηρία» τα οποία κλείνονται σε «χύτρες» και ρίπτονται στα εχθρικά πλοία, όπως φίδια, σαύρες, σκορπιοί, εκτοξεύονται και όμοια τούτων ιοβόλα· ών συντριβομένων τα θηρία δάκνουσι καὶ συμφθείρουσι διά τοῦ ιού τους πολεμίους έσωθεν των πλοίων.Το ίδιο χωρίο αναπαράγεται παραφρασμένο στα Τακτικά του Νικηφόρου Ουρανού με τη διαφορά ότι τα «θηρία», είναι κλεισμένα σε «τζυκάλια», πήλινα τσουκάλια, και πιθανόν να υπονοεί σμήνη μελισσών.
Η συσχέτιση της δράσης των μελισσών με πολεμικές μεθόδους έχει προχριστιανική προέλευση καθώς εντοπίζεται ήδη σε χωρία αρχαίων συγγραφέων. Σχετικές, άλλωστε, εκφράσεις διασώζονται σε μυθιστορηματικές αφηγήσεις που προέρχονται από την ύστερη αρχαιότητα, αλλά διασώζονται σε πηγές βυζαντινής εποχής. Στα «Βαβυλωνιακά» του Ιαμβλίχου, αφήγημα που αποδίδεται περιληπτικά από τον Πατριάρχη Φώτιο στη Βιβλιοθήκη του, τόσο οι εγκλωβισμένοι σε όρυγμα ήρωες όσο και οι διώκτες τους υφίστανται τις επιπτώσεις από το δηλητηριασμένο μέλι και τις επιθέσεις από άγριο σμήνος μελισσών.
Πολύ ενδιαφέρουσα αλλά και ενισχυτική του αντίκτυπου που επιτυχημένα θα αντανακλούσε στη συλλογική συνείδηση των αναγνωστών είναι η ερμηνεία που αποδίδουν βυζαντινής εποχής λεξικά στους όρους βομβώ κα ιβόμβος -από τους οποίους προέρχεται και το νεοελληνικό «βόμβα»: Χαρακτηριστικό είναι ότι τόσο στο Λεξικό της Σούδας, τον 10ο αιώνα, όσο και στο «Μέγα Ετυμολογικόν» (μέσα 12ου αιώνα), βόμβος καλείται ο ήχος των μελισσών. Η εκδήλωση επιθετικής συμπεριφοράς των μελισσών εναντίον ατόμων πιθανόν αντικατοπτρίζει και ενδεχομένως συνδέεται με μια όψη πρωτότυπης «βιολογικής»τιμωρίας.
Η ασυνήθιστη αυτή μέθοδος βασανισμού αξιοποιήθηκε για την επιβολή μαρτυρικού θανάτου τόσο στην Ανατολή όσο και στη Δύση. Η ειδεχθής αυτή προέκταση της οπλικής αξιοποίησής τους έχει μυθολογική παράδοση και αρχαίες καταβολές. Τα γνωρίσματα αυτά συγκλίνουν σε μία γνωστή ανασκαφικά και τεκμηριωμένη αρχαιολογικά περίπτωση, στο φρούριο του Εξαμιλίου της Ισθμίας, όπου ανάμεσα στα ευρήματα του αρχαιολογικού χώρου, συγκεκριμένα εντός του λεγόμενου πύργου, περιλαμβάνονται τέσσερις κυψέλες, αποκαταστημένες μετά τη συγκόλληση και την προσθήκη απωλεσθέντων τμημάτων.
Η εύρεση κυψελών μέσα στον πύργο, στη νότια πλευρά του τείχους του Εξαμιλίου, είναι αναπάντεχη. Έχει εκτιμηθεί ότι στο φρούριο διαβιούσαν περίπου 1700 στρατιώτες οι οποίοι διατηρούσαν κατοικίδια ζώα, ακόμη και μέλισσες προκειμένου να προμηθεύονται τα άμεσα απαραίτητα αγαθά της κτηνοτροφίας. Ο εντοπισμός των κυψελών θα μπορούσε να οδηγήσει στην υπόθεση της ενδεχόμενης «πολεμικής» αξιοποίησής τους από τους αμυνόμενους πολιορκούμενους.
Oι τέσσερις κυψέλες που βρέθηκαν σε πύργο του Εξαμιλίου δεν μπορούν να πιστοποιήσουν μία τέτοια χρήση, πάντως δεν μπορεί να αποκλειστεί δυνητικά και αυτή η δυνατότητα στην ερμηνεία της παρουσίας τους μέσα σε έναν αναπάντεχο πρακτικά χώρο, όπως ένας στρατιωτικός πύργος του φρουρίου. Είναι, επιπλέον, δύσκολο να επιβεβαιωθεί κατά πόσον μία τέτοια αμυντική, κατά βάση, τακτική εφαρμοζόταν συχνά από τον Βυζαντινό στρατό.
Η πρόκληση των πιο απωθητικών ψυχολογικά αισθημάτων, τα οποία προξενούσε η απειλή τραυματισμού από ιοβόλα όντα, όπως από σκορπιούς, φίδια και ειδικά μέλισσες, αποτελούσε την κύρια επιδίωξη μιας τέτοιας μορφής πολέμου. Τα ερπετά και τα έντομα χρησιμοποιώντας τα φυσικά τους όπλα προκαλούσαν αποσταθεροποίηση και σύγχυση πολύ μεγαλύτερη από τις σωματικές τους διαστάσεις και, κυρίως, δεν μπορούσαν να αντιμετωπιστούν με τις συμβατικές λύσεις.
Μολονότι οι Βυζαντινές πηγές μάλλον σιωπούν για τις περιστάσεις ή τις συνθήκες, οι οποίες επέβαλλαν την εφαρμογή ενός τέτοιου τεχνάσματος στους πολέμους τους, είναι ενδιαφέρον να αναζητηθεί ο βαθμός στον οποίο οι Βυζαντινοί δικαιολογούσαν ή απαξίωναν ανάλογες πρακτικές, οι οποίες βασίζονταν εν γένει στον δόλο και την πανουργία. Χαρακτηριστικά, στα Τακτικά του Λέοντος επιδοκιμάζονται εν γένει τα απεχθή μηχανεύματα ηθικής κάμψης του εχθρού, και περιγράφονται τα πιο συνηθισμένα,όπως η μόλυνση πόσιμου νερού και η αποψίλωση καλλιεργούμενων εκτάσεων και δασών.
Στο Στρατηγικόν του Κεκαυμένου (μέσα 11ου αιώνα), ο άξιος στρατηγός επανειλημμένα συνιστάται να χρησιμοποιεί κάθε είδους πανούργα τεχνάσματα, όχι μόνο αυτά που είχαν κληροδοτηθεί από τους αρχαίους, αλλά και να επινοεί καινούργια. Παρά, όμως, την ελαστική ηθική των παραπάνω παροτρύνσεων, αντιδράσεις στη μορφή της στρατιωτικής αυτής τακτικής, η οποία απενοχοποιούσε απόπειρες δολιοφθοράς, εκφράζονται εντόνως από τον Μιχαήλ Ατταλειάτη. Ο Ατταλειάτης με σθένος αντιμάχεται τις διαφόρου είδους στρατιωτικές «φενάκες» και υπερασπίζεται την ατομική ανδρεία.
O Νικηφόρος Βρυέννιος επίσης συμμερίζεται μια «ιπποτική» αντίληψη της στρατιωτικής τακτικής και, παρόλο που παρεμβάλλει διηγήσεις εξαπατήσεων, παρουσιάζει τους Βυζαντινούς ήρωές του «αλώβητους» από ραδιουργίες που μηχανεύονται οι «βάρβαροι». Φαίνεται πως από κάποια μερίδα συγγραφέων, η εκμετάλλευση των εμβίων όντων σε πολεμικές συγκρούσεις θα επέσυρε σφοδρή κατάκριση και θα θεωρούνταν επονείδιστο μέσο κατάκτησης της νίκης. Παρά όμως τις ηθικολογικές παραινέσεις, η πραγματικότητα φαίνεται πως ήταν τελείως διαφορετική…
Η εφαρμογή του οπλικού χαρακτήρα της μέλισσας συνεχίστηκε παραδόξως με ακόμη μεγαλύτερη συχνότητα στα νεότερα χρόνια και πέραν των γεωγραφικών ορίων του παλαιού κόσμου, επιβίωσε μάλιστα μέχρι και σε συγκρούσεις του 20ου αιώνα. Η διαπίστωση αυτή αποδεικνύει περίτρανα ότι τελικώς, τον κύριο λόγο σε μια διαμάχη δεν έχει πάντα η ρώμη ή η ισχύς αλλά η αποκλίνουσα πανουργία και ευρηματικότητα.
ΒΙΟΛΟΓΙΚΑ ΚΑΙ ΧΗΜΙΚΑ ΟΠΛΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ
Τα βιολογικά όπλα στην πραγματικότητα είναι εφεύρημα της αρχαιότητας. Ο πρώτος που χρησιμοποίησε τέτοιου είδους όπλα ήταν ο Ηρακλής. Κατά τον άθλο του εναντίων της Λερναίας Ύδρας χρησιμοποίησε για να την σκοτώσει, βέλη εμπλουτισμένα με ρετσίνι στα οποία έβαλε φωτιά. Επίσης, μετά τον θάνατο της Λερναίας Ύδρας πήρε το άψυχο σώμα της, το έσχισε, έβγαλε από μέσα την χολή, και στο δηλητήριό της βούτηξε τις αιχμές από τα βέλη του.
Σε πιο πραγματικά γεγονότα, τον 6ο αιώνα π.Χ. σύμφωνα με τον Ηρόδοτο οι Σκύθες ιππείς χρησιμοποιούσαν δηλητηριασμένα βέλη, το 590 π.Χ. δηλητηριάστηκε το πόσιμο νερό της Κίρρας με ελλέβορο, ενώ το 326 π.Χ. όταν ο Μ. Αλέξανδρος πολιορκούσε την Αρματηλία, οι αμυνόμενοι είχαν επαλείψει τα όπλα τους με θανατηφόρο δηλητήριο, που παρήγαγαν από φίδια.Ακολουθεί μία λίστα με πηγές δηλητηρίου κατά την αρχαιότητα:
Από την αρχαιότητα ακόμα χρησιμοποιούνταν βιολογικά και χημικά όπλα, ενώ ακόμα και η Ελληνική μυθολογία βρίθει ανάλογων παραδειγμάτων. Οι πρώτες αναφορές για χρήση βιολογικών και χημικών ουσιών σε περίοδο πολέμου αφορούν τη χρήση βιολογικών οργανισμών (μυκήτων του γένους Claviceps) από τους Ασσυρίους κατά τον 16ο αιώνα π.Χ. για δολιοφθορά των εφοδίων πόσιμου νερού του εχθρού. Η χρήση δηλητηρίου ζώων σε βέλη αποτελεί μια πρώιμη μορφή βιολογικού πολέμου, η οποία ενδεχομένως να χρησιμοποιήθηκε και στον Τρωικό πόλεμο, καθώς και από τους Σκύθες τοξότες και τους Ινδούς πολεμιστές κατά την εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου στην Ανατολή.
Ο Καρχηδόνιος στρατηγός Αννίβας χρησιμοποιούσε δοχεία με δηλητηριώδη φίδια τα οποία εκτόξευε προς τα αντίπαλα πλοία κατά τη διάρκεια της ναυμαχίας εναντίον του Ευρυμέδονα της Περγάμου. Στο Μεσαίωνα, υπάρχουν αναφορές που υποστηρίζουν ότι η επιδημία του «Μαύρου Θανάτου» (βουβωνική πανώλη) ξεκίνησε από τον πολιορκία της Κριμαϊκής πόλης Kapha από τους Τατάρους το 1346 μ.Χ. κατά την οποία εκσφενδόνιζαν πτώματα από νεκρούς της πανώλης προς την πόλη με τη βοήθεια καταπελτών.
Ο Βυζαντινός στρατός έκανε επίσης εκτεταμένη χρήση του «υγρού πυρός», το οποίο πιθανότατα ήταν ένα μίγμα θειαφιού, ρετσινιoύ και πετρελαίου. Το 1889, κατά τη διάσκεψη της Χάγης, καταδικάστηκε η χρήση πολεμικών αερίων και επιβλήθηκε η απαγόρευσή τους. Ωστόσο, επίσημη χρήση των χημικών ουσιών εν καιρώ πολέμου έγινε από τους Γερμανούς κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι οποίοι χρησιμοποίησαν δηλητηριώδη αέρια (χλωρίου), που εκτόξευαν με ειδικούς σωλήνες εναντίον των Γάλλων στρατιωτών.
Το τοξικό νέφος κινήθηκε προς τις γραμμές του εχθρού, προξενώντας τεράστιες απώλειες, τόσο στους στρατιώτες των χαρακωμάτων όσο και στον άμαχο πληθυσμό των μετόπισθεν, ενώ πέντε μήνες αργότερα οι Άγγλοι «απάντησαν» με το ίδιο όπλο. Κατά τη διάρκεια του ίδιου πολέμου έγινε και χρήση του υπερίτη, με τον οποίο οι Γερμανοί επέφεραν τρομακτικές απώλειες στον εχθρό. Ο Μουσολίνι το 1935, στον πόλεμο της Αιθιοπίας, έκανε εκτεταμένη χρήση υπερίτη, ενώ ο Χίτλερ χρηματοδότησε εκτεταμένα ερευνητικά προγράμματα για την έρευνα και παρασκευή χημικών όπλων, όπως ήταν το αέριο νεύρων.
Στην κατεχόμενη από τους Ιάπωνες Ματζουρία, η μονάδα 731 του Ιαπωνικού στρατού έκανε πειράματα μικροβιακού πολέμου σε Κινέζους πολίτες, χρησιμοποιώντας βακτήρια χολέρας, άνθρακα, τύφου και πανώλης. Μετά τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, τα πειράματα για χρήση βιολογικών όπλων συνεχίστηκαν στις ΗΠΑ και στην ΕΣΣΔ.
Κατά τον πόλεμο του Βιετνάμ (1959 - 1975), οι Αμερικανοί χρησιμοποίησαν βιολογικές ουσίες, όπως η agent orange, για την αποψίλωση των τροπικών δασών, η οποία εκ των υστέρων αποδείχθηκε ότι έχει επιπτώσεις στην ανθρώπινη υγεία, ενώ με την agent blue οι Αμερικανοί δηλητηρίαζαν τους ορυζώνες με απώτερο σκοπό τη δολιοφθορά των εφοδίων των Βιετκόγκ. Μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Γενεύης το 1972, για τα βιολογικά όπλα, η χρήση τους έχει απαγορευθεί, αν και υφίστανται συνεχώς καταγγελίες για τη συνέχιση μυστικών προγραμμάτων.
Η ενδεχόμενη χρήση βιολογικών όπλων από τρομοκρατικές οργανώσεις (βιοτρομοκρατία-bioterrorism) αποτελεί θέμα συζήτησης, καθώς πρόσφατα είναι τα παραδείγματα της επίθεσης με βακτήριο σαλμονέλας το 1984 στο Όρεγκον των ΗΠΑ από Βουδιστική μυστικιστική ομάδα, καθώς και της επίθεσης ιαπωνικής παραθρησκευτικής οργάνωσης το 1995 στο μετρό του Τόκιο με το αέριο «σαρίν». Το 1993 υπογράφηκε διεθνής συνθήκη στο Παρίσι για την απαγόρευση των χημικών όπλων, η οποία τέθηκε σε ισχύ από το 1997.
ΑΝΟΣΙΑ ΚΑΙ ΑΝΤΙΔΟΤΑ
Αν ανατρέξουμε στους ένδοξους ήρωες της μυθολογία μας θα δούμε πως όταν τραυματίσθηκε ο Μενέλαος στον Τρωϊκό πόλεμο, τότε ο ιατρός Μαχάων, «Ιητρός γαρ ανήρ πολλών αντάξιος άλλων», τραβώντας το βέλος τοποθέτησε στην πληγή «ήπια φάρμακα» -φάρμακα μαλακτικά που κάποτε τα χάρισε στον πατέρα του, τον Ασκληπιό, ο Χείρων, για να τον θεραπεύσει. Παρόμοια στην Ιλιάδα, όταν τραυματίζεται ο Ευρύπυλος, ο φίλος του Πάτροκλος πασπάλισε την πληγή με πραϋντικά φάρμακα τρίβοντάς την με ρίζα πικρή που σταματούσε τους πόνους.
Ένας από του παλιούς θεούς - ιατρούς, όπως μας διηγείται ο Όμηρος, ήταν ο Παιήων, ο οποίος γιάτρεψε στον Όλυμπο τον θεό Άρη με βότανα παυσίπονα, οδυνήφατα. Και έδωσαν οι αρχαίοι το όνομα «παιωνία» στο θεραπευτικό φυτό, το οποίο έχει και αιμοστατικές ιδιότητες. Επίσης ο Όμηρος αναφέρει ότι, καθώς ο Οδυσσέας πήγαινε προς το παλάτι της Κίρκης για να σώσει τους συντρόφους του, τον συνάντησε ο Ερμής, ο οποίος του έδωσε το φυτό «μώλυ», που ήταν το αντίδοτο για το φίλτρο της Κίρκης.
Ο Ομηρος δεν δίνει καμία άλλη πληροφορία για αυτό το φυτό, εκτός από το ότι έχει άσπρα άνθη, μαύρη ρίζα και ξεριζώνεται δύσκολα. Η άποψη που έχει επικρατήσει σήμερα είναι ότι το «φίλτρο» της Κίρκης ήταν ένα μείγμα αντιχολινεργικών ουσιών, όπως η ατροπίνη και η σκοπολαμίνη, που προκαλούν παραισθήσεις. Επομένως το μώλυ θα έπρεπε να περιέχει ένα αντιχολινεργικό αντίδοτο.
Οι αρχαίοι είχαν, μέσω της ορθολογιστικής σκέψης, αντίληψη της ανοσίας, άλλη μία εφαρμογή της σκέψης στην πράξη περιγράφεται από τον Μιθριδάτη τον Ευπάτορα, του Πόντου που, αρχικά, από την χρήση αίματος ζώων που είχαν επιβιώσει δήγματος φιδιού, πέρασε στο μίγμα 65 γνωστών δηλητηρίων που σε μικρές ποσότητες δημιουργούσε προστασία στην δολοφονία από δηλητήριο. Θύμα της ίδιας της ανακάλυψής του δεν μπόρεσε να αυτοκτονήσει πίνοντας δηλητήριο για να μην συλληφθεί από τον Πομπηϊο. Τελικά, διέταξε τον σωματοφύλακά του να τον σκοτώσει με ξίφος.
Από το 1925 υπάρχει το συμφωνητικό της Γενεύης το οποίο απαγορεύει την χρήση βιολογικών, χημικών όπλων, όπως απαγορεύεται η παραγωγή, και αποθήκευση τους, πράγμα που δυστυχώς δεν τηρείται (και από μόνιμα μέλη του συμβουλίου ασφαλείας του Ο.Η.Ε). Ο Ηρακλής όταν συνειδητοποίησε τους κινδύνους του βιολογικού πολέμου, την μεταμόρφωση της Φύσης, πήγε και έθαψε το αθάνατο κεφάλι της Λερναίας Ύδρας ζωντανό, και έβαλε ένα βαρύ βράχο επάνω του.
ΑΡΧΑΙΑ ΟΠΛΑ ΜΑΖΙΚΗΣ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗΣ
Αρχαιοελληνικά Χημικά και Βιολογικά
Οι πρόγονοι μας, ήταν ιδιαίτερα πρωτοπόροι και στον τομέα των βιοχημικών όπλων. Παρά το γεγονός ότι ανδρεία μάχη για τους αρχαίους Έλληνες ήταν μόνο αυτή που γινόταν σώμα με σώμα, οι περιπτώσεις χρήσης βιοχημικών όπλων που αναφέρονται σε ιστορικά κείμενα είναι πολλές. Τα δηλητηριασμένα βέλη ήταν μια τεχνική γνωστή και προσφιλής στην αρχαία Ελλάδα, με αναφορές σε αυτήν να βρίσκουμε τόσο σε ιστορικές πηγές από τον 5ο πΧ αιώνα, όσο και στην μυθολογία.
Σύμφωνα με την δεύτερη, όταν ο ημίθεος Ηρακλής έκοψε, στον δεύτερο άθλο του, και το τελευταίο κεφάλι της Λερναίας Ύδρας το έθαψε στη γη και στη συνέχεια βούτηξε τα βέλη του στην θανατηφόρα χολή του τέρατος κάνοντας τα τόξα του θανάσιμα για όποιον πετύχαιναν. Την ίδια τεχνική λέγεται πως ακολούθησε και η θεά του κυνηγιού Άρτεμις προσφέροντας μας και την πρώτη αναφορά σε βιολογικά όπλα στην δυτική λογοτεχνία. Το πιο διάσημο όμως δηλητηριασμένο βέλος της αρχαιότητας ήταν αναμφίβολα αυτό του Πάρη που, κατευθυνόμενο από τον θεό Απόλλωνα, πήρε τη ζωή του Αχιλλέα χτυπώντας τον στην φτέρνα.
Κατά τη διάρκεια του Τρωικού πολέμου, σύμφωνα με τον Όμηρο, τη μυθική φαρέτρα του Ηρακλή είχε ο Φιλοκτήτης, ενώ υπάρχουν μελετητές που πιστεύουν ότι και άλλοι έφεραν δηλητηριώδη βέλη, όπως ο Οδυσσέας, τα οποία έφτιαχναν βουτώντας τις λόγχες τους σε δηλητήριο συνήθως φιδιού ή σκορπιού. Αναφέρεται δε, πως όταν τύχαινε να χτυπηθεί Έλληνας από δηλητηριασμένο βέλος του εχθρού, έβαζαν βδέλλες στην πληγή για να ρουφήξουν το μολυσμένο αίμα.
Και αν τα δηλητηριασμένη βέλη δεν σας φαίνονται περίεργα, σίγουρα δεν θα πείτε το ίδιο για την χρήση γουρουνο-τορπιλών από τον Μέγα Αλέξανδρο και μεταγενέστερα από τους Μεγαρείς. Πιο συγκεκριμένα ο Μέγας Αλέξανδρος στην μάχη του Υδάσπη κατά του βασιλιά Πώρου το 326 π.Χ. έπρεπε να βρει έναν τρόπο να κατατροπώσει τους εχθρικούς πολεμικούς ελέφαντες που μετέφεραν στην πλάτη τους τοξότες.
Στο πρώτο στάδιο της επίθεσης, ο Αλέξανδρος συγκέντρωσε όσα χάλκινα σκεύη και αγάλματα είχαν λαφηραγωγηθεί από προηγούμενες μάχες και αφού τα πύρωνε στη φωτιά τα έριχνε με τη βοήθεια καταπέλτη στους ελέφαντες, προσπαθώντας μάλιστα να στοχεύει την ευαίσθητη προβοσκίδα τους. Μετά την καταστροφή των εχθρικών γραμμών, έριχνε στην μάχη χοίρους, οι οποίοι τρομοκρατούσαν τους ελέφαντες με τις στριγκλιές τους.
Οι Μεγαρείς μεταγενέστερα, το 270 π.Χ. όταν ήρθαν αντιμέτωποι με τον Μακεδόνα Αντίγονο τον Γονατά που επίσης χρησιμοποιούσε πολεμικούς ελέφαντες, αποφάσισαν να τελειοποιήσουν την τεχνική του Αλέξανδρου, στέλνοντας κατά των ελεφάντων ζωντανά φλεγόμενα γουρούνια τα οποία είχαν πρώτα αλείψει με λίπος. Στην αρχαία Ελλάδα όμως δεν ήταν λίγα και τα περιστατικά που οι Έλληνες κατατροπώθηκαν έμμεσα από βιοχημικά όπλα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η πανωλεθρία των Αθηναίων στην πολιορκία των Συρακουσών όπου σήμανε και το τέλος της Αθηναϊκής παντοκρατορίας.
Πιο συγκεκριμένα, το 415 - 413 π.Χ. οι Αθηναίοι κινούμενοι ενάντια στην, σύμμαχο των Σπαρτιατών, πόλη των Συρακουσών, στρατοπέδευσαν σε μια ελώδη περιοχή έξω από τα απόρθητα τείχη, με αποτέλεσμα τα στρατεύματα να αποδεκατιστούν από την ελονοσία. Ο Θουκυδίδης, ο Διόδωρος και ο Πλούταρχος αναφέρουν πως έντεχνος περιορισμός του εχθρού σε μολυσμένη περιοχή (όπως ένα έλος) ήταν μια από τις πλέον διαδεδομένες στρατηγικές, ενώ οι ίδιοι είναι που αναφέρουν πως η εγκατάσταση των Αθηναίων στο συγκεκριμένο σημείο έξω από τα τείχη ήταν μια καλά υπολογισμένη κίνηση των Συρακούσιων.
Μια ακόμα αλάνθαστη τεχνική βιολογικού πολέμου που αναφέρουν οι ιστορικοί και ακολουθήθηκε σε περιπτώσεις πολιορκίας πόλεων οχυρωμένων με τείχη, ήταν και η ρίψη με καταπέλτη πτωμάτων μολυσμένων με ασθένειες όπως ο τύφος και η πανώλη, κάτι που έφερνε την γρήγορη εξάπλωση τους ανάμεσα στους πολιορκημένους. Ακόμα μια συνήθης τακτική ήταν ο δηλητηριασμός πηγών και πηγαδιών κυρίως με την χρήση δηλητηριωδών φυτών. Αυτό το μέσο χρησιμοποιήθηκε για την εξόντωση των κατοίκων της πόλης Κίρρας κατά τον Α’ Ιερό Πόλεμο που στόχευε στον έλεγχο του μαντείου των Δελφών.
Αθηναίοι, Σικυώνιοι και Θεσσαλοί δηλητηρίασαν το πόσιμο νερό της Κίρρας με λευκό ελλέβορο, φυτό που ήταν γνωστό για τις ιαματικές αλλά και τις θανάσιμες ιδιότητες του. Αξίζει να αναφέρουμε πως υπήρχε και το κατάλληλο εγχειρίδιο με τους κανόνες επιβίωσης από τα βιοχημικά όπλα και ήταν γραμμένο από τον στρατηγό και γνώστη της τέχνης του πολέμου, Αινεία τον Τακτικό. Ο Αινείας έζησε τον 4ο π.Χ. αιώνα και ανάμεσα σε άλλα έγραψε και τα «Πολιορκητικά».
Μεταξύ άλλων προτείνει τρόπους να αντιμετωπιστούν οι χημικά ενισχυμένες φωτιές, δίνει συμβουλές για την σωστή και αποτελεσματική χρήση των πολιορκητικών μηχανών, ενώ περιγράφει με ακρίβεια τον τρόπο που μπορεί ο πολιορκημένος να διοχετεύσει έντομα μέσα στις σήραγγες που ανοίγει ο εχθρός στα τείχη του.
Στον Υπόλοιπο Κόσμο
Τα βιολογικά και χημικά όπλα όμως σε καμία περίπτωση δεν αποτέλεσαν Ελληνική πατέντα. Και στον υπόλοιπο αρχαίο κόσμο οι αναφορές για την χρήση τους είναι πολλές, ας δούμε όμως κάποιες από αυτές με την χρονολογική σειρά που συνέβησαν. Οι πρώτες αναφορές για βιοχημικές ουσίες σε περίοδο πολέμου, έρχονται από τον 16ο αιώνα π.Χ. και τους Ασσύριους οι οποίοι μόλυναν τα αποθέματα νερού των εχθρών τους χρησιμοποιώντας τον μύκητα του γένους Claviceps, τακτική που πιστεύεται ότι έχαιρε δημοφιλίας για πολλούς αιώνες.
Μεταγενέστερα, οι Σουμέριοι του 1770 π.Χ. είχαν ανακαλύψει πλήθος θανατηφόρων παθογόνων ουσιών, όπως μαρτυρούν επιγραφές σφηνοειδούς γραφής, τις οποίες χρησιμοποιούσαν με τον ίδιο τρόπο με τους Ασσύριους. Οι τελευταίοι τον 3ο π.Χ. αιώνα, κάνουν χρήση των πρώτων αμιγώς χημικών όπλων, εκτοξεύοντας στον εχθρό φλεγόμενες βόμβες από νάφθα. Κάποια χρόνια αργότερα, το 190 π.Χ. αναφέρεται η ρίψη δηλητηριωδών φιδιών ή σκορπιών στα αντίπαλα πλοία, από τον Καρχηδόνιο στρατηγό Αννίβα, στη ναυμαχία στον Ευρυμέδοντα κατά της Περγάμου.
Τα φίδια κλείνονταν σε μεγάλα καλάθια και στην συνέχεια εκτοξεύονταν με καταπέλτη. Σε μικροβιολογικό επίπεδο αξιοποιήθηκε σε ένα βαθμό η μεταδοτικότητα των μολυσματικών ασθενειών, όπως η πανώλη, με τη ρίψη μολυσμένων πτωμάτων ή ενδυμάτων στις γραμμές του εχθρού, τακτική που αναφέρεται πως ακολούθησε ο Μιθριδάτης στην πολιορκία της Κυζίκου το 74 π.Χ.. Εξίσου γρήγορη εξάπλωση επιδημίας επιτυγχανόταν και όταν φύλαγαν σε κρύπτες και ιερά κάποια θανατηφόρα μικρόβια τα οποία εξαπέλυαν σε περίπτωση ανάγκης.
Και σε λαούς εκ διαμέτρου αντίθετης κουλτούρας όμως, η χρήση μαζικών όπλων καταστροφής δεν ήταν άγνωστη με τους Μάγια, που γνώριζαν και δεν δίσταζαν να θέσουν στην υπηρεσία τους πολλά και επικίνδυνα δηλητήρια αλλά και τους πολέμαρχους στις Ινδίες που είχαν τελειοποιήσει τα όπλα από δηλητήρια ζώων. Αξίζει να αναφέρουμε πως η εξειδίκευση τους ήταν τέτοια, που ήξεραν ακριβώς ποιο φίδι ή αρθρόποδο να χρησιμοποιήσουν για να πετύχουν αργό και βασανιστικό, ή γρήγορο και αιφνίδιο θάνατο.
Οι αρχαίοι Κινέζοι, από την άλλη, είχαν εντρυφήσει στα τοξικά αέρια που παρέλυαν τον εχθρό, ενώ έφτιαχναν και κάποιες «βόμβες» αντίστοιχες με τα σημερινά «δακρυγόνα» όπου έριχναν στον αντίπαλο καυτερό κόκκινο πιπέρι σε ριζόχαρτο. Πολύ μεταγενέστερα από όλα τα παραπάνω, την εποχή του Μεσαίωνα, κατά πως φαίνεται τέτοιες τακτικές δεν είχαν εγκαταλειφθεί ακόμη, ενώ λέγεται πως η επιδημία βουβωνικής πανώλης που ξέσπασε στην Ευρώπη, ο «Μαύρος Θάνατος» όπως την αποκαλούσαν, ξεκίνησε από τον πολιορκία της Κριμαϊκής πόλης Κάφφα από τους Τατάρους το 1346 μ.Χ. κατά την οποία εκσφενδόνιζαν πτώματα με τη βοήθεια καταπελτών.
(Κάντε κλικ στις φωτογραφίες για μεγέθυνση)
ΠΕΡΙ ΒΙΟΛΟΓΙΚΟΥ ΚΑΙ ΧΗΜΙΚΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ ΓΕΝΙΚΑ
H λογική της χρησιμοποίησης του όρου "ασύμμετρη απειλή" πηγάζει, εν μέρει, και από τη χρήση όπλων και μέσων "μη συμβατικού" πολέμου. H εντύπωση η οποία επικρατεί ευρέως, είναι ότι η χρήση μη συμβατικών όπλων στον πόλεμο είναι χαρακτηριστικό των πολεμικών συγκρούσεων της σύγχρονης εποχής. Εντούτοις, φαίνεται ότι διάφοροι βιολογικοί παράγοντες και τοξικές ουσίες, στη φυσική τους μορφή, είχαν τεθεί στην υπηρεσία του ανθρώπου για στρατιωτικούς σκοπούς, πολύ πριν αυτός κατορθώσει να καλλιεργήσει ιούς και βακτήρια στο εργαστήριο.
O στρατηγικός στόχος ήταν πάντα ο ίδιος όπως και στη σύγχρονη εποχή: η δημιουργία πλεονεκτήματος σε μία πολεμική αναμέτρηση που θα οδηγήσει στην επικράτηση επί του αντιπάλου. Σ' αυτό το σημείο, θα ήταν χρήσιμο να οριοθετηθεί και να προσδιοριστεί το περιεχόμενο του όρου "βιολογικός πόλεμος". Ως βιολογικό πόλεμο ορίζουμε τη χρήση ζώντων οργανισμών (βακτήρια, ιούς, μύκητες ή οποιουσδήποτε άλλους οργανισμούς, οι οποίοι προκαλούν ασθένεια στον ανθρώπινο οργανισμό) ή τοξίνες τις οποίες μπορούμε να βρούμε στη φύση, τα οποία χρησιμοποιούνται στη διεξαγωγή πολέμου.
Είτε με χρήση στη φυσική μορφή τους είτε με την παραγωγή των ιδίων ή μεταλλάξεών τους για στρατιωτικούς σκοπούς. H ιστορία καταδεικνύει ότι η χρήση βιολογικών παραγόντων για στρατιωτικούς σκοπούς ήταν γνωστή και μάλιστα αρκετά διαδεδομένη από την αρχαιότητα. Tο πιο σημαντικό μάλιστα είναι ότι παρουσιάζονται περιπτώσεις όπου πραγματοποιείτο ειδική επεξεργασία διαφόρων ουσιών, ώστε να παραχθεί ένα μέσον που θα σκόρπιζε τον όλεθρο στον αντίπαλο.
O στρατηγικός στόχος ήταν πάντα ο ίδιος όπως και στη σύγχρονη εποχή: η δημιουργία πλεονεκτήματος σε μία πολεμική αναμέτρηση που θα οδηγήσει στην επικράτηση επί του αντιπάλου. Σ' αυτό το σημείο, θα ήταν χρήσιμο να οριοθετηθεί και να προσδιοριστεί το περιεχόμενο του όρου "βιολογικός πόλεμος". Ως βιολογικό πόλεμο ορίζουμε τη χρήση ζώντων οργανισμών (βακτήρια, ιούς, μύκητες ή οποιουσδήποτε άλλους οργανισμούς, οι οποίοι προκαλούν ασθένεια στον ανθρώπινο οργανισμό) ή τοξίνες τις οποίες μπορούμε να βρούμε στη φύση, τα οποία χρησιμοποιούνται στη διεξαγωγή πολέμου.
Είτε με χρήση στη φυσική μορφή τους είτε με την παραγωγή των ιδίων ή μεταλλάξεών τους για στρατιωτικούς σκοπούς. H ιστορία καταδεικνύει ότι η χρήση βιολογικών παραγόντων για στρατιωτικούς σκοπούς ήταν γνωστή και μάλιστα αρκετά διαδεδομένη από την αρχαιότητα. Tο πιο σημαντικό μάλιστα είναι ότι παρουσιάζονται περιπτώσεις όπου πραγματοποιείτο ειδική επεξεργασία διαφόρων ουσιών, ώστε να παραχθεί ένα μέσον που θα σκόρπιζε τον όλεθρο στον αντίπαλο.
ΧΗΜΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ
Ορισμός
Με τον όρο χημικό πόλεμο, εννοούμε τον πόλεμο που γίνεται με καθαρά χημικά μέσα που έχουν κάποια τοξικότητα και τα οποία κατευθύνονται κύρια προς τον μαχητή, δεν προκαλούν υλικές ζημιές (καταστροφές όπλων ή κτιρίων) και είναι βασικά μαζικά όπλα, δηλαδή στοχεύουν σε εκτεταμένους χώρους και όχι σε συγκεκριμένο στόχο μικρού μεγέθους. Μπορεί να είναι επιθετικός ή αμυντικός, ανάλογα με τα μέσα που χρησιμοποιούνται.
Από την άλλη μεριά, πολεμική χημική ουσία είναι μια στερεή, υγρή ή αέρια ουσία, η οποία με τις χημικές της ιδιότητες, προκαλεί θανατηφόρα, επιβλαβή ή ερεθιστικά αποτελέσματα, παράγει καπνούς καλύψεως ή σηματοδοσίας προκαλεί εμπρησμό σε άλλα υλικά ή μολύνει μια εδαφική περιοχή, καταστρέφοντας τις πηγές τροφοδοσίας του πληθυσμού. Η παγκόσμια οργάνωση υγείας που έχει σημάνει παγκόσμιο συναγερμό σημειώνει ότι είναι γνωστές 25 τοξικές χημικές ενώσεις, που έχουν αποθηκευτεί και μετατραπεί σε όπλα από διάφορα κράτη μετά το 1946.
Ιστορική Αναδρομή
Η χρήση των χημικών και των βιολογικών μεθόδων στον πόλεμο, για την καταπόνηση και την ήττα του αντιπάλου, υπήρχε από την αρχαιότητα. Κατά τον Πελλοπονησιακό πόλεμο (431 - 404 π.Χ.) οι Αθηναίοι κατά την πολιορκία του Δηλίου, χρησιμοποίησαν ξύλα, θειάφι και ρετσίνι για να δημιουργήσουν καπνό. Οι Βυζαντινοί χρησιμοποίησαν το υγρό πυρ και σαν καύσιμο για την καταστροφή του εχθρικού στόλου και σαν καπνογόνο που έδιδε αποπνικτικούς καπνούς. Ήταν πιθανώς μείγμα θείου, ρετσίνης και πετρελαίου.
Ιστορική Αναδρομή
Η χρήση των χημικών και των βιολογικών μεθόδων στον πόλεμο, για την καταπόνηση και την ήττα του αντιπάλου, υπήρχε από την αρχαιότητα. Κατά τον Πελλοπονησιακό πόλεμο (431 - 404 π.Χ.) οι Αθηναίοι κατά την πολιορκία του Δηλίου, χρησιμοποίησαν ξύλα, θειάφι και ρετσίνι για να δημιουργήσουν καπνό. Οι Βυζαντινοί χρησιμοποίησαν το υγρό πυρ και σαν καύσιμο για την καταστροφή του εχθρικού στόλου και σαν καπνογόνο που έδιδε αποπνικτικούς καπνούς. Ήταν πιθανώς μείγμα θείου, ρετσίνης και πετρελαίου.
Οι αλχημιστές προσπαθούσαν χρόνια κι αυτοί να βρουν ουσίες που να χρησιμοποιηθούν για πολεμικούς σκοπούς. Τάση για χρησιμοποίηση πολεμικών χημικών ουσιών διαφάνηκε και προς το τέλος του περασμένου αιώνα. Το 1885 κατά τη διάρκεια του Κριμαϊκού πολέμου, η Αγγλική κυβέρνηση κάτω από την πίεση της κοινής γνώμης διέταξε να χρησιμοποιηθεί το θειάφι σαν ασφυξιογόνο, κατά την πολιορκία της Σεβαστουπόλεως. Όμοια και οι ΗΠΑ το 1862 κατά τον εμφύλιο πόλεμο. Το 1899 κατά τη διάσκεψη της Χάγης, τα πολεμικά αέρια καταδικάστηκαν κι επιβλήθηκε η απαγόρευσή τους.
Όμως, η εμφάνιση, η χρήση και η μαζική διάδοση των όπλων μαζικής καταστροφής συνδέεται στενά με τον 20ο αιώνα, των αιώνα των άκρων και του ολοκληρωτικού πολέμου. Τα χημικά, βιολογικά όπλα δεν θα μπορούσαν να υπάρξουν χωρίς την ανάπτυξη της τεχνολογίας, την σύνδεσή της με τον πόλεμο και την καταστροφή, την παραγωγή ολέθρου υψηλής τεχνολογικής ποιότητας.
Η πρώτη εμφάνιση των χημικών όπλων έγινε από τους Γερμανούς στο δυτικό μέτωπο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Τον Απρίλιο του 1915 κι ενώ οι γραμμές των αντιπάλων είχαν ήδη παγιωθεί, το Γερμανικό επιτελείο σε μια προσπάθεια να σπάσει τις γραμμές των συμμάχων έριξε στους Γάλλους, στην περιοχή του Ιπρ, δηλητηριώδες αέριο χλωρίνης (15.000 θύματα, 5.000 θάνατοι). Πέντε μήνες αργότερα οι Άγγλοι τους ακολούθησαν, χρησιμοποιώντας επιπλέον μια καπνογόνο ουσία από μείγμα πίσσας στέατος, μαύρης πυρίτιδας και νίτρου.
Από εκείνη την στιγμή και μετά, στην ατελείωτη φρίκη του πολέμου των χαρακωμάτων θα προστεθεί και η σιωπηλή επέλαση του χημικού θανάτου. Λίγο αργότερα εμφανίστηκαν τα πολύ πιο δραστικά αέρια μουστάρδας. Ήταν τόση η αντίδραση που προκάλεσαν τα χημικά όπλα, που αμέσως μετά τον πόλεμο ξεκίνησαν οι διαπραγματεύσεις για την απαγόρευσή τους. Το 1935 ο Μουσολίνι, χρησιμοποίησε τον υπερίτη εναντίον των φτωχών Αιθιόπων, ενώ λίγο αργότερα, το 1937 οι Γερμανοί ανακάλυψαν τα αέρια νεύρων, με πρώτο από όλα τα σαρίν.
Η πρώτη εμφάνιση των χημικών όπλων έγινε από τους Γερμανούς στο δυτικό μέτωπο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Τον Απρίλιο του 1915 κι ενώ οι γραμμές των αντιπάλων είχαν ήδη παγιωθεί, το Γερμανικό επιτελείο σε μια προσπάθεια να σπάσει τις γραμμές των συμμάχων έριξε στους Γάλλους, στην περιοχή του Ιπρ, δηλητηριώδες αέριο χλωρίνης (15.000 θύματα, 5.000 θάνατοι). Πέντε μήνες αργότερα οι Άγγλοι τους ακολούθησαν, χρησιμοποιώντας επιπλέον μια καπνογόνο ουσία από μείγμα πίσσας στέατος, μαύρης πυρίτιδας και νίτρου.
Από εκείνη την στιγμή και μετά, στην ατελείωτη φρίκη του πολέμου των χαρακωμάτων θα προστεθεί και η σιωπηλή επέλαση του χημικού θανάτου. Λίγο αργότερα εμφανίστηκαν τα πολύ πιο δραστικά αέρια μουστάρδας. Ήταν τόση η αντίδραση που προκάλεσαν τα χημικά όπλα, που αμέσως μετά τον πόλεμο ξεκίνησαν οι διαπραγματεύσεις για την απαγόρευσή τους. Το 1935 ο Μουσολίνι, χρησιμοποίησε τον υπερίτη εναντίον των φτωχών Αιθιόπων, ενώ λίγο αργότερα, το 1937 οι Γερμανοί ανακάλυψαν τα αέρια νεύρων, με πρώτο από όλα τα σαρίν.
Αλλά, οι πολεμικές χημικές ουσίες δεν θα χρησιμοποιηθούν στο Β’ Παγκόσμιο πόλεμο παρά μόνο καπνογόνες κι εμπρηστικές, όπου οι ίδιες χρησιμοποιούνται και σήμερα. Ο βασικός λόγος ήταν ότι άλλαξε ριζικά η στρατηγική του πολέμου. Από την στασιμότητα και την σαφήνεια των γραμμών στις μάχες των χαρακωμάτων του Α’ Παγκοσμίου πολέμου, περάσαμε στο αστραπιαίο κτύπημα των Γερμανών, στις ταχύτατα αναπτυσσόμενες μονάδες και στην προσπάθεια περικύκλωσης των δυνάμεων του αντιπάλου.
Παρ’ όλα αυτά, τόσο ο Άξονας όσο και οι σύμμαχοι εκπαιδεύονταν στη χρήση των χημικών, ανέπτυσσαν τις γνώσεις τους κι έτσι, όταν κατέλαβαν τη Γερμανία. κατέστρεψαν 100.000 τόνους αερίων νεύρων. Είχαν γεμίσει 611.000 κάλυκες από τη φοβερή ουσία νεύρων GA. Όμως, οι Γερμανοί χρησιμοποίησαν μεγάλες ποσότητες δηλητηριωδών αερίων, για να εξοντώσουν τα εκατομμύρια των Εβραίων στους τρομερούς θαλάμους αερίων. Μετά το Β’ Παγκόσμιο πόλεμο οι έρευνες πάνω στις πολεμικές χημικές ουσίες δεν σταμάτησαν.
Είναι βέβαιο ότι σήμερα και οι 2 υπερδυνάμεις διαθέτουν στα οπλοστάσιά τους και πολεμικές χημικές ουσίες. Οι Αμερικανοί χρησιμοποίησαν στο Βιετνάμ πολεμικές χημικές ουσίες (βλήματα λευκού φωσφόρου, σαν καπνογόνα) για διάφορους σκοπούς. Έριξαν πάνω από 100.000 τόνους και θανάτωσαν ή αχρήστευσαν πάνω από 2.000.000 Βιετναμέζους κι ερήμωσαν ταυτόχρονα πάνω από 1.000.000 εκτάρια γης. Οι ΗΠΑ άρχισαν να κατηγορούν τη Ρωσία πως χρησιμοποίησε πολεμικά χημικά όπλα στην Ερυθραία, στο Λάος, στην Καμπότζη και στο Αφγανιστάν.
Το 1985 και το 1988 ο Σαντάμ Χουσεϊν έριξε δηλητηριώδεις χημικές ουσίες σκοτώνοντας χιλιάδες Κούρδους του Ιράκ, όταν η κουρδική πόλη Χαραλαμπία κατελήφθη από τους Ιρανούς. Για χρήση χημικών ουσιών έχει καταγγελθεί και η Τουρκία από τους Κούρδους.
ΒΙΟΛΟΓΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ
Ορισμός
Εκτός από τις επιθέσεις με χημικές ουσίες και με άλλα συμβατικά όπλα, δεν είναι δυνατό να παραβλέψει κανείς τις προσβολές με βιολογικές ουσίες. Ο πραγματικός άγνωστος πόλεμος ήταν αυτός της προσπάθειας ανάπτυξης των βιολογικών όπλων, που από πολλούς χαρακτηρίστηκαν ως το όπλο του επόμενου πολέμου, αφού τα περισσότερα είναι άοσμα και άχρωμα και είναι πολύ επικίνδυνα λόγω της προσιτής φύσης τους καθώς και, της τάσης τους για ταχύτατη εξάπλωση. Η παγκόσμια οργάνωση υγείας σημειώνει ότι τουλάχιστον 44 ιοί, βακτήρια, μύκητες και πρωτόζωα έχουν καταγραφεί ως πιθανά βιολογικά όπλα.
Βιολογικός πόλεμος λέγεται το είδος του πολέμου που διεξάγεται με την χρήση βιολογικών όπλων, που είναι διάφορες ουσίες, οι οποίες λαμβάνονται από τον ζωντανό κόσμο, τη βιόσφαιρα, που αποτελείται από ζώα, φυτά και μικροοργανισμούς. Εδώ ανήκει και ο ψυχολογικός πόλεμος, όπου γίνεται χρήση απειλών ή παραπειστικών ενεργειών. Συνήθως, τα βιολογικά όπλα είναι παθογόνοι μικροοργανισμοί ή προϊόντα αυτών. Τα πάντα όμως, είναι δυνατό να χρησιμοποιηθούν.
Στόχοι είναι το έμψυχο περιβάλλον (οι άνθρωποι, τα ζώα, τα φυτά), αλλά και το άψυχο περιβάλλον (κτίρια, εγκαταστάσεις, μεταφορικά μέσα κτλ). Για να εξοντωθεί ο πληθυσμός που βρίσκεται σε ένα τετραγωνικό χιλιόμετρο απαιτούνται 2.000 δολάρια με την χρήση συμβατικών όπλων, 800 με πυρηνικά, 600 με χημικά και 1 δολάριο με βιολογικά, όπως επισήμανε ο καθηγητής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης κ. Γ. Μανουσάκης σε ομιλία του σε συνεδριακό κέντρο του Πολυτεχνείου Κρήτης.
Ιστορική Αναδρομή
Κατά την αρχαιότητα γινόταν περιστασιακή χρήση των βιολογικών όπλων. Οι αντίπαλοι, δηλαδή, εκμεταλλεύονταν τις τυχόν κακές υγειονομικές συνθήκες στο αντίπαλο στρατόπεδο, όπως ήταν επιδημίες, ώστε να κάνουν έφοδο. Γνωστή είναι η σημασία του λοιμού στην Αθήνα για την έκβαση του Πελοποννησιακού πολέμου. Ινδοί τοξότες πολέμησαν το Μέγα Αλέξανδρο, χρησιμοποιώντας βέλη που είχαν βουτήξει πρώτα σε δηλητήριο.
Στο βιβλίο Κριταί της Παλαιάς Διαθήκης αναφέρεται, ότι ο Σαμψών έκαψε όλες τις καλλιέργειες των αντιπάλων με αναμμένους δαυλούς που τους είχε δέσει στις ουρές 300 αλεπούδων, που απόλυσε στα κτήματα των Φιλισταίων. Πρόκειται, δηλαδή, περί συνδυασμού του βιολογικού όπλου (αλεπούδες) και της πυράς.
Κατά τον Μεσαίωνα ήταν εξαιρετικά διαδεδομένος και ο ανορθόδοξος πόλεμος, η προσπάθεια δηλαδή διασποράς ασθενειών στους αντιπάλους με τη ρίψη πτωμάτων ζώων σε πηγάδια, για να δηλητηριαστεί το νερό ή πάνω από τα τείχη των πολιορκούμενων πόλεων, για να επέλθει επιδημία, τακτική που ακολούθησαν οι Ρωμαίοι, αλλά και οι Σταυροφόροι. Κατά τους Ναπολεόντειους πολέμους παρατηρήθηκε η εξάπλωση βαριάς μορφής σύφιλης στους, για πρώτη φορά προσβαλλόμενους, στρατούς της Ευρώπης.
Πολλοί ιστορικοί υποστηρίζουν ότι η επιδημία πανώλης που έπληξε την Ευρώπη, με την επωνυμία «Μαύρος Θάνατος», ξεκίνησε από την στιγμή που οι Τάταροι έριξαν πτώματα μέσα στην πολιορκημένη Κριμαία. Οι ιθαγενείς πληθυσμοί της Αμερικάνικης ηπείρου αποδεκατίστηκαν από τις ασθένειες που έφεραν μαζί τους οι Ευρωπαίοι Κονκισταδόρες. Το 1763, ο διοικητής των Βρετανικών δυνάμεων στη βόρεια Αμερική πρότεινε να δοθούν σε Ινδιάνους -φιλικά διακείμενους προς τους Γάλλους- κουβέρτες από στρατιώτες που έπασχαν από ευλογιά.
Κατά τον 2ο Βαλκανικό Πόλεμο, οι υποχωρούντες Βούλγαροι έριχναν κόπρανα πασχόντων από χολέρα στα φρέατα, από τα οποία θα υδρεύονταν ο προελαύνων Ελληνικός στρατός. Οι Ιάπωνες κατάφεραν να δημιουργήσουν μια δυνατή μικροβιολογική ομάδα και υπήρξαν εκείνοι που εξαπέλυσαν την πρώτη βιολογική καταιγίδα. Επικεφαλής της συγκεκριμένης ομάδας ήταν ο διακεκριμένος μικροβιολόγος Ισί, ο οποίος από καθηγητής έγινε συνταγματάρχης. Τέλος, κατά τον Σινοϊαπωνικό πόλεμο, αναφέρεται η χρήση από τους Ιάπωνες εναντίον των Κινέζων μικροβίων πανώλης μεταφερομένων από ψύλλους.
Κατά τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο, οι Γερμανοί μόλυναν με πράκτορες τα υποζύγια των Η.Π.Α, προοριζόμενα για την Ευρώπη με μικρόβια μάλλεως, αλλά απέτυχαν, γιατί ο χρόνος επώασης της ζωονόσου αυτής είναι μακρός. Από την άλλη μεριά, η Βρετανία κάτω από την κωδική ονομασία «Κόκκινος Ναύαρχος», αποφάσισε το 1946 την παραγωγή 10.000 βομβών διασποράς που περιείχαν επικίνδυνους ιούς. Αν και η επίσημη αιτιολογία ήταν η άμυνα, το πλάνο σκόπευε 27 πόλεις – κλειδιά της ΕΣΣΔ.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των Βρετανών 296 βιολογικές βόμβες αντιστοιχούσαν με 59 πυρηνικές εκρήξεις. Το 1954 πάντως ακυρώθηκε η ολοκλήρωση του προγράμματος. Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος γίνεται η αφετηρία για την εμφάνιση των βιολογικών όπλων. Η θλιβερή πρωτοπορία ανήκει στους Ιάπωνες. Με τη συμβολή της ανεπτυγμένης Ιαπωνικής μικροβιολογίας, η Αυτοκρατορία του Ανατέλλοντος Ηλίου μετά την κατάληψη μεγάλου τμήματος της Κίνας, άρχισε να υλοποιεί προγράμματα βιολογικού πολέμου.
Συγκροτήθηκε τότε η Μονάδα 731, η οποία προχώρησε σε εκτεταμένη χρήση του ιού του άνθρακα και της πανώλης. Χιλιάδες Κινέζοι, Βρετανοί, Ρώσοι και Αμερικανοί στρατιώτες πρέπει να έγιναν πειραματόζωα, ενώ η Κίνα το κατήγγειλε την μόλυνση εκατοντάδων χιλιάδων αμάχων. Βέβαια, η τεχνολογία διασποράς αυτών των όπλων ήταν μάλλον πρωτόγονη π.χ πορσελάνινες βόμβες γεμάτες με ψύλλους, φορείς της πανώλης κτλ, αλλά το πρώτο βήμα είχε ήδη γίνει. Είναι χαρακτηριστικό, ότι αν και οι Ιάπωνες που δικάστηκαν ως εγκληματίες πολέμου ήταν διπλάσιοι από τους Γερμανούς, ανάμεσά τους δεν υπήρχε ούτε ένας από τους πρωτεργάτες του βιολογικού πολέμου.
Χρειάζονταν οπωσδήποτε για το αντίστοιχο Αμερικανικό και Βρετανικό πρόγραμμα. Κατά το 1952 οι Κινέζοι και οι Βορειοκορεάτες έχουν καταγγείλει ότι στον πόλεμο της Κορέας οι ΗΠΑ προέβησαν σε χρήση βιολογικών όπλων, ρίχνοντας βόμβες με μολυσμένα έντομα στην Κορέα, όπως επίσης και ότι χρησιμοποίησαν τον ιό του άνθρακα, προκειμένου να ανακόψουν σε ορισμένες περιπτώσεις την προέλαση των Κινεζικών δυνάμεων. Η Ουάσινγκτον, από την άλλη μεριά, αρνείται κάθε τέτοιο ενδεχόμενο, αλλά είναι σίγουρο ότι είχε τη δυνατότητα να το κάνει.
Πόσο μάλλον, όταν αγνοείται η τύχη των αποθεμάτων άνθρακα που είχε η Ιαπωνία. Οι δε Ρώσοι κατηγόρησαν απροκάλυπτα τους Αμερικάνους στον Ο. Η. Ε. για τούτο, με προσφυγή που τελικά απερρίφθη, επειδή οι κατηγορούντες δεν κατόρθωσαν να αποδείξουν με βάσιμα στοιχεία τις κατηγορίες τους. Οι Αμερικάνοι ήταν εκείνοι που έκαναν πράξη το βιολογικό πόλεμο με στόχο φυτά και ζώα στον πόλεμο του Βιετνάμ, χρησιμοποιώντας το περίφημο Agent Orange και το λιγότερο γνωστό Agent Blue. Καταστρέφοντας τις ζούγκλες, καταστράφηκε και η υγείας πολλών Αμερικανών στρατιωτών από τις παρενέργειες αυτών των ουσιών.
Οι μαζικές μηνύσεις και η κατακραυγή οδήγησαν τον Αμερικανό πρόεδρο Νίξον να κλείσει τις εγκαταστάσεις παραγωγής βιολογικών όπλων και να προσυπογράψει λίγα χρόνια αργότερα την συνθήκη για την απαγόρευση των βιολογικών όπλων. Το 1956 ένας Ρώσος συνταγματάρχης απευθυνόμενος στο Ρωσικό λαό, ανέφερε ότι τα πιθανά αποτελέσματα (από άποψη αριθμού θυμάτων) του βιολογικού πολέμου μπορεί να ξεπεράσουν τα του χημικού ή ραδιολογικού πολέμου. Το 1961, ο Ο.Η.Ε ακύρωσε σχετική σύμβαση μεταξύ της Μεγάλης Βρετανίας, των Η.Π.Α και της Ρωσίας δια της οποίας κρίθηκαν αναδρομικώς απαράδεκτες οι πολεμικές βιολογικές ουσίες.
Ο πραγματικός άγνωστος πόλεμος είναι αυτός της προσπάθειας ανάπτυξης βιολογικών όπλων, που από πολλούς έχει χαρακτηριστεί ως το όπλο του επόμενου πολέμου. Αλλά εκείνο που ήταν πραγματικά τεράστιο ήταν το Σοβιετικό πρόγραμμα βιολογικών όπλων. Εκτιμώντας οι Ρώσοι ότι οι Η.Π.Α προηγούνταν στην κούρσα των πυρηνικών, αποφάσισαν να ρίξουν κολοσσιαία μέσα στο βιολογικό πόλεμο. Το οπλοστάσιο της Ρωσίας τρομάζει τόσο με την ποσότητά του, όσο και με την ποιότητά του.
Είναι χαρακτηριστικό ότι προχώρησαν σε τροποποίηση των ιών, φτιάχνοντας καινούργιες άγνωστες και, αδύνατο να αντιμετωπιστούν, ασθένειες. «Όποιος δεν έχει δει το Σοβιετικό βιολογικό οπλοστάσιο, δεν μπορεί να καταλάβει τη διαφορά της διασποράς ενός φυσικού ιού, από τη δημιουργία ενός σύγχρονου βιολογικού όπλου», δήλωσε ένα από τα στελέχη του αντίστοιχου προγράμματος που αποστάτησε στη Δύση στα τέλη της δεκαετίας του ’80.
Επίσης, οι Σοβιετικοί διαμόρφωσαν και «επιχειρησιακά» βιολογικά όπλα, που δεν επιφέρουν το θάνατο στον αντίπαλο, αλλά τον αδρανοποιούν. Στα πιο τρομερά όπλα τους πρέπει να περιλαμβάνεται κι ένας τροποποιημένος ιός της ευλογιάς, που θα μπορούσε κυριολεκτικά να σαρώσει. Από την άλλη μεριά, στις Η.Π.Α η βασική προτεραιότητα παρέμεινε πάντα ο πυρηνικός πόλεμος. Ίσως γι’ αυτό πρότειναν το 1969 τη θέσπιση συνθήκης απαγόρευσης της χρήσης βιολογικών όπλων.
Η συνθήκη που προσυπογράφηκε το 1972, δεν οδήγησε βέβαια σε απάλειψη του κινδύνου. Τόσο η ΕΣΣΔ όσο και οι Η.Π.Α αξιοποιώντας κυρίως ιδιωτικές εταιρείες συνέχισαν την παραγωγή τους με πολύ συγκαλυμμένο τρόπο. Το Ιράκ βοηθούμενο από τις Η.Π.Α, τη Γερμανία και τη Ρωσία νωρίτερα, παίζοντας ρόλο ανάσχεσης της Ισλαμικής επανάστασης του Ιράν ανάπτυξε πρόγραμμα βιολογικών όπλων. Υπάρχει καταγγελία ότι έκανε χρήση τέτοιων όπλων στον πόλεμο κατά του Ιράν.
ΤΟΞΙΚΟΤΗΤΑ
Ιστορικά η λέξη έχει προέλθει από την αρχαία Ελληνική μυθολογία και συγκεκριμένα από τους άθλους του Ηρακλή ο οποίος μετά την εξολόθρευση της Λερναίας Ύδρας εμβάπτισε τα βέλη από το τόξο του στο δηλητηριώδες αίμα του τέρατος καθιστώντας τα δηλητηριώδη και θανατηφόρα επειδή λοιπόν ο θάνατος αυτός προήρχετο από τα βέλη του ΤΌΞΟΥ - ΤΟΞΙΚΟΣ - ΘΑΝΑΤΗΦΟΡΟΣ.
Όταν ο Ηρακλής έκοψε και το τελευταίο, αθάνατο, κεφάλι της Λερναίας Ύδρας, το πήρε και το έθαψε βαθιά στη Γη, τοποθετώντας επάνω του έναν βράχο. Ύστερα βούτηξε τα βέλη του στη δηλητηριώδη χολή του τέρατος, κάνοντάς τα θανατηφόρα. Ο μύθος, λένε οι ειδικοί, εμπεριέχει πάντα μια δόση ιστορικής πραγματικότητας. Επομένως, ο δεύτερος άθλος του Ηρακλή ίσως να αποτελεί την πρώτη αναφορά σε χημικά και βιολογικά όπλα που συναντάμε.
Οι αρχαίοι Έλληνες δεν ήταν οι μόνοι. Υπάρχουν στοιχεία τα οποία υποδεικνύουν τη χρήση βιολογικών μέσων στις μάχες σε όλον τον αρχαίο κόσμο, από την Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή ως την Ανατολική Ασία. Μεταξύ των ιστορικών θυμάτων και δραστών συγκαταλέγονται κατακτητές του επιπέδου του Μεγάλου Αλεξάνδρου, του Ιουλίου Καίσαρα και του Αννίβα.
«Ο μεγάλος αριθμός των μυθικών αφηγήσεων και των ιστορικά επαληθεύσιμων περιστατικών» συμπεραίνει Αμερικανίδα ιστορικός «μας καλεί να αναθεωρήσουμε τα συμπεράσματά μας σχετικά με την εμφάνιση του βιολογικού και χημικού πολέμου και των ηθικών και τεχνολογικών περιορισμών του». Ιστορικοί και αρχαιολόγοι δίνουν τώρα μεγαλύτερη προσοχή και βαρύτητα σε παραμελημένα στοιχεία για τον πόλεμο, τόσο σε κοινωνίες οργανωμένες κατά φυλές ή ομάδες όσο και σε ανεπτυγμένους πολιτισμούς.
Οι Μάγια, οι οποίοι παλαιότερα θεωρείτο ότι είχαν αναπτύξει έναν ειρηνικό πολιτισμό ο οποίος διοικείτο από το ιερατείο και ήταν περισσότερο αφοσιωμένος στη μελέτη των ημερολογίων παρά στη διεξαγωγή εχθροπραξιών, αποδείχθηκε προσφάτως ότι τελικά ήταν αρκετά αιμοσταγείς. Στην Ταϊτή, της οποίας οι λαοί θεωρούνταν προσωποποίηση του Ευγενούς Αγρίου του Ρουσό, ο πόλεμος ήταν πολλές φορές στυγνός και ανελέητος. Όλοι σχεδόν οι πολιτισμοί που προηγήθηκαν της σύγχρονης εποχής μας αποδεκάτιζαν αλλήλους σε εξαιρετικά βίαιους πολέμους, διαπιστώνουν σήμερα ορισμένοι ερευνητές.
Σουμεριακές επιγραφές σφηνοειδούς γραφής οι οποίες μιλούν για θανατηφόρα παθογόνα το 1770 π.X. Ως τώρα εθεωρείτο ότι τα χημικά και βιολογικά όπλα ήταν προϊόν της σύγχρονης εποχής, επειδή η ανάπτυξή τους απαιτεί προηγμένες επιστημονικές γνώσεις επιδημιολογίας, βιολογίας και χημείας. Οι ερευνητές πίστευαν ότι ο βιολογικός και χημικός πόλεμος των παλαιότερων χρόνων περιοριζόταν στις δηλητηριάσεις πηγαδιών ή στη ρίψη ενός μολυσμένου με πανώλη πτώματος μέσα στα τείχη του εχθρού.
Τον 5ο π.X. αιώνα Έλληνες ιστορικοί αναφέρουν πολυάριθμες περιπτώσεις μαχών όπου έχουν χρησιμοποιηθεί δηλητήρια. Τα δηλητηριώδη βέλη ίσως να έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στον Τρωικό Πόλεμο. Ο Όμηρος δεν αναφέρεται ξεκάθαρα σε αυτά, όμως ο Φιλοκτήτης είχε τη φαρέτρα του Ηρακλή, ενώ ο ποιητής μιλάει συχνά για το μαύρο αίμα που έτρεχε από τις πληγές και για τις βδέλλες που έβαζαν να το απορροφήσουν, κλασικά δείγματα δηλητηρίασης από δηλητήριο φιδιού.
«Τοξικά και βέλη» συμπληρώνει «έχουν στα Ελληνικά την ίδια προέλευση: η λέξη "τοξικός" προέρχεται από τη λέξη "τόξο". Το ίδιο συμβαίνει και στα Λατινικά. H λέξη "toxica" προέρχεται από τη λέξη "taxus", τάξος, καθώς τα πρώτα δηλητηριώδη βέλη εμποτίζονταν με μια θανατηφόρο ουσία που υπάρχει στο τάξος, ένα είδος ελάτου». Τα δηλητηριώδη φυτά χρησιμοποιούνταν ευρέως, ιδιαίτερα για να δηλητηριάζουν το νερό των πηγαδιών ή των δεξαμενών.
H αρχαιότερη καταγεγραμμένη σε γραπτές πηγές περίπτωση αναφέρεται από τον Θέσσαλο (5ος π.X. αιώνας) και τον Παυσανία (2ος μ.X. αιώνας) και αφορά την πολιορκία της Κίρρας, στον A´ Ιερό Πόλεμο (595 - 585 π.X.). Οι πολιορκητές δηλητηρίασαν τα πηγάδια της πόλης με λευκό ελλέβορο, εξαιρετικά δραστικό δηλητήριο το οποίο εξολόθρευσε ολοσχερώς τον πληθυσμό της Κίρρας. H αφήγηση αυτού του περιστατικού εθεωρείτο παλαιότερα ότι ανήκε στη σφαίρα του μύθου.
Οι ιστορικοί πείστηκαν όμως ότι ήταν αληθινή όταν την ανακάλυψαν σε κείμενα του Αισχίνη (4ος π.X. αιώνας) και ορισμένων άλλων Ελλήνων συγγραφέων. «Αντιδρώντας όπως συνέβη το 1924, με τη σύνταξη της Συνθήκης της Γενεύης ως απάντηση στη χρήση δηλητηριωδών αερίων στον A' Παγκόσμιο Πόλεμο, η Αμφικτυονική Συμμαχία αποφάνθηκε ότι η ρύπανση του νερού ήταν απαράδεκτη και ότι στο εξής θα απαγορευόταν από τους κανόνες του πολέμου» επισημαίνει η ιστορικός.
H πολιορκία της Κάφφα (Θεοδοσίας) από τους Τατάρους το 1346 μ.X. αναφέρεται από πολλούς ως το πρώτο περιστατικό βακτηριολογικού πολέμου: οι Τάταροι, στους οποίους παρουσιάστηκαν κρούσματα πανώλης, πέταξαν με καταπέλτες μέσα στα τείχη των πολιορκημένων Γενοβέζων πτώματα στρατιωτών τους οι οποίοι είχαν πεθάνει από την ασθένεια. Από την Κάφφα θεωρείται ότι έφθασε στην Ευρώπη ο «Μαύρος Θάνατος», η μεγάλη επιδημία πανώλης η οποία εξολόθρευσε το ένα τρίτο του πληθυσμού της ηπείρου από το 1346 ως το 1350.
H μολυσματική δυνατότητα πολλών ασθενειών και η ταχύτητα εξάπλωσής τους σε έναν πληθυσμό ήταν γνωστή χιλιετίες πριν, όπως διαπιστώνεται από επιγραφές οι οποίες έχουν βρεθεί στο Μάρι της Μεσοποταμίας και χρονολογούνται από το 1770 π.X. Επίσης ο Καουτίλια, Ινδός φιλόσοφος, σύμβουλος του βασιλιά Τσαντραγκούπτα και συγγραφέας της περίφημης διατριβής «Αρτασάστρα», περιγράφει τον 4ο π.X. αιώνα τεχνικές μόλυνσης των εχθρικών στρατών παραθέτοντας έναν μακρύ κατάλογο τρομερών όπλων, από δηλητήρια υπό μορφή σκόνης ως αλοιφές φτιαγμένες από ουσίες οι οποίες βρίσκονται σε φυτά ή ζώα, έντομα ή άλατα, και προκαλούν θάνατο (αργό ή γρήγορο), τύφλωση και άλλα δεινά.
Ο περιορισμός του εχθρού σε μια περιοχή μολυσμένη με ελονοσία αποτελούσε επίσης όπλο. Θεωρείται ότι μια τέτοια μέθοδος ακολουθήθηκε κατά την πολιορκία των Συρακουσών το 413 π.X., όταν ο στρατός των Αθηναίων αποδεκατίστηκε από την ασθένεια, όπως αναφέρουν ο Θουκυδίδης, ο Διόδωρος και ο Πλούταρχος. Επίσης, κατά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο, οι Σπαρτιάτες χρησιμοποίησαν δηλητηριώδη αέρια και μια μηχανή η οποία πετούσε φλόγες εναντίον των Πλαταιών.
Οι Ασσύριοι εκτόξευαν φλεγόμενες βόμβες ενώ, τον 3ο π.X. αιώνα, ο Δίων ο Κάσσιος μιλάει στη «Ρωμαϊκή Ιστορία» του για βόμβες από νάφθα. Όπλα με βάση υδρογονάνθρακες σαν το ναπάλμ (νάφθα [να] και παλμιτικά άλατα [παλμ]) έχουν χρησιμοποιηθεί αιώνες πριν από τη δεκαετία του 1940, με διασημότερο το Υγρόν Πυρ των Βυζαντινών, του οποίου η νάφθα αποτελούσε βασικό συστατικό.
Οι αρχαίοι Κινέζοι και Ινδοί είχαν συνταγές για τη δημιουργία τοξικών καπνών και άλλων τεχνασμάτων για να «παραλύουν» τον εχθρό. Επί της δυναστείας Τσου, τον 7ο π.X. αιώνα, το Κινεζικό οπλοστάσιο διέθετε «τοξικά νέφη», ομίχλες που τυφλώνουν, επιβλαβή μείγματα από θειάφι και αρσενικό. Οι Κινέζοι χρησιμοποιούσαν επίσης «βόμβες δακρυγόνων», καυτερό κόκκινο πιπέρι τυλιγμένο σε ρυζόχαρτο. Υπήρχαν αμέτρητες μυστικές συνταγές, διαφόρων λαών, για την κατασκευή νεφών που προκαλούσαν ερεθισμούς ή εύφλεκτων υλικών.
Στην κατηγορία «πρόκληση πανικού και αταξίας» υπενθυμίζεται η χρήση «ψυχολογικών όπλων», όπως οι τρομερές κραυγές και τα ουρλιαχτά, τα οποία χρησιμοποιούνταν ως πολεμική τακτική, εδώ και 2.000 χρόνια, από διάφορους λαούς, από την Ασία ως τα γερμανικά φύλα της Ευρώπης. Στον βιολογικό πόλεμο, ένα από τα αρχαιότερα όπλα ήταν τα έντομα. Σφηκοφωλιές και κυψέλες εκτοξεύονταν, με τη βοήθεια του καταπέλτη, σαν βιολογικές βόμβες εναντίον των εχθρών από τους αρχαίους Έλληνες. Οι πολεμιστές των Μάγια, όπως αναφέρεται σε ένα κείμενο του «Πόπολ Βου», φορούσαν ένα κράνος μέσα στο οποίο έκρυβαν μια κυψέλη με ερεθισμένες μέλισσες.
Όταν ο αντίπαλος χτυπούσε το κράνος, μια ζωντανή βόμβα εκρηγνυόταν εναντίον του. Στα «Πολιορκητικά» του Αινεία του Τακτικού (4ος π.X. αιώνας) αναφέρονται μέθοδοι επιβίωσης σε περίπτωση πολιορκίας, οι οποίες συνδυάζουν πολλά από τα παραπάνω. Στο κεφάλαιο που είναι αφιερωμένο στις χημικά ενισχυμένες φωτιές, ο Αινείας συμβουλεύει τους πολιορκημένους να πυρπολούν τους στρατιώτες του εχθρού και τις πολιορκητικές μηχανές τους πετώντας τους κατά σειρά πίσσα, κάνναβη, θειάφι και, στο τέλος, αναμμένα δαδιά.
Σε ένα άλλο σημείο περιγράφει αναλυτικά πώς μπορεί να διοχετεύσει κανείς αποτελεσματικά έντομα μέσα στις σήραγγες που ανοίγουν οι πολιορκητές. Σφηκοφωλιές και μελισσοφωλιές, σακιά με δηλητηριώδη φίδια τα οποία εκτοξεύονται στα πλοία ή ανάμεσα στους στρατιώτες, βόμβες οι οποίες περιέχουν σκορπιούς.. «H ανθρώπινη εφευρετικότητα στα πρώτα βήματα του βιοχημικού πολέμου είναι εντυπωσιακή». «Εξίσου εντυπωσιακό όμως είναι το ότι, κατ' ουσία ή στις βασικές αρχές, οι αρχαίοι έχουν αναπτύξει πρώτοι όλους σχεδόν τους βασικούς τύπους βιολογικών και χημικών όπλων που γνωρίζουμε σήμερα».
Τότε, όπως και τώρα, οι κοινωνίες δεν ενέκριναν τη χρήση φωτιάς, επιδημικών και άλλων ανάλογων όπλων τα οποία σκορπούσαν τον τρόμο και τον θάνατο. Για τους Έλληνες η έντιμη και δίκαιη ένοπλη σύγκρουση γινόταν πρόσωπο με πρόσωπο, σε τακτές σειρές, επί πεδίου, με ξίφη και δόρατα. Μόνον έτσι πέθαινες σαν ήρωας. Ερευνητές επισημαίνουν αναφορές αρκετών αρχαίων συγγραφέων στη δόλια χρήση βιοχημικών όπλων, τα οποία καταδικάζουν ή εγκρίνουν μόνον ως ύστατο μέσο. Το παλαιότερο γνωστό κείμενο το οποίο αναφέρεται στην απαγόρευση τέτοιων όπλων είναι Ινδικό και χρονολογείται από το 600 π.X.
Το «Μανάβα-νάρμα-σάστρα» ή «Παράδοση του Μανού», το οποίο περιγράφει τις υποχρεώσεις και τους κανόνες του τρόπου ζωής των Ινδουιστών, κατακρίνει και στιγματίζει όσους καταφεύγουν σε δηλητηριώδη όπλα. Πολύ νωρίτερα όμως, όπως επισημαίνουν οι ερευνητές, οι αρχαίοι Έλληνες αναγνώριζαν ότι η χρήση τέτοιων όπλων επέσυρε κάποιου είδους τιμωρία. Ο Ηρακλής πολλές φορές έφερνε την καταστροφή εκείνων τους οποίους ήθελε να προστατεύσει, σε μια παραλλαγή, των «φίλιων πυρών», αλλά και σε μια ένδειξη θείας δίκης.
Ο ΒΙΟΛΟΓΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ
MYΘOI KAI BIO-ΠOΛEMOΣ
Tο ότι στον αρχαίο κόσμο η χρήση βιολογικών παραγόντων δεν ήταν άγνωστη, φαίνεται ακόμη και από τις μυθολογικές αναφορές στο θέμα αυτό. Είναι ευρέως γνωστό και αποδεκτό, άλλωστε, ότι οι μύθοι συνήθως περιστρέφονται γύρω από έναν πυρήνα ιστορικών γεγονότων και αντανακλούν την ιστορία, αλλά και τις συνήθειες των ανθρώπων, οι οποίοι ζουν σε έναν τόπο σε μία συγκεκριμένη εποχή. O Ηρακλής είναι ο πρώτος ήρωας της Ελληνικής μυθολογίας που δημιούργησε το πρώτο βιολογικό αλλά και το πρώτο βιοχημικό όπλο.
Χρησιμοποιώντας βέλη εμποτισμένα με ρετσίνι, στα οποία κατόπιν έβαλε φωτιά, ο Ηρακλής δημιούργησε το πρώτο καταγεγραμμένο βιοχημικό όπλο, καθώς συνδύαζε τη χρήση βιολογικού (ρετσίνι) και χημικού (χρήση καύσης) παράγοντα. Κατόπιν, ο Ηρακλής, αφού σκότωσε τη Λερναία Yδρα, πήρε το άψυχο σώμα, το έσχισε, έβγαλε από μέσα τη χολή και στο δηλητήριό της βούτηξε τις αιχμές από τα βέλη του, μετατρέποντάς τα έτσι σε θανατηφόρα δηλητηριασμένα βέλη, τα οποία έκτοτε χρησιμοποιούσε κατά των εχθρών του.
H ύπαρξη στον Όμηρο αναφοράς στα δηλητηριασμένα βέλη του Φιλοκτήτη, τα οποία κληρονόμησε από τον Ηρακλή και η χρήση τους στις μάχες με τους Τρώες στοιχειοθετεί κατά μία έννοια τη γνώση και τακτική χρήση από τους αρχαίους Έλληνες βιολογικών παραγόντων στις ένοπλες συγκρούσεις και στον πόλεμο γενικά, δεδομένου, μάλιστα, ότι ο Όμηρος αναφέρθηκε σε έναν πραγματικό πόλεμο, ο οποίος αφορούσε στον πρώτο αποικισμό των Ελλήνων στα δυτικά παράλια της Μικράς Ασίας, της μετέπειτα Ιωνίας.
Επιπλέον, ο Όμηρος περιγράφει τραύματα από τα οποία έρεε "μαύρο αίμα". Αξίζει, βέβαια, να σημειωθεί ότι για τους αρχαίους στρατιωτικούς γιατρούς, τραύματα που ανάβλυζαν μαύρο αίμα αντιστοιχούσαν σε μόλυνση που πιθανώς να είχε προέλθει και από την επάλειψη δηλητηρίου στα βέλη ή άλλα όπλα που προκάλεσαν το τραύμα. Tο συγκεκριμένο σύμπτωμα των τραυμάτων που είχαν μολυνθεί από κάποιο δηλητήριο αφορά και στο Φιλοκτήτη, ο οποίος τρυπήθηκε από τα ίδια του τα δηλητηριασμένα βέλη.
Κατόπιν εντολής του Αγαμέμνονα, οι Αχαιοί άφησαν το Φιλοκτήτη στο νησάκι Χρυσή κοντά στη Λήμνο, μη αντέχοντας τη δυσοσμία από την πληγή που έτρεχε μαύρο αίμα και πυορροούσε, ενώ το πόδι του είχε απονεκρωθεί σε εκείνο το σημείο. H μυθική περιγραφή του Ομήρου αποτελεί ακριβή περιγραφή των συνεπειών από το δάγκωμα φιδιού ή, όπως αναφέραμε και παραπάνω, τραυματισμό από όπλο, που είχε επαλειφθεί με δηλητήριο φιδιού, ακόμη και εάν αυτό το φίδι ήταν μυθικό, όπως η Λερναία Yδρα.
Στα Ομηρικά Έπη μπορούμε να ανιχνεύσουμε και άλλα παραδείγματα όπου γίνεται φανερό πως η χρήση βιολογικών παραγόντων ήταν γνωστή στους αρχαίους Έλληνες. Από τους μνηστήρες αναφέρεται ότι ίσως ο νεαρός Τηλέμαχος να επιχειρούσε να φτάσει στην Eφύρα, στη βορειοδυτική Ελλάδα, για να βρει το δηλητηριώδες φυτό που ευδοκιμεί εκεί, ώστε να το ρίξει στο κρασί τους και να τους δηλητηριάσει. O Όμηρος μας λέει ότι ήταν ο Οδυσσέας αυτός που τελικά πήγε στην Eφύρα σε αναζήτηση του θανατηφόρου φυτού για να το αλείψει στις χάλκινες αιχμές των βελών του.
Είναι δε χαρακτηριστικό ότι και ο ίδιος ο Οδυσσέας πέθανε από το δηλητηριασμένο δόρυ του Τηλέγονου, του γιου που είχε αποκτήσει με την Κίρκη, το οποίο είχε μία αιχμή, που αποτελείτο από τη σπονδυλική στήλη ενός σαλαχιού, η οποία, όπως είναι γνωστό και στους σύγχρονους επιστήμονες της υδροβιολογίας, περιέχει ισχυρό δηλητήριο. Σύμφωνα πάντα με την Ελληνική μυθολογία, η θεά Άρτεμις, η οποία χρησιμοποιούσε το τόξο ως βασικό όπλο της, εκτόξευε δηλητηριασμένα βέλη τα οποία είχαν επαλειφθεί με ίταμο.
O ίταμος είναι φυτό, το οποίο ευδοκιμεί στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στη Μακεδονία, στη Θράκη, στη Θεσσαλία, στη Στερεά Ελλάδα, στην Πελοπόννησο και στη Σαμοθράκη και είναι γνωστό ως ήμερο έλατο ή καρκαριά. Σύμφωνα με το Διοσκουρίδη, περίφημο Έλληνα ιατρό του 1ου μ.X. αιώνα, ονομάζεται και δένδρο του θανάτου, διότι έχει την ιδιότητα να αναδίδει δηλητηριώδεις ατμούς και όποιος κοιμηθεί κοντά σε αυτό ή γενικά βρεθεί κοντά του, τότε κινδυνεύει να πεθάνει.
TOΞIKΑ ΟΠΛΑ
O Διοσκουρίδης ήταν ο πρώτος που αναφέρθηκε στη γλωσσολογική και ετυμολογική προέλευση της λέξεως "τοξικόν" από τη λέξη "τόξον". H λέξη τοξικόν της αρχαίας Ελληνικής, η οποία, στη νέα ελληνική αντιστοιχεί στη λέξη δηλητήριο, προέρχεται, σύμφωνα με το Διοσκουρίδη, από τη λέξη τόξον. Αντιστοίχως, εντύπωση προκαλεί και το ότι και στη Λατινική γλώσσα η λέξη "δηλητήριο" αντιστοιχεί στη λέξη toxica, η οποία φέρεται να προέρχεται από τη λέξη taxus (δηλαδή, ξύλο από ήμερο έλατο).
Λαμβάνοντας υπόψη τις παραπάνω γλωσσολογικές αναφορές, μπορούμε να πούμε ότι οι αναφορές αυτές παραπέμπουν σαφώς στα δηλητηριασμένα βέλη, τα οποία είχαν επαλειφθεί με θανατηφόρο χυμό από καρπό έλατου. Oι αρχαίες πραγματείες σχετικά με τοξικές ουσίες, οι οποίες προέρχονται από τη Μεσόγειο και την Ινδία, περιγράφουν μία εντυπωσιακή ποικιλία δηλητηριωδών φυτών, ανόργανων ουσιών, θαλάσσιων πλασμάτων, εντόμων και φιδιών, μαζί με εκατοντάδες αντίδοτων και γιατρικών, από τα οποία άλλα είναι χρήσιμα και άλλα αρκετά αμφισβητήσιμα.
Περίπου το 300 π.X., για παράδειγμα, το εγχειρίδιο τοξικολογίας που συνέταξε ο Νίκανδρος, ένας ιερέας του Απόλλωνα στο ναό της Κλάρου στη Μικρά Aσία, είχε καταχωρισμένα είκοσι είδη οχιάς και κόμπρας, γνωστά στον Ελληνορωμαϊκό κόσμο. Eπιπλέον, τα ιατρικά συμπτώματα των δαγκωμάτων από φίδια και των τραυμάτων από βέλη μολυσμένα με δηλητήριο περιγράφονται με ακρίβεια στις αρχαίες αναφορές. Aρχικά η περιοχή γύρω από το τραύμα νεκρώνει και μετά αρχίζει να τρέχει σκούρο μπλε ή μαύρο πηκτό πυώδες αίμα.
Κατόπιν δημιουργείται έλκος σε αποσύνθεση, ακολουθεί αιμορραγία, τα άκρα του θύματος πρήζονται, ξεκινάει εμετός και οξύς ή και "παγωμένος" πόνος γύρω από την καρδιά, συσπάσεις, σοκ και στο τέλος επέρχεται ο θάνατος. Mόνο λίγα τυχερά θύματα ανέκαμψαν από δάγκωμα ή βέλη από δηλητήριο φιδιού και ορισμένες φορές τα τραύματα πυορροούσαν για πολύ καιρό. Ένας σημαντικός παράγοντας στη χρήση δηλητηρίων ως βιολογικών όπλων στον πόλεμο είναι και οι ψυχολογικές επιπτώσεις στο ηθικό του αντιπάλου.
Ίσως η χρήση ακατέργαστων βιολογικών παραγόντων στις στρατιωτικές επιχειρήσεις της αρχαίας εποχής να μην είχε τα αντίστοιχα πρακτικά αποτελέσματα που θα είχε η χρήση εργαστηριακά επεξεργασμένων βιολογικών όπλων στη σύγχρονη εποχή, ωστόσο ο τρόμος ο οποίος προκαλείται, ακόμη και από τις πληροφορίες ή φήμες ότι ο εχθρός χρησιμοποιεί δηλητηριασμένα βέλη και όπλα, αλλά και η αποκαρδιωτική όψη και οσμή των μολυσμένων τραυμάτων και ο θάνατος από αυτά, σίγουρα επιδρούσαν ιδιαίτερα αρνητικά σε οποιοδήποτε στράτευμα.
Αναζητώντας βότανα για τη δηλητηρίαση των βελών τους, οι αρχαίοι είχαν εντοπίσει αρκετά επικίνδυνα φυτά που χρησιμοποιούνταν για ιατρικούς λόγους και ήταν δυνατό, επίσης, να αξιοποιηθούν στη δημιουργία τοξικών όπλων. Όπως και στη σύγχρονη φαρμακολογία, το ποσοστό της δόσης ήταν αυτό που καθόριζε αν το αποτέλεσμα θα είναι θεραπευτικό ή θανατηφόρο. Σε πολύ μικρή ποσότητα πολλές φυτικές τοξίνες είναι ευεργετικές, ενώ σε μεγαλύτερες ποσότητες είναι θανατηφόρες - αν και πολλά δηλητήρια, όπως αυτό του ακόνιτου, σκοτώνουν ακόμη και σε ελάχιστες δόσεις.
Eνα από τα πλέον "δημοφιλή" δηλητήρια, που χρησιμοποιούνταν στην αρχαιότητα σε βέλη, ήταν ο ελλέβορος, φαρμακευτικό βότανο για όλες τις περιπτώσεις και συνταγή που προτιμούσαν γιατροί, συμπεριλαμβανομένου του Ιπποκράτη. Oι αρχαίοι αναγνώριζαν δύο είδη ελλέβορου: το μαύρο ελλέβορο και το λευκό ελλέβορο. Hταν ευρέως γνωστό ότι ο ελλέβορος σκότωνε άλογα και βόδια και οι άνθρωποι που τον μάζευαν συχνά αρρώσταιναν ή πέθαιναν.
Σύμφωνα με τον Πλίνιο τον πρεσβύτερο, σε ελάχιστες δόσεις, οι ρίζες προκαλούσαν φτέρνισμα και φλύκταινες, αλλά σε μεγαλύτερες μπορούσαν να προκαλέσουν φοβερό εμετό και διάρροια, κράμπες στους μύες, παραλήρημα, μυϊκές συσπάσεις, ασφυξία και καρδιακή προσβολή. Εκτός όμως από φυτά, είναι φανερό ότι στην αρχαιότητα υπήρχε εκτεταμένη γνώση των τοξικών και βακτηριολογικών ουσιών, οι οποίες μπορούν να αντληθούν από τα ζώα. Eκτός από τα φίδια, οι αρχαίοι είχαν καταγράψει και άλλα πλάσματα του ζωικού βασιλείου, από τα οποία μπορούσαν να αντληθούν τοξικές ουσίες με σκοπό τη χρήση τους για στρατιωτικούς σκοπούς.
Ορισμένα είδη δηλητηριωδών σκαθαριών υψηλής τοξικότητας, που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την κατασκευή δηλητηριασμένων όπλων ήταν γνωστά στην αρχαιότητα. Για παράδειγμα, ο Αριστοτέλης και ο τοξικολόγος Νίκανδρος περιέγραφαν θανατηφόρες ουσίες που λαμβάνονταν από είδη σκαθαριών που ονομάζονταν "σκαθάρια φουσκάλες", των οποίων το ξηρό σώμα μπορούσε να προκαλέσει φλύκταινες στο ανθρώπινο δέρμα, και σκαθάρια "σταφυλίνους", των οποίων τα δηλητήρια ήταν τόσο ισχυρά, ώστε σκότωναν αγέλες βοοειδών που τα τρώνε κατά λάθος.
Επιπλέον, ο Πλίνιος, στο έργο του "Φυσική Ιστορία", αναφέρεται στους Ψύλλους, μία νομαδική φυλή της Βορείου Αφρικής. Oι Ψύλλοι ήταν γητευτές φιδιών και γνώστες και χρήστες μυριάδων δηλητηρίων από φίδια και σκορπιούς, ενώ λέγεται ότι είχαν ανοσία σε όλα αυτά. Αφού περιγράφει τους δηλητηριώδεις βατράχους και φρύνους που ήταν γνωστοί στην αρχαιότητα, ο Πλίνιος υποστηρίζει ότι ο ίδιος είχε κάποτε υπάρξει αυτόπτης μάρτυρας των Ψύλλων που έβαζαν δηλητηριώδεις φρύνους σε θερμασμένα δοχεία. Oι λόγιοι αναρωτιούνταν γιατί οι Ψύλλοι "ερέθιζαν" τα τοξικά αμφίβια κατά αυτόν τον τρόπο.
Mία λογική εξήγηση μπορεί να είναι ότι οι Ψύλλοι έψηναν τους φρύνους για να αποσπάσουν το δηλητήριό τους. Ανάλογες πρακτικές ακολουθούσαν φυλές των τροπικών δασών της Νοτίου Aμερικής, οι οποίες χρησιμοποιούσαν δηλητήριο από ένα είδος βατράχου (που ονομάζεται βάτραχος - δηλητηριώδες βέλος) για να επεξεργαστούν βέλη και βελάκια που εκτόξευαν από φυσοκάλαμα. Oι βάτραχοι εκκρίνουν από το δέρμα τους ένα εξαιρετικά θανατηφόρο χημικό, καθώς ένας μόνο βάτραχος διαθέτει περίπου 200 μικρογραμμάρια δηλητήριο και μόνο 2 μικρογραμμάρια μπορούν να είναι μοιραία για τον άνθρωπο.
H τοξίνη ενός τέτοιου βατράχου αρκεί για περίπου 50 αιχμές βελών και, για να αποφύγουν την επαφή με το ισχυρό δηλητήριο, οι περισσότεροι κάρφωναν στο έδαφος έναν βάτραχο και προσεκτικά άλειφαν τα βέλη τους πάνω στο γλοιώδες δέρμα. Oμως, μία ασφαλέστερη μέθοδος που έχει εφευρεθεί από τους Iνδιάνους Tσόκο στην Kολομβία αποσπά ακόμη περισσότερο ποσό συμπυκνωμένου δηλητηρίου. Σουβλίζουν έναν βάτραχο και τον ψήνουν στη φωτιά, μαζεύοντας την τοξίνη που στάζει σε ένα μπουκάλι στο οποίο μπορούν με ευκολία να βουτήξουν τα βέλη τους.
Δεν μας είναι γνωστό από ποια εποχή οι ιθαγενείς της Νοτίου Aμερικής γνώριζαν και χρησιμοποιούσαν τοξικές ουσίες στα όπλα τους, ωστόσο γνωρίζουμε ότι οι Iσπανοί κατακτητές, κατά τον 15ο αιώνα, έτρεμαν το δηλητήριο που είχαν τα βελάκια των ιθαγενών Ινδιάνων και, παρ' όλη τη βαριά θωράκιση που φορούσαν για να εξοστρακίζονται τα βέλη, πολλοί εξερευνητές πέθαναν από όπλα αλειμμένα με θανατηφόρο γλίτσα βατράχου ή με τις φυτικές τοξίνες στρυχνίνη και κουράριο, ένα αλκαλοειδές που προκαλεί παράλυση.
Eνα μικρό τσίμπημα από βελάκι με κουράριο που εκτοξεύεται από φυσοκάλαμο, σκοτώνει άνθρωπο ή μεγάλο ζώο. Στα τροπικά δάση του Αμαζονίου, οι ιθαγενείς μετέφεραν ανά φαρέτρα περί τα 600 μικρά βέλη με κουράριο και υπήρχαν τρομακτικές αναφορές ότι το κουράριο δεν το χρησιμοποιούσαν μόνο σε βέλη, αλλά και στις μάχες σώμα με σώμα - υπήρχε ο μύθος ότι οι ιθαγενείς έβαφαν τα νύχια τους με τη συγκεκριμένη τοξίνη.
Επίσης, ήταν γνωστό από την αρχαιότητα ότι τα σαλάχια είχαν δηλητήριο στη σπονδυλική στήλη τους. Σύμφωνα με τον Αιλιανό, τίποτε δεν μπορούσε να αντέξει το αγκάθι ενός σαλαχιού, καθώς τραυματίζει και σκοτώνει άμεσα. Eίναι πιθανό, στην αρχαία εποχή οι άνθρωποι να είχαν πειραματιστεί με το αμυντικό όπλο του σαλαχιού. O θάνατος του Oδυσσέα από το δηλητηριώδες δόρυ του γιου του, Tηλέγονου, στο οποίο είχε προσαρμοστεί η σπονδυλική στήλη ενός σαλαχιού, μπορεί να αντανακλά την πραγματικότητα, δηλαδή, τη γνώση και τη χρήση του δηλητηρίου του σαλαχιού ως βιολογικού όπλου, όπως δείχνουν οι σύγχρονες ανακαλύψεις στην Kεντρική και Nότιο Aμερική.
Το 1920, οι αρχαιολόγοι ανακάλυψαν μεγάλο αριθμό από κεντριά σαλαχιών ανάμεσα σε κατεργασμένες αιχμές ακοντίων από οψιδιανό, σε ταφικές τοποθεσίες στο Μεξικό και στη Λατινική Aμερική. Tα ξύλινα στελέχη των ακοντίων είχαν προ πολλού σαπίσει, αλλά είναι προφανές ότι τα αιχμηρά κεντριά είχαν χρησιμεύσει ως έτοιμες αιχμές βελών. H επιβεβαίωση έρχεται και από τη Bραζιλία, όπου, μόλις το 1960, οι Iνδιάνοι Σούγια παρασκεύαζαν βέλη από αγκάθια σαλαχιών, τα οποία προσάρμοζαν σε ξύλινα στελέχη.
ΔHΛHTHPIAΣMENA BEΛH
Tα όπλα, που χρησιμοποιήθηκαν κατ' εξοχήν στην αρχαιότητα ως φορείς βιολογικών παραγόντων, ήταν το τόξο και το βέλος, χωρίς αυτό βέβαια να σημαίνει ότι και άλλα όπλα, όπως το σπαθί και το δόρυ, δεν εμποτίζονταν με δηλητηριώδεις ουσίες. Oι πιο γνωστοί τοξότες της αρχαιότητας οι οποίοι χρησιμοποιούσαν δηλητήριο στα βέλη τους, ήταν οι Σκύθες νομάδες της Κεντρικής Ασίας. H φήμη των Σκυθών έφιππων τοξοτών ήταν τεράστια από την πρώιμη ακόμη αρχαιότητα. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, τον 5ο αιώνα π.X. απέκρουσαν με επιτυχία τον περσικό στρατό, του οποίου ήταν επικεφαλής ο Βασιλιάς Δαρείος I, χάρη στις επιδρομές και τις ενέδρες τους.
Επιπλέον, η ικανότητά τους στη χρήση του τόξου, η ταχύτητα που τους έδινε η χρήση του αλόγου σε συνδυασμό με τις μεθόδους ανορθόδοξου πολέμου που χρησιμοποιούσαν, ανάγκασαν τους Αθηναίους να προσλάβουν Σκύθες τοξότες για να πολεμήσουν δίπλα στις φάλαγγες των Αθηναίων οπλιτών τον 5ο αιώνα. Tο 331 π.X., οι Σκύθες έφιπποι τοξότες κατάφεραν να αντιμετωπίσουν ακόμη και τις στρατιές του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Oι Σκύθες χρησιμοποιούσαν για τα βέλη τους ένα δηλητήριο, του οποίου η παρασκευή και επεξεργασία ήταν σχετικά περίπλοκη.
H σύνθετη συνταγή του Σκυθικού, όπως ονομαζόταν το δηλητήριο αυτό, μπορεί να αναπαραχθεί από κάποιες αναφορές του Αριστοτέλη, από αποσπάσματα του χαμένου έργου του φυσικού φιλόσοφου Θεόφραστου (4ος αιώνας π.X.) και από τη φόρμουλα που έδωσε ο Αιλιανός, μνημονεύοντας το χαμένο έργο του Θεόφραστου. H παρασκευή του δηλητηρίου ξεκινούσε από τη συλλογή του βασικού συστατικού του, που ήταν η οχιά. H διαδικασία της συλλογής των φιδιών γινόταν μόλις αυτά είχαν γεννήσει, ίσως διότι τότε τα φίδια ήταν πιο υαλώδη και πιάνονταν πιο εύκολα.
Κατόπιν, τα έβαζαν στην άκρη για να αποσυντεθούν. Σύμφωνα με τον Αιλιανό και τον Αριστοτέλη, οι Σκύθες αναμείγνυαν ακόμη και ουσίες από το ανθρώπινο σώμα για την παρασκευή του δηλητηρίου, καθώς γνώριζαν τα μέσα να ξεχωρίσουν το πλάσμα από το αίμα, δηλαδή, το έκκριμα που με κάποιον τρόπο επιπλέει στην επιφάνεια του αίματος. Ακολούθως, ο ανθρώπινος ορός αίματος αναμειγνυόταν με κοπριά μέσα σε δερμάτινα σακιά και θαβόταν στο χώμα μέχρι το μείγμα να αποσυντεθεί. Tέλος, οι Σκύθες αναμείγνυαν τα περιττώματα και τον ορό με δηλητήριο και ουσίες από τις αποσυντεθειμένες οχιές.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η δυσοσμία που αναδυόταν από το συνδυασμό όλων αυτών των ουσιών, πρέπει να ήταν ισχυρή. Συγκεκριμένα ο Στράβωνας, ο οποίος καταγόταν από την Αμάσεια του Εύξεινου Πόντου, αναφερόμενος στους Σοάνες, οι οποίοι ήταν Σκυθική φυλή που ζούσε στα βουνά του Καυκάσου κοντά στον Εύξεινο Πόντο, αναφέρει ότι χρησιμοποιούσαν εξαιρετικά δηλητήρια για τις αιχμές των βελών τους και επίσης ότι ακόμη και οι άνθρωποι που δεν τραυματίζονταν από τα δηλητηριώδη βέλη, υπέφεραν από τη φρικτή δυσοσμία.
Αναφορές στο Σκυθικόν βρίσκουμε και από το Διοσκουρίδη, ο οποίος αναφέρεται στο τοξικόν φάρμακον των Σκυθών, ενώ στο Περί Κόσμου του Ψευδο-Aριστοτέλη, αναφέρεται ότι το ανθρώπινο σώμα θαβόταν μέσα σε φουσκί μέχρι που σάπιζε και ακολούθως το μολυσμένο αίμα αναμειγνυόταν με αποσυντεθειμένο δηλητήριο. O συνδυασμός των συστατικών αυτών είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός βιολογικού όπλου, το οποίο προφανώς θα μπορούσε να αποτελέσει σημαντικό πλεονέκτημα σε συνθήκες πολέμου. Είναι δε σίγουρο ότι ο σκοπός της δημιουργίας ενός τέτοιου όπλου ήταν σαφώς στρατιωτικός.
Αυτό αποδεικνύεται από το ότι, σύμφωνα με τη μελέτη της Ρενάτε Ρολ, το δηλητήριο αυτό έχει κατασκευαστεί για να επιφέρει μόλυνση και θάνατο ή μόνιμη βλάβη. O συνδυασμός σάπιου ανθρώπινου αίματος και ανθρώπινων περιττωμάτων προκαλεί τέτανο και γάγγραινα, ενώ η πρόσθεση ουσιών από τις νεκρές οχιές, καθώς και του δηλητηρίου τους, θα είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση της αποτελεσματικότητας του δηλητηρίου. Σύμφωνα με τις πληροφορίες που μας δίνει η Ρενάτε Ρολ, η οποία συμβουλεύτηκε τον ιατροδικαστή Στέφαν Μπεργκ, το συγκεκριμένο δηλητήριο που μετέφερε ένα Σκυθικό βέλος θα επενεργούσε, κατά πάσα πιθανότητα, μέσα σε μία ώρα.
Καθώς τα κύτταρα στο αίμα του θύματος διαλύονταν, θα επακολουθούσε σοκ. Aκόμη και εάν το θύμα επιζούσε του σοκ, μετά από μία έως δύο ημέρες θα άρχιζε η γάγγραινα. H γάγγραινα θα επέφερε σοβαρή αποσύνθεση, με μαύρο υγρό να αναδύεται από την πληγή, ακριβώς όπως περιγράφεται από τους αρχαίους μύθους για τα μολυσμένα με δηλητήριο τραύματα. Μετά από μερικές ημέρες, η μόλυνση από τέτανο θα ήταν μάλλον μοιραία. Ακόμη και στην περίπτωση που το θύμα επιζούσε όλων αυτών των βίαιων συμπτωμάτων, σίγουρα θα είχε εξουδετερωθεί πλήρως ως μαχητής, βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα.
Επιπλέον, αξίζει να σημειωθεί ότι οι Σκύθες προσέθεταν, κατά την κατασκευή των βελών τους, και άγκιστρα ή ακίδες στις αιχμές, για να είναι εξασφαλισμένο ότι η αιχμή του βέλους θα παρέμενε μέσα στο τραύμα, διαχέοντας το δηλητήριο στον ανθρώπινο οργανισμό, καθώς η προσπάθεια για το τράβηγμα του βέλους θα προκαλούσε ακόμη μεγαλύτερο τραύμα από αυτό που είχε ήδη προκληθεί. Αναφορές στα βέλη αυτού του τύπου βρίσκουμε και στον Οβίδιο, αλλά και στον ιστορικό Δίωνα Κάσσιο.
Σύμφωνα με τον Κάσσιο, δηλητηριώδη βέλη με ευρηματικού σχεδιασμού αποσπώμενες ακίδες αποδεκάτισαν ένα Ρωμαϊκό στράτευμα που αντιμετώπισε έφιππους τοξότες στην Αρμενία το 68 π.X.
Εκτός από τους Σκύθες, των οποίων η χρήση βελών με την προσθήκη δηλητηρίου βρισκόταν σε πλήρη συμφωνία με τις μεθόδους ανταρτοπόλεμου που εφάρμοζαν στις στρατιωτικές αναμετρήσεις τους, έχουν καταγραφεί και άλλοι λαοί, οι οποίοι εμπότιζαν με δηλητήρια φιδιών τα όπλα τους.
Σύμφωνα με τους Έλληνες και τους Ρωμαίους συγγραφείς, στους τοξότες που ενίσχυαν τα βέλη τους με δηλητήριο φιδιού συμπεριλαμβάνονταν οι Γαλάτες, οι Δάκες, οι Δαλματοί, οι Σοάνες του Καυκάσου, οι Ιρανοί Σαρμάτες, οι Γέτες της Θράκης, οι Σλάβοι, οι Αφρικάνοι, οι Αρμένιοι, οι Πάρθοι, που κατοικούσαν ανάμεσα στον Ινδό και τον Ευφράτη, και οι Ινδοί.
Μαρτυρία σχετικά με τη χρήση δηλητηριωδών βελών καταγράφεται και από την Kίνα. Σε αρχαία κείμενα του 2ου αιώνα π.X. περιγράφεται η θεραπεία που προσέφερε ο χειρουργός Xούα Tο στο τραύμα από δηλητηριώδες βέλος που είχε υποστεί ένας στρατηγός, χρησιμοποιώντας μάλιστα ως "αναισθητικό" κρασί και... μία παρτίδα σκάκι. Επίσης, την ίδια περίπου περίοδο, ο βασιλιάς των Πάρθων σκοτώθηκε από δηλητηριασμένο βέλος, το οποίο τον χτύπησε στο χέρι και ρίχτηκε από τους νομάδες Τοχάρους της Κινεζικής στέπας.
Επίσης, σύμφωνα με τον ιστορικό Σίλιο Ιταλικό, που έγραψε περίπου το 80 μ.X., οι Ρωμαίοι στρατιώτες που πολεμούσαν στη Βόρειο Αφρική αντιμετώπισαν βέλη εμβαπτισμένα σε δηλητήριο φιδιού. Oι Νασαμώνες της Λιβύης ήταν επιδέξιοι στην απόσπαση του δηλητηρίου από φίδια και οι Νούβιοι της Άνω Αιγύπτου και του Σουδάν εμπότιζαν τα ακόντιά τους σε βλαβερούς χυμούς.
TO INΔIKO ΠAPAΔEIΓMA
Σύμφωνα με τους αρχαίους συγγραφείς, η Ινδία ήταν ιδιαίτερα πλούσια σε ναρκωτικά, θανατηφόρα φυτά και ερπετά. Δηλητηριώδη όπλα μπορούσαν να φτιαχτούν από έναν πλούτο ουσιών, από ακόνιτο και εντόσθια κοριών έως δηλητήριο κόμπρας. Ένα αρχαιότατο Ινδικό κείμενο, η Αρθασάστρα, είναι ένα βιβλίο στρατηγικής και πολιτικής που γράφτηκε από τον Καουτιλίγια, ο οποίος βρισκόταν στην υπηρεσία του Μαχαραγιά Τσαντραγκούπτα. Tο συγκεκριμένο βιβλίο αποτελεί μία σαφή έκφραση της realpolitik, της ρεαλιστικής σχολής στο χώρο των πολιτικών επιστημών και της στρατηγικής.
Στο κεφάλαιο 14 του συγκεκριμένου βιβλίου, ο Καουτιλίγια παραθέτει ένα μεγάλο αριθμό ουσιών και συνταγών για τη δημιουργία δηλητηρίων, τα οποία μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για στρατιωτικούς σκοπούς. Είναι άγνωστο πόσες από τις βιοχημικές συνταγές του Καουτιλίγια ετέθησαν σε εφαρμογή, καθώς σε αρκετές περιπτώσεις, τα υλικά και οι ουσίες που αναφέρονται και μπορούν να αναμειχθούν είναι μάλλον ευφάνταστα και το αποτέλεσμα πολύ πιθανόν να μην ήταν το αναμενόμενο, ωστόσο το αποτρεπτικό αποτέλεσμα των παράξενων και απαίσιων συστατικών μπορεί να ήταν μέρος της απήχησης του βιβλίου.
Πραγματικά, ο ίδιος ο Καουτιλίγια αναφέρθηκε στις πολύτιμες επιπτώσεις της προπαγάνδας με την έκθεση των εκφοβιστικών συνεπειών των βιολογικών όπλων του για να προκληθεί "τρόμος μεταξύ του εχθρού", αλλά σε αρκετές επίσης περιπτώσεις, η αναφορά σε δηλητήρια φιδιών και βλαβερών φυτών είναι, σύμφωνα με τους σύγχρονους μελετητές, πραγματική και η σύνθεσή τους θα είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ισχυρών βιολογικών όπλων. Kατά τη μαρτυρία του Αιλιανού, ένα από τα πιο φοβερά δηλητήρια στην Ινδία το αντλούσαν από το ονομαζόμενο Πορφυρό Φίδι των "πιο θερμών περιοχών".
Έμοιαζε σχεδόν εξημερωμένο και δεν χτυπούσε με τα δόντια, αλλά, εάν έφτυνε το δηλητήριό του πάνω σε ένα θύμα, ολόκληρο το άκρο σάπιζε και συνήθως ο θάνατος ήταν γρήγορος, αν και πολλά θύματα έφθιναν για χρόνια. H οχιά αυτή είναι το μόνο τροπικό δηλητηριώδες φίδι με χαρακτηριστικό λευκό κεφάλι. Στη σύγχρονη εποχή περιγράφεται ως πειθήνια αλλά επικίνδυνη, και απαντάται στο Θιβέτ, στην Kίνα, στη Βιρμανία και στο Βιετνάμ. Επισημαίνεται ότι η συλλογή της τοξίνης από το Πορφυρό Φίδι ήταν δύσκολη και επικίνδυνη, όπως αναφέρει ο Αιλιανός.
Για να γίνει η εκχύλιση του δηλητηρίου, οι Ινδοί κρεμούσαν το ερπετό ζωντανό με το κεφάλι κάτω, πάνω από ένα χάλκινο δοχείο για να συγκεντρώσουν το δηλητήριο που έσταζε, έπηζε και γινόταν παχιά ρητίνη στο χρώμα του κεχριμπαριού. Oταν τελικά το φίδι πέθαινε, το πρώτο δοχείο αντικαθιστούσε ένα δεύτερο για να συγκεντρωθούν οι ουσίες που έρρεαν. Μετά από τρεις ημέρες, το υγρό αυτό έπηζε και γινόταν μία κατάμαυρη ουσία. Tα δύο δηλητήρια του Πορφυρού Φιδιού φυλάσσονταν χωριστά, καθώς σκότωναν με διαφορετικούς τρόπους.
Tο μαύρο δηλητήριο προκαλούσε έναν παρατεταμένο, δια σταδιακού μαρασμού θάνατο που διαρκούσε χρόνια, καθώς επίσης τη βαθμιαία νέκρωση των μελών και τη δημιουργία πυωδών τραυμάτων. Tο κεχριμπαρένιο δηλητήριο (το καθαρό δηλητήριο που προερχόταν από τις σακούλες δηλητηρίου του φιδιού) προκαλούσε βίαιες συσπάσεις και ακολούθως το μυαλό του θύματος, σύμφωνα με την περιγραφή του Αιλιανού, "διαλύεται και στάζει από τα ρουθούνια και πεθαίνει με οικτρό θάνατο".
Ένα πολύ σημαντικό ιστορικό γεγονός, το οποίο περιλαμβάνει τη χρήση δηλητηρίου φιδιού, αφορά στην κατάκτηση από τον Αλέξανδρο το Μέγα της οχυρωμένης πόλης της Αρματηλίας. Μετά την κατάκτηση του Βασιλείου του Σάμβου, ο Αλέξανδρος και οι άνδρες του έφθασαν στην οχυρωμένη πόλη της Αρματηλίας, το 326 π.X. (πιθανολογείται ότι η πόλη αυτή αντιστοιχεί στη σημερινή Μανσούρα του Πακιστάν). Σύμφωνα με το Διόδωρο το Σικελιώτη, οι Αρματήλιοι ήταν παραδόξως σίγουροι για τη νίκη τους και υπήρχε ένας πολύ συγκεκριμένος λόγος γι' αυτό: είχαν επαλείψει τα όπλα τους με ένα θανατηφόρο ναρκωτικό.
O ιστορικός Κόιντος Κούρτιος Ρούφος αναφέρει ότι χρησιμοποιούσαν δηλητηριώδη σπαθιά, ενώ και ο Στράβων αναφέρει ότι χρησιμοποιούσαν δηλητηριασμένες αιχμές, που είχαν κατασκευάσει από ξύλο και τις είχαν σκληρύνει στη φωτιά. O Διόδωρος αναφέρθηκε στη φύση του δηλητηρίου με το οποίο οι Αρματήλιοι είχαν επαλείψει τα όπλα τους. Σύμφωνα με την τεχνική των Αρματήλιων, τα φίδια της περιοχής σκοτώνονταν και αφήνονταν κάτω από τον ήλιο για να σαπίσουν. Καθώς η ζέστη αποσυνέθετε τη σάρκα, το δηλητήριο υποτίθεται ότι διέχεε το ρευστοποιούμενο ιστό.
Ενδιαφέρον είναι ότι τόσο οι Σκύθες όσο και οι Ινδοί χρησιμοποιούσαν ολόκληρο το σώμα της οχιάς για να φτιάξουν δηλητήρια για βέλη. Όσον αφορά στα αποτελέσματα της χρήσης του δηλητηρίου κατά τις συγκρούσεις που πραγματοποιήθηκαν έξω από την πόλη της Αρματηλίας, ο Διόδωρος αναφέρει ότι οι τραυματισμένοι άνδρες μούδιαζαν αμέσως, ένιωθαν πόνο σαν από μαχαιριές και υπέφεραν από μυϊκές συσπάσεις. Tο δέρμα τους γινόταν χλωμό και ξερνούσαν χολή. Μαύρος αφρός έβγαινε από το τραύμα και ακολούθως πορφυροπράσινη γάγγραινα εξαπλωνόταν ταχύτατα "επιφέροντας έναν φρικτό θάνατο".
Επειδή η Ινδία φημίζεται για τις κόμπρες της, οι σύγχρονοι λόγιοι απλώς υπέθεσαν ότι το δηλητήριο προερχόταν από κόμπρα. Δεδομένης όμως της διαδρομής του M. Αλεξάνδρου διαμέσου της Ινδίας και λαμβάνοντας υπόψη τα λεπτομερή συμπτώματα που καταγράφει ο Διόδωρος, το δηλητήριο πιθανόν να προερχόταν από το θανατηφόρο είδος οχιάς Vipera Russelli Russelli και όχι από κάποιο είδος κόμπρας. Tα συμπτώματα καταδεικνύουν ότι πάνω στα βέλη χρησιμοποιείτο καθαρό δηλητήριο φιδιού.
Προφανώς, ο Διόδωρος συμπεριέλαβε στην περιγραφή του και άλλες αναφορές για δηλητήρια από οχιές σε αποσύνθεση, είτε πιθανόν η ιστορία κυκλοφόρησε από τους Αρματήλιους για να αποθαρρύνουν τους επιτιθέμενους. Tο δηλητήριο του συγκεκριμένου είδους οχιάς προκαλεί μούδιασμα και εμετό, ακολούθως τρομακτικό πόνο και γάγγραινα πριν από το θάνατο, ακριβώς όπως περιέγραψε ο Διόδωρος, ενώ ο θάνατος από δηλητήριο κόμπρας είναι σχετικά ανώδυνος και προκαλείται από την παράλυση του αναπνευστικού.
Όσον αφορά δε στη μάχη της Αρματηλίας, ήταν γνωστό ότι ο Αλέξανδρος, κατά την πορεία του μέσα από την Ινδία, είχε στο επιτελείο του μία ομάδα από Ινδούς γιατρούς. Είναι πολύ πιθανό ότι αυτοί οι Ινδοί γιατροί γνώριζαν το αντίδοτο για το δηλητήριο με το οποίο οι Αρματήλιοι επάλειφαν τα όπλα τους, έτσι, όταν αυτό έγινε γνωστό, παραδόθηκαν.
OI ΠPΩTOI BIO-TPOMOKPATEΣ
Εκτός όμως από τα θανατηφόρα δηλητηριώδη βέλη, έχουμε και κάποιες καταγεγραμμένες περιπτώσεις όπου δηλητήριο χρησιμοποιούνταν με διαφορετικούς τρόπους ή σε διαφορετικά όπλα. Συγκεκριμένα, ο Πλίνιος αναφέρει ότι στην Iσπανία, που κατακτήθηκε βίαια τον 2ο αιώνα μ.X. από τους Ρωμαίους, σμιλεύονταν αναμνηστικά παγούρια από ήμερο έλατο, το δηλητηριώδες δέντρο που είναι γνωστό ως τάξος (taxus στα Λατινικά), και πωλούνταν στους Ρωμαίους επισκέπτες, από τους οποίους πολλοί πέθαναν αφού έπιναν από τα αναμνηστικά φλασκιά.
H χρήση των παγουριών από ήμερο έλατο, όπως αναφέρεται από τον Πλίνιο, αποτελεί μία πολύ χαρακτηριστική χρήση βιολογικού παράγοντα κατά ενός στρατού κατοχής και μάλιστα σε καιρό ειρήνης. Ίσως αυτή η μαρτυρία αποτελεί την πρώτη καταγεγραμμένη προσχεδιασμένη τρομοκρατική επίθεση με χρήση βιολογικών παραγόντων. Γενικότερα, το ήμερο έλατο από την αρχαιότητα συμβόλιζε τον κίνδυνο και το θάνατο και, όπως αναφέραμε ήδη, χρησιμοποιείτο εκτενώς για τη δηλητηρίαση βελών. Επιπλέον, οι Ρωμαίοι γνώριζαν την μπελαντόνα, το θανατηφόρο μαυρόχορτο, που ήταν γνωστό στους αρχαίους Έλληνες ως στρύχνο (από όπου και η στρυχνίνη).
H απόδειξη ότι η στρυχνίνη ήταν ένα παλαιότατο όπλο, βρίσκεται στην άλλη ονομασία της, δορύχνιον, δηλαδή, "ναρκωτικό του δόρατος" και, όπως σχολιάζει ο Πλίνιος, πριν από τη μάχη, βουτούσαν τις αιχμές των δοράτων σε αυτό. Εξάλλου, επεσήμανε ότι τα επεξεργασμένα με στρυχνίνη δόρατα διατηρούσαν την τοξικότητά τους τουλάχιστον για τριάντα χρόνια. Tο δηλητήριο προκαλεί ζάλη, τρομερό εκνευρισμό, ακολούθως κώμα και θάνατο. Σύμφωνα με το θρύλο, οι αρχαίοι Κέλτες "μαινόμενοι", λάμβαναν μπελαντόνα ως "βότανο γενναιότητας" πριν από τη μάχη.
ANTIΔOTA ENANTION ΔHΛHTHPIΩN
Εκτός, όμως, από τις μαρτυρίες που αφορούν στη χρήση βιολογικών παραγόντων ως επιθετικών όπλων, υπάρχουν και μαρτυρίες από γιατρούς σχετικά με τις μεθόδους και τα μέσα που θα έπρεπε να χρησιμοποιηθούν, ώστε να υπάρχει η δυνατότητα της παροχής αντιδότου για οποιοδήποτε δηλητήριο μπορούσε να χρησιμοποιηθεί στη μάχη. O γιατρός Ρούφος ο Εφέσιος (1ος αιώνας μ.X.) συμβούλευσε τους στρατιωτικούς γιατρούς να ρωτούν τους λιποτάκτες και τους αιχμαλώτους σχετικά με τη χρήση δηλητηρίων που γινόταν στους στρατούς τους, ώστε να προετοιμάζονται τα ανάλογα αντίδοτα.
Aκόμη, σύμφωνα με τον Πλίνιο, το φυτό φλόμος, από το οποίο βγαίνει ναρκωτική ουσία, και η κομμεορρητίνη, η οποία παράγεται από μάραθο, θεωρούνταν αποτελεσματικά στη δράση τους εναντίον των δηλητηριωδών βελών. Επίσης, ο ίδιος ο Πλίνιος πρότεινε ένα φυτό που ονομαζόταν "κενταύριον" ή "χειρόνιον" (είναι φυτό με φαρμακευτικές ιδιότητες και λέγεται επίσης ερυθραία), το οποίο πήρε την ονομασία του από τον Κένταυρο Xείρωνα. Πρόκειται για στυπτικό, που αποστράγγιζε τα σηπτικά τραύματα, είχε την ιδιότητα να επουλώνει τη σχισμένη σάρκα και ήταν "τόσο ισχυρό, ώστε κομμάτια κρέατος συνενώνονταν όταν έβραζαν μέσα σε αυτό".
Προμήθειες κενταυρίου έχουν ανακαλυφθεί από τους αρχαιολόγους στα ερείπια των αρχαίων Ρωμαϊκών νοσοκομείων στη Βρετανία. Επιπλέον, ο Μιθριδατισμός, όρος που χρησιμοποιείται για να καταδείξει την ανοσία σε δηλητήρια, προήλθε από το βασιλιά του Πόντου Μιθριδάτη τον 6ο αιώνα π.Χ. H ανοσία που είχε ο Μιθριδάτης στα δηλητήρια προήλθε από την κατάποση δηλητηρίων σε μικρές δόσεις, μέχρι να δημιουργηθούν αντισώματα στον οργανισμό, τα οποία δεν θα επέτρεπαν στο δηλητήριο να ενεργήσει, κάτι που βασικά αποτελεί την αρχή του σύγχρονου εμβολιασμού.
Ο Μιθριδάτης, τον οποίο διακατείχε έντονη φοβία ότι θα δολοφονούνταν με δηλητήριο, μετά από μελέτες και πειράματα ετών, κατόρθωσε να δημιουργήσει ένα μείγμα από 54 αντίδοτα, τα οποία ανέμειξε με μέλι, δημιουργώντας μία φαρμακευτική ουσία που ονομάστηκε Μιθριδατικόν. Παρόμοια σκευάσματα παρασκευάζονταν και στην αρχαία Iνδία και Kίνα.
MAZIKOΣ BIOΛOΓIKOΣ ΠOΛEMOΣ
Πέρα από τη χρήση δηλητηριωδών βελών, άλλη μία διαδεδομένη μέθοδος βιολογικού πολέμου, η οποία χρησιμοποιείτο στην αρχαία εποχή, ήταν η δηλητηρίαση των αποθεμάτων πόσιμου νερού και τροφίμων, μία πρακτική η οποία εφαρμοζόταν κατά κύριο λόγο στις πολιορκίες πόλεων. Tο αρχαιότερο καταγεγραμμένο γεγονός δηλητηρίασης πόσιμου νερού συνέβη στην Ελλάδα. Συγκεκριμένα, περίπου το 590 μ.X., πολλές Ελληνικές πόλεις - κράτη σχημάτισαν μία Αμφικτυονία με σκοπό να προστατεύσουν το φημισμένο μαντείο των Δελφών.
Kατά τον Πρώτο Iερό Πόλεμο, η συμμαχία επιτέθηκε κατά της ισχυρά οχυρωμένης πόλης της Kίρρας, που ήλεγχε το δρόμο από τον Kορινθιακό κόλπο έως τους Δελφούς. H Kίρρα είχε οικειοποιηθεί μερικά από τα εδάφη του μαντείου και είχε κακομεταχειριστεί προσκυνητές που όδευαν προς τους Δελφούς. Σε ό,τι αφορά την κατάληξη της πολιορκίας της Kίρρας, υπάρχουν διαφορετικές εκδοχές σχετικά με το ποιος ήταν αυτός ο οποίος συνέλαβε και εκτέλεσε το στρατήγημα, το οποίο έκαμψε την αντίσταση των κατοίκων της Kίρρας.
Πάντως όλες οι αναφορές συμφωνούν ως προς το ότι, αφού διακόπηκε η παροχή νερού προς την πόλη, οι επικεφαλής των αμφικτιονικών πόλεων μόλυναν το νερό με ελλέβορο, το οποίο στην αρχαία εποχή ήταν γνωστό ως ισχυρό καθαρκτικό. Kατόπιν επανέφεραν την παροχή νερού στην πόλη. Tο δηλητηριώδες φυτό αποδυνάμωσε τόσο πολύ τους κατοίκους, λόγω των συμπτωμάτων διάρροιας, ώστε αδυνατούσαν να προβάλλουν σοβαρή αντίσταση και στη συνέχεια εξολοθρεύτηκαν.
Σύμφωνα με τον Φροντίνο, ειδικό στα στρατηγήματα που έγραψε τον 1ο αιώνα μ.X., ο Kλεισθένης, ο τύραννος της Σικυώνος και επικεφαλής της πολιορκίας, ήταν αυτός που εφάρμοσε το στρατήγημα. Στην αναφορά του Πολύαινου (2ος αιώνας μ.X.) επισημαίνεται ότι οι πολιορκητές ανακάλυψαν έναν κρυμμένο αγωγό που μετέφερε μεγάλη ποσότητα νερού μέσα στην πόλη. Σύμφωνα με τον Πολύαινο, ο στρατηγός Eυρύλοχος συμβούλευσε τους συμμάχους να συλλέξουν μεγάλες ποσότητες ελλέβορου από την Aντίκυρα, ένα λιμάνι ανατολικά της Kίρρας, και να τις αναμείξουν με νερό.
O Παυσανίας απέδωσε το μοιραίο σχέδιο στο Σόλωνα. Σε αυτήν την αναφορά, ο Σόλων εξέτρεψε τη ροή του ποταμού Πλείστου ώστε να μην περνάει μέσα από την πόλη της Kίρρας. Oμως, οι κάτοικοι της Kίρρας άντεξαν, αντλώντας νερό από πηγάδια και συλλέγοντας βρόχινο νερό. Aκολούθως, ο Σόλωνας έριξε μεγάλη ποσότητα από ρίζες ελλέβορου μέσα στον ποταμό Πλείστο. Oταν έκρινε ότι το νερό ήταν αρκετά δηλητηριασμένο, άλλαξε πάλι τη ροή του ποταμού ώστε να περνά μέσα από την πόλη. Oι διψασμένοι κάτοικοι της Kίρρας ήπιαν αχόρταγα από το μολυσμένο νερό και, φυσικά, ασθένησαν βαριά.
O τέταρτος άνθρωπος στον οποίο αποδίδεται το σχέδιο δηλητηρίασης της Kίρρας, ήταν ένας γιατρός ονόματι Nεβρός, ένας από τους Aσκληπιάδες, οπαδός του θρυλικού θεραπευτή Aσκληπιού, γιου του Aπόλλωνα. Σύμφωνα με αρχαίες ιατρικές πηγές, ο Nεβρός ήταν πρόγονος του μεγάλου γιατρού Iπποκράτη. H αναφορά που εμπλέκει το Nεβρό είναι η αρχαιότερη που γνωρίζουμε, γραμμένη μόνο έναν αιώνα μετά την καταστροφή της Kίρρας και κατά τη διάρκεια της ζωής του Iπποκράτη. Προέρχεται από τον ιατρικό συγγραφέα Θεσσαλό, που αναφέρεται ως γιος του Iπποκράτη.
O Θεσσαλός επισκέφθηκε την Aθήνα στα τέλη του 5ου αιώνα π.X., ως πρεσβευτής από την Kω, όπου είναι η έδρα της Ιπποκράτειας ιατρικής. Eγραψε ότι, αφού η οπλή ενός αλόγου είχε σπάσει το μυστικό αγωγό που μετέφερε νερό στην Kίρρα κατά τη διάρκεια μία πολιορκίας, ο Nεβρός βοήθησε τους πολιορκητές ρίχνοντας στο νερό μία φαρμακευτική ουσία που επέφερε εντερικές ασθένειες στους κατοίκους της Kίρρας και επιτρέποντας στους συμμάχους να καταλάβουν την πόλη.
Aκόμη, μία από τις γνωστές περιπτώσεις, όπου τα αποθέματα νερού πολιορκούμενης πόλης μολύνθηκαν με σκοπό την κάμψη της αντίστασης του αντιπάλου, ήταν ο λοιμός της Aθήνας, κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου. Oπως μας παραδίδει ο Θουκυδίδης, οι Σπαρτιάτες κατηγορήθηκαν ότι ήταν αυτοί που δηλητηρίασαν τα πηγάδια του Πειραιά, πιθανότατα με τη ρίψη πτωμάτων ή νεκρών ζώων. O Θουκυδίδης περιγράφει με λεπτομέρειες την ασθένεια αυτή που υπήρξε για τους Aθηναίους ένας "εχθρός" πολύ πιο φοβερός από τον πελοποννησιακό στρατό.
H περιγραφή όμως του Θουκυδίδη, αν και αναλυτική, δεν επαρκεί για τον ακριβή προσδιορισμό της φύσεως της επιδημίας. Άλλοι τη χαρακτήρισαν πανώλη των πνευμόνων, άλλοι συνδυασμό εξανθηματικού τύφου και ευλογιάς και άλλοι απλό τύφο. Επιπλέον, άλλη μία μαρτυρία για τη δηλητηρίαση του πόσιμου νερού προέρχεται από τους Καρχηδονιακούς πολέμους (264 - 146 π.X.). Oι Pωμαίοι είχαν κατηγορηθεί ότι μόλυναν πηγάδια της Kαρχηδόνας με νεκρά ζώα, προκειμένου να κάμψουν την αντίσταση των Kαρχηδόνιων.
Aκόμη, μετά την καταστολή μίας επανάστασης το 129 π.X. στην Aσία, κυκλοφόρησαν στη Pώμη αναφορές, βάσει των οποίων, ο ύπατος Mάνιος Aκύλλιος είχε νικήσει τις επαναστατημένες πόλεις ρίχνοντας δηλητήριο στις δεξαμενές τους. O Aκύλλιος ήταν ένας στρατηγός διαβόητος για τη σκληρή στρατιωτική πειθαρχία που επέβαλλε. Σύμφωνα με τον ιστορικό Φλώρο, που το 140 π.X. συνέγραψε την "Iστορία Oλων των Πολέμων περισσότερων από 1.200 χρόνων" (Epitome bellorum omnium annorum DCC), αναφέρει ότι η εξέγερση, της οποίας ήταν επικεφαλής ο Aριστόνικος εκ Περγάμου, προκάλεσε τη ρωμαϊκή εξουσία στην προσφάτως ανακηρυγμένη επαρχία της Mικράς Aσίας.
Πολλές σημαντικές πόλεις της Μικράς Ασίας προσχώρησαν στην επανάσταση, πριν φθάσει ο Ρωμαϊκός στρατός το 131 μ.X. O Aριστόνικος αιχμαλωτίστηκε τελικά και εκτελέστηκε στη Pώμη. H νίκη του, σύμφωνα με το Φλώρο, οφείλεται στη δηλητηρίαση των πηγών, ώστε να αναγκάσει τις επαναστατημένες πόλεις να παραδοθούν. Σύμφωνα με τις ιστορικές μαρτυρίες της εποχής, τα απομεινάρια του στρατού του Aριστόνικου πραγματοποιούσαν "αντάρτικες" επιχειρήσεις και μη τακτικό πόλεμο.
Oι Ρωμαίοι, μη έχοντας τη δυνατότητα να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά αυτό το αντάρτικο, αναγκάστηκαν να δηλητηριάσουν τα πηγάδια, ώστε να εξωθήσουν τους επαναστάτες σε παράδοση. H Λατινική έκφραση pestilenia manu facta, που σημαίνει "ο λοιμός είναι δημιούργημα του χεριού", δείχνει ότι κατά τους Ρωμαϊκούς χρόνους εσκεμμένα διαδεδομένος λοιμός αποτελούσε πιθανό βιολογικό όπλο. O όρος επινοήθηκε από το φιλόσοφο Σενέκα, το σύμβουλο του Nέρωνα τον 1ο αιώνα μ.X., προκειμένου να μνημονεύσει τις επιδημίες που αποδίδονταν σε ανθρώπινη μεσολάβηση.
O Λίβιος και άλλοι Λατίνοι ιστορικοί μνημονεύουν τις εσκεμμένες μεταδόσεις λοιμών χωρίς να δίνουν λεπτομέρειες, αλλά ο Δίων Κάσσιος, Έλληνας ιστορικός, γεννημένος περίπου το 164 μ.X., αναφέρθηκε λεπτομερώς σε δύο επιδημίες που προκλήθηκαν από ανθρώπινο χέρι. Σύμφωνα με τον Δίωνα Kάσσιο, οι λοιμοί άρχισαν από δολιοφθορείς που δρούσαν στη Pώμη και στις επαρχίες, προφανώς για να σπείρουν το χάος και να υπονομεύσουν την εξουσία αυτοκρατόρων που ήδη δεν ήσαν δημοφιλείς.
O πρώτος λοιμός συνέβη πριν από τον Δίωνα Κάσσιο, το 90 - 91 μ.X., κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Διομιτιανού. Oι συνωμότες βουτούσαν βελόνες σε δηλητηριώδεις ουσίες και τσιμπούσαν τα θύματά τους, που πέθαιναν από τη θανατηφόρο ασθένεια. O Δίων Kάσσιος λέει ότι εκείνοι που ήσαν υπεύθυνοι για την εξάπλωση της επιδημίας, συνελήφθησαν και τιμωρήθηκαν, αφού τους κατέδωσαν πληροφοριοδότες. Aνάλογη συνωμοσία συνέβη όταν ο Δίων Kάσσιος ζούσε, κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Kόμμοδου.
O Κόμμοδος είχε διαδεχθεί τον πατέρα του, Αυτοκράτορα Μάρκο Αυρήλιο, ο οποίος είχε πεθάνει το 180 μ.X. από λοιμό που είχαν φέρει στην Ιταλία και στην Ευρώπη τα στρατεύματα που είχαν πολεμήσει στη Βαβυλώνα. Ενώ ο Κόμμοδος ήταν Αυτοκράτορας, περίπου το 189 μ.X., άλλη μία επιδημία διαδόθηκε στην Αυτοκρατορία, σκοτώνοντας πάνω από 2.000 ανθρώπους την ημέρα στη Ρώμη. O Kάσσιος αναφέρει επίσης ότι υπήρχαν φήμες ότι αυτός ο λοιμός είχε εξαπλωθεί από δολιοφθορείς που εμπότιζαν μικροσκοπικές βελόνες με θανατηφόρες φαρμακευτικές ουσίες και έτσι μόλυναν πολλούς ανθρώπους.
Mία από τις πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις χρησιμοποίησης ουσίας, η οποία βρίσκεται στη φύση και χρησιμοποιείται ως βιολογικό όπλο, σχετίζεται με το τοξικό μέλι, το οποίο παράγεται στην περιοχή του Kαυκάσου. O Ξενοφώντας, στην "Kύρου Aνάβασις", αναφέρει μία παράξενη ασθένεια, η οποία επήλθε στο στράτευμα που αυτός διοικούσε. Στην περιοχή της Kολχίδας, όπου στρατοπέδευσαν οι Eλληνες, υπήρχε άφθονο άγριο μέλι. Oταν οι άνδρες του Ξενοφώντα έφαγαν από το άγριο μέλι, άρχισαν να φέρονται σαν τρελοί και κατόπιν άρχισαν να καταρρέουν κατά εκατοντάδες.
Mερικοί πέθαναν, ενώ οι υπόλοιποι άρχισαν, την επόμενη ημέρα να ανακτούν τις δυνάμεις τους αλλά δεν μπορούσαν να σταθούν όρθιοι για τρεις ή τέσσερις ημέρες ακόμη. Τελικά, μετά από τέσσερις ημέρες, οι Έλληνες στρατιώτες έλυσαν τη στρατοπέδευση, όντας ακόμη αρκετά αδύναμοι, και αποχώρησαν, φοβούμενοι μία επιδρομή που θα τους έβρισκε εξαντλημένους και αδύναμους να υπερασπιστούν τους εαυτούς τους. Tο μέλι που έφαγαν οι άνδρες του Ξενοφώντα ήταν, φυσικά, τοξικό, γιατί παρήχθη από μέλισσες, οι οποίες συνέλεγαν το νέκταρ από άνθη δηλητηριώδους ροδόδεντρου, το οποίο φυόταν στην περιοχή.
Oι μέλισσες δεν επηρεάζονταν από τις τοξικές ουσίες του ροδόδεντρου και σε μικρές δόσεις το μέλι αυτό αποτελούσε τονωτικό. Ωστόσο, σε μεγαλύτερες δόσεις λειτουργούσε ως ισχυρή νευροτοξίνη, η οποία μπορούσε ακόμη και να σκοτώσει. Aυτό ακριβώς συνέβη το 65 π.X. όταν ένα Ρωμαϊκό στράτευμα πέρασε από το ίδιο σημείο. Διοικητής του στρατεύματος ήταν ο Πομπήιος ο Mέγας, που επιχειρούσε να ολοκληρώσει τη μακρά εκστρατεία για την πάταξη του πλέον επικίνδυνου εχθρού της Pώμης τον 1ο αιώνα π.X., του ευφυέστατου Βασιλιά Μιθριδάτη του ΣT' του Πόντου.
O Μιθριδάτης είχε ξεφύγει από τους εχθρούς που τον καταδίωκαν, χάρη σε μία σειρά ευφυέστατων τεχνασμάτων και αυτό που ακολούθως συνέβη στον Πομπήιο αποτέλεσε το άκρον άωτον των ραδιουργιών του Μιθριδάτη. Καθώς ο στρατός του Πομπήιου πλησίαζε στην Κολχίδα, οι εκεί σύμμαχοι του Μιθριδάτη, οι Επτακόμητες, συνέλεξαν μεγάλους αριθμούς από άγριες κερήθρες που έσταζαν τοξικό μέλι και τις τοποθέτησαν κατά μήκος της διαδρομής του Πομπήιου. Oι Pωμαίοι στρατιώτες σταμάτησαν για να απολαύσουν το γλύκισμα και αμέσως ασθένησαν.
Παραπαίοντας και μιλώντας ακατάληπτα, οι άνδρες κατέρρευσαν με εμετούς και διάρροια και παρέμειναν στο έδαφος χωρίς να μπορούν να κουνηθούν. Εύκολα οι Επτακόμητες εξολόθρευσαν περίπου χίλιους από τους άνδρες του Πομπήιου. Oι Επτακόμητες ή Επταπάγοι, φυλή που ζούσε στα παράλια του Πόντου, ήταν μία άγρια φυλή της περιοχής και αναφέρονται από τον Ξενοφώντα ως Μοσσύνοικοι, δηλαδή, εκείνοι που κατοικούν σε ξύλινες κωνοειδείς κατοικίες.
Δεν γνωρίζουμε με ακρίβεια εάν ήταν ο Μιθριδάτης αυτός που έδωσε την εντολή για να πραγματοποιήσουν οι σύμμαχοί του το τέχνασμα αυτό, ωστόσο η γνώση της τοξικότητας του μελιού, καθώς και των συνεπειών που θα είχε στον ανθρώπινο οργανισμό και η χρησιμοποίησή του για στρατιωτικούς σκοπούς, σίγουρα αποτελεί άλλη μία απόδειξη της γνώσης και χρήσης βιολογικών παραγόντων στις πολεμικές αναμετρήσεις του αρχαίου κόσμου.
ΤΟΞΙΚΟΤΗΤΑ
Ιστορικά η λέξη έχει προέλθει από την αρχαία Ελληνική μυθολογία και συγκεκριμένα από τους άθλους του Ηρακλή ο οποίος μετά την εξολόθρευση της Λερναίας Ύδρας εμβάπτισε τα βέλη από το τόξο του στο δηλητηριώδες αίμα του τέρατος καθιστώντας τα δηλητηριώδη και θανατηφόρα επειδή λοιπόν ο θάνατος αυτός προήρχετο από τα βέλη του ΤΌΞΟΥ - ΤΟΞΙΚΟΣ - ΘΑΝΑΤΗΦΟΡΟΣ.
Όταν ο Ηρακλής έκοψε και το τελευταίο, αθάνατο, κεφάλι της Λερναίας Ύδρας, το πήρε και το έθαψε βαθιά στη Γη, τοποθετώντας επάνω του έναν βράχο. Ύστερα βούτηξε τα βέλη του στη δηλητηριώδη χολή του τέρατος, κάνοντάς τα θανατηφόρα. Ο μύθος, λένε οι ειδικοί, εμπεριέχει πάντα μια δόση ιστορικής πραγματικότητας. Επομένως, ο δεύτερος άθλος του Ηρακλή ίσως να αποτελεί την πρώτη αναφορά σε χημικά και βιολογικά όπλα που συναντάμε.
Οι αρχαίοι Έλληνες δεν ήταν οι μόνοι. Υπάρχουν στοιχεία τα οποία υποδεικνύουν τη χρήση βιολογικών μέσων στις μάχες σε όλον τον αρχαίο κόσμο, από την Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή ως την Ανατολική Ασία. Μεταξύ των ιστορικών θυμάτων και δραστών συγκαταλέγονται κατακτητές του επιπέδου του Μεγάλου Αλεξάνδρου, του Ιουλίου Καίσαρα και του Αννίβα.
«Ο μεγάλος αριθμός των μυθικών αφηγήσεων και των ιστορικά επαληθεύσιμων περιστατικών» συμπεραίνει Αμερικανίδα ιστορικός «μας καλεί να αναθεωρήσουμε τα συμπεράσματά μας σχετικά με την εμφάνιση του βιολογικού και χημικού πολέμου και των ηθικών και τεχνολογικών περιορισμών του». Ιστορικοί και αρχαιολόγοι δίνουν τώρα μεγαλύτερη προσοχή και βαρύτητα σε παραμελημένα στοιχεία για τον πόλεμο, τόσο σε κοινωνίες οργανωμένες κατά φυλές ή ομάδες όσο και σε ανεπτυγμένους πολιτισμούς.
Οι Μάγια, οι οποίοι παλαιότερα θεωρείτο ότι είχαν αναπτύξει έναν ειρηνικό πολιτισμό ο οποίος διοικείτο από το ιερατείο και ήταν περισσότερο αφοσιωμένος στη μελέτη των ημερολογίων παρά στη διεξαγωγή εχθροπραξιών, αποδείχθηκε προσφάτως ότι τελικά ήταν αρκετά αιμοσταγείς. Στην Ταϊτή, της οποίας οι λαοί θεωρούνταν προσωποποίηση του Ευγενούς Αγρίου του Ρουσό, ο πόλεμος ήταν πολλές φορές στυγνός και ανελέητος. Όλοι σχεδόν οι πολιτισμοί που προηγήθηκαν της σύγχρονης εποχής μας αποδεκάτιζαν αλλήλους σε εξαιρετικά βίαιους πολέμους, διαπιστώνουν σήμερα ορισμένοι ερευνητές.
Σουμεριακές επιγραφές σφηνοειδούς γραφής οι οποίες μιλούν για θανατηφόρα παθογόνα το 1770 π.X. Ως τώρα εθεωρείτο ότι τα χημικά και βιολογικά όπλα ήταν προϊόν της σύγχρονης εποχής, επειδή η ανάπτυξή τους απαιτεί προηγμένες επιστημονικές γνώσεις επιδημιολογίας, βιολογίας και χημείας. Οι ερευνητές πίστευαν ότι ο βιολογικός και χημικός πόλεμος των παλαιότερων χρόνων περιοριζόταν στις δηλητηριάσεις πηγαδιών ή στη ρίψη ενός μολυσμένου με πανώλη πτώματος μέσα στα τείχη του εχθρού.
Τον 5ο π.X. αιώνα Έλληνες ιστορικοί αναφέρουν πολυάριθμες περιπτώσεις μαχών όπου έχουν χρησιμοποιηθεί δηλητήρια. Τα δηλητηριώδη βέλη ίσως να έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στον Τρωικό Πόλεμο. Ο Όμηρος δεν αναφέρεται ξεκάθαρα σε αυτά, όμως ο Φιλοκτήτης είχε τη φαρέτρα του Ηρακλή, ενώ ο ποιητής μιλάει συχνά για το μαύρο αίμα που έτρεχε από τις πληγές και για τις βδέλλες που έβαζαν να το απορροφήσουν, κλασικά δείγματα δηλητηρίασης από δηλητήριο φιδιού.
«Τοξικά και βέλη» συμπληρώνει «έχουν στα Ελληνικά την ίδια προέλευση: η λέξη "τοξικός" προέρχεται από τη λέξη "τόξο". Το ίδιο συμβαίνει και στα Λατινικά. H λέξη "toxica" προέρχεται από τη λέξη "taxus", τάξος, καθώς τα πρώτα δηλητηριώδη βέλη εμποτίζονταν με μια θανατηφόρο ουσία που υπάρχει στο τάξος, ένα είδος ελάτου». Τα δηλητηριώδη φυτά χρησιμοποιούνταν ευρέως, ιδιαίτερα για να δηλητηριάζουν το νερό των πηγαδιών ή των δεξαμενών.
H αρχαιότερη καταγεγραμμένη σε γραπτές πηγές περίπτωση αναφέρεται από τον Θέσσαλο (5ος π.X. αιώνας) και τον Παυσανία (2ος μ.X. αιώνας) και αφορά την πολιορκία της Κίρρας, στον A´ Ιερό Πόλεμο (595 - 585 π.X.). Οι πολιορκητές δηλητηρίασαν τα πηγάδια της πόλης με λευκό ελλέβορο, εξαιρετικά δραστικό δηλητήριο το οποίο εξολόθρευσε ολοσχερώς τον πληθυσμό της Κίρρας. H αφήγηση αυτού του περιστατικού εθεωρείτο παλαιότερα ότι ανήκε στη σφαίρα του μύθου.
Οι ιστορικοί πείστηκαν όμως ότι ήταν αληθινή όταν την ανακάλυψαν σε κείμενα του Αισχίνη (4ος π.X. αιώνας) και ορισμένων άλλων Ελλήνων συγγραφέων. «Αντιδρώντας όπως συνέβη το 1924, με τη σύνταξη της Συνθήκης της Γενεύης ως απάντηση στη χρήση δηλητηριωδών αερίων στον A' Παγκόσμιο Πόλεμο, η Αμφικτυονική Συμμαχία αποφάνθηκε ότι η ρύπανση του νερού ήταν απαράδεκτη και ότι στο εξής θα απαγορευόταν από τους κανόνες του πολέμου» επισημαίνει η ιστορικός.
H πολιορκία της Κάφφα (Θεοδοσίας) από τους Τατάρους το 1346 μ.X. αναφέρεται από πολλούς ως το πρώτο περιστατικό βακτηριολογικού πολέμου: οι Τάταροι, στους οποίους παρουσιάστηκαν κρούσματα πανώλης, πέταξαν με καταπέλτες μέσα στα τείχη των πολιορκημένων Γενοβέζων πτώματα στρατιωτών τους οι οποίοι είχαν πεθάνει από την ασθένεια. Από την Κάφφα θεωρείται ότι έφθασε στην Ευρώπη ο «Μαύρος Θάνατος», η μεγάλη επιδημία πανώλης η οποία εξολόθρευσε το ένα τρίτο του πληθυσμού της ηπείρου από το 1346 ως το 1350.
H μολυσματική δυνατότητα πολλών ασθενειών και η ταχύτητα εξάπλωσής τους σε έναν πληθυσμό ήταν γνωστή χιλιετίες πριν, όπως διαπιστώνεται από επιγραφές οι οποίες έχουν βρεθεί στο Μάρι της Μεσοποταμίας και χρονολογούνται από το 1770 π.X. Επίσης ο Καουτίλια, Ινδός φιλόσοφος, σύμβουλος του βασιλιά Τσαντραγκούπτα και συγγραφέας της περίφημης διατριβής «Αρτασάστρα», περιγράφει τον 4ο π.X. αιώνα τεχνικές μόλυνσης των εχθρικών στρατών παραθέτοντας έναν μακρύ κατάλογο τρομερών όπλων, από δηλητήρια υπό μορφή σκόνης ως αλοιφές φτιαγμένες από ουσίες οι οποίες βρίσκονται σε φυτά ή ζώα, έντομα ή άλατα, και προκαλούν θάνατο (αργό ή γρήγορο), τύφλωση και άλλα δεινά.
Ο περιορισμός του εχθρού σε μια περιοχή μολυσμένη με ελονοσία αποτελούσε επίσης όπλο. Θεωρείται ότι μια τέτοια μέθοδος ακολουθήθηκε κατά την πολιορκία των Συρακουσών το 413 π.X., όταν ο στρατός των Αθηναίων αποδεκατίστηκε από την ασθένεια, όπως αναφέρουν ο Θουκυδίδης, ο Διόδωρος και ο Πλούταρχος. Επίσης, κατά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο, οι Σπαρτιάτες χρησιμοποίησαν δηλητηριώδη αέρια και μια μηχανή η οποία πετούσε φλόγες εναντίον των Πλαταιών.
Οι Ασσύριοι εκτόξευαν φλεγόμενες βόμβες ενώ, τον 3ο π.X. αιώνα, ο Δίων ο Κάσσιος μιλάει στη «Ρωμαϊκή Ιστορία» του για βόμβες από νάφθα. Όπλα με βάση υδρογονάνθρακες σαν το ναπάλμ (νάφθα [να] και παλμιτικά άλατα [παλμ]) έχουν χρησιμοποιηθεί αιώνες πριν από τη δεκαετία του 1940, με διασημότερο το Υγρόν Πυρ των Βυζαντινών, του οποίου η νάφθα αποτελούσε βασικό συστατικό.
Οι αρχαίοι Κινέζοι και Ινδοί είχαν συνταγές για τη δημιουργία τοξικών καπνών και άλλων τεχνασμάτων για να «παραλύουν» τον εχθρό. Επί της δυναστείας Τσου, τον 7ο π.X. αιώνα, το Κινεζικό οπλοστάσιο διέθετε «τοξικά νέφη», ομίχλες που τυφλώνουν, επιβλαβή μείγματα από θειάφι και αρσενικό. Οι Κινέζοι χρησιμοποιούσαν επίσης «βόμβες δακρυγόνων», καυτερό κόκκινο πιπέρι τυλιγμένο σε ρυζόχαρτο. Υπήρχαν αμέτρητες μυστικές συνταγές, διαφόρων λαών, για την κατασκευή νεφών που προκαλούσαν ερεθισμούς ή εύφλεκτων υλικών.
Στην κατηγορία «πρόκληση πανικού και αταξίας» υπενθυμίζεται η χρήση «ψυχολογικών όπλων», όπως οι τρομερές κραυγές και τα ουρλιαχτά, τα οποία χρησιμοποιούνταν ως πολεμική τακτική, εδώ και 2.000 χρόνια, από διάφορους λαούς, από την Ασία ως τα γερμανικά φύλα της Ευρώπης. Στον βιολογικό πόλεμο, ένα από τα αρχαιότερα όπλα ήταν τα έντομα. Σφηκοφωλιές και κυψέλες εκτοξεύονταν, με τη βοήθεια του καταπέλτη, σαν βιολογικές βόμβες εναντίον των εχθρών από τους αρχαίους Έλληνες. Οι πολεμιστές των Μάγια, όπως αναφέρεται σε ένα κείμενο του «Πόπολ Βου», φορούσαν ένα κράνος μέσα στο οποίο έκρυβαν μια κυψέλη με ερεθισμένες μέλισσες.
Όταν ο αντίπαλος χτυπούσε το κράνος, μια ζωντανή βόμβα εκρηγνυόταν εναντίον του. Στα «Πολιορκητικά» του Αινεία του Τακτικού (4ος π.X. αιώνας) αναφέρονται μέθοδοι επιβίωσης σε περίπτωση πολιορκίας, οι οποίες συνδυάζουν πολλά από τα παραπάνω. Στο κεφάλαιο που είναι αφιερωμένο στις χημικά ενισχυμένες φωτιές, ο Αινείας συμβουλεύει τους πολιορκημένους να πυρπολούν τους στρατιώτες του εχθρού και τις πολιορκητικές μηχανές τους πετώντας τους κατά σειρά πίσσα, κάνναβη, θειάφι και, στο τέλος, αναμμένα δαδιά.
Σε ένα άλλο σημείο περιγράφει αναλυτικά πώς μπορεί να διοχετεύσει κανείς αποτελεσματικά έντομα μέσα στις σήραγγες που ανοίγουν οι πολιορκητές. Σφηκοφωλιές και μελισσοφωλιές, σακιά με δηλητηριώδη φίδια τα οποία εκτοξεύονται στα πλοία ή ανάμεσα στους στρατιώτες, βόμβες οι οποίες περιέχουν σκορπιούς.. «H ανθρώπινη εφευρετικότητα στα πρώτα βήματα του βιοχημικού πολέμου είναι εντυπωσιακή». «Εξίσου εντυπωσιακό όμως είναι το ότι, κατ' ουσία ή στις βασικές αρχές, οι αρχαίοι έχουν αναπτύξει πρώτοι όλους σχεδόν τους βασικούς τύπους βιολογικών και χημικών όπλων που γνωρίζουμε σήμερα».
Τότε, όπως και τώρα, οι κοινωνίες δεν ενέκριναν τη χρήση φωτιάς, επιδημικών και άλλων ανάλογων όπλων τα οποία σκορπούσαν τον τρόμο και τον θάνατο. Για τους Έλληνες η έντιμη και δίκαιη ένοπλη σύγκρουση γινόταν πρόσωπο με πρόσωπο, σε τακτές σειρές, επί πεδίου, με ξίφη και δόρατα. Μόνον έτσι πέθαινες σαν ήρωας. Ερευνητές επισημαίνουν αναφορές αρκετών αρχαίων συγγραφέων στη δόλια χρήση βιοχημικών όπλων, τα οποία καταδικάζουν ή εγκρίνουν μόνον ως ύστατο μέσο. Το παλαιότερο γνωστό κείμενο το οποίο αναφέρεται στην απαγόρευση τέτοιων όπλων είναι Ινδικό και χρονολογείται από το 600 π.X.
Το «Μανάβα-νάρμα-σάστρα» ή «Παράδοση του Μανού», το οποίο περιγράφει τις υποχρεώσεις και τους κανόνες του τρόπου ζωής των Ινδουιστών, κατακρίνει και στιγματίζει όσους καταφεύγουν σε δηλητηριώδη όπλα. Πολύ νωρίτερα όμως, όπως επισημαίνουν οι ερευνητές, οι αρχαίοι Έλληνες αναγνώριζαν ότι η χρήση τέτοιων όπλων επέσυρε κάποιου είδους τιμωρία. Ο Ηρακλής πολλές φορές έφερνε την καταστροφή εκείνων τους οποίους ήθελε να προστατεύσει, σε μια παραλλαγή, των «φίλιων πυρών», αλλά και σε μια ένδειξη θείας δίκης.
Ο ΒΙΟΛΟΓΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ
MYΘOI KAI BIO-ΠOΛEMOΣ
Tο ότι στον αρχαίο κόσμο η χρήση βιολογικών παραγόντων δεν ήταν άγνωστη, φαίνεται ακόμη και από τις μυθολογικές αναφορές στο θέμα αυτό. Είναι ευρέως γνωστό και αποδεκτό, άλλωστε, ότι οι μύθοι συνήθως περιστρέφονται γύρω από έναν πυρήνα ιστορικών γεγονότων και αντανακλούν την ιστορία, αλλά και τις συνήθειες των ανθρώπων, οι οποίοι ζουν σε έναν τόπο σε μία συγκεκριμένη εποχή. O Ηρακλής είναι ο πρώτος ήρωας της Ελληνικής μυθολογίας που δημιούργησε το πρώτο βιολογικό αλλά και το πρώτο βιοχημικό όπλο.
Χρησιμοποιώντας βέλη εμποτισμένα με ρετσίνι, στα οποία κατόπιν έβαλε φωτιά, ο Ηρακλής δημιούργησε το πρώτο καταγεγραμμένο βιοχημικό όπλο, καθώς συνδύαζε τη χρήση βιολογικού (ρετσίνι) και χημικού (χρήση καύσης) παράγοντα. Κατόπιν, ο Ηρακλής, αφού σκότωσε τη Λερναία Yδρα, πήρε το άψυχο σώμα, το έσχισε, έβγαλε από μέσα τη χολή και στο δηλητήριό της βούτηξε τις αιχμές από τα βέλη του, μετατρέποντάς τα έτσι σε θανατηφόρα δηλητηριασμένα βέλη, τα οποία έκτοτε χρησιμοποιούσε κατά των εχθρών του.
H ύπαρξη στον Όμηρο αναφοράς στα δηλητηριασμένα βέλη του Φιλοκτήτη, τα οποία κληρονόμησε από τον Ηρακλή και η χρήση τους στις μάχες με τους Τρώες στοιχειοθετεί κατά μία έννοια τη γνώση και τακτική χρήση από τους αρχαίους Έλληνες βιολογικών παραγόντων στις ένοπλες συγκρούσεις και στον πόλεμο γενικά, δεδομένου, μάλιστα, ότι ο Όμηρος αναφέρθηκε σε έναν πραγματικό πόλεμο, ο οποίος αφορούσε στον πρώτο αποικισμό των Ελλήνων στα δυτικά παράλια της Μικράς Ασίας, της μετέπειτα Ιωνίας.
Επιπλέον, ο Όμηρος περιγράφει τραύματα από τα οποία έρεε "μαύρο αίμα". Αξίζει, βέβαια, να σημειωθεί ότι για τους αρχαίους στρατιωτικούς γιατρούς, τραύματα που ανάβλυζαν μαύρο αίμα αντιστοιχούσαν σε μόλυνση που πιθανώς να είχε προέλθει και από την επάλειψη δηλητηρίου στα βέλη ή άλλα όπλα που προκάλεσαν το τραύμα. Tο συγκεκριμένο σύμπτωμα των τραυμάτων που είχαν μολυνθεί από κάποιο δηλητήριο αφορά και στο Φιλοκτήτη, ο οποίος τρυπήθηκε από τα ίδια του τα δηλητηριασμένα βέλη.
Κατόπιν εντολής του Αγαμέμνονα, οι Αχαιοί άφησαν το Φιλοκτήτη στο νησάκι Χρυσή κοντά στη Λήμνο, μη αντέχοντας τη δυσοσμία από την πληγή που έτρεχε μαύρο αίμα και πυορροούσε, ενώ το πόδι του είχε απονεκρωθεί σε εκείνο το σημείο. H μυθική περιγραφή του Ομήρου αποτελεί ακριβή περιγραφή των συνεπειών από το δάγκωμα φιδιού ή, όπως αναφέραμε και παραπάνω, τραυματισμό από όπλο, που είχε επαλειφθεί με δηλητήριο φιδιού, ακόμη και εάν αυτό το φίδι ήταν μυθικό, όπως η Λερναία Yδρα.
Στα Ομηρικά Έπη μπορούμε να ανιχνεύσουμε και άλλα παραδείγματα όπου γίνεται φανερό πως η χρήση βιολογικών παραγόντων ήταν γνωστή στους αρχαίους Έλληνες. Από τους μνηστήρες αναφέρεται ότι ίσως ο νεαρός Τηλέμαχος να επιχειρούσε να φτάσει στην Eφύρα, στη βορειοδυτική Ελλάδα, για να βρει το δηλητηριώδες φυτό που ευδοκιμεί εκεί, ώστε να το ρίξει στο κρασί τους και να τους δηλητηριάσει. O Όμηρος μας λέει ότι ήταν ο Οδυσσέας αυτός που τελικά πήγε στην Eφύρα σε αναζήτηση του θανατηφόρου φυτού για να το αλείψει στις χάλκινες αιχμές των βελών του.
Είναι δε χαρακτηριστικό ότι και ο ίδιος ο Οδυσσέας πέθανε από το δηλητηριασμένο δόρυ του Τηλέγονου, του γιου που είχε αποκτήσει με την Κίρκη, το οποίο είχε μία αιχμή, που αποτελείτο από τη σπονδυλική στήλη ενός σαλαχιού, η οποία, όπως είναι γνωστό και στους σύγχρονους επιστήμονες της υδροβιολογίας, περιέχει ισχυρό δηλητήριο. Σύμφωνα πάντα με την Ελληνική μυθολογία, η θεά Άρτεμις, η οποία χρησιμοποιούσε το τόξο ως βασικό όπλο της, εκτόξευε δηλητηριασμένα βέλη τα οποία είχαν επαλειφθεί με ίταμο.
O ίταμος είναι φυτό, το οποίο ευδοκιμεί στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στη Μακεδονία, στη Θράκη, στη Θεσσαλία, στη Στερεά Ελλάδα, στην Πελοπόννησο και στη Σαμοθράκη και είναι γνωστό ως ήμερο έλατο ή καρκαριά. Σύμφωνα με το Διοσκουρίδη, περίφημο Έλληνα ιατρό του 1ου μ.X. αιώνα, ονομάζεται και δένδρο του θανάτου, διότι έχει την ιδιότητα να αναδίδει δηλητηριώδεις ατμούς και όποιος κοιμηθεί κοντά σε αυτό ή γενικά βρεθεί κοντά του, τότε κινδυνεύει να πεθάνει.
TOΞIKΑ ΟΠΛΑ
O Διοσκουρίδης ήταν ο πρώτος που αναφέρθηκε στη γλωσσολογική και ετυμολογική προέλευση της λέξεως "τοξικόν" από τη λέξη "τόξον". H λέξη τοξικόν της αρχαίας Ελληνικής, η οποία, στη νέα ελληνική αντιστοιχεί στη λέξη δηλητήριο, προέρχεται, σύμφωνα με το Διοσκουρίδη, από τη λέξη τόξον. Αντιστοίχως, εντύπωση προκαλεί και το ότι και στη Λατινική γλώσσα η λέξη "δηλητήριο" αντιστοιχεί στη λέξη toxica, η οποία φέρεται να προέρχεται από τη λέξη taxus (δηλαδή, ξύλο από ήμερο έλατο).
Λαμβάνοντας υπόψη τις παραπάνω γλωσσολογικές αναφορές, μπορούμε να πούμε ότι οι αναφορές αυτές παραπέμπουν σαφώς στα δηλητηριασμένα βέλη, τα οποία είχαν επαλειφθεί με θανατηφόρο χυμό από καρπό έλατου. Oι αρχαίες πραγματείες σχετικά με τοξικές ουσίες, οι οποίες προέρχονται από τη Μεσόγειο και την Ινδία, περιγράφουν μία εντυπωσιακή ποικιλία δηλητηριωδών φυτών, ανόργανων ουσιών, θαλάσσιων πλασμάτων, εντόμων και φιδιών, μαζί με εκατοντάδες αντίδοτων και γιατρικών, από τα οποία άλλα είναι χρήσιμα και άλλα αρκετά αμφισβητήσιμα.
Περίπου το 300 π.X., για παράδειγμα, το εγχειρίδιο τοξικολογίας που συνέταξε ο Νίκανδρος, ένας ιερέας του Απόλλωνα στο ναό της Κλάρου στη Μικρά Aσία, είχε καταχωρισμένα είκοσι είδη οχιάς και κόμπρας, γνωστά στον Ελληνορωμαϊκό κόσμο. Eπιπλέον, τα ιατρικά συμπτώματα των δαγκωμάτων από φίδια και των τραυμάτων από βέλη μολυσμένα με δηλητήριο περιγράφονται με ακρίβεια στις αρχαίες αναφορές. Aρχικά η περιοχή γύρω από το τραύμα νεκρώνει και μετά αρχίζει να τρέχει σκούρο μπλε ή μαύρο πηκτό πυώδες αίμα.
Κατόπιν δημιουργείται έλκος σε αποσύνθεση, ακολουθεί αιμορραγία, τα άκρα του θύματος πρήζονται, ξεκινάει εμετός και οξύς ή και "παγωμένος" πόνος γύρω από την καρδιά, συσπάσεις, σοκ και στο τέλος επέρχεται ο θάνατος. Mόνο λίγα τυχερά θύματα ανέκαμψαν από δάγκωμα ή βέλη από δηλητήριο φιδιού και ορισμένες φορές τα τραύματα πυορροούσαν για πολύ καιρό. Ένας σημαντικός παράγοντας στη χρήση δηλητηρίων ως βιολογικών όπλων στον πόλεμο είναι και οι ψυχολογικές επιπτώσεις στο ηθικό του αντιπάλου.
Ίσως η χρήση ακατέργαστων βιολογικών παραγόντων στις στρατιωτικές επιχειρήσεις της αρχαίας εποχής να μην είχε τα αντίστοιχα πρακτικά αποτελέσματα που θα είχε η χρήση εργαστηριακά επεξεργασμένων βιολογικών όπλων στη σύγχρονη εποχή, ωστόσο ο τρόμος ο οποίος προκαλείται, ακόμη και από τις πληροφορίες ή φήμες ότι ο εχθρός χρησιμοποιεί δηλητηριασμένα βέλη και όπλα, αλλά και η αποκαρδιωτική όψη και οσμή των μολυσμένων τραυμάτων και ο θάνατος από αυτά, σίγουρα επιδρούσαν ιδιαίτερα αρνητικά σε οποιοδήποτε στράτευμα.
Αναζητώντας βότανα για τη δηλητηρίαση των βελών τους, οι αρχαίοι είχαν εντοπίσει αρκετά επικίνδυνα φυτά που χρησιμοποιούνταν για ιατρικούς λόγους και ήταν δυνατό, επίσης, να αξιοποιηθούν στη δημιουργία τοξικών όπλων. Όπως και στη σύγχρονη φαρμακολογία, το ποσοστό της δόσης ήταν αυτό που καθόριζε αν το αποτέλεσμα θα είναι θεραπευτικό ή θανατηφόρο. Σε πολύ μικρή ποσότητα πολλές φυτικές τοξίνες είναι ευεργετικές, ενώ σε μεγαλύτερες ποσότητες είναι θανατηφόρες - αν και πολλά δηλητήρια, όπως αυτό του ακόνιτου, σκοτώνουν ακόμη και σε ελάχιστες δόσεις.
Eνα από τα πλέον "δημοφιλή" δηλητήρια, που χρησιμοποιούνταν στην αρχαιότητα σε βέλη, ήταν ο ελλέβορος, φαρμακευτικό βότανο για όλες τις περιπτώσεις και συνταγή που προτιμούσαν γιατροί, συμπεριλαμβανομένου του Ιπποκράτη. Oι αρχαίοι αναγνώριζαν δύο είδη ελλέβορου: το μαύρο ελλέβορο και το λευκό ελλέβορο. Hταν ευρέως γνωστό ότι ο ελλέβορος σκότωνε άλογα και βόδια και οι άνθρωποι που τον μάζευαν συχνά αρρώσταιναν ή πέθαιναν.
Σύμφωνα με τον Πλίνιο τον πρεσβύτερο, σε ελάχιστες δόσεις, οι ρίζες προκαλούσαν φτέρνισμα και φλύκταινες, αλλά σε μεγαλύτερες μπορούσαν να προκαλέσουν φοβερό εμετό και διάρροια, κράμπες στους μύες, παραλήρημα, μυϊκές συσπάσεις, ασφυξία και καρδιακή προσβολή. Εκτός όμως από φυτά, είναι φανερό ότι στην αρχαιότητα υπήρχε εκτεταμένη γνώση των τοξικών και βακτηριολογικών ουσιών, οι οποίες μπορούν να αντληθούν από τα ζώα. Eκτός από τα φίδια, οι αρχαίοι είχαν καταγράψει και άλλα πλάσματα του ζωικού βασιλείου, από τα οποία μπορούσαν να αντληθούν τοξικές ουσίες με σκοπό τη χρήση τους για στρατιωτικούς σκοπούς.
Ορισμένα είδη δηλητηριωδών σκαθαριών υψηλής τοξικότητας, που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την κατασκευή δηλητηριασμένων όπλων ήταν γνωστά στην αρχαιότητα. Για παράδειγμα, ο Αριστοτέλης και ο τοξικολόγος Νίκανδρος περιέγραφαν θανατηφόρες ουσίες που λαμβάνονταν από είδη σκαθαριών που ονομάζονταν "σκαθάρια φουσκάλες", των οποίων το ξηρό σώμα μπορούσε να προκαλέσει φλύκταινες στο ανθρώπινο δέρμα, και σκαθάρια "σταφυλίνους", των οποίων τα δηλητήρια ήταν τόσο ισχυρά, ώστε σκότωναν αγέλες βοοειδών που τα τρώνε κατά λάθος.
Επιπλέον, ο Πλίνιος, στο έργο του "Φυσική Ιστορία", αναφέρεται στους Ψύλλους, μία νομαδική φυλή της Βορείου Αφρικής. Oι Ψύλλοι ήταν γητευτές φιδιών και γνώστες και χρήστες μυριάδων δηλητηρίων από φίδια και σκορπιούς, ενώ λέγεται ότι είχαν ανοσία σε όλα αυτά. Αφού περιγράφει τους δηλητηριώδεις βατράχους και φρύνους που ήταν γνωστοί στην αρχαιότητα, ο Πλίνιος υποστηρίζει ότι ο ίδιος είχε κάποτε υπάρξει αυτόπτης μάρτυρας των Ψύλλων που έβαζαν δηλητηριώδεις φρύνους σε θερμασμένα δοχεία. Oι λόγιοι αναρωτιούνταν γιατί οι Ψύλλοι "ερέθιζαν" τα τοξικά αμφίβια κατά αυτόν τον τρόπο.
Mία λογική εξήγηση μπορεί να είναι ότι οι Ψύλλοι έψηναν τους φρύνους για να αποσπάσουν το δηλητήριό τους. Ανάλογες πρακτικές ακολουθούσαν φυλές των τροπικών δασών της Νοτίου Aμερικής, οι οποίες χρησιμοποιούσαν δηλητήριο από ένα είδος βατράχου (που ονομάζεται βάτραχος - δηλητηριώδες βέλος) για να επεξεργαστούν βέλη και βελάκια που εκτόξευαν από φυσοκάλαμα. Oι βάτραχοι εκκρίνουν από το δέρμα τους ένα εξαιρετικά θανατηφόρο χημικό, καθώς ένας μόνο βάτραχος διαθέτει περίπου 200 μικρογραμμάρια δηλητήριο και μόνο 2 μικρογραμμάρια μπορούν να είναι μοιραία για τον άνθρωπο.
H τοξίνη ενός τέτοιου βατράχου αρκεί για περίπου 50 αιχμές βελών και, για να αποφύγουν την επαφή με το ισχυρό δηλητήριο, οι περισσότεροι κάρφωναν στο έδαφος έναν βάτραχο και προσεκτικά άλειφαν τα βέλη τους πάνω στο γλοιώδες δέρμα. Oμως, μία ασφαλέστερη μέθοδος που έχει εφευρεθεί από τους Iνδιάνους Tσόκο στην Kολομβία αποσπά ακόμη περισσότερο ποσό συμπυκνωμένου δηλητηρίου. Σουβλίζουν έναν βάτραχο και τον ψήνουν στη φωτιά, μαζεύοντας την τοξίνη που στάζει σε ένα μπουκάλι στο οποίο μπορούν με ευκολία να βουτήξουν τα βέλη τους.
Δεν μας είναι γνωστό από ποια εποχή οι ιθαγενείς της Νοτίου Aμερικής γνώριζαν και χρησιμοποιούσαν τοξικές ουσίες στα όπλα τους, ωστόσο γνωρίζουμε ότι οι Iσπανοί κατακτητές, κατά τον 15ο αιώνα, έτρεμαν το δηλητήριο που είχαν τα βελάκια των ιθαγενών Ινδιάνων και, παρ' όλη τη βαριά θωράκιση που φορούσαν για να εξοστρακίζονται τα βέλη, πολλοί εξερευνητές πέθαναν από όπλα αλειμμένα με θανατηφόρο γλίτσα βατράχου ή με τις φυτικές τοξίνες στρυχνίνη και κουράριο, ένα αλκαλοειδές που προκαλεί παράλυση.
Eνα μικρό τσίμπημα από βελάκι με κουράριο που εκτοξεύεται από φυσοκάλαμο, σκοτώνει άνθρωπο ή μεγάλο ζώο. Στα τροπικά δάση του Αμαζονίου, οι ιθαγενείς μετέφεραν ανά φαρέτρα περί τα 600 μικρά βέλη με κουράριο και υπήρχαν τρομακτικές αναφορές ότι το κουράριο δεν το χρησιμοποιούσαν μόνο σε βέλη, αλλά και στις μάχες σώμα με σώμα - υπήρχε ο μύθος ότι οι ιθαγενείς έβαφαν τα νύχια τους με τη συγκεκριμένη τοξίνη.
Επίσης, ήταν γνωστό από την αρχαιότητα ότι τα σαλάχια είχαν δηλητήριο στη σπονδυλική στήλη τους. Σύμφωνα με τον Αιλιανό, τίποτε δεν μπορούσε να αντέξει το αγκάθι ενός σαλαχιού, καθώς τραυματίζει και σκοτώνει άμεσα. Eίναι πιθανό, στην αρχαία εποχή οι άνθρωποι να είχαν πειραματιστεί με το αμυντικό όπλο του σαλαχιού. O θάνατος του Oδυσσέα από το δηλητηριώδες δόρυ του γιου του, Tηλέγονου, στο οποίο είχε προσαρμοστεί η σπονδυλική στήλη ενός σαλαχιού, μπορεί να αντανακλά την πραγματικότητα, δηλαδή, τη γνώση και τη χρήση του δηλητηρίου του σαλαχιού ως βιολογικού όπλου, όπως δείχνουν οι σύγχρονες ανακαλύψεις στην Kεντρική και Nότιο Aμερική.
Το 1920, οι αρχαιολόγοι ανακάλυψαν μεγάλο αριθμό από κεντριά σαλαχιών ανάμεσα σε κατεργασμένες αιχμές ακοντίων από οψιδιανό, σε ταφικές τοποθεσίες στο Μεξικό και στη Λατινική Aμερική. Tα ξύλινα στελέχη των ακοντίων είχαν προ πολλού σαπίσει, αλλά είναι προφανές ότι τα αιχμηρά κεντριά είχαν χρησιμεύσει ως έτοιμες αιχμές βελών. H επιβεβαίωση έρχεται και από τη Bραζιλία, όπου, μόλις το 1960, οι Iνδιάνοι Σούγια παρασκεύαζαν βέλη από αγκάθια σαλαχιών, τα οποία προσάρμοζαν σε ξύλινα στελέχη.
ΔHΛHTHPIAΣMENA BEΛH
Tα όπλα, που χρησιμοποιήθηκαν κατ' εξοχήν στην αρχαιότητα ως φορείς βιολογικών παραγόντων, ήταν το τόξο και το βέλος, χωρίς αυτό βέβαια να σημαίνει ότι και άλλα όπλα, όπως το σπαθί και το δόρυ, δεν εμποτίζονταν με δηλητηριώδεις ουσίες. Oι πιο γνωστοί τοξότες της αρχαιότητας οι οποίοι χρησιμοποιούσαν δηλητήριο στα βέλη τους, ήταν οι Σκύθες νομάδες της Κεντρικής Ασίας. H φήμη των Σκυθών έφιππων τοξοτών ήταν τεράστια από την πρώιμη ακόμη αρχαιότητα. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, τον 5ο αιώνα π.X. απέκρουσαν με επιτυχία τον περσικό στρατό, του οποίου ήταν επικεφαλής ο Βασιλιάς Δαρείος I, χάρη στις επιδρομές και τις ενέδρες τους.
Επιπλέον, η ικανότητά τους στη χρήση του τόξου, η ταχύτητα που τους έδινε η χρήση του αλόγου σε συνδυασμό με τις μεθόδους ανορθόδοξου πολέμου που χρησιμοποιούσαν, ανάγκασαν τους Αθηναίους να προσλάβουν Σκύθες τοξότες για να πολεμήσουν δίπλα στις φάλαγγες των Αθηναίων οπλιτών τον 5ο αιώνα. Tο 331 π.X., οι Σκύθες έφιπποι τοξότες κατάφεραν να αντιμετωπίσουν ακόμη και τις στρατιές του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Oι Σκύθες χρησιμοποιούσαν για τα βέλη τους ένα δηλητήριο, του οποίου η παρασκευή και επεξεργασία ήταν σχετικά περίπλοκη.
H σύνθετη συνταγή του Σκυθικού, όπως ονομαζόταν το δηλητήριο αυτό, μπορεί να αναπαραχθεί από κάποιες αναφορές του Αριστοτέλη, από αποσπάσματα του χαμένου έργου του φυσικού φιλόσοφου Θεόφραστου (4ος αιώνας π.X.) και από τη φόρμουλα που έδωσε ο Αιλιανός, μνημονεύοντας το χαμένο έργο του Θεόφραστου. H παρασκευή του δηλητηρίου ξεκινούσε από τη συλλογή του βασικού συστατικού του, που ήταν η οχιά. H διαδικασία της συλλογής των φιδιών γινόταν μόλις αυτά είχαν γεννήσει, ίσως διότι τότε τα φίδια ήταν πιο υαλώδη και πιάνονταν πιο εύκολα.
Κατόπιν, τα έβαζαν στην άκρη για να αποσυντεθούν. Σύμφωνα με τον Αιλιανό και τον Αριστοτέλη, οι Σκύθες αναμείγνυαν ακόμη και ουσίες από το ανθρώπινο σώμα για την παρασκευή του δηλητηρίου, καθώς γνώριζαν τα μέσα να ξεχωρίσουν το πλάσμα από το αίμα, δηλαδή, το έκκριμα που με κάποιον τρόπο επιπλέει στην επιφάνεια του αίματος. Ακολούθως, ο ανθρώπινος ορός αίματος αναμειγνυόταν με κοπριά μέσα σε δερμάτινα σακιά και θαβόταν στο χώμα μέχρι το μείγμα να αποσυντεθεί. Tέλος, οι Σκύθες αναμείγνυαν τα περιττώματα και τον ορό με δηλητήριο και ουσίες από τις αποσυντεθειμένες οχιές.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η δυσοσμία που αναδυόταν από το συνδυασμό όλων αυτών των ουσιών, πρέπει να ήταν ισχυρή. Συγκεκριμένα ο Στράβωνας, ο οποίος καταγόταν από την Αμάσεια του Εύξεινου Πόντου, αναφερόμενος στους Σοάνες, οι οποίοι ήταν Σκυθική φυλή που ζούσε στα βουνά του Καυκάσου κοντά στον Εύξεινο Πόντο, αναφέρει ότι χρησιμοποιούσαν εξαιρετικά δηλητήρια για τις αιχμές των βελών τους και επίσης ότι ακόμη και οι άνθρωποι που δεν τραυματίζονταν από τα δηλητηριώδη βέλη, υπέφεραν από τη φρικτή δυσοσμία.
Αναφορές στο Σκυθικόν βρίσκουμε και από το Διοσκουρίδη, ο οποίος αναφέρεται στο τοξικόν φάρμακον των Σκυθών, ενώ στο Περί Κόσμου του Ψευδο-Aριστοτέλη, αναφέρεται ότι το ανθρώπινο σώμα θαβόταν μέσα σε φουσκί μέχρι που σάπιζε και ακολούθως το μολυσμένο αίμα αναμειγνυόταν με αποσυντεθειμένο δηλητήριο. O συνδυασμός των συστατικών αυτών είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός βιολογικού όπλου, το οποίο προφανώς θα μπορούσε να αποτελέσει σημαντικό πλεονέκτημα σε συνθήκες πολέμου. Είναι δε σίγουρο ότι ο σκοπός της δημιουργίας ενός τέτοιου όπλου ήταν σαφώς στρατιωτικός.
Αυτό αποδεικνύεται από το ότι, σύμφωνα με τη μελέτη της Ρενάτε Ρολ, το δηλητήριο αυτό έχει κατασκευαστεί για να επιφέρει μόλυνση και θάνατο ή μόνιμη βλάβη. O συνδυασμός σάπιου ανθρώπινου αίματος και ανθρώπινων περιττωμάτων προκαλεί τέτανο και γάγγραινα, ενώ η πρόσθεση ουσιών από τις νεκρές οχιές, καθώς και του δηλητηρίου τους, θα είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση της αποτελεσματικότητας του δηλητηρίου. Σύμφωνα με τις πληροφορίες που μας δίνει η Ρενάτε Ρολ, η οποία συμβουλεύτηκε τον ιατροδικαστή Στέφαν Μπεργκ, το συγκεκριμένο δηλητήριο που μετέφερε ένα Σκυθικό βέλος θα επενεργούσε, κατά πάσα πιθανότητα, μέσα σε μία ώρα.
Καθώς τα κύτταρα στο αίμα του θύματος διαλύονταν, θα επακολουθούσε σοκ. Aκόμη και εάν το θύμα επιζούσε του σοκ, μετά από μία έως δύο ημέρες θα άρχιζε η γάγγραινα. H γάγγραινα θα επέφερε σοβαρή αποσύνθεση, με μαύρο υγρό να αναδύεται από την πληγή, ακριβώς όπως περιγράφεται από τους αρχαίους μύθους για τα μολυσμένα με δηλητήριο τραύματα. Μετά από μερικές ημέρες, η μόλυνση από τέτανο θα ήταν μάλλον μοιραία. Ακόμη και στην περίπτωση που το θύμα επιζούσε όλων αυτών των βίαιων συμπτωμάτων, σίγουρα θα είχε εξουδετερωθεί πλήρως ως μαχητής, βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα.
Επιπλέον, αξίζει να σημειωθεί ότι οι Σκύθες προσέθεταν, κατά την κατασκευή των βελών τους, και άγκιστρα ή ακίδες στις αιχμές, για να είναι εξασφαλισμένο ότι η αιχμή του βέλους θα παρέμενε μέσα στο τραύμα, διαχέοντας το δηλητήριο στον ανθρώπινο οργανισμό, καθώς η προσπάθεια για το τράβηγμα του βέλους θα προκαλούσε ακόμη μεγαλύτερο τραύμα από αυτό που είχε ήδη προκληθεί. Αναφορές στα βέλη αυτού του τύπου βρίσκουμε και στον Οβίδιο, αλλά και στον ιστορικό Δίωνα Κάσσιο.
Σύμφωνα με τον Κάσσιο, δηλητηριώδη βέλη με ευρηματικού σχεδιασμού αποσπώμενες ακίδες αποδεκάτισαν ένα Ρωμαϊκό στράτευμα που αντιμετώπισε έφιππους τοξότες στην Αρμενία το 68 π.X.
Εκτός από τους Σκύθες, των οποίων η χρήση βελών με την προσθήκη δηλητηρίου βρισκόταν σε πλήρη συμφωνία με τις μεθόδους ανταρτοπόλεμου που εφάρμοζαν στις στρατιωτικές αναμετρήσεις τους, έχουν καταγραφεί και άλλοι λαοί, οι οποίοι εμπότιζαν με δηλητήρια φιδιών τα όπλα τους.
Σύμφωνα με τους Έλληνες και τους Ρωμαίους συγγραφείς, στους τοξότες που ενίσχυαν τα βέλη τους με δηλητήριο φιδιού συμπεριλαμβάνονταν οι Γαλάτες, οι Δάκες, οι Δαλματοί, οι Σοάνες του Καυκάσου, οι Ιρανοί Σαρμάτες, οι Γέτες της Θράκης, οι Σλάβοι, οι Αφρικάνοι, οι Αρμένιοι, οι Πάρθοι, που κατοικούσαν ανάμεσα στον Ινδό και τον Ευφράτη, και οι Ινδοί.
Μαρτυρία σχετικά με τη χρήση δηλητηριωδών βελών καταγράφεται και από την Kίνα. Σε αρχαία κείμενα του 2ου αιώνα π.X. περιγράφεται η θεραπεία που προσέφερε ο χειρουργός Xούα Tο στο τραύμα από δηλητηριώδες βέλος που είχε υποστεί ένας στρατηγός, χρησιμοποιώντας μάλιστα ως "αναισθητικό" κρασί και... μία παρτίδα σκάκι. Επίσης, την ίδια περίπου περίοδο, ο βασιλιάς των Πάρθων σκοτώθηκε από δηλητηριασμένο βέλος, το οποίο τον χτύπησε στο χέρι και ρίχτηκε από τους νομάδες Τοχάρους της Κινεζικής στέπας.
Επίσης, σύμφωνα με τον ιστορικό Σίλιο Ιταλικό, που έγραψε περίπου το 80 μ.X., οι Ρωμαίοι στρατιώτες που πολεμούσαν στη Βόρειο Αφρική αντιμετώπισαν βέλη εμβαπτισμένα σε δηλητήριο φιδιού. Oι Νασαμώνες της Λιβύης ήταν επιδέξιοι στην απόσπαση του δηλητηρίου από φίδια και οι Νούβιοι της Άνω Αιγύπτου και του Σουδάν εμπότιζαν τα ακόντιά τους σε βλαβερούς χυμούς.
TO INΔIKO ΠAPAΔEIΓMA
Σύμφωνα με τους αρχαίους συγγραφείς, η Ινδία ήταν ιδιαίτερα πλούσια σε ναρκωτικά, θανατηφόρα φυτά και ερπετά. Δηλητηριώδη όπλα μπορούσαν να φτιαχτούν από έναν πλούτο ουσιών, από ακόνιτο και εντόσθια κοριών έως δηλητήριο κόμπρας. Ένα αρχαιότατο Ινδικό κείμενο, η Αρθασάστρα, είναι ένα βιβλίο στρατηγικής και πολιτικής που γράφτηκε από τον Καουτιλίγια, ο οποίος βρισκόταν στην υπηρεσία του Μαχαραγιά Τσαντραγκούπτα. Tο συγκεκριμένο βιβλίο αποτελεί μία σαφή έκφραση της realpolitik, της ρεαλιστικής σχολής στο χώρο των πολιτικών επιστημών και της στρατηγικής.
Στο κεφάλαιο 14 του συγκεκριμένου βιβλίου, ο Καουτιλίγια παραθέτει ένα μεγάλο αριθμό ουσιών και συνταγών για τη δημιουργία δηλητηρίων, τα οποία μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για στρατιωτικούς σκοπούς. Είναι άγνωστο πόσες από τις βιοχημικές συνταγές του Καουτιλίγια ετέθησαν σε εφαρμογή, καθώς σε αρκετές περιπτώσεις, τα υλικά και οι ουσίες που αναφέρονται και μπορούν να αναμειχθούν είναι μάλλον ευφάνταστα και το αποτέλεσμα πολύ πιθανόν να μην ήταν το αναμενόμενο, ωστόσο το αποτρεπτικό αποτέλεσμα των παράξενων και απαίσιων συστατικών μπορεί να ήταν μέρος της απήχησης του βιβλίου.
Πραγματικά, ο ίδιος ο Καουτιλίγια αναφέρθηκε στις πολύτιμες επιπτώσεις της προπαγάνδας με την έκθεση των εκφοβιστικών συνεπειών των βιολογικών όπλων του για να προκληθεί "τρόμος μεταξύ του εχθρού", αλλά σε αρκετές επίσης περιπτώσεις, η αναφορά σε δηλητήρια φιδιών και βλαβερών φυτών είναι, σύμφωνα με τους σύγχρονους μελετητές, πραγματική και η σύνθεσή τους θα είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ισχυρών βιολογικών όπλων. Kατά τη μαρτυρία του Αιλιανού, ένα από τα πιο φοβερά δηλητήρια στην Ινδία το αντλούσαν από το ονομαζόμενο Πορφυρό Φίδι των "πιο θερμών περιοχών".
Έμοιαζε σχεδόν εξημερωμένο και δεν χτυπούσε με τα δόντια, αλλά, εάν έφτυνε το δηλητήριό του πάνω σε ένα θύμα, ολόκληρο το άκρο σάπιζε και συνήθως ο θάνατος ήταν γρήγορος, αν και πολλά θύματα έφθιναν για χρόνια. H οχιά αυτή είναι το μόνο τροπικό δηλητηριώδες φίδι με χαρακτηριστικό λευκό κεφάλι. Στη σύγχρονη εποχή περιγράφεται ως πειθήνια αλλά επικίνδυνη, και απαντάται στο Θιβέτ, στην Kίνα, στη Βιρμανία και στο Βιετνάμ. Επισημαίνεται ότι η συλλογή της τοξίνης από το Πορφυρό Φίδι ήταν δύσκολη και επικίνδυνη, όπως αναφέρει ο Αιλιανός.
Για να γίνει η εκχύλιση του δηλητηρίου, οι Ινδοί κρεμούσαν το ερπετό ζωντανό με το κεφάλι κάτω, πάνω από ένα χάλκινο δοχείο για να συγκεντρώσουν το δηλητήριο που έσταζε, έπηζε και γινόταν παχιά ρητίνη στο χρώμα του κεχριμπαριού. Oταν τελικά το φίδι πέθαινε, το πρώτο δοχείο αντικαθιστούσε ένα δεύτερο για να συγκεντρωθούν οι ουσίες που έρρεαν. Μετά από τρεις ημέρες, το υγρό αυτό έπηζε και γινόταν μία κατάμαυρη ουσία. Tα δύο δηλητήρια του Πορφυρού Φιδιού φυλάσσονταν χωριστά, καθώς σκότωναν με διαφορετικούς τρόπους.
Tο μαύρο δηλητήριο προκαλούσε έναν παρατεταμένο, δια σταδιακού μαρασμού θάνατο που διαρκούσε χρόνια, καθώς επίσης τη βαθμιαία νέκρωση των μελών και τη δημιουργία πυωδών τραυμάτων. Tο κεχριμπαρένιο δηλητήριο (το καθαρό δηλητήριο που προερχόταν από τις σακούλες δηλητηρίου του φιδιού) προκαλούσε βίαιες συσπάσεις και ακολούθως το μυαλό του θύματος, σύμφωνα με την περιγραφή του Αιλιανού, "διαλύεται και στάζει από τα ρουθούνια και πεθαίνει με οικτρό θάνατο".
Ένα πολύ σημαντικό ιστορικό γεγονός, το οποίο περιλαμβάνει τη χρήση δηλητηρίου φιδιού, αφορά στην κατάκτηση από τον Αλέξανδρο το Μέγα της οχυρωμένης πόλης της Αρματηλίας. Μετά την κατάκτηση του Βασιλείου του Σάμβου, ο Αλέξανδρος και οι άνδρες του έφθασαν στην οχυρωμένη πόλη της Αρματηλίας, το 326 π.X. (πιθανολογείται ότι η πόλη αυτή αντιστοιχεί στη σημερινή Μανσούρα του Πακιστάν). Σύμφωνα με το Διόδωρο το Σικελιώτη, οι Αρματήλιοι ήταν παραδόξως σίγουροι για τη νίκη τους και υπήρχε ένας πολύ συγκεκριμένος λόγος γι' αυτό: είχαν επαλείψει τα όπλα τους με ένα θανατηφόρο ναρκωτικό.
O ιστορικός Κόιντος Κούρτιος Ρούφος αναφέρει ότι χρησιμοποιούσαν δηλητηριώδη σπαθιά, ενώ και ο Στράβων αναφέρει ότι χρησιμοποιούσαν δηλητηριασμένες αιχμές, που είχαν κατασκευάσει από ξύλο και τις είχαν σκληρύνει στη φωτιά. O Διόδωρος αναφέρθηκε στη φύση του δηλητηρίου με το οποίο οι Αρματήλιοι είχαν επαλείψει τα όπλα τους. Σύμφωνα με την τεχνική των Αρματήλιων, τα φίδια της περιοχής σκοτώνονταν και αφήνονταν κάτω από τον ήλιο για να σαπίσουν. Καθώς η ζέστη αποσυνέθετε τη σάρκα, το δηλητήριο υποτίθεται ότι διέχεε το ρευστοποιούμενο ιστό.
Ενδιαφέρον είναι ότι τόσο οι Σκύθες όσο και οι Ινδοί χρησιμοποιούσαν ολόκληρο το σώμα της οχιάς για να φτιάξουν δηλητήρια για βέλη. Όσον αφορά στα αποτελέσματα της χρήσης του δηλητηρίου κατά τις συγκρούσεις που πραγματοποιήθηκαν έξω από την πόλη της Αρματηλίας, ο Διόδωρος αναφέρει ότι οι τραυματισμένοι άνδρες μούδιαζαν αμέσως, ένιωθαν πόνο σαν από μαχαιριές και υπέφεραν από μυϊκές συσπάσεις. Tο δέρμα τους γινόταν χλωμό και ξερνούσαν χολή. Μαύρος αφρός έβγαινε από το τραύμα και ακολούθως πορφυροπράσινη γάγγραινα εξαπλωνόταν ταχύτατα "επιφέροντας έναν φρικτό θάνατο".
Επειδή η Ινδία φημίζεται για τις κόμπρες της, οι σύγχρονοι λόγιοι απλώς υπέθεσαν ότι το δηλητήριο προερχόταν από κόμπρα. Δεδομένης όμως της διαδρομής του M. Αλεξάνδρου διαμέσου της Ινδίας και λαμβάνοντας υπόψη τα λεπτομερή συμπτώματα που καταγράφει ο Διόδωρος, το δηλητήριο πιθανόν να προερχόταν από το θανατηφόρο είδος οχιάς Vipera Russelli Russelli και όχι από κάποιο είδος κόμπρας. Tα συμπτώματα καταδεικνύουν ότι πάνω στα βέλη χρησιμοποιείτο καθαρό δηλητήριο φιδιού.
Προφανώς, ο Διόδωρος συμπεριέλαβε στην περιγραφή του και άλλες αναφορές για δηλητήρια από οχιές σε αποσύνθεση, είτε πιθανόν η ιστορία κυκλοφόρησε από τους Αρματήλιους για να αποθαρρύνουν τους επιτιθέμενους. Tο δηλητήριο του συγκεκριμένου είδους οχιάς προκαλεί μούδιασμα και εμετό, ακολούθως τρομακτικό πόνο και γάγγραινα πριν από το θάνατο, ακριβώς όπως περιέγραψε ο Διόδωρος, ενώ ο θάνατος από δηλητήριο κόμπρας είναι σχετικά ανώδυνος και προκαλείται από την παράλυση του αναπνευστικού.
Όσον αφορά δε στη μάχη της Αρματηλίας, ήταν γνωστό ότι ο Αλέξανδρος, κατά την πορεία του μέσα από την Ινδία, είχε στο επιτελείο του μία ομάδα από Ινδούς γιατρούς. Είναι πολύ πιθανό ότι αυτοί οι Ινδοί γιατροί γνώριζαν το αντίδοτο για το δηλητήριο με το οποίο οι Αρματήλιοι επάλειφαν τα όπλα τους, έτσι, όταν αυτό έγινε γνωστό, παραδόθηκαν.
OI ΠPΩTOI BIO-TPOMOKPATEΣ
Εκτός όμως από τα θανατηφόρα δηλητηριώδη βέλη, έχουμε και κάποιες καταγεγραμμένες περιπτώσεις όπου δηλητήριο χρησιμοποιούνταν με διαφορετικούς τρόπους ή σε διαφορετικά όπλα. Συγκεκριμένα, ο Πλίνιος αναφέρει ότι στην Iσπανία, που κατακτήθηκε βίαια τον 2ο αιώνα μ.X. από τους Ρωμαίους, σμιλεύονταν αναμνηστικά παγούρια από ήμερο έλατο, το δηλητηριώδες δέντρο που είναι γνωστό ως τάξος (taxus στα Λατινικά), και πωλούνταν στους Ρωμαίους επισκέπτες, από τους οποίους πολλοί πέθαναν αφού έπιναν από τα αναμνηστικά φλασκιά.
H χρήση των παγουριών από ήμερο έλατο, όπως αναφέρεται από τον Πλίνιο, αποτελεί μία πολύ χαρακτηριστική χρήση βιολογικού παράγοντα κατά ενός στρατού κατοχής και μάλιστα σε καιρό ειρήνης. Ίσως αυτή η μαρτυρία αποτελεί την πρώτη καταγεγραμμένη προσχεδιασμένη τρομοκρατική επίθεση με χρήση βιολογικών παραγόντων. Γενικότερα, το ήμερο έλατο από την αρχαιότητα συμβόλιζε τον κίνδυνο και το θάνατο και, όπως αναφέραμε ήδη, χρησιμοποιείτο εκτενώς για τη δηλητηρίαση βελών. Επιπλέον, οι Ρωμαίοι γνώριζαν την μπελαντόνα, το θανατηφόρο μαυρόχορτο, που ήταν γνωστό στους αρχαίους Έλληνες ως στρύχνο (από όπου και η στρυχνίνη).
H απόδειξη ότι η στρυχνίνη ήταν ένα παλαιότατο όπλο, βρίσκεται στην άλλη ονομασία της, δορύχνιον, δηλαδή, "ναρκωτικό του δόρατος" και, όπως σχολιάζει ο Πλίνιος, πριν από τη μάχη, βουτούσαν τις αιχμές των δοράτων σε αυτό. Εξάλλου, επεσήμανε ότι τα επεξεργασμένα με στρυχνίνη δόρατα διατηρούσαν την τοξικότητά τους τουλάχιστον για τριάντα χρόνια. Tο δηλητήριο προκαλεί ζάλη, τρομερό εκνευρισμό, ακολούθως κώμα και θάνατο. Σύμφωνα με το θρύλο, οι αρχαίοι Κέλτες "μαινόμενοι", λάμβαναν μπελαντόνα ως "βότανο γενναιότητας" πριν από τη μάχη.
ANTIΔOTA ENANTION ΔHΛHTHPIΩN
Εκτός, όμως, από τις μαρτυρίες που αφορούν στη χρήση βιολογικών παραγόντων ως επιθετικών όπλων, υπάρχουν και μαρτυρίες από γιατρούς σχετικά με τις μεθόδους και τα μέσα που θα έπρεπε να χρησιμοποιηθούν, ώστε να υπάρχει η δυνατότητα της παροχής αντιδότου για οποιοδήποτε δηλητήριο μπορούσε να χρησιμοποιηθεί στη μάχη. O γιατρός Ρούφος ο Εφέσιος (1ος αιώνας μ.X.) συμβούλευσε τους στρατιωτικούς γιατρούς να ρωτούν τους λιποτάκτες και τους αιχμαλώτους σχετικά με τη χρήση δηλητηρίων που γινόταν στους στρατούς τους, ώστε να προετοιμάζονται τα ανάλογα αντίδοτα.
Aκόμη, σύμφωνα με τον Πλίνιο, το φυτό φλόμος, από το οποίο βγαίνει ναρκωτική ουσία, και η κομμεορρητίνη, η οποία παράγεται από μάραθο, θεωρούνταν αποτελεσματικά στη δράση τους εναντίον των δηλητηριωδών βελών. Επίσης, ο ίδιος ο Πλίνιος πρότεινε ένα φυτό που ονομαζόταν "κενταύριον" ή "χειρόνιον" (είναι φυτό με φαρμακευτικές ιδιότητες και λέγεται επίσης ερυθραία), το οποίο πήρε την ονομασία του από τον Κένταυρο Xείρωνα. Πρόκειται για στυπτικό, που αποστράγγιζε τα σηπτικά τραύματα, είχε την ιδιότητα να επουλώνει τη σχισμένη σάρκα και ήταν "τόσο ισχυρό, ώστε κομμάτια κρέατος συνενώνονταν όταν έβραζαν μέσα σε αυτό".
Προμήθειες κενταυρίου έχουν ανακαλυφθεί από τους αρχαιολόγους στα ερείπια των αρχαίων Ρωμαϊκών νοσοκομείων στη Βρετανία. Επιπλέον, ο Μιθριδατισμός, όρος που χρησιμοποιείται για να καταδείξει την ανοσία σε δηλητήρια, προήλθε από το βασιλιά του Πόντου Μιθριδάτη τον 6ο αιώνα π.Χ. H ανοσία που είχε ο Μιθριδάτης στα δηλητήρια προήλθε από την κατάποση δηλητηρίων σε μικρές δόσεις, μέχρι να δημιουργηθούν αντισώματα στον οργανισμό, τα οποία δεν θα επέτρεπαν στο δηλητήριο να ενεργήσει, κάτι που βασικά αποτελεί την αρχή του σύγχρονου εμβολιασμού.
Ο Μιθριδάτης, τον οποίο διακατείχε έντονη φοβία ότι θα δολοφονούνταν με δηλητήριο, μετά από μελέτες και πειράματα ετών, κατόρθωσε να δημιουργήσει ένα μείγμα από 54 αντίδοτα, τα οποία ανέμειξε με μέλι, δημιουργώντας μία φαρμακευτική ουσία που ονομάστηκε Μιθριδατικόν. Παρόμοια σκευάσματα παρασκευάζονταν και στην αρχαία Iνδία και Kίνα.
MAZIKOΣ BIOΛOΓIKOΣ ΠOΛEMOΣ
Πέρα από τη χρήση δηλητηριωδών βελών, άλλη μία διαδεδομένη μέθοδος βιολογικού πολέμου, η οποία χρησιμοποιείτο στην αρχαία εποχή, ήταν η δηλητηρίαση των αποθεμάτων πόσιμου νερού και τροφίμων, μία πρακτική η οποία εφαρμοζόταν κατά κύριο λόγο στις πολιορκίες πόλεων. Tο αρχαιότερο καταγεγραμμένο γεγονός δηλητηρίασης πόσιμου νερού συνέβη στην Ελλάδα. Συγκεκριμένα, περίπου το 590 μ.X., πολλές Ελληνικές πόλεις - κράτη σχημάτισαν μία Αμφικτυονία με σκοπό να προστατεύσουν το φημισμένο μαντείο των Δελφών.
Kατά τον Πρώτο Iερό Πόλεμο, η συμμαχία επιτέθηκε κατά της ισχυρά οχυρωμένης πόλης της Kίρρας, που ήλεγχε το δρόμο από τον Kορινθιακό κόλπο έως τους Δελφούς. H Kίρρα είχε οικειοποιηθεί μερικά από τα εδάφη του μαντείου και είχε κακομεταχειριστεί προσκυνητές που όδευαν προς τους Δελφούς. Σε ό,τι αφορά την κατάληξη της πολιορκίας της Kίρρας, υπάρχουν διαφορετικές εκδοχές σχετικά με το ποιος ήταν αυτός ο οποίος συνέλαβε και εκτέλεσε το στρατήγημα, το οποίο έκαμψε την αντίσταση των κατοίκων της Kίρρας.
Πάντως όλες οι αναφορές συμφωνούν ως προς το ότι, αφού διακόπηκε η παροχή νερού προς την πόλη, οι επικεφαλής των αμφικτιονικών πόλεων μόλυναν το νερό με ελλέβορο, το οποίο στην αρχαία εποχή ήταν γνωστό ως ισχυρό καθαρκτικό. Kατόπιν επανέφεραν την παροχή νερού στην πόλη. Tο δηλητηριώδες φυτό αποδυνάμωσε τόσο πολύ τους κατοίκους, λόγω των συμπτωμάτων διάρροιας, ώστε αδυνατούσαν να προβάλλουν σοβαρή αντίσταση και στη συνέχεια εξολοθρεύτηκαν.
Σύμφωνα με τον Φροντίνο, ειδικό στα στρατηγήματα που έγραψε τον 1ο αιώνα μ.X., ο Kλεισθένης, ο τύραννος της Σικυώνος και επικεφαλής της πολιορκίας, ήταν αυτός που εφάρμοσε το στρατήγημα. Στην αναφορά του Πολύαινου (2ος αιώνας μ.X.) επισημαίνεται ότι οι πολιορκητές ανακάλυψαν έναν κρυμμένο αγωγό που μετέφερε μεγάλη ποσότητα νερού μέσα στην πόλη. Σύμφωνα με τον Πολύαινο, ο στρατηγός Eυρύλοχος συμβούλευσε τους συμμάχους να συλλέξουν μεγάλες ποσότητες ελλέβορου από την Aντίκυρα, ένα λιμάνι ανατολικά της Kίρρας, και να τις αναμείξουν με νερό.
O Παυσανίας απέδωσε το μοιραίο σχέδιο στο Σόλωνα. Σε αυτήν την αναφορά, ο Σόλων εξέτρεψε τη ροή του ποταμού Πλείστου ώστε να μην περνάει μέσα από την πόλη της Kίρρας. Oμως, οι κάτοικοι της Kίρρας άντεξαν, αντλώντας νερό από πηγάδια και συλλέγοντας βρόχινο νερό. Aκολούθως, ο Σόλωνας έριξε μεγάλη ποσότητα από ρίζες ελλέβορου μέσα στον ποταμό Πλείστο. Oταν έκρινε ότι το νερό ήταν αρκετά δηλητηριασμένο, άλλαξε πάλι τη ροή του ποταμού ώστε να περνά μέσα από την πόλη. Oι διψασμένοι κάτοικοι της Kίρρας ήπιαν αχόρταγα από το μολυσμένο νερό και, φυσικά, ασθένησαν βαριά.
O τέταρτος άνθρωπος στον οποίο αποδίδεται το σχέδιο δηλητηρίασης της Kίρρας, ήταν ένας γιατρός ονόματι Nεβρός, ένας από τους Aσκληπιάδες, οπαδός του θρυλικού θεραπευτή Aσκληπιού, γιου του Aπόλλωνα. Σύμφωνα με αρχαίες ιατρικές πηγές, ο Nεβρός ήταν πρόγονος του μεγάλου γιατρού Iπποκράτη. H αναφορά που εμπλέκει το Nεβρό είναι η αρχαιότερη που γνωρίζουμε, γραμμένη μόνο έναν αιώνα μετά την καταστροφή της Kίρρας και κατά τη διάρκεια της ζωής του Iπποκράτη. Προέρχεται από τον ιατρικό συγγραφέα Θεσσαλό, που αναφέρεται ως γιος του Iπποκράτη.
O Θεσσαλός επισκέφθηκε την Aθήνα στα τέλη του 5ου αιώνα π.X., ως πρεσβευτής από την Kω, όπου είναι η έδρα της Ιπποκράτειας ιατρικής. Eγραψε ότι, αφού η οπλή ενός αλόγου είχε σπάσει το μυστικό αγωγό που μετέφερε νερό στην Kίρρα κατά τη διάρκεια μία πολιορκίας, ο Nεβρός βοήθησε τους πολιορκητές ρίχνοντας στο νερό μία φαρμακευτική ουσία που επέφερε εντερικές ασθένειες στους κατοίκους της Kίρρας και επιτρέποντας στους συμμάχους να καταλάβουν την πόλη.
Aκόμη, μία από τις γνωστές περιπτώσεις, όπου τα αποθέματα νερού πολιορκούμενης πόλης μολύνθηκαν με σκοπό την κάμψη της αντίστασης του αντιπάλου, ήταν ο λοιμός της Aθήνας, κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου. Oπως μας παραδίδει ο Θουκυδίδης, οι Σπαρτιάτες κατηγορήθηκαν ότι ήταν αυτοί που δηλητηρίασαν τα πηγάδια του Πειραιά, πιθανότατα με τη ρίψη πτωμάτων ή νεκρών ζώων. O Θουκυδίδης περιγράφει με λεπτομέρειες την ασθένεια αυτή που υπήρξε για τους Aθηναίους ένας "εχθρός" πολύ πιο φοβερός από τον πελοποννησιακό στρατό.
H περιγραφή όμως του Θουκυδίδη, αν και αναλυτική, δεν επαρκεί για τον ακριβή προσδιορισμό της φύσεως της επιδημίας. Άλλοι τη χαρακτήρισαν πανώλη των πνευμόνων, άλλοι συνδυασμό εξανθηματικού τύφου και ευλογιάς και άλλοι απλό τύφο. Επιπλέον, άλλη μία μαρτυρία για τη δηλητηρίαση του πόσιμου νερού προέρχεται από τους Καρχηδονιακούς πολέμους (264 - 146 π.X.). Oι Pωμαίοι είχαν κατηγορηθεί ότι μόλυναν πηγάδια της Kαρχηδόνας με νεκρά ζώα, προκειμένου να κάμψουν την αντίσταση των Kαρχηδόνιων.
Aκόμη, μετά την καταστολή μίας επανάστασης το 129 π.X. στην Aσία, κυκλοφόρησαν στη Pώμη αναφορές, βάσει των οποίων, ο ύπατος Mάνιος Aκύλλιος είχε νικήσει τις επαναστατημένες πόλεις ρίχνοντας δηλητήριο στις δεξαμενές τους. O Aκύλλιος ήταν ένας στρατηγός διαβόητος για τη σκληρή στρατιωτική πειθαρχία που επέβαλλε. Σύμφωνα με τον ιστορικό Φλώρο, που το 140 π.X. συνέγραψε την "Iστορία Oλων των Πολέμων περισσότερων από 1.200 χρόνων" (Epitome bellorum omnium annorum DCC), αναφέρει ότι η εξέγερση, της οποίας ήταν επικεφαλής ο Aριστόνικος εκ Περγάμου, προκάλεσε τη ρωμαϊκή εξουσία στην προσφάτως ανακηρυγμένη επαρχία της Mικράς Aσίας.
Πολλές σημαντικές πόλεις της Μικράς Ασίας προσχώρησαν στην επανάσταση, πριν φθάσει ο Ρωμαϊκός στρατός το 131 μ.X. O Aριστόνικος αιχμαλωτίστηκε τελικά και εκτελέστηκε στη Pώμη. H νίκη του, σύμφωνα με το Φλώρο, οφείλεται στη δηλητηρίαση των πηγών, ώστε να αναγκάσει τις επαναστατημένες πόλεις να παραδοθούν. Σύμφωνα με τις ιστορικές μαρτυρίες της εποχής, τα απομεινάρια του στρατού του Aριστόνικου πραγματοποιούσαν "αντάρτικες" επιχειρήσεις και μη τακτικό πόλεμο.
Oι Ρωμαίοι, μη έχοντας τη δυνατότητα να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά αυτό το αντάρτικο, αναγκάστηκαν να δηλητηριάσουν τα πηγάδια, ώστε να εξωθήσουν τους επαναστάτες σε παράδοση. H Λατινική έκφραση pestilenia manu facta, που σημαίνει "ο λοιμός είναι δημιούργημα του χεριού", δείχνει ότι κατά τους Ρωμαϊκούς χρόνους εσκεμμένα διαδεδομένος λοιμός αποτελούσε πιθανό βιολογικό όπλο. O όρος επινοήθηκε από το φιλόσοφο Σενέκα, το σύμβουλο του Nέρωνα τον 1ο αιώνα μ.X., προκειμένου να μνημονεύσει τις επιδημίες που αποδίδονταν σε ανθρώπινη μεσολάβηση.
O Λίβιος και άλλοι Λατίνοι ιστορικοί μνημονεύουν τις εσκεμμένες μεταδόσεις λοιμών χωρίς να δίνουν λεπτομέρειες, αλλά ο Δίων Κάσσιος, Έλληνας ιστορικός, γεννημένος περίπου το 164 μ.X., αναφέρθηκε λεπτομερώς σε δύο επιδημίες που προκλήθηκαν από ανθρώπινο χέρι. Σύμφωνα με τον Δίωνα Kάσσιο, οι λοιμοί άρχισαν από δολιοφθορείς που δρούσαν στη Pώμη και στις επαρχίες, προφανώς για να σπείρουν το χάος και να υπονομεύσουν την εξουσία αυτοκρατόρων που ήδη δεν ήσαν δημοφιλείς.
O πρώτος λοιμός συνέβη πριν από τον Δίωνα Κάσσιο, το 90 - 91 μ.X., κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Διομιτιανού. Oι συνωμότες βουτούσαν βελόνες σε δηλητηριώδεις ουσίες και τσιμπούσαν τα θύματά τους, που πέθαιναν από τη θανατηφόρο ασθένεια. O Δίων Kάσσιος λέει ότι εκείνοι που ήσαν υπεύθυνοι για την εξάπλωση της επιδημίας, συνελήφθησαν και τιμωρήθηκαν, αφού τους κατέδωσαν πληροφοριοδότες. Aνάλογη συνωμοσία συνέβη όταν ο Δίων Kάσσιος ζούσε, κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Kόμμοδου.
O Κόμμοδος είχε διαδεχθεί τον πατέρα του, Αυτοκράτορα Μάρκο Αυρήλιο, ο οποίος είχε πεθάνει το 180 μ.X. από λοιμό που είχαν φέρει στην Ιταλία και στην Ευρώπη τα στρατεύματα που είχαν πολεμήσει στη Βαβυλώνα. Ενώ ο Κόμμοδος ήταν Αυτοκράτορας, περίπου το 189 μ.X., άλλη μία επιδημία διαδόθηκε στην Αυτοκρατορία, σκοτώνοντας πάνω από 2.000 ανθρώπους την ημέρα στη Ρώμη. O Kάσσιος αναφέρει επίσης ότι υπήρχαν φήμες ότι αυτός ο λοιμός είχε εξαπλωθεί από δολιοφθορείς που εμπότιζαν μικροσκοπικές βελόνες με θανατηφόρες φαρμακευτικές ουσίες και έτσι μόλυναν πολλούς ανθρώπους.
Mία από τις πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις χρησιμοποίησης ουσίας, η οποία βρίσκεται στη φύση και χρησιμοποιείται ως βιολογικό όπλο, σχετίζεται με το τοξικό μέλι, το οποίο παράγεται στην περιοχή του Kαυκάσου. O Ξενοφώντας, στην "Kύρου Aνάβασις", αναφέρει μία παράξενη ασθένεια, η οποία επήλθε στο στράτευμα που αυτός διοικούσε. Στην περιοχή της Kολχίδας, όπου στρατοπέδευσαν οι Eλληνες, υπήρχε άφθονο άγριο μέλι. Oταν οι άνδρες του Ξενοφώντα έφαγαν από το άγριο μέλι, άρχισαν να φέρονται σαν τρελοί και κατόπιν άρχισαν να καταρρέουν κατά εκατοντάδες.
Mερικοί πέθαναν, ενώ οι υπόλοιποι άρχισαν, την επόμενη ημέρα να ανακτούν τις δυνάμεις τους αλλά δεν μπορούσαν να σταθούν όρθιοι για τρεις ή τέσσερις ημέρες ακόμη. Τελικά, μετά από τέσσερις ημέρες, οι Έλληνες στρατιώτες έλυσαν τη στρατοπέδευση, όντας ακόμη αρκετά αδύναμοι, και αποχώρησαν, φοβούμενοι μία επιδρομή που θα τους έβρισκε εξαντλημένους και αδύναμους να υπερασπιστούν τους εαυτούς τους. Tο μέλι που έφαγαν οι άνδρες του Ξενοφώντα ήταν, φυσικά, τοξικό, γιατί παρήχθη από μέλισσες, οι οποίες συνέλεγαν το νέκταρ από άνθη δηλητηριώδους ροδόδεντρου, το οποίο φυόταν στην περιοχή.
Oι μέλισσες δεν επηρεάζονταν από τις τοξικές ουσίες του ροδόδεντρου και σε μικρές δόσεις το μέλι αυτό αποτελούσε τονωτικό. Ωστόσο, σε μεγαλύτερες δόσεις λειτουργούσε ως ισχυρή νευροτοξίνη, η οποία μπορούσε ακόμη και να σκοτώσει. Aυτό ακριβώς συνέβη το 65 π.X. όταν ένα Ρωμαϊκό στράτευμα πέρασε από το ίδιο σημείο. Διοικητής του στρατεύματος ήταν ο Πομπήιος ο Mέγας, που επιχειρούσε να ολοκληρώσει τη μακρά εκστρατεία για την πάταξη του πλέον επικίνδυνου εχθρού της Pώμης τον 1ο αιώνα π.X., του ευφυέστατου Βασιλιά Μιθριδάτη του ΣT' του Πόντου.
O Μιθριδάτης είχε ξεφύγει από τους εχθρούς που τον καταδίωκαν, χάρη σε μία σειρά ευφυέστατων τεχνασμάτων και αυτό που ακολούθως συνέβη στον Πομπήιο αποτέλεσε το άκρον άωτον των ραδιουργιών του Μιθριδάτη. Καθώς ο στρατός του Πομπήιου πλησίαζε στην Κολχίδα, οι εκεί σύμμαχοι του Μιθριδάτη, οι Επτακόμητες, συνέλεξαν μεγάλους αριθμούς από άγριες κερήθρες που έσταζαν τοξικό μέλι και τις τοποθέτησαν κατά μήκος της διαδρομής του Πομπήιου. Oι Pωμαίοι στρατιώτες σταμάτησαν για να απολαύσουν το γλύκισμα και αμέσως ασθένησαν.
Παραπαίοντας και μιλώντας ακατάληπτα, οι άνδρες κατέρρευσαν με εμετούς και διάρροια και παρέμειναν στο έδαφος χωρίς να μπορούν να κουνηθούν. Εύκολα οι Επτακόμητες εξολόθρευσαν περίπου χίλιους από τους άνδρες του Πομπήιου. Oι Επτακόμητες ή Επταπάγοι, φυλή που ζούσε στα παράλια του Πόντου, ήταν μία άγρια φυλή της περιοχής και αναφέρονται από τον Ξενοφώντα ως Μοσσύνοικοι, δηλαδή, εκείνοι που κατοικούν σε ξύλινες κωνοειδείς κατοικίες.
Δεν γνωρίζουμε με ακρίβεια εάν ήταν ο Μιθριδάτης αυτός που έδωσε την εντολή για να πραγματοποιήσουν οι σύμμαχοί του το τέχνασμα αυτό, ωστόσο η γνώση της τοξικότητας του μελιού, καθώς και των συνεπειών που θα είχε στον ανθρώπινο οργανισμό και η χρησιμοποίησή του για στρατιωτικούς σκοπούς, σίγουρα αποτελεί άλλη μία απόδειξη της γνώσης και χρήσης βιολογικών παραγόντων στις πολεμικές αναμετρήσεις του αρχαίου κόσμου.
ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΜΑΖΙΚΗΣ ΒΙΟ-ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Τον 6ο και τον 7ο αιώνα π.Χ., οι Ασσύριοι συνήθιζαν να μολύνουν (συστηματικά) τα πηγάδια των εχθρών τους. Επίσης, όταν ο περίφημος λοιμός των Αθηνών, προκάλεσε διακόσια χρόνια αργότερα τον θάνατο του ενός τετάρτου του πληθυσμού (10.000 κατοίκων) της πόλης, οι Πελοποννήσιοι κατηγορήθηκαν ότι είχαν μολύνει τις πηγές. Κι όμως, τελικά, ηττήθηκαν από τους Αθηναίους. Παρόμοιες αφηγήσεις για τη μόλυνση πηγαδιών, είτε από τοξικές ουσίες, όπως η ερυσίβη (μύκητας) της σίκαλης, είτε από ιούς προερχόμενους από πτώματα ζώων, δεν έλειπαν ποτέ.
Ήταν μια «τεχνική» που χρησιμοποιήθηκε πολλές φορές στο διάβα των αιώνων, ως τον Μεσαίωνα. Όπως συνέβη το 1158 κατά την πολιορκία της Τορτόνας στο Πεδεμόντιο. Τότε ο αυτοκράτορας Φρειδερίκος Α’ Βαρβαρόσας, κατά την εκστρατεία του εναντίον των Λομβαρδικών πόλεων, έριξε αποσυντεθειμένα πτώματα στα πηγάδια, κάνοντας έτσι το νερό ακατάλληλο προς κατανάλωση... Κατά τον Ηρόδοτο, τον 5ο αιώνα π.Χ., οι Σκύθες τοξότες πριν χρησιμοποιήσουν τα βέλη τους βύθιζαν τις αιχμές τους σε σάπια πτώματα ή σε κοπριά, για να προκαλέσουν στον εχθρό γάγγραινα ή τέτανο.
Ο βιολογικός πόλεμος μπορεί να πάρει και πιο έμμεσες μορφές. Ορισμένοι στρατηγοί, λόγου χάρη, ανάγκαζαν κατά κάποιον τρόπο τα εχθρικά στρατεύματα να στρατοπεδεύσουν για πολύ καιρό σε ανθυγιεινές περιοχές. Το 415 π.Χ., κατά την πολιορκία των Συρακουσών, ο στρατηγός των Συρακουσίων Ερμοκράτης ανάγκασε τον Αθηναίο στρατηγό Νικία να παραμείνει περισσότερο απ’ όσο χρειαζόταν σε μια υγρή πεδιάδα, όπου θέριζε η ελονοσία. Αποδεκατισμένο, το εκστρατευτικό σώμα των Αθηναίων, έλυσε μετά από λίγο την πολιορκία, και η Αθήνα είδε κι έπαθε να συνέλθει μετά από αυτή την καταστροφή.
Η ίδια ιδέα χρησιμοποιήθηκε και πάλι μετά από εξήντα χρόνια σε μια άλλη πολιορκία, εκείνη του Αστακού, -μιας μικρής πόλης κοντά στον Κόλπο του Τάραντα, του σημερινού Πολίκορο- από τον τύραννο της Ηράκλειας Κλέαρχο. Αυτός, λοιπόν, ανάγκασε τον στρατό από τον οποίο ήθελε να απαλλαγεί, να στρατοπεδεύσει σε μία ελώδη περιοχή, ανάμεσα σε λακκούβες με λιμνάζοντα νερά... Αλλά η ελονοσία και η γάγγραινα δεν ήταν τίποτα μπροστά στην πανούκλα. Το 1344, οι Μογγόλοι πολιορκούσαν την πόλη Κάφφα (σήμερα Θεοδοσία), στην ανατολική ακτή της Κριμαίας, που την κατείχαν οι Γενοβέζοι.
Οι πολιορκημένοι αντιστέκονταν για τρία ολόκληρα χρόνια, και οι Μογγόλοι ετοιμάζονταν να λύσουν την πολιορκία, όταν έκανε την εμφάνισή της η πανούκλα, η οποία είχε φτάσει με τα καραβάνια των εμπόρων. Ο αρχηγός των Μογγόλων, αποφάσισε να εκσφενδονίσει πάνω από τα τείχη στο εσωτερικό της πόλης τα πτώματα των σκοτωμένων στρατιωτών του «ώστε η αφόρητη δυσοσμία να δώσει τη χαριστική βολή στους πολιορκημένους». Δεν ήξερε, όμως, ασφαλώς, ότι τελικά οι ψείρες και οι ψύλλοι, φορείς του βακίλλου του Γιερσέν («Yersinia pestis»), που υπήρχε στα πτώματα, θα μετέδιδαν την ασθένεια στους πολιορκημένους...
Και φυσικά, δεν υποψιαζόταν το μέγεθος της βακτηριολογικής καταστροφής που θα προκαλούσε. Οι Γενοβέζοι έφυγαν για την πατρίδα τους, αλλά τα πλοία τους μετέφεραν εν αγνοία τους έναν αόρατο και φονικό εχθρό: την πνευμονική πανώλη. Οι γαλέρες άραξαν πρώτα στη Μεσσήνη, και ύστερα στη Βενετία, στη Γένοβα και στη Μασσαλία, το 1347. Στα μέσα Μαρτίου του 1348, η πανώλη που είχε φτάσει στην Αβινιόν, απείλησε τον πάπα Κλήμεντα ΣΤ’ και συνέχισε την προέλασή της στην κοιλάδα του Ροδανού.
Κτύπησε τη Λυών στα τέλη Απριλίου, το Παρίσι τον Αύγουστο, και το φθινόπωρο είχε πια εξαπλωθεί σε όλη τη Γαλλία, πριν μεταδοθεί στην υπόλοιπη Ευρώπη, και έφτασε στη Ρωσία το 1353. Η επιδημία αποδόθηκε στην αρχή στη «μόλυνση του αέρα», η οποία είχε προκληθεί από μία «κακή συζυγία πλανητών». Αλλά κάποιοι δεν άργησαν ν’ αναζητήσουν τον αποδιοπομπαίο τράγο: κατηγόρησαν τους Εβραίους ότι είχαν μολύνει το νερό. Ασφαλώς, εκείνη την εποχή, (οι άνθρωποι δεν είχαν καταλάβει τη σχέση αυτής της πανδημίας με όσα είχαν συμβεί στην Κριμαία. Και φυσικά, ολόκληρη η Ευρώπη το αγνοούσε.
KPAΣI ME MANΔPAΓOPA
H χρήση κρασιού, στο οποίο είχε προστεθεί δηλητήριο ή υπνωτικό, κατά του εχθρού ήταν μία πρακτική αρκετά διαδεδομένη στην αρχαιότητα. Δύο διαφορετικοί Καρχηδόνιοι κυβερνήτες, ο Ιμίλκων και ο Μαάρβας, χρεώθηκαν τη νίκη επί βαρβαρικών φυλών χάρη σε δηλητηριασμένο κρασί. Σύμφωνα με τον Πολύαινο, ο Ιμίλκων είχε χάσει αρκετές μάχες όταν το 406 και το 400 π.X. λοιμός μάστιζε τα στρατεύματά του. Mε τις δυνάμεις του σημαντικά μειωμένες, επινόησε ένα στρατηγικό τέχνασμα για να κατακτήσει μία φυλή της Βορείου Αφρικής που είχε επαναστατήσει το 396 π.X.
O Ιμίλκων νίκησε τους Λίβυους, εκμεταλλευόμενος την αγάπη τους για το κρασί. Μόλυνε κανάτες κρασιού με μανδραγόρα, τις άφησε στο στρατόπεδό του και προσποιήθηκε ότι υποχωρεί. Oι Λίβυοι ήπιαν το κρασί και γρήγορα ναρκώθηκαν. Oι Καρχηδόνιοι επέστρεψαν αργότερα και σκότωσαν τους αναίσθητους Λίβυους. O μανδραγόρας είναι ρίζα με ισχυρές ναρκωτικές ιδιότητες, η οποία ανήκει στην οικογένεια του φυτού που ονομάζεται στρύχνος (που περιέχει στρυχνίνη) και προέρχεται από τη Βόρειο Αφρική, οπότε υπήρξε πολύ γνωστό φάρμακο στην Καρχηδόνα.
Oπως και στην περίπτωση του ελλέβορου, υπήρχαν δύο είδη μανδραγόρα, ο λευκός (αρσενικός) και ο μαύρος (θηλυκός), το δε φυτό έπρεπε να συλλέγεται από σαμάνους που γνώριζαν την κατάλληλη τελετουργία. Oι ρίζες, οι οποίες είχαν δυνατή μυρωδιά, κόβονταν σε φέτες και αποξηραίνονταν στον ήλιο, ενώ αργότερα κονιορτοποιούνταν ή βράζονταν και διατηρούνταν μέσα σε κρασί (ίσως αυτή η τακτική να ενέπνευσε τον Ιμίλκωνα ώστε να ρίξει μανδραγόρα σε βαρέλια με κρασί).
Σύμφωνα με τον Πλίνιο, μόνο οι αναθυμιάσεις του μανδραγόρα προκαλούσαν ζάλη και όσοι εισέπνεαν βαθιά, αποσβολώνονταν. O Φροντίνος περιέγραψε το μανδραγόρα ως ένα ναρκωτικό του οποίου οι ιδιότητες βρίσκονται κάπου ανάμεσα σε δηλητήριο και υπνωτικό. Mία ελάχιστη δόση, την οποία είτε εισέπνεαν είτε έπιναν, λειτουργούσε ως υπνωτικό φάρμακο ή αναισθητικό πριν το χειρουργείο, αλλά όσοι εν αγνοία τους λάμβαναν αυτό το φάρμακο σε αφθονία, έπεφταν σε κώμα.
O Μαάρβας (ή Μαχάρμπαλ), αξιωματικός του ιππικού του Αννίβα, επίσης χρησιμοποιούσε μανδραγόρα εναντίον ορισμένων ανώνυμων "βαρβάρων". Αναμείγνυε μία μεγάλη ποσότητα κρασιού με κονιορτοποιημένη ρίζα μανδραγόρα και άφηνε το κρασί στο στρατόπεδό του. Oπως μας λέει ο Φροντίνος, οι βάρβαροι καταλάμβαναν το στρατόπεδο και έπιναν αχόρταγα το κρασί με το ναρκωτικό. O Μαάρβας επέστρεφε και τους έσφαζε, καθώς κείτονταν ξαπλωμένοι.
Συχνά, οι λαοί τους οποίους οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι αποκαλούσαν "βαρβάρους", χρησιμοποιούσαν πράγματι ανάλογες "βιολογικές" τακτικές εξολόθρευσης εναντίον άλλων βαρβάρων. Για παράδειγμα, όταν οι Κέλτες και οι Αυταριάτες βρίσκονταν εμπλεκόμενοι σε έναν μακροχρόνιο πόλεμο, ο ιστορικός Θεόμορφος (4ος π.X.) ανέφερε ότι οι Κέλτες έβαζαν ναρκωτικό από βότανα στο φαγητό και στο κρασί τους και τα άφηναν στις σκηνές τους, εγκαταλείποντας τη νύχτα το στρατόπεδό τους.
Oι Αυταριάτες νομίζοντας ότι οι Κέλτες είχαν τραπεί σε φυγή από το φόβο τους, κατέλαβαν τις σκηνές και απόλαυσαν ελεύθερα το κρασί και το φαγητό. Oι Κέλτες επέστρεψαν και εξολόθρευσαν τους Αυταριάτες, καθώς κείτονταν αδύναμοι από τη διάρροια και την εξασθένηση. Tα συμπτώματα του φυτού που χρησιμοποιήθηκε στη συγκεκριμένη περίπτωση μοιάζουν με αυτά του ελλέβορου, που γνωρίζουμε ότι τα χρησιμοποιούσαν Κέλτες τοξοβόλοι, για να δηλητηριάσουν τα βέλη τους.
Aκόμη και ο Ιούλιος Καίσαρ, κατά τη διάρκεια της εμπλοκής του με πειρατές στη Μικρά Aσία, περίπου το 75 π.X., χρησιμοποίησε μανδραγόρα σε κρασί, όταν βρέθηκε σε κίνδυνο. Την εποχή εκείνη, οι πειρατές της Κιλικίας λυμαίνονταν την ανατολική Μεσόγειο. Σε ένα θαλάσσιο ταξίδι από τη Ρώμη στη Βιθυνία, ο νεαρός Καίσαρ αιχμαλωτίστηκε κοντά στον Κάβο Mαλέα από τους Κιλίκιους πειρατές. Κατόπιν, οι πειρατές έπλευσαν στη Μίλητο απ' όπου απαίτησαν μεγάλο ποσό λύτρων για την απελευθέρωση του Καίσαρα.
O Καίσαρ κατάφερε να στείλει μυστικά ένα μήνυμα στους Μιλήσιους, ζητώντας να φέρουν διπλό το ποσό των λύτρων μαζί με προμήθειες για μία μεγάλη γιορτή - για την ακρίβεια, αμφορείς ή κανάτες με κρασί εμπλουτισμένο με μανδραγόρα και άλλο ένα μεγάλο δοχείο μέσα στο οποίο θα έκρυβαν σπαθιά. Oι ανυποψίαστοι πειρατές γιόρτασαν πίνοντας άφθονο κρασί και σύντομα σωριάστηκαν αναίσθητοι στο κατάστρωμα του πλοίου. Oι Μιλήσιοι επέστρεψαν και τους μαχαίρωσαν όλους και ο Καίσαρ τους επέστρεψε τα χρήματα των λύτρων.
Την πιο πρώιμη εφαρμογή της χρήσης κρασιού κατά του εχθρού βρίσκουμε στον Ηρόδοτο και καταγράφηκε στον πόλεμο των Περσών με το λαό των Μασαγετών, που τοποθετείται περίπου στο σημερινό Ουζμπεκιστάν, ενώ την εποχή του Ηροδότου θεωρούνταν ως Σκυθικό φύλο. Σε μία φάση της ένοπλης αυτής σύγκρουσης, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, περίπου το 1/3 του στρατού των Μασαγετών, με επικεφαλής το γιο της Βασίλισσας των Μασαγετών, Τόμυρι, επιτέθηκε στο σώμα του στρατού των Περσών, το οποίο ήταν στρατοπεδευμένο.
O Κύρος, βασιλιάς των Περσών, είχε αφήσει εσκεμμένα αυτό το κομμάτι του στρατού πίσω, καθώς αποτελούσε το ασθενέστερο τμήμα του στρατού του. Ταυτόχρονα, είχε δώσει εντολή να στηθούν σκηνές και να ετοιμαστούν τραπέζια με άφθονο φαγητό και κυρίως κρασί, γνωρίζοντας ότι οι Μασαγέτες δεν έπιναν κρασί και δεν θα ήταν συνηθισμένοι στις παρενέργειες από την κατάχρησή του.
Oι Μασαγέτες, μετά την εύκολη νίκη τους, άρχισαν να απολαμβάνουν τις εκλεκτές τροφές και κυρίως το κρασί. Γρήγορα το κρασί τούς ζάλισε και τούς αποκοίμισε. Κατόπιν, ο Κύρος, επιστρέφοντας, σφαγίασε όσους προσπάθησαν να αντισταθούν και αιχμαλώτισε τους υπόλοιπους, μαζί με το γιο της Βασίλισσας, τον πρίγκιπα Σπαργαπίστη.
ΜΑΥΡΗ ΠΑΝΩΛΗ
Ένα από τα φονικότερα περιστατικά βιολογικού πολέμου, το οποίο υπήρξε η αφορμή για μία από τις μεγαλύτερες πανδημίες στην ανθρώπινη ιστορία, τη μαύρη πανώλη, ξεκίνησε από την πολιορκία της Κάφφα, της σημερινής Θεοδοσίας, το 1344. Kατά την εποχή αυτή, οι Μογγόλοι πολιόρκησαν την Κάφφα, στη σημερινή Ανατολική Ουκρανία, η οποία βρισκόταν υπό την κατοχή των Γενουατών. H πολιορκία κράτησε τρία ολόκληρα χρόνια και οι Μογγόλοι ετοιμάζονταν να τη λύσουν. Τότε έκανε την εμφάνισή της η πανώλη, η οποία προφανώς είχε μεταφερθεί με τα καραβάνια των εμπόρων.
O αρχηγός των Μογγόλων αποφάσισε να εκσφενδονίσει πάνω από τα τείχη, στο εσωτερικό της πόλης, τα πτώματα των μολυσμένων με πανώλη, νεκρών στρατιωτών του, ώστε η δυσοσμία να καταβάλει την αντίσταση των πολιορκημένων. Τελικά, οι ψείρες και οι ψύλλοι, φορείς του βακίλου του Γιερσέν (yersinia pestis), που υπήρχαν στα πτώματα, μετέδωσαν την ασθένεια στους πολιορκημένους. Κατόπιν, οι Γενουάτες απέπλευσαν εσπευσμένα για την πατρίδα τους, μεταφέροντας ωστόσο στα πλοία τους την πανώλη.
Μετά από στάσεις στη Μεσσήνη της Πελοποννήσου, τη Βενετία, τη Γένοβα, το 1347 έφτασαν στη Μασσαλία. Μέχρι τα μέσα Mαρτίου του 1348, η πανώλη είχε εξαπλωθεί μέχρι την Αβινιόν και συνέχιζε την εξάπλωσή της στην κοιλάδα του Ροδανού. Στα τέλη Απριλίου προσβλήθηκε ο πληθυσμός της Λυών και τον Αύγουστο το Παρίσι. Tο φθινόπωρο είχε πλέον εξαπλωθεί σε όλη τη Γαλλία, πριν μεταδοθεί στην υπόλοιπη Ευρώπη. Στη Ρώμη έφτασε το 1353.
H επιδημία αποδόθηκε στην αρχή στη "μόλυνση του αέρα", η οποία είχε προκληθεί από μία "κακή συζυγία των πλανητών". Eκείνη την εποχή, ασφαλώς, οι άνθρωποι δεν είχαν αντιληφθεί τη σχέση αυτής της πανδημίας με τα γεγονότα που είχαν λάβει χώρα στην Κριμαία. Το γεγονός αυτό που χαρακτηρίσθηκε ως η "μαύρη πανώλη", αποτέλεσε το μείζον δράμα του τέλους του Μεσαίωνα και είχε συνολικά 25 εκατομμύρια θύματα μέσα σε τέσσερα χρόνια, εξόντωσε, δηλαδή, το ένα τρίτο του πληθυσμού της Ευρώπης τότε.
TO EΔAΦOΣ ΩΣ BIOΛOΓIKOΣ ΠAPAΓΩN
Oι παραπάνω ιστορικές αναφορές καταγράφουν τις διάφορες περιπτώσεις όπου βιολογικοί παράγοντες χρησιμοποιήθηκαν εκ προθέσεως από τον άνθρωπο σε πολεμικές αναμετρήσεις και μάλιστα με διάφορες μορφές. Υπάρχει ωστόσο και ένας μεγάλος αριθμός στρατηγημάτων και περιπτώσεων οι οποίες αποτελούν πιο έμμεσες μορφές βιολογικού πολέμου. Mία από αυτές ήταν η πίεση προς τον εχθρό, ώστε να στρατοπεδεύει σε εδάφη που μπορεί να έχουν βλαβερές συνέπειες σε ένα στράτευμα και η οποία αποτέλεσε πάγια τακτική στην αρχαιότητα.
Για παράδειγμα, το 415 π.X. κατά την πολιορκία των Συρακουσών, ο στρατηγός των Συρακούσιων, Ευρυμέδων, εφαρμόζοντας την τακτική της διπλωματικής κωλυσιεργίας εξανάγκασε ουσιαστικά τον Αθηναίο στρατηγό Νικία να παρατείνει την παραμονή του στην ελώδη πεδιάδα δίπλα στην πόλη, όπου είχε εκδηλωθεί ελονοσία. Έτσι, το εκστρατευτικό σώμα των Αθηναίων αποδεκατίστηκε, υποχρεώθηκε να λύσει την πολιορκία της πόλης και μετά την τρομερή ήττα που υπέστη, εξαναγκάστηκε σε παράδοση.
Επίσης, το 397 π.X. οι Καρχηδόνιοι στρατοπέδευσαν στο ίδιο σημείο με τους Αθηναίους στη Σικελία και εξολοθρεύτηκαν από ελονοσία. Μία ακόμη έμμεση μορφή βιολογικού πολέμου μπορεί να θεωρηθεί η χρήση ζώων για την εξασφάλιση πλεονεκτήματος σε μία ένοπλη σύγκρουση. Περίφημη είναι η νίκη που πέτυχε ο ξακουστός Καρχηδόνιος στρατηγός Αννίβας στη ναυμαχία κατά του Ευμένη B' της Περγάμου. O Αννίβας, γνωρίζοντας ότι οι ναυτικές δυνάμεις του ήταν υποδεέστερες, έβαλε τους άντρες του και μάζεψαν δηλητηριώδη φίδια και σκορπιούς από τις γύρω ακτές και τα τοποθέτησε σε αγγεία.
Oταν ξεκίνησε η ναυμαχία, οι άνδρες του Αννίβα εκτόξευσαν τα αγγεία στα πλοία του Ευμένη. Tο στρατήγημα αυτό έδωσε τη νίκη στον Αννίβα, καθώς οι Περγαμηνοί είχαν να αντιμετωπίσουν φίδια και σκορπιούς, εκτός από τους πολεμιστές του Αννίβα. Aκόμη, η φυσική απέχθεια των αλόγων του λυδικού ιππικού του Κροίσου προς τις καμήλες έδωσε τη νίκη στο βασιλιά Κύρο, ο οποίος χρησιμοποίησε αυτό το στρατήγημα βάζοντας τις καμήλες, που χρησιμοποιούνταν ως εκείνη τη στιγμή για σκοπούς διοικητικής μέριμνας, στην πρώτη γραμμή της μάχης.
H ίδια φυσική απέχθεια των ελεφάντων προς τα γουρούνια έτρεψε σε φυγή τους πολεμικούς ελέφαντες του Αντίγονου Γονατά, Μακεδόνα κυβερνήτη της Ελλάδος, κατά την πολιορκία των Μεγάρων, όταν οι Μεγαρείς, γνωρίζοντας το φόβο των ελεφάντων για τα γουρούνια, άλειψαν γουρούνια με εύφλεκτη πίσσα, τους έβαλαν φωτιά και τα εξαπέλυσαν προς τους ελέφαντες, προκαλώντας τους τον πανικό.
BIO-ΠOΛEMIKH HΘIKH
Tο ηθικό μέρος της χρήσης βιολογικών παραγόντων στον πόλεμο ήταν ένα ζήτημα που απασχόλησε τόσο έντονα τους φιλοσόφους, στρατηγούς και πολιτικούς της αρχαίας εποχής όσο απασχολεί και σήμερα τους στρατιωτικούς ειδικούς και μελετητές, κάτι που αποδεικνύει ότι τα ηθικά ερωτήματα σχετικά με τα βιολογικά όπλα δεν είναι αποκλειστικά σύγχρονο φαινόμενο. Tο ηθικό δίλημμα για τη χρήση βιολογικών όπλων παρουσιάστηκε προφανώς ως αντίδραση στις πρακτικές εφαρμογές και στα τρομακτικά αποτελέσματα που επέφεραν τα όπλα αυτά.
Tον 1ο αιώνα π.X., ο γεωγράφος Στράβων σχολίασε ότι στον πόλεμο και στη χρήση όπλων δεν υπάρχει, ούτε έχει υπάρξει, ούτε ένας κανόνας. Αντίστοιχα, ο Έλληνας ιστορικός Θουκυδίδης, ο οποίος θεωρείται ο πατέρας της ρεαλιστικής σχολής στην πολιτική και τη στρατηγική, υπογράμμισε ότι οι ιδανικές αρχές συμπεριφοράς στον πόλεμο ήταν σε διαρκή αντίθεση με την αποτελεσματικότητα, την εφευρετικότητα και το πάθος.
Tα μη συμβατικά όπλα, με την εξέλιξη των οχυρώσεων των πόλεων, που ωθούσαν σε παρατεταμένες πολιορκίες, και των πολέμων με αμφίβολη έκβαση που διαρκούσαν επί μακρόν, έγιναν πιο ελκυστικά, παρότι στην ελληνική στρατιωτική κουλτούρα η έννοια της δόξας, της τιμής και του δίκαιου πολέμου ήταν αλληλένδετη και διαδεδομένη από τα ομηρικά ακόμη χρόνια. H έκβαση της πολιορκίας της Κίρρας αποτελεί τρανή απόδειξη του γεγονότος αυτού.
Oι Ρωμαϊκές απόψεις στο θέμα του δίκαιου πολέμου διατυπώθηκαν από το φιλόσοφο Κικέρωνα (106 - 43 π.X.), που πίστευε ότι η υπακοή στους κανόνες του πολέμου και η αποφυγή βιαιοτήτων είναι αυτό που ξεχωρίζει τους ανθρώπους από τα ζώα. Αντιδράσεις στις βιολογικές στρατηγικές περιέχονται στα σχόλια και άλλων Ρωμαίων συγγραφέων. Από την άλλη, όμως, κατά τον 2ο αιώνα μ.X., ο Ρωμαίος ειδικός στη στρατηγική, Πολύαιμος, έγραψε μία στρατιωτική πραγματεία για Αυτοκράτορες που υποστήριζαν ανοιχτά τα βιοχημικά και δόλια στρατηγήματα για την κατατρόπωση των βαρβάρων, χωρίς να διακινδυνεύουν εμπλοκή σε μάχη.
Καθώς η αυτοκρατορία αναγκαζόταν όλο και περισσότερο να υπερασπίζεται απελπισμένα τα σύνορά της, οι παλιές ιδέες της "καθαρής" μάχης και της επιείκειας αντικαταστάθηκαν από πολιτικές αυξημένης βίας και "ύπουλων" στρατηγημάτων. Oι νέες πολιτικές διατυπώθηκαν από το Ρωμαίο ειδικό στις στρατιωτικές στρατηγικές, Βιγκέτιο, που ήδη από το 390 π.X. είχε υποστηρίξει ότι είναι προτιμότερο να υποταχθεί ένας εχθρός μέσω της πείνας, των επιδρομών και του τρόμου, παρά μέσω της μάχης, όπου η τύχη έχει μεγαλύτερη επιρροή από τη γενναιότητα.
Στην αρχαία Ινδία, όπως και στην Ελλάδα και τη Ρώμη, παρουσιάζονται και οι δύο τάσεις. Από τη μία, υπήρχε ο δίκαιος πόλεμος που διεξαγόταν σύμφωνα με τις ηθικές αρχές και εκφραζόταν από τους νόμους του Μανού, που ήταν κανόνες συμπεριφοράς των Βραχμάνων κυβερνώντων. Από την άλλη, υπήρχε ο δόλιος, ανηλεής πόλεμος, που κατευθυνόταν με μυστικότητα, χωρίς να υπολογίζει ηθικές αρχές. H στράτευση της φύσης στην υπηρεσία των πολέμων του ανθρώπου κατά των συνανθρώπων του αποτέλεσε και αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της στρατιωτικής στρατηγικής του ανθρώπου.
Δεν παίζει κανένα ρόλο εάν το όπλο που χρησιμοποιείται είναι ένα μεταλλαγμένο βακτήριο ή ιός, καλλιεργημένο σε υπερσύγχρονα εργαστήρια ή εάν πρόκειται για την κομμένη και αποξηραμένη ρίζα μανδραγόρα ή το δηλητήριο ενός φιδιού. Tο κίνητρο παραμένει πάντα το ίδιο: η απόκτηση του πλεονεκτήματος κατά του αντιπάλου, το οποίο θα εξασφαλίσει την τελική επικράτηση, ανεξάρτητα από τις συνέπειες που θα έχει η χρήση των όπλων αυτών.
Oπως και στη σύγχρονη εποχή, έτσι και στην αρχαιότητα, αυτό που έπαιζε μεγαλύτερο ρόλο ήταν η επικράτηση, η νίκη, ανεξάρτητα από τον τρόπο με τον οποίο αυτή θα έρθει. H φύση μπορούσε να προσφέρει τα μέσα αυτά που θα οδηγούσαν στην πολυπόθητη νίκη και ο άνθρωπος δεν θα άφηνε να πάει χαμένο ένα τέτοιο δώρο.
ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ ΒΙΟΛΟΓΙΚΩΝ ΠΟΛΕΜΩΝ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ
Περιπτώσεις στη μυθολογία και την ιστορία, όπου χρησιμοποιήθηκαν βιολογικοί παράγοντες στον πόλεμο:
- 6ος αιώνας π.X.: Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο αλλά και άλλους μελετητές του αρχαίου κόσμου, οι, περίφημοι για τις ικανότητές τους, Σκύθες ιππείς χρησιμοποιούσαν δηλητηριασμένα βέλη κατά τον πόλεμο.
- 590 π.X.: Δηλητηρίαση του πόσιμου νερού της Κίρρας με ελλέβορο από τις πόλεις - κράτη, μέλη της Αμφικτυονίας κατά τον πρώτο Ιερό Πόλεμο και κατόπιν κατάληψη και ολοσχερής καταστροφή της πόλης.
- 6ος αιώνας π.Χ.: Xρήση κρασιού από τον Κύρο κατά των Μασαγετών.
- 430-429 π.X.: Λοιμός της Aθήνας κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο. Oι Αθηναίοι κατηγορούν τους Σπαρτιάτες ότι ο λοιμός προκλήθηκε επειδή οι Λακεδαιμόνιοι μόλυναν τα πηγάδια του Πειραιά.
- 415 π.X.: O Συρακούσιος στρατηγός Ευρυμέδων αναγκάζει τους Αθηναίους να μείνουν στρατοπεδευμένοι σε πεδιάδα με έλη, όπου είχε εκδηλωθεί ελονοσία, με αποτέλεσμα τον αποδεκατισμό του στρατεύματος. Μερικές δεκαετίες αργότερα, μία στρατιά των Καρχηδόνιων στρατοπεδεύει στο ίδιο σημείο και εξολοθρεύεται και πάλι από ελονοσία.
- 4ος αιώνας π.X.: Καρχηδόνιοι στρατηγοί χρησιμοποιούν κρασί με μανδραγόρα για να ναρκώσουν και να θανατώσουν τους Λίβυους.
- 326 π.X.: O Aλέξανδρος πολιορκεί την Aρματηλία. Oι Αρματήλιοι είχαν επαλείψει τα όπλα τους με θανατηφόρο δηλητήριο, που παρήγαγαν από φίδια.
- Kαρχηδονιακοί πόλεμοι (246 - 146 π.X.): Oι Ρωμαίοι κατηγορούνται ότι δηλητηρίασαν τα πηγάδια.
- 2ος αιώνας π.X.: Στην Kίνα περιγράφεται, σε αρχαία κείμενα, η θεραπεία που προσέφερε ο χειρουργός Χούα Tο σε έναν στρατηγό για τραύμα από δηλητηριώδες βέλος.
- 2ος αιώνας π.X.: O Βασιλιάς των Πάρθων σκοτώνεται από δηλητηριασμένο βέλος, το οποίο ρίχτηκε από τους νομάδες Τοχάρους της Κινεζικής στέπας και τον χτύπησε στο χέρι.
- 129 π.X.: Oι Ρωμαίοι κατηγορούνται ότι δηλητηρίασαν πηγάδια για να καταστείλουν την επανάσταση του Αριστόνικου της Μικράς Ασίας.
- 75 π.X.: O Ιούλιος Καίσαρας χρησιμοποιεί κρασί με μανδραγόρα για να απελευθερωθεί από τους Κιλίκιους πειρατές.
- 68 π.X.: Oι Σκύθες, με τη χρήση δηλητηριωδών βελών με ευρηματικού σχεδιασμού αποσπώμενες ακίδες, αποδεκατίζουν ένα Ρωμαϊκό στράτευμα.
- 65 π.X.: Oι Επτακόμητες, σύμμαχοι του Μιθριδάτη, χρησιμοποιούν τοξικό μέλι και σφαγιάζουν ένα μέρος του στρατού του Πομπήιου.
- 80 μ.X.: Ρωμαίοι στρατιώτες, που πολεμούσαν στη Βόρειο Αφρική, αντιμετώπισαν βέλη διαποτισμένα με δηλητήριο φιδιού.
- 91 μ.X. και 189 μ.X.: Επιδημίες στη Ρώμη σκοτώνουν χιλιάδες ανθρώπους. Φήμες θέλουν τις επιδημίες να έχουν ξεκινήσει και εξαπλωθεί εσκεμμένα από ανθρώπους που χρησιμοποιούσαν μικροσκοπικές βελόνες με δηλητήριο.
- 2ος αιώνας μ.X.: Οι Iσπανοί κατασκευάζουν αναμνηστικά παγούρια από ήμερο έλατο, τα οποία δίνουν στους Ρωμαίους, από τους οποίους πολλοί πεθαίνουν.
Ο ΒΙΟΛΟΓΙΚΟΣ ΠΟΛΕΝΟΣ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Η λέξη ''βόμβα'' προέρχεται από τον βόμβο των μελισσών… πιθανότατα, αυτά τα έντομα χρησίμευαν ως ζωντανές βόμβες, εξ ου και η λέξη. Η μετατροπή των έμβιων όντων της Φύσης σε καθοδηγούμενα πολεμικά μέσα δεν αποτέλεσε ασφαλώς ανακάλυψη του Μεσαίωνα, αλλά επινόηση χρόνων πολύ προγενέστερων - αντίθετα από ό, τι πιστεύεται ευρέως.
Η εκμετάλλευση των φυσικών δυνάμεων των ζώων μπορεί να μην εξασφάλιζε το άμεσο αποτέλεσμα των καθιερωμένων πολεμικών τακτικών, αλλά μεγιστοποιούσε τα δεινά του αντιπάλου πολύ περισσότερο από τις συμβατικές μεθόδους τόσο στο επίπεδο της σωματικής καταπόνησης όσο, κυρίως, της ad hoc κάμψης του ηθικού και της ψυχολογικής επιβάρυνσης. Ζώα κάθε κατηγορίας, από ελέφαντες μέχρι φίδια, αξιοποιήθηκαν για την εξόντωση του εχθρού, ενώ τα ιοβόλα έντομα, ειδικότερα οι μέλισσες στις οποίες επικεντρώνεται και η παρούσα μελέτη, επιστρατεύθηκαν επίσης με διάφορα τεχνάσματα.
Οι γνώσεις μας, ωστόσο, παραμένουν ανεπαρκείς σχετικά με αυτόν τον ιδιόρρυθμο τρόπο πολέμου. Οι πηγές, ανεξαρτήτως εποχής και θρησκευτικών πεποιθήσεων, είναι φειδωλές και μάλλον αποδοκιμαστικές έως δυσφημιστικές όσον αφορά ανάλογες περιγραφές. Προφανώς, λόγω των ηθικών διλημμάτων, αλλά και του φόβου αντεκδίκησης με ανάλογες μεθόδους, κανένα στρατόπεδο δεν θα ήθελε να οικειοποιηθεί τη χρήση βιολογικών όπλων, στρατηγική που έχει αποδειχθεί επίκαιρη και διαχρονικά εφαρμοζόμενη μέχρι και σήμερα.
Αποικίες σμηνών πρέπει να είχαν χρησιμοποιηθεί ως «βλήματα» ήδη από τη Νεολιθική εποχή εναντίον αντίπαλων ομάδων. Οι αρχαιότερες, εντούτοις, καταγραφές αποτελεσματικής στρατιωτικής χρήσης ιοβόλων εντόμων βρίσκονται σε περιγραφές της Παλαιάς Διαθήκης, χωρίς όμως να είναι δυνατή η ιστορική επιβεβαίωσή τους. Η πραγματική χρήση των μελισσών σε πολεμικές συγκρούσεις ανιχνεύεται για πρώτη φορά σε επεισόδια Ρωμαϊκών εκστρατειών.
Στα μέσα περίπου του 4ου αιώνα π.Χ. ο Αινείας ο Τακτικός συμβουλεύει τους αμυνόμενους πολιορκούμενης πόλης να εξαπολύουν σφήκες και μέλισσες στις σήραγγες κάτω από τα τείχη για να αιφνιδιάσουν τους αντιπάλους τους. Σύμφωνα με τον Αππιανό, η ίδια τακτική εφαρμόστηκε εναντίον των Ρωμαίων το 72 μ.Χ. από τον Βασιλιά του Πόντου Μιθριδάτη. Κατά την πολιορκία της Θεμίσκυρας, πόλης κοντά στη Σαμψούντα, οι αμυνόμενοι εξαπέλυσαν σμήνη μελισσών, όπως και άλλα άγρια ζώα, μέσα στις σήραγγες τις οποίες είχαν σκάψει οι στρατιώτες του Ρωμαίου στρατηγού Λικινίου Λούκουλλου για την υπονόμευση των τειχών.
Η τακτική της απελευθέρωσης σμηνών σε περιορισμένο χώρο που συνηθιζόταν κατά τη Ρωμαϊκή εποχή αντικαταστάθηκε στον Μεσαίωνα με την εκσφενδόνιση κυψελών σε αντίπαλο στρατόπεδο ή πολιορκούμενο φρούριο και εξελίχθηκε με τη χρήση μηχανών εκτόξευσης. Το τέχνασμα απέβη δημοφιλές στη Μεσαιωνική Δύση και έχει διαδραματίσει πρωταγωνιστικό ρόλο τόσο σε πραγματικά γεγονότα όσο και σε θρύλους. Στις Βυζαντινές πηγές η πολεμική χρήση ιοβόλων εντόμων και των εστιών τους, ενδεχομένως των μελισσών και των κυψελών, απαντά σε χωρία στρατιωτικών εγχειριδίων, ακολουθώντας την παράδοση αντίστοιχων Ρωμαϊκών πραγματειών.
Μια από τις πλέον χαρακτηριστικές αναφορές περιλαμβάνεται στα Τακτικά και τα Ναυμαχικά του Αυτοκράτορα Λέοντα Στ΄ του Σοφού. Εκτός από τα «θηρία» τα οποία κλείνονται σε «χύτρες» και ρίπτονται στα εχθρικά πλοία, όπως φίδια, σαύρες, σκορπιοί, εκτοξεύονται και όμοια τούτων ιοβόλα· ών συντριβομένων τα θηρία δάκνουσι καὶ συμφθείρουσι διά τοῦ ιού τους πολεμίους έσωθεν των πλοίων.Το ίδιο χωρίο αναπαράγεται παραφρασμένο στα Τακτικά του Νικηφόρου Ουρανού με τη διαφορά ότι τα «θηρία», είναι κλεισμένα σε «τζυκάλια», πήλινα τσουκάλια, και πιθανόν να υπονοεί σμήνη μελισσών.
Η συσχέτιση της δράσης των μελισσών με πολεμικές μεθόδους έχει προχριστιανική προέλευση καθώς εντοπίζεται ήδη σε χωρία αρχαίων συγγραφέων. Σχετικές, άλλωστε, εκφράσεις διασώζονται σε μυθιστορηματικές αφηγήσεις που προέρχονται από την ύστερη αρχαιότητα, αλλά διασώζονται σε πηγές βυζαντινής εποχής. Στα «Βαβυλωνιακά» του Ιαμβλίχου, αφήγημα που αποδίδεται περιληπτικά από τον Πατριάρχη Φώτιο στη Βιβλιοθήκη του, τόσο οι εγκλωβισμένοι σε όρυγμα ήρωες όσο και οι διώκτες τους υφίστανται τις επιπτώσεις από το δηλητηριασμένο μέλι και τις επιθέσεις από άγριο σμήνος μελισσών.
Πολύ ενδιαφέρουσα αλλά και ενισχυτική του αντίκτυπου που επιτυχημένα θα αντανακλούσε στη συλλογική συνείδηση των αναγνωστών είναι η ερμηνεία που αποδίδουν βυζαντινής εποχής λεξικά στους όρους βομβώ κα ιβόμβος -από τους οποίους προέρχεται και το νεοελληνικό «βόμβα»: Χαρακτηριστικό είναι ότι τόσο στο Λεξικό της Σούδας, τον 10ο αιώνα, όσο και στο «Μέγα Ετυμολογικόν» (μέσα 12ου αιώνα), βόμβος καλείται ο ήχος των μελισσών. Η εκδήλωση επιθετικής συμπεριφοράς των μελισσών εναντίον ατόμων πιθανόν αντικατοπτρίζει και ενδεχομένως συνδέεται με μια όψη πρωτότυπης «βιολογικής»τιμωρίας.
Η ασυνήθιστη αυτή μέθοδος βασανισμού αξιοποιήθηκε για την επιβολή μαρτυρικού θανάτου τόσο στην Ανατολή όσο και στη Δύση. Η ειδεχθής αυτή προέκταση της οπλικής αξιοποίησής τους έχει μυθολογική παράδοση και αρχαίες καταβολές. Τα γνωρίσματα αυτά συγκλίνουν σε μία γνωστή ανασκαφικά και τεκμηριωμένη αρχαιολογικά περίπτωση, στο φρούριο του Εξαμιλίου της Ισθμίας, όπου ανάμεσα στα ευρήματα του αρχαιολογικού χώρου, συγκεκριμένα εντός του λεγόμενου πύργου, περιλαμβάνονται τέσσερις κυψέλες, αποκαταστημένες μετά τη συγκόλληση και την προσθήκη απωλεσθέντων τμημάτων.
Η εύρεση κυψελών μέσα στον πύργο, στη νότια πλευρά του τείχους του Εξαμιλίου, είναι αναπάντεχη. Έχει εκτιμηθεί ότι στο φρούριο διαβιούσαν περίπου 1700 στρατιώτες οι οποίοι διατηρούσαν κατοικίδια ζώα, ακόμη και μέλισσες προκειμένου να προμηθεύονται τα άμεσα απαραίτητα αγαθά της κτηνοτροφίας. Ο εντοπισμός των κυψελών θα μπορούσε να οδηγήσει στην υπόθεση της ενδεχόμενης «πολεμικής» αξιοποίησής τους από τους αμυνόμενους πολιορκούμενους.
Oι τέσσερις κυψέλες που βρέθηκαν σε πύργο του Εξαμιλίου δεν μπορούν να πιστοποιήσουν μία τέτοια χρήση, πάντως δεν μπορεί να αποκλειστεί δυνητικά και αυτή η δυνατότητα στην ερμηνεία της παρουσίας τους μέσα σε έναν αναπάντεχο πρακτικά χώρο, όπως ένας στρατιωτικός πύργος του φρουρίου. Είναι, επιπλέον, δύσκολο να επιβεβαιωθεί κατά πόσον μία τέτοια αμυντική, κατά βάση, τακτική εφαρμοζόταν συχνά από τον Βυζαντινό στρατό.
Η πρόκληση των πιο απωθητικών ψυχολογικά αισθημάτων, τα οποία προξενούσε η απειλή τραυματισμού από ιοβόλα όντα, όπως από σκορπιούς, φίδια και ειδικά μέλισσες, αποτελούσε την κύρια επιδίωξη μιας τέτοιας μορφής πολέμου. Τα ερπετά και τα έντομα χρησιμοποιώντας τα φυσικά τους όπλα προκαλούσαν αποσταθεροποίηση και σύγχυση πολύ μεγαλύτερη από τις σωματικές τους διαστάσεις και, κυρίως, δεν μπορούσαν να αντιμετωπιστούν με τις συμβατικές λύσεις.
Μολονότι οι Βυζαντινές πηγές μάλλον σιωπούν για τις περιστάσεις ή τις συνθήκες, οι οποίες επέβαλλαν την εφαρμογή ενός τέτοιου τεχνάσματος στους πολέμους τους, είναι ενδιαφέρον να αναζητηθεί ο βαθμός στον οποίο οι Βυζαντινοί δικαιολογούσαν ή απαξίωναν ανάλογες πρακτικές, οι οποίες βασίζονταν εν γένει στον δόλο και την πανουργία. Χαρακτηριστικά, στα Τακτικά του Λέοντος επιδοκιμάζονται εν γένει τα απεχθή μηχανεύματα ηθικής κάμψης του εχθρού, και περιγράφονται τα πιο συνηθισμένα,όπως η μόλυνση πόσιμου νερού και η αποψίλωση καλλιεργούμενων εκτάσεων και δασών.
Στο Στρατηγικόν του Κεκαυμένου (μέσα 11ου αιώνα), ο άξιος στρατηγός επανειλημμένα συνιστάται να χρησιμοποιεί κάθε είδους πανούργα τεχνάσματα, όχι μόνο αυτά που είχαν κληροδοτηθεί από τους αρχαίους, αλλά και να επινοεί καινούργια. Παρά, όμως, την ελαστική ηθική των παραπάνω παροτρύνσεων, αντιδράσεις στη μορφή της στρατιωτικής αυτής τακτικής, η οποία απενοχοποιούσε απόπειρες δολιοφθοράς, εκφράζονται εντόνως από τον Μιχαήλ Ατταλειάτη. Ο Ατταλειάτης με σθένος αντιμάχεται τις διαφόρου είδους στρατιωτικές «φενάκες» και υπερασπίζεται την ατομική ανδρεία.
O Νικηφόρος Βρυέννιος επίσης συμμερίζεται μια «ιπποτική» αντίληψη της στρατιωτικής τακτικής και, παρόλο που παρεμβάλλει διηγήσεις εξαπατήσεων, παρουσιάζει τους Βυζαντινούς ήρωές του «αλώβητους» από ραδιουργίες που μηχανεύονται οι «βάρβαροι». Φαίνεται πως από κάποια μερίδα συγγραφέων, η εκμετάλλευση των εμβίων όντων σε πολεμικές συγκρούσεις θα επέσυρε σφοδρή κατάκριση και θα θεωρούνταν επονείδιστο μέσο κατάκτησης της νίκης. Παρά όμως τις ηθικολογικές παραινέσεις, η πραγματικότητα φαίνεται πως ήταν τελείως διαφορετική…
Η εφαρμογή του οπλικού χαρακτήρα της μέλισσας συνεχίστηκε παραδόξως με ακόμη μεγαλύτερη συχνότητα στα νεότερα χρόνια και πέραν των γεωγραφικών ορίων του παλαιού κόσμου, επιβίωσε μάλιστα μέχρι και σε συγκρούσεις του 20ου αιώνα. Η διαπίστωση αυτή αποδεικνύει περίτρανα ότι τελικώς, τον κύριο λόγο σε μια διαμάχη δεν έχει πάντα η ρώμη ή η ισχύς αλλά η αποκλίνουσα πανουργία και ευρηματικότητα.
ΒΙΟΛΟΓΙΚΑ ΚΑΙ ΧΗΜΙΚΑ ΟΠΛΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ
Τα βιολογικά όπλα στην πραγματικότητα είναι εφεύρημα της αρχαιότητας. Ο πρώτος που χρησιμοποίησε τέτοιου είδους όπλα ήταν ο Ηρακλής. Κατά τον άθλο του εναντίων της Λερναίας Ύδρας χρησιμοποίησε για να την σκοτώσει, βέλη εμπλουτισμένα με ρετσίνι στα οποία έβαλε φωτιά. Επίσης, μετά τον θάνατο της Λερναίας Ύδρας πήρε το άψυχο σώμα της, το έσχισε, έβγαλε από μέσα την χολή, και στο δηλητήριό της βούτηξε τις αιχμές από τα βέλη του.
Σε πιο πραγματικά γεγονότα, τον 6ο αιώνα π.Χ. σύμφωνα με τον Ηρόδοτο οι Σκύθες ιππείς χρησιμοποιούσαν δηλητηριασμένα βέλη, το 590 π.Χ. δηλητηριάστηκε το πόσιμο νερό της Κίρρας με ελλέβορο, ενώ το 326 π.Χ. όταν ο Μ. Αλέξανδρος πολιορκούσε την Αρματηλία, οι αμυνόμενοι είχαν επαλείψει τα όπλα τους με θανατηφόρο δηλητήριο, που παρήγαγαν από φίδια.Ακολουθεί μία λίστα με πηγές δηλητηρίου κατά την αρχαιότητα:
- Το φυτό ελλέβορος, το οποίο χρησιμοποιούταν και ως φαρμακευτικό βότανο
- Ορισμένα είδη δηλητηριωδών σκαθαριών υψηλής τοξικότητας όπως τα «σκαθάρια φουσκάλες, και τα σκαθάρια «σταφυλίνους»
- Βάτραχοι που εκκρίνουν στο δέρμα τους δηλητήριο όπως ο βάτραχος - δηλητηριώδες βέλος
- Η σπονδυλική στήλη των σαλαχίων
- Ήμερο έλατο/τάξος ή καρκαριά
- Συνδυασμός σάπιου ανθρώπινου αίματος και ανθρώπινων περιττωμάτων προκαλεί τέτανο και γάγγραινα, ενώ με πρόσθεση ουσιών από νεκρές οχιές και του δηλητηρίου τους αύξανόταν η αποτελεσματικότητα του δηλητηρίου
- Από ακόνιτο, εντόσθια κοριών, δηλητήριο κόμπρας
- Τοξικό μέλι από την περιοχή του Καυκάσου
- Μανδραγόρας, ως ναρκωτική ουσία
Από την αρχαιότητα ακόμα χρησιμοποιούνταν βιολογικά και χημικά όπλα, ενώ ακόμα και η Ελληνική μυθολογία βρίθει ανάλογων παραδειγμάτων. Οι πρώτες αναφορές για χρήση βιολογικών και χημικών ουσιών σε περίοδο πολέμου αφορούν τη χρήση βιολογικών οργανισμών (μυκήτων του γένους Claviceps) από τους Ασσυρίους κατά τον 16ο αιώνα π.Χ. για δολιοφθορά των εφοδίων πόσιμου νερού του εχθρού. Η χρήση δηλητηρίου ζώων σε βέλη αποτελεί μια πρώιμη μορφή βιολογικού πολέμου, η οποία ενδεχομένως να χρησιμοποιήθηκε και στον Τρωικό πόλεμο, καθώς και από τους Σκύθες τοξότες και τους Ινδούς πολεμιστές κατά την εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου στην Ανατολή.
Ο Καρχηδόνιος στρατηγός Αννίβας χρησιμοποιούσε δοχεία με δηλητηριώδη φίδια τα οποία εκτόξευε προς τα αντίπαλα πλοία κατά τη διάρκεια της ναυμαχίας εναντίον του Ευρυμέδονα της Περγάμου. Στο Μεσαίωνα, υπάρχουν αναφορές που υποστηρίζουν ότι η επιδημία του «Μαύρου Θανάτου» (βουβωνική πανώλη) ξεκίνησε από τον πολιορκία της Κριμαϊκής πόλης Kapha από τους Τατάρους το 1346 μ.Χ. κατά την οποία εκσφενδόνιζαν πτώματα από νεκρούς της πανώλης προς την πόλη με τη βοήθεια καταπελτών.
Ο Βυζαντινός στρατός έκανε επίσης εκτεταμένη χρήση του «υγρού πυρός», το οποίο πιθανότατα ήταν ένα μίγμα θειαφιού, ρετσινιoύ και πετρελαίου. Το 1889, κατά τη διάσκεψη της Χάγης, καταδικάστηκε η χρήση πολεμικών αερίων και επιβλήθηκε η απαγόρευσή τους. Ωστόσο, επίσημη χρήση των χημικών ουσιών εν καιρώ πολέμου έγινε από τους Γερμανούς κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι οποίοι χρησιμοποίησαν δηλητηριώδη αέρια (χλωρίου), που εκτόξευαν με ειδικούς σωλήνες εναντίον των Γάλλων στρατιωτών.
Το τοξικό νέφος κινήθηκε προς τις γραμμές του εχθρού, προξενώντας τεράστιες απώλειες, τόσο στους στρατιώτες των χαρακωμάτων όσο και στον άμαχο πληθυσμό των μετόπισθεν, ενώ πέντε μήνες αργότερα οι Άγγλοι «απάντησαν» με το ίδιο όπλο. Κατά τη διάρκεια του ίδιου πολέμου έγινε και χρήση του υπερίτη, με τον οποίο οι Γερμανοί επέφεραν τρομακτικές απώλειες στον εχθρό. Ο Μουσολίνι το 1935, στον πόλεμο της Αιθιοπίας, έκανε εκτεταμένη χρήση υπερίτη, ενώ ο Χίτλερ χρηματοδότησε εκτεταμένα ερευνητικά προγράμματα για την έρευνα και παρασκευή χημικών όπλων, όπως ήταν το αέριο νεύρων.
Στην κατεχόμενη από τους Ιάπωνες Ματζουρία, η μονάδα 731 του Ιαπωνικού στρατού έκανε πειράματα μικροβιακού πολέμου σε Κινέζους πολίτες, χρησιμοποιώντας βακτήρια χολέρας, άνθρακα, τύφου και πανώλης. Μετά τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, τα πειράματα για χρήση βιολογικών όπλων συνεχίστηκαν στις ΗΠΑ και στην ΕΣΣΔ.
Κατά τον πόλεμο του Βιετνάμ (1959 - 1975), οι Αμερικανοί χρησιμοποίησαν βιολογικές ουσίες, όπως η agent orange, για την αποψίλωση των τροπικών δασών, η οποία εκ των υστέρων αποδείχθηκε ότι έχει επιπτώσεις στην ανθρώπινη υγεία, ενώ με την agent blue οι Αμερικανοί δηλητηρίαζαν τους ορυζώνες με απώτερο σκοπό τη δολιοφθορά των εφοδίων των Βιετκόγκ. Μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Γενεύης το 1972, για τα βιολογικά όπλα, η χρήση τους έχει απαγορευθεί, αν και υφίστανται συνεχώς καταγγελίες για τη συνέχιση μυστικών προγραμμάτων.
Η ενδεχόμενη χρήση βιολογικών όπλων από τρομοκρατικές οργανώσεις (βιοτρομοκρατία-bioterrorism) αποτελεί θέμα συζήτησης, καθώς πρόσφατα είναι τα παραδείγματα της επίθεσης με βακτήριο σαλμονέλας το 1984 στο Όρεγκον των ΗΠΑ από Βουδιστική μυστικιστική ομάδα, καθώς και της επίθεσης ιαπωνικής παραθρησκευτικής οργάνωσης το 1995 στο μετρό του Τόκιο με το αέριο «σαρίν». Το 1993 υπογράφηκε διεθνής συνθήκη στο Παρίσι για την απαγόρευση των χημικών όπλων, η οποία τέθηκε σε ισχύ από το 1997.
ΑΝΟΣΙΑ ΚΑΙ ΑΝΤΙΔΟΤΑ
Αν ανατρέξουμε στους ένδοξους ήρωες της μυθολογία μας θα δούμε πως όταν τραυματίσθηκε ο Μενέλαος στον Τρωϊκό πόλεμο, τότε ο ιατρός Μαχάων, «Ιητρός γαρ ανήρ πολλών αντάξιος άλλων», τραβώντας το βέλος τοποθέτησε στην πληγή «ήπια φάρμακα» -φάρμακα μαλακτικά που κάποτε τα χάρισε στον πατέρα του, τον Ασκληπιό, ο Χείρων, για να τον θεραπεύσει. Παρόμοια στην Ιλιάδα, όταν τραυματίζεται ο Ευρύπυλος, ο φίλος του Πάτροκλος πασπάλισε την πληγή με πραϋντικά φάρμακα τρίβοντάς την με ρίζα πικρή που σταματούσε τους πόνους.
Ένας από του παλιούς θεούς - ιατρούς, όπως μας διηγείται ο Όμηρος, ήταν ο Παιήων, ο οποίος γιάτρεψε στον Όλυμπο τον θεό Άρη με βότανα παυσίπονα, οδυνήφατα. Και έδωσαν οι αρχαίοι το όνομα «παιωνία» στο θεραπευτικό φυτό, το οποίο έχει και αιμοστατικές ιδιότητες. Επίσης ο Όμηρος αναφέρει ότι, καθώς ο Οδυσσέας πήγαινε προς το παλάτι της Κίρκης για να σώσει τους συντρόφους του, τον συνάντησε ο Ερμής, ο οποίος του έδωσε το φυτό «μώλυ», που ήταν το αντίδοτο για το φίλτρο της Κίρκης.
Ο Ομηρος δεν δίνει καμία άλλη πληροφορία για αυτό το φυτό, εκτός από το ότι έχει άσπρα άνθη, μαύρη ρίζα και ξεριζώνεται δύσκολα. Η άποψη που έχει επικρατήσει σήμερα είναι ότι το «φίλτρο» της Κίρκης ήταν ένα μείγμα αντιχολινεργικών ουσιών, όπως η ατροπίνη και η σκοπολαμίνη, που προκαλούν παραισθήσεις. Επομένως το μώλυ θα έπρεπε να περιέχει ένα αντιχολινεργικό αντίδοτο.
Οι αρχαίοι είχαν, μέσω της ορθολογιστικής σκέψης, αντίληψη της ανοσίας, άλλη μία εφαρμογή της σκέψης στην πράξη περιγράφεται από τον Μιθριδάτη τον Ευπάτορα, του Πόντου που, αρχικά, από την χρήση αίματος ζώων που είχαν επιβιώσει δήγματος φιδιού, πέρασε στο μίγμα 65 γνωστών δηλητηρίων που σε μικρές ποσότητες δημιουργούσε προστασία στην δολοφονία από δηλητήριο. Θύμα της ίδιας της ανακάλυψής του δεν μπόρεσε να αυτοκτονήσει πίνοντας δηλητήριο για να μην συλληφθεί από τον Πομπηϊο. Τελικά, διέταξε τον σωματοφύλακά του να τον σκοτώσει με ξίφος.
Από το 1925 υπάρχει το συμφωνητικό της Γενεύης το οποίο απαγορεύει την χρήση βιολογικών, χημικών όπλων, όπως απαγορεύεται η παραγωγή, και αποθήκευση τους, πράγμα που δυστυχώς δεν τηρείται (και από μόνιμα μέλη του συμβουλίου ασφαλείας του Ο.Η.Ε). Ο Ηρακλής όταν συνειδητοποίησε τους κινδύνους του βιολογικού πολέμου, την μεταμόρφωση της Φύσης, πήγε και έθαψε το αθάνατο κεφάλι της Λερναίας Ύδρας ζωντανό, και έβαλε ένα βαρύ βράχο επάνω του.
ΑΡΧΑΙΑ ΟΠΛΑ ΜΑΖΙΚΗΣ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗΣ
Αρχαιοελληνικά Χημικά και Βιολογικά
Οι πρόγονοι μας, ήταν ιδιαίτερα πρωτοπόροι και στον τομέα των βιοχημικών όπλων. Παρά το γεγονός ότι ανδρεία μάχη για τους αρχαίους Έλληνες ήταν μόνο αυτή που γινόταν σώμα με σώμα, οι περιπτώσεις χρήσης βιοχημικών όπλων που αναφέρονται σε ιστορικά κείμενα είναι πολλές. Τα δηλητηριασμένα βέλη ήταν μια τεχνική γνωστή και προσφιλής στην αρχαία Ελλάδα, με αναφορές σε αυτήν να βρίσκουμε τόσο σε ιστορικές πηγές από τον 5ο πΧ αιώνα, όσο και στην μυθολογία.
Σύμφωνα με την δεύτερη, όταν ο ημίθεος Ηρακλής έκοψε, στον δεύτερο άθλο του, και το τελευταίο κεφάλι της Λερναίας Ύδρας το έθαψε στη γη και στη συνέχεια βούτηξε τα βέλη του στην θανατηφόρα χολή του τέρατος κάνοντας τα τόξα του θανάσιμα για όποιον πετύχαιναν. Την ίδια τεχνική λέγεται πως ακολούθησε και η θεά του κυνηγιού Άρτεμις προσφέροντας μας και την πρώτη αναφορά σε βιολογικά όπλα στην δυτική λογοτεχνία. Το πιο διάσημο όμως δηλητηριασμένο βέλος της αρχαιότητας ήταν αναμφίβολα αυτό του Πάρη που, κατευθυνόμενο από τον θεό Απόλλωνα, πήρε τη ζωή του Αχιλλέα χτυπώντας τον στην φτέρνα.
Κατά τη διάρκεια του Τρωικού πολέμου, σύμφωνα με τον Όμηρο, τη μυθική φαρέτρα του Ηρακλή είχε ο Φιλοκτήτης, ενώ υπάρχουν μελετητές που πιστεύουν ότι και άλλοι έφεραν δηλητηριώδη βέλη, όπως ο Οδυσσέας, τα οποία έφτιαχναν βουτώντας τις λόγχες τους σε δηλητήριο συνήθως φιδιού ή σκορπιού. Αναφέρεται δε, πως όταν τύχαινε να χτυπηθεί Έλληνας από δηλητηριασμένο βέλος του εχθρού, έβαζαν βδέλλες στην πληγή για να ρουφήξουν το μολυσμένο αίμα.
Και αν τα δηλητηριασμένη βέλη δεν σας φαίνονται περίεργα, σίγουρα δεν θα πείτε το ίδιο για την χρήση γουρουνο-τορπιλών από τον Μέγα Αλέξανδρο και μεταγενέστερα από τους Μεγαρείς. Πιο συγκεκριμένα ο Μέγας Αλέξανδρος στην μάχη του Υδάσπη κατά του βασιλιά Πώρου το 326 π.Χ. έπρεπε να βρει έναν τρόπο να κατατροπώσει τους εχθρικούς πολεμικούς ελέφαντες που μετέφεραν στην πλάτη τους τοξότες.
Στο πρώτο στάδιο της επίθεσης, ο Αλέξανδρος συγκέντρωσε όσα χάλκινα σκεύη και αγάλματα είχαν λαφηραγωγηθεί από προηγούμενες μάχες και αφού τα πύρωνε στη φωτιά τα έριχνε με τη βοήθεια καταπέλτη στους ελέφαντες, προσπαθώντας μάλιστα να στοχεύει την ευαίσθητη προβοσκίδα τους. Μετά την καταστροφή των εχθρικών γραμμών, έριχνε στην μάχη χοίρους, οι οποίοι τρομοκρατούσαν τους ελέφαντες με τις στριγκλιές τους.
Οι Μεγαρείς μεταγενέστερα, το 270 π.Χ. όταν ήρθαν αντιμέτωποι με τον Μακεδόνα Αντίγονο τον Γονατά που επίσης χρησιμοποιούσε πολεμικούς ελέφαντες, αποφάσισαν να τελειοποιήσουν την τεχνική του Αλέξανδρου, στέλνοντας κατά των ελεφάντων ζωντανά φλεγόμενα γουρούνια τα οποία είχαν πρώτα αλείψει με λίπος. Στην αρχαία Ελλάδα όμως δεν ήταν λίγα και τα περιστατικά που οι Έλληνες κατατροπώθηκαν έμμεσα από βιοχημικά όπλα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η πανωλεθρία των Αθηναίων στην πολιορκία των Συρακουσών όπου σήμανε και το τέλος της Αθηναϊκής παντοκρατορίας.
Πιο συγκεκριμένα, το 415 - 413 π.Χ. οι Αθηναίοι κινούμενοι ενάντια στην, σύμμαχο των Σπαρτιατών, πόλη των Συρακουσών, στρατοπέδευσαν σε μια ελώδη περιοχή έξω από τα απόρθητα τείχη, με αποτέλεσμα τα στρατεύματα να αποδεκατιστούν από την ελονοσία. Ο Θουκυδίδης, ο Διόδωρος και ο Πλούταρχος αναφέρουν πως έντεχνος περιορισμός του εχθρού σε μολυσμένη περιοχή (όπως ένα έλος) ήταν μια από τις πλέον διαδεδομένες στρατηγικές, ενώ οι ίδιοι είναι που αναφέρουν πως η εγκατάσταση των Αθηναίων στο συγκεκριμένο σημείο έξω από τα τείχη ήταν μια καλά υπολογισμένη κίνηση των Συρακούσιων.
Μια ακόμα αλάνθαστη τεχνική βιολογικού πολέμου που αναφέρουν οι ιστορικοί και ακολουθήθηκε σε περιπτώσεις πολιορκίας πόλεων οχυρωμένων με τείχη, ήταν και η ρίψη με καταπέλτη πτωμάτων μολυσμένων με ασθένειες όπως ο τύφος και η πανώλη, κάτι που έφερνε την γρήγορη εξάπλωση τους ανάμεσα στους πολιορκημένους. Ακόμα μια συνήθης τακτική ήταν ο δηλητηριασμός πηγών και πηγαδιών κυρίως με την χρήση δηλητηριωδών φυτών. Αυτό το μέσο χρησιμοποιήθηκε για την εξόντωση των κατοίκων της πόλης Κίρρας κατά τον Α’ Ιερό Πόλεμο που στόχευε στον έλεγχο του μαντείου των Δελφών.
Αθηναίοι, Σικυώνιοι και Θεσσαλοί δηλητηρίασαν το πόσιμο νερό της Κίρρας με λευκό ελλέβορο, φυτό που ήταν γνωστό για τις ιαματικές αλλά και τις θανάσιμες ιδιότητες του. Αξίζει να αναφέρουμε πως υπήρχε και το κατάλληλο εγχειρίδιο με τους κανόνες επιβίωσης από τα βιοχημικά όπλα και ήταν γραμμένο από τον στρατηγό και γνώστη της τέχνης του πολέμου, Αινεία τον Τακτικό. Ο Αινείας έζησε τον 4ο π.Χ. αιώνα και ανάμεσα σε άλλα έγραψε και τα «Πολιορκητικά».
Μεταξύ άλλων προτείνει τρόπους να αντιμετωπιστούν οι χημικά ενισχυμένες φωτιές, δίνει συμβουλές για την σωστή και αποτελεσματική χρήση των πολιορκητικών μηχανών, ενώ περιγράφει με ακρίβεια τον τρόπο που μπορεί ο πολιορκημένος να διοχετεύσει έντομα μέσα στις σήραγγες που ανοίγει ο εχθρός στα τείχη του.
Στον Υπόλοιπο Κόσμο
Τα βιολογικά και χημικά όπλα όμως σε καμία περίπτωση δεν αποτέλεσαν Ελληνική πατέντα. Και στον υπόλοιπο αρχαίο κόσμο οι αναφορές για την χρήση τους είναι πολλές, ας δούμε όμως κάποιες από αυτές με την χρονολογική σειρά που συνέβησαν. Οι πρώτες αναφορές για βιοχημικές ουσίες σε περίοδο πολέμου, έρχονται από τον 16ο αιώνα π.Χ. και τους Ασσύριους οι οποίοι μόλυναν τα αποθέματα νερού των εχθρών τους χρησιμοποιώντας τον μύκητα του γένους Claviceps, τακτική που πιστεύεται ότι έχαιρε δημοφιλίας για πολλούς αιώνες.
Μεταγενέστερα, οι Σουμέριοι του 1770 π.Χ. είχαν ανακαλύψει πλήθος θανατηφόρων παθογόνων ουσιών, όπως μαρτυρούν επιγραφές σφηνοειδούς γραφής, τις οποίες χρησιμοποιούσαν με τον ίδιο τρόπο με τους Ασσύριους. Οι τελευταίοι τον 3ο π.Χ. αιώνα, κάνουν χρήση των πρώτων αμιγώς χημικών όπλων, εκτοξεύοντας στον εχθρό φλεγόμενες βόμβες από νάφθα. Κάποια χρόνια αργότερα, το 190 π.Χ. αναφέρεται η ρίψη δηλητηριωδών φιδιών ή σκορπιών στα αντίπαλα πλοία, από τον Καρχηδόνιο στρατηγό Αννίβα, στη ναυμαχία στον Ευρυμέδοντα κατά της Περγάμου.
Τα φίδια κλείνονταν σε μεγάλα καλάθια και στην συνέχεια εκτοξεύονταν με καταπέλτη. Σε μικροβιολογικό επίπεδο αξιοποιήθηκε σε ένα βαθμό η μεταδοτικότητα των μολυσματικών ασθενειών, όπως η πανώλη, με τη ρίψη μολυσμένων πτωμάτων ή ενδυμάτων στις γραμμές του εχθρού, τακτική που αναφέρεται πως ακολούθησε ο Μιθριδάτης στην πολιορκία της Κυζίκου το 74 π.Χ.. Εξίσου γρήγορη εξάπλωση επιδημίας επιτυγχανόταν και όταν φύλαγαν σε κρύπτες και ιερά κάποια θανατηφόρα μικρόβια τα οποία εξαπέλυαν σε περίπτωση ανάγκης.
Και σε λαούς εκ διαμέτρου αντίθετης κουλτούρας όμως, η χρήση μαζικών όπλων καταστροφής δεν ήταν άγνωστη με τους Μάγια, που γνώριζαν και δεν δίσταζαν να θέσουν στην υπηρεσία τους πολλά και επικίνδυνα δηλητήρια αλλά και τους πολέμαρχους στις Ινδίες που είχαν τελειοποιήσει τα όπλα από δηλητήρια ζώων. Αξίζει να αναφέρουμε πως η εξειδίκευση τους ήταν τέτοια, που ήξεραν ακριβώς ποιο φίδι ή αρθρόποδο να χρησιμοποιήσουν για να πετύχουν αργό και βασανιστικό, ή γρήγορο και αιφνίδιο θάνατο.
Οι αρχαίοι Κινέζοι, από την άλλη, είχαν εντρυφήσει στα τοξικά αέρια που παρέλυαν τον εχθρό, ενώ έφτιαχναν και κάποιες «βόμβες» αντίστοιχες με τα σημερινά «δακρυγόνα» όπου έριχναν στον αντίπαλο καυτερό κόκκινο πιπέρι σε ριζόχαρτο. Πολύ μεταγενέστερα από όλα τα παραπάνω, την εποχή του Μεσαίωνα, κατά πως φαίνεται τέτοιες τακτικές δεν είχαν εγκαταλειφθεί ακόμη, ενώ λέγεται πως η επιδημία βουβωνικής πανώλης που ξέσπασε στην Ευρώπη, ο «Μαύρος Θάνατος» όπως την αποκαλούσαν, ξεκίνησε από τον πολιορκία της Κριμαϊκής πόλης Κάφφα από τους Τατάρους το 1346 μ.Χ. κατά την οποία εκσφενδόνιζαν πτώματα με τη βοήθεια καταπελτών.
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ
(Κάντε κλικ στις φωτογραφίες για μεγέθυνση)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου