Ἔτι δ᾽ ὧν προειλόμεθα δύ᾽ ἔστιν εἰπεῖν, πότερόν ποτ᾽ ἀδικεῖ ὁ νείμας παρὰ τὴν ἀξίαν τὸ πλέον ἢ ὁ ἔχων, καὶ εἰ ἔστιν αὐτὸν αὑτὸν ἀδικεῖν. εἰ γὰρ ἐνδέχεται τὸ πρότερον λεχθὲν καὶ ὁ διανέμων ἀδικεῖ ἀλλ᾽ οὐχ ὁ ἔχων τὸ πλέον, εἴ τις πλέον αὑτοῦ ἑτέρῳ νέμει εἰδὼς καὶ ἑκών, οὗτος αὐτὸς αὑτὸν ἀδικεῖ· ὅπερ δοκοῦσιν οἱ μέτριοι ποιεῖν· ὁ γὰρ ἐπιεικὴς ἐλαττωτικός ἐστιν. ἢ οὐδὲ τοῦτο ἁπλοῦν; ἑτέρου γὰρ ἀγαθοῦ, εἰ ἔτυχεν, πλεονεκτεῖ, οἷον δόξης ἢ τοῦ ἁπλῶς καλοῦ. ἔτι λύεται κατὰ τὸν διορισμὸν τοῦ ἀδικεῖν· οὐδὲν γὰρ παρὰ τὴν αὑτοῦ πάσχει βούλησιν, ὥστε οὐκ ἀδικεῖται διά γε τοῦτο, ἀλλ᾽ εἴπερ, βλάπτεται μόνον. φανερὸν δὲ ὅτι καὶ ὁ διανέμων ἀδικεῖ, ἀλλ᾽ οὐχ ὁ τὸ πλέον ἔχων ἀεί· οὐ γὰρ ᾧ τὸ ἄδικον ὑπάρχει ἀδικεῖ, ἀλλ᾽ ᾧ τὸ ἑκόντα τοῦτο ποιεῖν· τοῦτο δ᾽ ὅθεν ἡ ἀρχὴ τῆς πράξεως, ἥ ἐστιν ἐν τῷ διανέμοντι ἀλλ᾽ οὐκ ἐν τῷ λαμβάνοντι. ἔτι ἐπεὶ πολλαχῶς τὸ ποιεῖν λέγεται, καὶ ἔστιν ὡς τὰ ἄψυχα κτείνει καὶ ἡ χεὶρ καὶ ὁ οἰκέτης ἐπιτάξαντος, οὐκ ἀδικεῖ μέν, ποιεῖ δὲ τὰ ἄδικα. ἔτι εἰ μὲν ἀγνοῶν ἔκρινεν, οὐκ ἀδικεῖ κατὰ τὸ νομικὸν δίκαιον οὐδ᾽ ἄδικος ἡ κρίσις ἐστίν, ἔστι δ᾽ ὡς ἄδικος· ἕτερον γὰρ τὸ νομικὸν δίκαιον καὶ τὸ πρῶτον· εἰ δὲ γινώσκων ἔκρινεν
[1137a] ἀδίκως, πλεονεκτεῖ καὶ αὐτὸς ἢ χάριτος ἢ τιμωρίας. ὥσπερ οὖν κἂν εἴ τις μερίσαιτο τοῦ ἀδικήματος, καὶ ὁ διὰ ταῦτα κρίνας ἀδίκως πλέον ἔχει· καὶ γὰρ ἐπ᾽ ἐκείνῳ τὸν ἀγρὸν κρίνας οὐκ ἀγρὸν ἀλλ᾽ ἀργύριον ἔλαβεν.
Οἱ δ᾽ ἄνθρωποι ἐφ᾽ ἑαυτοῖς οἴονται εἶναι τὸ ἀδικεῖν· διὸ καὶ τὸ δίκαιον εἶναι ῥᾴδιον. τὸ δ᾽ οὐκ ἔστιν· συγγενέσθαι μὲν γὰρ τῇ τοῦ γείτονος καὶ πατάξαι τὸν πλησίον καὶ δοῦναι τῇ χειρὶ τὸ ἀργύριον ῥᾴδιον καὶ ἐπ᾽ αὐτοῖς, ἀλλὰ τὸ ὡδὶ ἔχοντας ταῦτα ποιεῖν οὔτε ῥᾴδιον οὔτ᾽ ἐπ᾽ αὐτοῖς. ὁμοίως δὲ καὶ τὸ γνῶναι τὰ δίκαια καὶ τὰ ἄδικα οὐδὲν οἴονται σοφὸν εἶναι, ὅτι περὶ ὧν οἱ νόμοι λέγουσιν οὐ χαλεπὸν συνιέναι (ἀλλ᾽ οὐ ταῦτ᾽ ἐστὶ τὰ δίκαια ἀλλ᾽ ἢ κατὰ συμβεβηκός)· ἀλλὰ πῶς πραττόμενα καὶ πῶς νεμόμενα δίκαια, τοῦτο δὴ πλέον ἔργον ἢ τὰ ὑγιεινὰ εἰδέναι· ἐπεὶ κἀκεῖ μέλι καὶ οἶνον καὶ ἐλλέβορον καὶ καῦσιν καὶ τομὴν εἰδέναι ῥᾴδιον, ἀλλὰ πῶς δεῖ νεῖμαι πρὸς ὑγίειαν καὶ τίνι καὶ πότε, τοσοῦτον ἔργον ὅσον ἰατρὸν εἶναι. δι᾽ αὐτὸ δὲ τοῦτο καὶ τοῦ δικαίου οἴονται εἶναι οὐδὲν ἧττον τὸ ἀδικεῖν, ὅτι οὐχ ἧττον ὁ δίκαιος ἀλλὰ καὶ μᾶλλον δύναιτ᾽ ἂν ἕκαστον πρᾶξαι τούτων· καὶ γὰρ συγγενέσθαι γυναικὶ καὶ πατάξαι· καὶ ὁ ἀνδρεῖος τὴν ἀσπίδα ἀφεῖναι καὶ στραφεὶς ἐφ᾽ ὁποτεραοῦν τρέχειν. ἀλλὰ τὸ δειλαίνειν καὶ ἀδικεῖν οὐ τὸ ταῦτα ποιεῖν ἐστί, πλὴν κατὰ συμβεβηκός, ἀλλὰ τὸ ὡδὶ ἔχοντα ταῦτα ποιεῖν, ὥσπερ καὶ τὸ ἰατρεύειν καὶ τὸ ὑγιάζειν οὐ τὸ τέμνειν ἢ μὴ τέμνειν ἢ φαρμακεύειν ἢ μὴ φαρμακεύειν ἐστίν, ἀλλὰ τὸ ὡδί. ἔστι δὲ τὰ δίκαια ἐν τούτοις οἷς μέτεστι τῶν ἁπλῶς ἀγαθῶν, ἔχουσι δ᾽ ὑπερβολὴν ἐν τούτοις καὶ ἔλλειψιν· τοῖς μὲν γὰρ οὐκ ἔστιν ὑπερβολὴ αὐτῶν, οἷον ἴσως τοῖς θεοῖς, τοῖς δ᾽ οὐδὲν μόριον ὠφέλιμον, τοῖς ἀνιάτως κακοῖς, ἀλλὰ πάντα βλάπτει, τοῖς δὲ μέχρι τοῦ· διὰ τοῦτ᾽ ἀνθρώπινόν ἐστιν.
***
Από τα θέματα για τα οποία εκφράσαμε την πρόθεσή μας να μιλήσουμε, μένουν για εξέταση δύο ακόμη· α) Ποιός από τους δύο αδικεί: αυτός που κατά τη διανομή δίνει στον άλλον —παρόλο ότι δεν το αξίζει— το μεγαλύτερο μερίδιο, ή μήπως αυτός που δέχεται το μερίδιο αυτό; β) Είναι δυνατό να αδικήσει κανείς τον ίδιο τον εαυτό του; Γιατί, αν ισχύει το πρώτο ενδεχόμενο από αυτά που περιλαμβάνονται στο πρώτο ερώτημα και αδικεί αυτός που δίνει κατά τη διανομή το μεγαλύτερο μερίδιο και όχι αυτός που το δέχεται, τότε, αν δίνει κανείς στον άλλον μεγαλύτερο μερίδιο από ό,τι στον εαυτό του και αυτό το κάνει εν γνώσει του και με τη θέλησή του, αυτός αδικεί ο ίδιος τον εαυτό του, και αυτό το κάνουν, ως γνωστόν, οι μετρημένοι άνθρωποι· γιατί ο καλός και σωστός άνθρωπος έχει την τάση να κρατάει για τον εαυτό του τα λιγότερα. Ή μήπως δεν είναι ούτε αυτό απόλυτα αληθινό; Γιατί μπορεί, αν το φέρει η περίσταση, να κρατήσει για τον εαυτό του το μεγαλύτερο μερίδιο από κάποιο άλλο αγαθό, από τη δόξα π.χ. ή από το γενικά ωραίο και καλό. Ο ορισμός, επίσης, που δώσαμε για το «αδικώ» βοηθάει και αυτός στο να λυθεί η δυσκολία· δεν παθαίνει, πράγματι, ο άνθρωπος αυτός τίποτε αντίθετο προς τη θέλησή του, και άρα δεν αδικείται εξαιτίας αυτής της πράξης του· το πολύ πολύ βλάπτεται μόνο.
Είναι επίσης φανερό ότι αδικεί αυτός που κάνει τη διανομή, και όχι πάντοτε αυτός που αποδέχεται το μεγαλύτερο μερίδιο· γιατί δεν αδικεί αυτός που έχει τυχόν κάνει μια άδικη πράξη, αλλά αυτός που την κάνει με τη θέλησή του, αυτός δηλαδή στον οποίο η πράξη έχει την αρχή της — στην περίπτωσή μας αυτός που κάνει τη διανομή, όχι ο αποδέκτης. Επίσης: Δεδομένου ότι η λέξη «κάνω» λέγεται με πολλές σημασίες και είναι, κατά κάποιον τρόπο, δυνατό να πούμε ότι και τα άψυχα πράγματα σκοτώνουν, όπως επίσης ένα χέρι ή ένας δούλος που ενεργεί σύμφωνα με την εντολή του αφεντικού του, τότε και ο άνθρωπος για τον οποίο μιλούμε δεν αδικεί, έστω και αν κάνει πράγματα που είναι άδικα.
Επίσης: Αν έκρινε ενώ βρισκόταν σε κατάσταση άγνοιας, δεν αδικεί κατά το νομικό δίκαιο, ούτε είναι άδικη κατά το νομικό δίκαιο η κρίση του, και όμως με ένα άλλο νόημα είναι άδικη· γιατί το νομικό δίκαιο και το πρωταρχικό δίκαιο είναι δύο διαφορετικά πράγματα· αν όμως έκρινε άδικα εν γνώσει του,
[1137a] διεκδικεί και ο ίδιος για τον εαυτό του ένα μεγάλο μερίδιο ευγνωμοσύνης ή εκδίκησης. Είναι λοιπόν σαν να μοιράζεται κανείς με τον κερδισμένο το προϊόν της άδικης πράξης, και αυτός που για τέτοιους λόγους πήρε μιαν άδικη απόφαση διασφαλίζει το δικό του συμφέρον· και είναι το ίδιο, αν έχοντας με την απόφαση του παραχωρήσει σ᾽ εκείνον ένα χωράφι, δεν παίρνει ο ίδιος χωράφι αλλά χρήματα.
Οι άνθρωποι, τώρα, πιστεύουν ότι το να αδικούν είναι κάτι που εξαρτάται από τους ίδιους, και ότι, γι᾽ αυτό, το να είναι δίκαιοι είναι εύκολο πράγμα. Το πράγμα δεν είναι όμως έτσι· γιατί το να συνευρεθούν με τη γυναίκα του γείτονα είναι εύκολο πράγμα και, σίγουρα, κάτι που εξαρτάται από αυτούς, όπως και το να χτυπήσουν τον διπλανό τους ή να βάλουν στο χέρι κάποιου χρήματα· το να κάνουν όμως τα πράγματα αυτά ως αποτέλεσμα ενός συγκεκριμένου χαρακτήρα, ούτε εύκολο πράγμα είναι ούτε και κάτι που εξαρτάται από αυτούς. Παρόμοια πιστεύουν ότι δεν είναι καμιά ιδιαίτερη σοφία το να ξέρουν τί είναι δίκαιο και τί είναι άδικο: δεν είναι δα δύσκολο πράγμα να καταλάβουν τα πράγματα για τα οποία μιλούν οι νόμοι! Μόνο που τα δίκαια δεν είναι αυτά, παρά μόνο κατά σύμπτωση. Το πώς πρέπει να ενεργεί κανείς, το πώς πρέπει να κάνει τις διανομές για να ενεργεί δίκαια, αυτό είναι πιο δύσκολο από το να ξέρει τί κάνει καλό στην υγεία· γιατί και εκεί το να ξέρει κανείς για το μέλι, για το κρασί, για τον ελλέβορο, για τον καυτηριασμό ή για την τομή είναι εύκολο πράγμα, το να ξέρει όμως πώς πρέπει να χρησιμοποιούνται όλα αυτά, σε ποιόν και πότε, για να είναι ωφέλιμα στην υγεία, αυτό είναι τόσο δύσκολο πράγμα όσο και το να είναι κανείς γιατρός. Από την ίδια γνώμη ξεκινώντας πιστεύουν ότι και ο δίκαιος άνθρωπος μπορεί να κάνει άλλο τόσο άδικες πράξεις, γιατί και αυτός μπορεί, λένε, όχι λιγότερο, ίσα ίσα και περισσότερο, να κάνει καθεμιά από τις πράξεις αυτές: να συνευρεθεί με μια γυναίκα ή να χτυπήσει κάποιον· το ίδιο και ο ανδρείος: να πετάξει την ασπίδα του ή να στρέψει τα νώτα του και να τρέχει προς τα εδώ ή προς τα εκεί. Μόνο που «είναι κανείς δειλός» ή «είναι κανείς άδικος» δεν θα πει «κάνει αυτές τις πράξεις» (αυτές οι πράξεις γίνονται και κατά σύμπτωση), αλλά «κάνει αυτές τις πράξεις ως αποτέλεσμα ενός συγκεκριμένου χαρακτήρα» — ακριβώς όπως «ασκώ το ιατρικό επάγγελμα» ή «γιατρεύω» δεν θα πει «κάνω ή δεν κάνω τομές», «ορίζω ή δεν ορίζω φάρμακα», αλλά «τα κάνω όλα αυτά με έναν ορισμένο τρόπο».
Αρχές και πράξεις δικαιοσύνης βρίσκουμε σε ανθρώπους οι οποίοι έχουν μετοχή σε πράγματα καθεαυτά καλά και οι οποίοι μπορούν να παρουσιάζουν ως προς αυτά υπερβολή ή έλλειψη· γιατί σε κάποιους (ίσως, επιπαραδείγματι, στους θεούς) δεν μπορεί να υπάρχει υπερβολή ως προς αυτά, ενώ για άλλους και η παραμικρότερη ποσότητα από αυτά δεν είναι χρήσιμη και ωφέλιμη (είναι η περίπτωση των αθεράπευτα κακών): γι᾽ αυτούς όλα αυτού του είδους τα αγαθά είναι βλαβερά· για κάποιους άλλους, τέλος, είναι χρήσιμα και ωφέλιμα με τον όρο να μη ξεπερνούν κάποιο όριο. Και είναι αυτός ο λόγος που οι αρχές και οι πράξεις δικαιοσύνης είναι, στην πραγματικότητα, κάτι το ανθρώπινο.
[1137a] ἀδίκως, πλεονεκτεῖ καὶ αὐτὸς ἢ χάριτος ἢ τιμωρίας. ὥσπερ οὖν κἂν εἴ τις μερίσαιτο τοῦ ἀδικήματος, καὶ ὁ διὰ ταῦτα κρίνας ἀδίκως πλέον ἔχει· καὶ γὰρ ἐπ᾽ ἐκείνῳ τὸν ἀγρὸν κρίνας οὐκ ἀγρὸν ἀλλ᾽ ἀργύριον ἔλαβεν.
Οἱ δ᾽ ἄνθρωποι ἐφ᾽ ἑαυτοῖς οἴονται εἶναι τὸ ἀδικεῖν· διὸ καὶ τὸ δίκαιον εἶναι ῥᾴδιον. τὸ δ᾽ οὐκ ἔστιν· συγγενέσθαι μὲν γὰρ τῇ τοῦ γείτονος καὶ πατάξαι τὸν πλησίον καὶ δοῦναι τῇ χειρὶ τὸ ἀργύριον ῥᾴδιον καὶ ἐπ᾽ αὐτοῖς, ἀλλὰ τὸ ὡδὶ ἔχοντας ταῦτα ποιεῖν οὔτε ῥᾴδιον οὔτ᾽ ἐπ᾽ αὐτοῖς. ὁμοίως δὲ καὶ τὸ γνῶναι τὰ δίκαια καὶ τὰ ἄδικα οὐδὲν οἴονται σοφὸν εἶναι, ὅτι περὶ ὧν οἱ νόμοι λέγουσιν οὐ χαλεπὸν συνιέναι (ἀλλ᾽ οὐ ταῦτ᾽ ἐστὶ τὰ δίκαια ἀλλ᾽ ἢ κατὰ συμβεβηκός)· ἀλλὰ πῶς πραττόμενα καὶ πῶς νεμόμενα δίκαια, τοῦτο δὴ πλέον ἔργον ἢ τὰ ὑγιεινὰ εἰδέναι· ἐπεὶ κἀκεῖ μέλι καὶ οἶνον καὶ ἐλλέβορον καὶ καῦσιν καὶ τομὴν εἰδέναι ῥᾴδιον, ἀλλὰ πῶς δεῖ νεῖμαι πρὸς ὑγίειαν καὶ τίνι καὶ πότε, τοσοῦτον ἔργον ὅσον ἰατρὸν εἶναι. δι᾽ αὐτὸ δὲ τοῦτο καὶ τοῦ δικαίου οἴονται εἶναι οὐδὲν ἧττον τὸ ἀδικεῖν, ὅτι οὐχ ἧττον ὁ δίκαιος ἀλλὰ καὶ μᾶλλον δύναιτ᾽ ἂν ἕκαστον πρᾶξαι τούτων· καὶ γὰρ συγγενέσθαι γυναικὶ καὶ πατάξαι· καὶ ὁ ἀνδρεῖος τὴν ἀσπίδα ἀφεῖναι καὶ στραφεὶς ἐφ᾽ ὁποτεραοῦν τρέχειν. ἀλλὰ τὸ δειλαίνειν καὶ ἀδικεῖν οὐ τὸ ταῦτα ποιεῖν ἐστί, πλὴν κατὰ συμβεβηκός, ἀλλὰ τὸ ὡδὶ ἔχοντα ταῦτα ποιεῖν, ὥσπερ καὶ τὸ ἰατρεύειν καὶ τὸ ὑγιάζειν οὐ τὸ τέμνειν ἢ μὴ τέμνειν ἢ φαρμακεύειν ἢ μὴ φαρμακεύειν ἐστίν, ἀλλὰ τὸ ὡδί. ἔστι δὲ τὰ δίκαια ἐν τούτοις οἷς μέτεστι τῶν ἁπλῶς ἀγαθῶν, ἔχουσι δ᾽ ὑπερβολὴν ἐν τούτοις καὶ ἔλλειψιν· τοῖς μὲν γὰρ οὐκ ἔστιν ὑπερβολὴ αὐτῶν, οἷον ἴσως τοῖς θεοῖς, τοῖς δ᾽ οὐδὲν μόριον ὠφέλιμον, τοῖς ἀνιάτως κακοῖς, ἀλλὰ πάντα βλάπτει, τοῖς δὲ μέχρι τοῦ· διὰ τοῦτ᾽ ἀνθρώπινόν ἐστιν.
***
Από τα θέματα για τα οποία εκφράσαμε την πρόθεσή μας να μιλήσουμε, μένουν για εξέταση δύο ακόμη· α) Ποιός από τους δύο αδικεί: αυτός που κατά τη διανομή δίνει στον άλλον —παρόλο ότι δεν το αξίζει— το μεγαλύτερο μερίδιο, ή μήπως αυτός που δέχεται το μερίδιο αυτό; β) Είναι δυνατό να αδικήσει κανείς τον ίδιο τον εαυτό του; Γιατί, αν ισχύει το πρώτο ενδεχόμενο από αυτά που περιλαμβάνονται στο πρώτο ερώτημα και αδικεί αυτός που δίνει κατά τη διανομή το μεγαλύτερο μερίδιο και όχι αυτός που το δέχεται, τότε, αν δίνει κανείς στον άλλον μεγαλύτερο μερίδιο από ό,τι στον εαυτό του και αυτό το κάνει εν γνώσει του και με τη θέλησή του, αυτός αδικεί ο ίδιος τον εαυτό του, και αυτό το κάνουν, ως γνωστόν, οι μετρημένοι άνθρωποι· γιατί ο καλός και σωστός άνθρωπος έχει την τάση να κρατάει για τον εαυτό του τα λιγότερα. Ή μήπως δεν είναι ούτε αυτό απόλυτα αληθινό; Γιατί μπορεί, αν το φέρει η περίσταση, να κρατήσει για τον εαυτό του το μεγαλύτερο μερίδιο από κάποιο άλλο αγαθό, από τη δόξα π.χ. ή από το γενικά ωραίο και καλό. Ο ορισμός, επίσης, που δώσαμε για το «αδικώ» βοηθάει και αυτός στο να λυθεί η δυσκολία· δεν παθαίνει, πράγματι, ο άνθρωπος αυτός τίποτε αντίθετο προς τη θέλησή του, και άρα δεν αδικείται εξαιτίας αυτής της πράξης του· το πολύ πολύ βλάπτεται μόνο.
Είναι επίσης φανερό ότι αδικεί αυτός που κάνει τη διανομή, και όχι πάντοτε αυτός που αποδέχεται το μεγαλύτερο μερίδιο· γιατί δεν αδικεί αυτός που έχει τυχόν κάνει μια άδικη πράξη, αλλά αυτός που την κάνει με τη θέλησή του, αυτός δηλαδή στον οποίο η πράξη έχει την αρχή της — στην περίπτωσή μας αυτός που κάνει τη διανομή, όχι ο αποδέκτης. Επίσης: Δεδομένου ότι η λέξη «κάνω» λέγεται με πολλές σημασίες και είναι, κατά κάποιον τρόπο, δυνατό να πούμε ότι και τα άψυχα πράγματα σκοτώνουν, όπως επίσης ένα χέρι ή ένας δούλος που ενεργεί σύμφωνα με την εντολή του αφεντικού του, τότε και ο άνθρωπος για τον οποίο μιλούμε δεν αδικεί, έστω και αν κάνει πράγματα που είναι άδικα.
Επίσης: Αν έκρινε ενώ βρισκόταν σε κατάσταση άγνοιας, δεν αδικεί κατά το νομικό δίκαιο, ούτε είναι άδικη κατά το νομικό δίκαιο η κρίση του, και όμως με ένα άλλο νόημα είναι άδικη· γιατί το νομικό δίκαιο και το πρωταρχικό δίκαιο είναι δύο διαφορετικά πράγματα· αν όμως έκρινε άδικα εν γνώσει του,
[1137a] διεκδικεί και ο ίδιος για τον εαυτό του ένα μεγάλο μερίδιο ευγνωμοσύνης ή εκδίκησης. Είναι λοιπόν σαν να μοιράζεται κανείς με τον κερδισμένο το προϊόν της άδικης πράξης, και αυτός που για τέτοιους λόγους πήρε μιαν άδικη απόφαση διασφαλίζει το δικό του συμφέρον· και είναι το ίδιο, αν έχοντας με την απόφαση του παραχωρήσει σ᾽ εκείνον ένα χωράφι, δεν παίρνει ο ίδιος χωράφι αλλά χρήματα.
Οι άνθρωποι, τώρα, πιστεύουν ότι το να αδικούν είναι κάτι που εξαρτάται από τους ίδιους, και ότι, γι᾽ αυτό, το να είναι δίκαιοι είναι εύκολο πράγμα. Το πράγμα δεν είναι όμως έτσι· γιατί το να συνευρεθούν με τη γυναίκα του γείτονα είναι εύκολο πράγμα και, σίγουρα, κάτι που εξαρτάται από αυτούς, όπως και το να χτυπήσουν τον διπλανό τους ή να βάλουν στο χέρι κάποιου χρήματα· το να κάνουν όμως τα πράγματα αυτά ως αποτέλεσμα ενός συγκεκριμένου χαρακτήρα, ούτε εύκολο πράγμα είναι ούτε και κάτι που εξαρτάται από αυτούς. Παρόμοια πιστεύουν ότι δεν είναι καμιά ιδιαίτερη σοφία το να ξέρουν τί είναι δίκαιο και τί είναι άδικο: δεν είναι δα δύσκολο πράγμα να καταλάβουν τα πράγματα για τα οποία μιλούν οι νόμοι! Μόνο που τα δίκαια δεν είναι αυτά, παρά μόνο κατά σύμπτωση. Το πώς πρέπει να ενεργεί κανείς, το πώς πρέπει να κάνει τις διανομές για να ενεργεί δίκαια, αυτό είναι πιο δύσκολο από το να ξέρει τί κάνει καλό στην υγεία· γιατί και εκεί το να ξέρει κανείς για το μέλι, για το κρασί, για τον ελλέβορο, για τον καυτηριασμό ή για την τομή είναι εύκολο πράγμα, το να ξέρει όμως πώς πρέπει να χρησιμοποιούνται όλα αυτά, σε ποιόν και πότε, για να είναι ωφέλιμα στην υγεία, αυτό είναι τόσο δύσκολο πράγμα όσο και το να είναι κανείς γιατρός. Από την ίδια γνώμη ξεκινώντας πιστεύουν ότι και ο δίκαιος άνθρωπος μπορεί να κάνει άλλο τόσο άδικες πράξεις, γιατί και αυτός μπορεί, λένε, όχι λιγότερο, ίσα ίσα και περισσότερο, να κάνει καθεμιά από τις πράξεις αυτές: να συνευρεθεί με μια γυναίκα ή να χτυπήσει κάποιον· το ίδιο και ο ανδρείος: να πετάξει την ασπίδα του ή να στρέψει τα νώτα του και να τρέχει προς τα εδώ ή προς τα εκεί. Μόνο που «είναι κανείς δειλός» ή «είναι κανείς άδικος» δεν θα πει «κάνει αυτές τις πράξεις» (αυτές οι πράξεις γίνονται και κατά σύμπτωση), αλλά «κάνει αυτές τις πράξεις ως αποτέλεσμα ενός συγκεκριμένου χαρακτήρα» — ακριβώς όπως «ασκώ το ιατρικό επάγγελμα» ή «γιατρεύω» δεν θα πει «κάνω ή δεν κάνω τομές», «ορίζω ή δεν ορίζω φάρμακα», αλλά «τα κάνω όλα αυτά με έναν ορισμένο τρόπο».
Αρχές και πράξεις δικαιοσύνης βρίσκουμε σε ανθρώπους οι οποίοι έχουν μετοχή σε πράγματα καθεαυτά καλά και οι οποίοι μπορούν να παρουσιάζουν ως προς αυτά υπερβολή ή έλλειψη· γιατί σε κάποιους (ίσως, επιπαραδείγματι, στους θεούς) δεν μπορεί να υπάρχει υπερβολή ως προς αυτά, ενώ για άλλους και η παραμικρότερη ποσότητα από αυτά δεν είναι χρήσιμη και ωφέλιμη (είναι η περίπτωση των αθεράπευτα κακών): γι᾽ αυτούς όλα αυτού του είδους τα αγαθά είναι βλαβερά· για κάποιους άλλους, τέλος, είναι χρήσιμα και ωφέλιμα με τον όρο να μη ξεπερνούν κάποιο όριο. Και είναι αυτός ο λόγος που οι αρχές και οι πράξεις δικαιοσύνης είναι, στην πραγματικότητα, κάτι το ανθρώπινο.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου