Στην ελληνική αρχαιότητα εννοούσαν την αιδώ ως προσωποποιημένη θεότητα, αλλά και ως συναίσθημα, προσωποποίηση της συστολής και της ντροπής. Η αιδώς είναι για τους αρχαίους μια έννοια σύνθετη, της οποίας το σημασιολογικό περιεχόμενο δεν μπορεί να αποδοθεί στα νέα ελληνικά με μια λέξη, είναι η ηθικότητα, η ηθική συνείδηση, ο σεβασμός στους άγραφους νόμους, το φιλότιμο, ο αυτοσεβασμός.
Γενικά εκφράζει το συναίσθημα της ντροπής την οποία νιώθει ο άνθρωπος για κάθε πράξη του που αντιβαίνει στον καθιερωμένο ηθικό κώδικα του κοινωνικού του περιβάλλοντος. Αυτή η ντροπή πλησιάζει περισσότερο προς την έννοια του σεβασμού και της σεμνότητας και δεν έχει σχέση με τις ενοχές και τις τύψεις.
Η θετική ανταπόκριση στις κρίσεις των άλλων εκφράζεται με τη λέξη αιδώς, στην οποία αντιστοιχεί η νεοελληνική ντροπή, ενώ η πράξη που απορρέει από την αιδώ δηλώνεται με το ρήμα αἰδέομαι: «ντρέπομαι, τιμώ κάποιον, τον σέβομαι ευλαβούμαι, δείχνω θρησκευτικό σεβασμό για θεούς, τάφους, όρκους, νεκρούς για ασθενείς ομάδες πληθυσμού, νεαρές παρθένες, γέροντες, ικέτες» ή κατά μία άλλη ερμηνεία προέρχεται από το ρήμα «αίθω», «καίω», είναι δηλαδή μια εσωτερική φλόγα που κάποτε φανερώνεται και στο πρόσωπο σαν κοκκίνισμα.
Η αιδώς έχει αποτρεπτικό κατά βάση χαρακτήρα. Ωστόσο, η λειτουργία της αιδούς δεν είναι μόνο αποτρεπτική αλλά και έμμεσα προτρεπτική, υποδεικνύοντας την εκτέλεση μιας εναλλακτικής πράξης που είναι κοινωνικά αποδεκτή.
Κατά τον Αριστοτέλη η αιδώς δεν ανήκει στις αρετές, αλλά στα πάθη. Η Αρετή κατ’ αυτόν, είναι ενεργητική ιδιότης της ψυχής. Η Αιδώς όμως είναι παθητική διάθεση της ψυχής, αξία επαίνου, κατέχει θέση ντροπαλότητας, όταν ο άνθρωπος τρέμει μη παρεξηγηθεί και ο Πλάτωνας στο έργο του αναφέρει δύο σχετικούς με την αιδώ μύθους. Στον Πρωταγόρα αναφέρει ότι ο Ζευς, όταν θέλησε να προλάβει την εξόντωση του ανθρωπίνου γένους, η οποία επέκειτο να γίνει, έστειλε τον Ερμή να εμφυτεύσει στις ψυχές των ανθρώπων την Αιδώ και την Δίκη. Στους Νόμους γράφει, πως ο Κρόνος κατά την περίοδο του χρυσού γένους των ανθρώπων έβαλε επόπτες των ανθρώπων τους Δαίμονες, για να εξασφαλίσει την «ειρήνη, αιδώ, ευνομίαν κι αφθονίαν δίκης».
Η Αιδώς λατρευόταν σ’ ολόκληρο τον ελληνικό κόσμο.
Στον Όμηρο και τον Ησίοδο παρουσιάζεται ως Θεότητα. Ήταν μια από τις Ώρες και μητέρα της ήταν η Θέμις και αδερφές της η Ευνομία, η Δίκη, η Ειρήνη και η Νέμεση. Ήταν μητέρα της Σωφροσύνης, τροφός της Αθηνάς και σύνεδρος του Δία.
Στην Αθήνα, στην αγορά της Ακρόπολης, υπήρχε βωμός της και έξω από τη Σπάρτη βρισκόταν το άγαλμά της. Σύμφωνα με τη μυθολογία το έστησε εκεί ο Ικάριος, ο πατέρας της Πηνελόπης, γιατί η κόρη του σκέπασε σ’ εκείνο το σημείο το πρόσωπό της από ντροπή, επειδή προτίμησε να φύγει από κοντά του, ακολουθώντας τον άνδρα της Οδυσσέα. Μετά τον γάμο του ζεύγους, ο Ικάριος ικέτευε την κόρη του να μείνει με τον άντρα της στη Σπάρτη, αλλά ο τελευταίος της ζήτησε να διαλέξει ανάμεσα στον πατέρα της και σε εκείνον, που θα έφευγε για την Ιθάκη. Η αιδώς ήταν η προσωποποίηση του αισθήματος που ένιωσε η Πηνελόπη.
Η έκφραση αυτή εντοπίζεται σε παραινετικά κυρίως συμφραζόμενα της Ιλιάδας και διατυπώνεται με σκοπό να δημιουργήσει στους πολεμιστές το αίσθημα ότι θα μπορούσαν να στιγματιστούν δημόσια, αν υποχωρήσουν και δεν παραμείνουν πολεμώντας στο πεδίο της μάχης. Επειδή οι ήρωες είναι πάνω απ᾽ όλα άνθρωποι, που προτιμούν τα αγαθά της ειρήνης από τον πόλεμο, χρειάζονται στις κρίσιμες στιγμές την αιδώ, ώστε να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της μάχιμης περίστασης.
Στην Ιλιάδα του Ομήρου συναντούμε τους ήρωες και των δύο στρατοπέδων, να κυριαρχείται η όλη τους μέριμνα από την αποφυγή της Ντροπής, να μην πράξουν κάτι για το οποίο θα ντρέπονται. «Γιατί τους κρατούσε η ντροπή και ο φόβος και φωνάζοντας ψύχωναν ο ένας τον άλλο, και προ παντός ο Νέστωρ ο Γερήνιος πάλι, ο φύλακας των Αχαιών… είπε: Φίλοι μου, φανείτε γενναίοι και ντραπείτε τους άλλους» (Ιλιάδα Ραψ. Ο. 657).
Σε άλλο σημείο της Ιλιάδας (Θ’ 146) ο Νέστωρ υποδεικνύει στον Διομήδη ν’ αποφύγει εκείνη τη στιγμή τον Έκτορα, γιατί όλα έδειχναν την θεϊκή υποστήριξη προς αυτόν και ο γενναίος Διομήδης μόνο στην ιδέα να χαρακτηρισθεί δειλός, τον λούζει ο κρύος ιδρώτας της Αιδούς! [Καλύτερα να με σκεπάσει η γη παρά να δώσω το δικαίωμα στον Έκτορα να πει πως τον φοβήθηκα κι έφυγα].
Έτσι, στην όγδοη ραψωδία της Ιλιάδας, καθώς οι Τρώες έχουν εισορμήσει απειλητικά στο στρατόπεδο των πανικοβλημένων Αχαιών και ο Έκτορας απειλεί να κάψει τα καράβια τους, ο Αγαμέμνονας επιχειρεί να αναπτερώσει το ηθικό των στρατιωτών του επικρίνοντάς τους (Θ 228-235): Αιδώς Αργείοι, ρεζίληδες, ομορφονιοί! Πού πήγαν οι καυχησιές σας, όταν λέγαμε πως είμαστε πολύ γενναίοι, αυτές που διαλαλούσατε στη Λήμνο, καυχησιάρηδες, την ώρα που τρώγατε κρέατα πολλά βοδιών που έχουν κέρατα ολόρθα, και πίνατε κρατήρες γεμάτους ως επάνω από κρασί, πως ο καθένας σας στον πόλεμο θα σταθεί αντίκρυ σε εκατό και διακόσιους Τρώες. Τώρα δεν μπορούμε να τα βάλουμε ούτε με έναν, τον Έκτορα, που γρήγορα θα κάψει τα καράβια μας με καυτερή φωτιά.
Ο Αίας ο Τελαμώνιος απευθυνόμενος στους Αχαιούς λέει: «Αγαπητοί μου, φανείτε άνδρες και βάλτε την ντροπή μέσα σας, κι ας ντρέπεστε ο ένας τον άλλον στις σκληρές μάχες. Και μεταξύ των ανδρών που νοιώθουν ντροπή, οι περισσότεροι είναι ζωντανοί παρά σκοτωμένοι, όταν όμως φεύγουν, ούτε δόξα ξεφυτρώνει γι’ αυτούς ούτε καμία προστασία».
Το αντίο του Έκτορα στην Ανδρομάχη
“Στην Ιλιάδα η Ανδρομάχη εμφανίζεται ψηλή, μελαχρινή, αυστηρή, τρυφερή μητέρα. Ιδιαίτερη συγκίνηση προκαλεί η συναντησή της με τον άνδρα της, παρουσία του παιδιού τους, καθώς ο αναγνώστης – ακροατής της ραψωδίας Ζ ξέρει ότι είναι η τελευταία φορά που το ζευγάρι και το παιδί συναντιούνται: ο Έκτορας θα πεθάνει σε λίγο, με την άλωση της Τροίας θα πεθάνει και ο τελευταίος γόνος της βασιλικής οικογένειας, ενώ στην Ανδρομάχη επιφυλάσσεται η τύχη που προλέγει ο Έκτορας στη συναντησή τους: θα γίνει σκλάβα και θα κάνει τις δουλειές που αρμόζουν σε μια σκλάβα προκαλώντας τη χλεύη ή τον οίκτο ή τον φθόνο.
Η μορφή της Ανδρομάχης ενέπνευσε δραματουργικά τον Ευριπίδη στις Τρωάδες (415 π.κ.ε.) και στην ομώνυμη τραγωδία (426 π.κ.ε.). Στην πρώτη και καθώς στην αθηναϊκή κοινωνία η θέση και η αποστολή της γυναίκας ήταν σημαντικό ζήτημα, εμφανίζεται σαν το πρότυπο της γυναίκας της αθηναϊκής δημοκρατίας, σε αντίθεση με τη Φαίδρα στην τραγωδία Ιππόλυτος (428 π.κ.ε.) πάλι του ίδιου ποιητή.
Στην Ανδρομάχη, φαίνεται ότι ο Ευριπίδης αξιοποίησε την προφητική ρήση του Έκτορα για την τύχη της γυναίκας του μετά την άλωση της Τροίας. Και στις δύο τραγωδίες η Ανδρομάχη εμφανίζεται ως η μάνα που κινδυνεύει να χάσει το παιδί της ή το χάνει. Και δεν είναι, βέβαια, τυχαίο ότι στην Ανδρομάχη, σε μια τραγωδία που γράφεται κοντά στην αρχή του Πελοποννησιακού πολέμου, το παιδί της σώζεται, το ίδιο και η ίδια που δικαιώνεται· αντίθετα, στις Τρωάδες, τραγωδία γραμμένη στην καρδιά του πολέμου μεταξύ Ελλήνων, είναι η μάνα που χωρίς επιστροφή και ελπίδα χάνει το παιδί της και η ίδια σέρνεται στη σκλαβιά”.
Ο πόλεμος ο Τρωικός ως αιτία είχε και αφορμή την Αιδώ όλων των Αχαιών λόγω της προσβλητικής συμπεριφοράς του Τρώα πρίγκηπα Πάρη. Στην έκτη ραψωδία της Ιλιάδας ο Έκτορας, υποκινούμενος από το αίσθημα της αιδούς, αρνείται να υπακούσει στις φρόνιμες συμβουλές της γυναίκας του Ανδρομάχης, που τον προτρέπει (Ζ 407-439), στο όνομα του παιδιού τους και της συζυγικής τους σχέσης, να μην αντιμετωπίσει τους Αχαιούς και τον Αχιλλέα έξω από τα τείχη της Τροίας αλλά μέσα, πάνω στις επάλξεις του κάστρου μαζί με τους συμπολεμιστές του.
Όμως, για τον Έκτορα η υπεράσπιση της πόλης του σημαίνει να θυσιαστεί πολεμώντας γενναία στην εμπροσθοφυλακή της μάχης, έξω από τα τείχη της Τροίας, γιατί μόνον έτσι θα κερδίσει μεγάλη δόξα. Όμως ο Έκτορας κατανοώντας τον πόνο της γυναίκας του υποστηρίζει κατ’ αρχάς ότι το συναίσθημα της αιδούς απέναντι στον λαό του, ο οποίος θα μπορούσε να τον θεωρήσει δειλό (κακόν) τον υποχρεώνει να μην υπακούσει στα λόγια της. Όλα τ᾽ άλλα, λέει στη γυναίκα του, είναι για τους κακούς (Ζ 441-446): “Κι εγώ, γυναίκα, τα συλλογίζομαι όλα τούτα, μα ντρέπομαι [αἰδέομαι] φοβερά τους Τρώες και τις Τρωαδίτισσες με τα συρτά φορέματα, να γυρέψω να φύγω μακριά από τον πόλεμο σαν δειλός, ούτε η ψυχή μου το λέει, γιατί έμαθα να είμαι γενναίος και να πολεμώ πάντα μέσα στους πρώτους ανάμεσα στους Τρώες, κερδίζοντας μεγάλη δόξα για τον πατέρα μου και για μένα τον ίδιο” Το αντίο του Έκτορα στην Ανδρομάχη
Η απουσία της αιδούς συνεπάγεται τη δικαιολογημένη αποδοκιμασία των άλλων, που παίρνει συχνά τη μορφή του θυμού ή της αγανάκτησης και δηλώνεται ως Νέμεσις. Η ρηματική ενέργεια της Νεμέσεως δηλώνεται με το ρήμα νεμεσσάω< οργίζομαι, θυμώνω>. Ενώ η αιδώς αποτρέπει κατά κύριο λόγο κάποιον από το να ενεργήσει ανάρμοστα σε μια συγκεκριμένη περίσταση, η Νέμεσις τον παροτρύνει να προσβάλει όσους στερούνται την αιδώ. Όταν αντίθετα, κάποιος αισθάνεται ότι με τις ανάρμοστες πράξεις του ενδέχεται να υποκινήσει την οργή (τη Νέμεσιν) των άλλων προς το πρόσωπό του, τότε διαθέτει αξιοπρέπεια, φιλότιμο, αιδώ. Έτσι, η Νέμεσις των άλλων προκαλεί την αιδώ.
Η σχέση αιδούς και νεμέσεως είναι συμπληρωματική, γι’ αυτό και συχνά στο έπος εμφανίζονται μαζί.
Ο Ποσειδώνας, όπως προηγουμένως ο Αγαμέμνονας, επιχειρεί να δώσει κουράγιο στους πανικοβλημένους Αχαιούς, καλώντας τους να συναισθανθούν αιδώ και νέμεση (Ν 121-124): [Μόνο βάλτε καθένας σας ντροπή [αιδώ] και φιλότιμο [νέμεση] μέσα σας, γιατί μεγάλη μάχη έχει σηκωθεί κιόλας. Ο βροντόφωνος Έκτορας πολεμά τώρα πια κοντά στα καράβια μας, όλος δύναμη, και έσπασε πόρτες και το μεγάλο σύρτη.]
Το νεοελληνικό «φιλότιμο» στη συγκεκριμένη περίπτωση σημαίνει ότι οι πολεμιστές οφείλουν στις κρίσιμες στιγμές να συναισθάνονται ότι θα κατηγορηθούν δειλοί, αν δεν ανταποκριθούν στις επιταγές της μάχης. Εξάλλου, τη νέμεση των συμπολεμιστών του φοβάται σε μια στιγμή αδυναμίας ο Μενέλαος, όταν, πάνω από το σώμα του νεκρού Πάτροκλου και υπό την άμεση απειλή του Έκτορα, διχάζεται ανάμεσα σε δύο επιλογές (Ρ 91-95): [Αλίμονο σε μένα, αν αφήσω τα όμορφα όπλα και τον Πάτροκλο, που κείτεται εδώ για τη δική μου την τιμή, φοβούμαι μήπως κανένας από τους Δαναούς, αν τύχει και με δει, θυμώσει [νεμεσήσεται] μαζί μου· αν όμως πάλι, έτσι μόνος που είμαι, πολεμήσω με τον Έκτορα και με τους Τρώες από ντροπή [αἰδεσθείς], μήπως με περικυκλώσουν εμένα τον ένα πολλοί]
Ο ήρωας καλείται στην προκειμένη περίπτωση να διαλέξει ένα από τα δύο, ή να εγκαταλείψει τα όπλα και το σώμα του Πάτροκλου κινδυνεύοντας να δεχθεί την οργή των συμπολεμιστών του (τη νέμεση)· ή από ντροπή προς τους Αχαιούς (αἰδεσθείς) να μείνει στο πεδίο της μάχης, με κίνδυνο όμως να χάσει τη ζωή του. Η αιδώς κατά κάποιον τρόπο επιδιώκει να ματαιώσει τη νέμεση, η οποία στη συγκεκριμένη περίπτωση θα μπορούσε να είναι απόλυτα δικαιολογημένη, εφόσον ο νεκρός Πάτροκλος θυσιάστηκε για την τιμή του Μενελάου. Επομένως, η αιδώς δεν αποτελεί μόνο κίνητρο για να εμπλακεί ο πολεμιστής στη μάχη, αλλά είναι και αφορμή υπεράσπισης της τιμής των φίλων του.
Νέμεσις
Επειδή η αιδώς μέσω της νεμέσεως λειτουργεί ανασταλτικά στην ανεξέλεγκτη δράση, συνδυάζεται συχνά με αισθήματα, όπως είναι: η έκπληξη, ο θαυμασμός, ο σεβασμός που εμπνέει τον φόβο προς κάποιον ανώτερο, η συμπάθεια ή ο οίκτος και το έλεος, κυρίως προς τους «ξένους» και τους ικέτες, που βρίσκονται σε ανίσχυρη θέση και χρειάζονται βοήθεια. Η αιδώς αποτρέπει τον ισχυρό (οικοδεσπότη ή ικετευόμενο) από το να βλάψει τον ανυπεράσπιστο (ξένο ή ικέτη του)· διαφορετικά ενδέχεται η αφιλόξενη ή ανελέητη συμπεριφορά του να αποκαλυφθεί δημόσια, υποκινώντας την εκδίκηση των Θεών. Ο ικέτης από την άλλη μεριά, προκαλεί τον δυνατό να θεωρήσει, συνειδητοποιώντας την αξιοθρήνητη κατάσταση του άλλου (ξένου ή ικέτη) ότι τα ξένα βάσανα θα μπορούσαν να αφορούν και δικούς του, ή να γίνουν και δικά του.
Έτσι, αιδώς και έλεος, στα συμφραζόμενα της ξενίας ή/και της ικεσίας, συνιστούν αφορμές για συναισθητική σύγκλιση ανάμεσα στον ξένο/ικέτη και στον ξενιστή/ικετευόμενο – σχέση που, με τα παρεπόμενα ενδεχόμενα της προσφοράς φαγητού, των δώρων/λύτρων και του ύπνου, αποτελεί μια μορφή φιλότητος.
Στον πόλεμο της Ιλιάδας όλες οι ικετευτικές εκκλήσεις για αιδώ και έλεος των ανυπεράσπιστων ικετών αντιπάλων (που ανήκουν όλοι στην παράταξη των Τρώων) απορρίπτονται, μαζί με τα προσφερόμενα άποινα, από τους ικετευόμενους, οι οποίοι εξοντώνουν τα ανυπεράσπιστα θύματά τους με ανελέητο τρόπο. Στην αρχή του έπους, ενώ όλοι οι Αχαιοί ζητούν από τον Αγαμέμνονα να σεβαστεί (αἰδεῖσθαι, Α 23) τον γέροντα ιερέα Χρύση και τα αμέτρητα λύτρα που προσφέρει για να πάρει πίσω την κόρη του, ο βασιλιάς των Αχαιών διώχνει τον σεβάσμιο γέροντα ικέτη απειλώντας τον με θάνατο.
Στον επίλογο της Ιλιάδας το προηγούμενο αρνητικό σκηνικό αντιστρέφεται. Εξάλλου, η απώλεια της αιδούς και του ελέους εκ μέρους του Αχιλλέα υποκινεί τη λύτρωση του ατιμασμένου νεκρού Έκτορα. Πρώτα ο Απόλλωνας, διαμαρτυρόμενος στους Ολυμπίους, κατηγορεί τον Αχιλλέα για τον «αναιδή» και ανελέητο τρόπο με τον οποίο προσβάλλει το σώμα του αντιπάλου του, λέγοντας (Ω 44-45): [Έτσι ο Αχιλλέας την έχασε τη συμπόνια [ἔλεον] μέσα του και ούτε νιώθει ντροπή [αἰδώς], που πολύ ζημιώνει ή ωφελεί τους ανθρώπους.] Λίγο μετά, όταν ο Πρίαμος ικετεύει τον Αχιλλέα να του επιστρέψει τον μονάκριβο, νεκρό του γιο, τον καλεί να σεβαστεί τους Θεούς αλλά και, φέρνοντας στη θύμησή του τον δικό του πατέρα Πηλέα, να λυπηθεί τον γέροντα βασιλιά (Ω 503-506): [Όμως σεβάσου [αἰδεῖο] τους θεούς, Αχιλλέα· θυμήσου τον πατέρα σου και λυπήσου [ἐλέησον] εμένα· εγώ είμαι πιο αξιολύπητος [ἐλεεινότερος]· βάσταξα πράγματα, που κανένας άλλος θνητός πάνω στη γη δεν τα βάσταξε ως τώρα, να φέρω στο στόμα μου τα χέρια του ανθρώπου που σκότωσε τα παιδιά μου]
Γενικότερα, η αιδώς συντηρεί κάθε είδους φιλότητα κοινωνική κι ερωτική.
Η έλλειψη της αιδούς οδηγεί κάποιο πρόσωπο στην ύβρη αλαζονική συμπεριφορά, που, καθώς υπερβαίνει τα επιτρεπτά όρια, προσβάλλει την τιμή των άλλων. Η αιδώς είναι μια πολύπλευρη ηθική έννοια που νοείται ως αίσθημα ντροπής, ως αίσθημα προφύλαξης της τιμής του ατόμου μέσα από τον σεβασμό για τον εαυτό του, και ως σεβασμός προς τους άλλους ανθρώπους. Η αιδώς ήταν ένας εσωτερικός μηχανισμός σεβασμού που συγκρατούσε τον άνθρωπο ώστε να μην κάνει το κακό, προκαλούσε συναισθήματα ντροπής μπροστά στην προοπτική να κάνει κάτι σε βάρος των άλλων.
Το άτομο συναισθανόμενο ντροπή για τις πράξεις του, που παρεκκλίνουν από τα κοινωνικώς αποδεκτά πρότυπα, διαφυλάττει την τιμή και την αξιοπρέπειά του, ενώ παράλληλα εκφράζει μέσω αυτού του αισθήματος και το σεβασμό για τους συνανθρώπους του. Ο σεβασμός προς τους άλλους σημαίνει τόσο την εκτίμηση για τη γνώμη που σχηματίζει ο άλλος άνθρωπος, όσο και την αποφυγή προσβολής ή ενόχλησης του άλλου.
Αιδώς είναι η ηθική συνείδηση και το ηθικό συναίσθημα, είναι η κυρίαρχη τιμωρός δύναμη όλων των γενναίων ανδρών. Ένας πανάρχαιος άγραφος Νόμος των Ελλήνων, στον οποίον πειθαρχούσαν αγογγύστως όλοι εκείνοι που ένοιωθαν υπεύθυνα άτομα, υπεύθυνοι ηγέτες, άξιοι προς μίμηση.
Θεά Πειθώ: Η πολύπλευρη δύναμη του ανθρώπινου λόγου
Η Πειθώ ήταν η Θεά που προσωποποιούσε την πειθώ, τη μεγάλη και πολύπλευρη δύναμη του ανθρώπινου λόγου. Η Πειθώ ωστόσο εμφανίζεται αρχικώς ως Θεότητα όχι του λόγου, αλλά της ερωτικής δράσεως, δηλαδή του έρωτα και του γάμου. Αναφέρεται κάπως συγκεχυμένα, ως κόρη της Αφροδίτης και του Ερμή. Η Πειθώ λατρευόταν άλλοτε ως αυτόνομη Θεότητα και άλλοτε ως βοηθός άλλων Θεοτήτων, όπως της Αφροδίτης, του Πόθου, του Ίμερου, των Ωρών και των Χαρίτων.
Ο Ησίοδος στο έργο του Θεογονία αναφέρει την Πειθώ, την οποία εντοπίζει μόνο μία από τις τρεις χιλιάδες κόρες του Ωκεανού και της Τηθύος. Αυτή η Πειθώ είναι διαφορετική. Εκπροσωπεί την ιδέα της διασκέδασης, της ευγλωττίας και τη δύναμης της ρητορικής, η οποία Ρητορική στηρίζεται στην “τέχνη της Πειθούς”. Ο ελεγειακός ποιητής Ερμησιάναξ διαφωνεί με τους προκατόχους του, αφού καθιστά και την Πειθώ μια από τις Χάριτες.
Δεδομένου ότι οι εκστρατείες είναι ουσιαστικά αποτέλεσμα της Πειθούς του εκάστοτε πολιτικού, έτσι με τη διαδικασία της αποπλάνησης, ο υποψήφιος προσπαθεί να σαγηνεύσει τους ψηφοφόρους μέσα από τις λέξεις και τις εικόνες για να του χορηγηθεί η ψήφος τους. Οι πληροφορίες που μας έχουν μείνει είναι ασαφείς και αόριστες για την ακριβή ταυτότητά της. Αναφέρεται επίσης ως Θεά ή πνεύμα με γοητευτική ομιλία, με στόχο την αποπλάνηση, απαγωγή και τον βιασμό, μαζί με την δύναμη -BIA. Σπανιότερα το κύριο όνομα «Πειθώ» απαντάται ως επίθετο και θρησκευτική επίκληση της Θεάς Αφροδίτης και της Θεάς Αρτέμιδος.
Η Πειθώ της Ανδρομάχης και η Αιδώς του Εκτωρα
Η Ανδρομάχη κόρη του γενναίου Αετίωνος, που κάτωθεν της δενδρωμένης Πλάκου της Θήβης εβασίλευε και των Κιλίκων όλων (Ζ 395-397), «πολύδωρη» σύζυγος του Έκτορα της Τροίας, τρυφερή μητέρα του Αστυάνακτα:
Ο Έκτορας και οι σύντροφοι τη γλυκομάτα φέρνουν
από τη Θήβα την ιερή κι απ’ την Πλακία, τις βρύσες
οπόχει τις αστείρευτες, την τρυφερή Ανδρομάχη,
πάν’ απ’ τα πέλαα τ’ αρμυρά με τα γοργά
καράβια κι ολόχρυσα πολλά μαζί στριφτά βραχιόλια φέρνουν
και πορφυρά φορέματα με κεντητά λουλούδια,
και φέρνουν πλουμοσκάλιστα στολίδια κι απ’ ασήμι
ποτήρι· αντάμ’ αμέτρητα κι ελεφαντόδοντο άσπρο.
από τη Θήβα την ιερή κι απ’ την Πλακία, τις βρύσες
οπόχει τις αστείρευτες, την τρυφερή Ανδρομάχη,
πάν’ απ’ τα πέλαα τ’ αρμυρά με τα γοργά
καράβια κι ολόχρυσα πολλά μαζί στριφτά βραχιόλια φέρνουν
και πορφυρά φορέματα με κεντητά λουλούδια,
και φέρνουν πλουμοσκάλιστα στολίδια κι απ’ ασήμι
ποτήρι· αντάμ’ αμέτρητα κι ελεφαντόδοντο άσπρο.
Σαπφώ, απ. 44 Ρ
Το ξεκλήρισμα της οικογένειάς της από τον Αχιλλέα τον ένατο χρόνο του πολέμου τον περιγράφει η ίδια στον Έκτορα, σε μια προσπάθεια να πείσει τον άνδρα της να λυπηθεί την ερημιά της. Μέσα από την αφήγησή της αντλούμε τις εξής πληροφορίες που αφενός φανερώνουν το ήθος του Αχιλλέα, αφετέρου προοικονομούν τον θάνατο του Έκτορα αλλά και την τύχη της ίδιας μέσα από την αφήγηση για τη μητέρα της.
Λέει λοιπόν: Ο Αχιλλέας 1) σκότωσε τον πατέρα της· 2) σκότωσε όλα της τα αδέλφια· 3) αφάνισε τα κοπάδια τους· 4) κατέλαβε την πόλη της Θήβας· 5) άρπαξε πολλά λάφυρα· 6) σεβάστηκε τον νεκρό πατέρα της και τον έθαψε με τα όπλα του και με τις πρέπουσες τιμές· 7) αιχμαλώτισε τη μητέρα της, την ελευθέρωσε όμως έναντι λύτρων, και εκείνη πέθανε τελικά στο σπίτι του άνδρα της. (Ζ 414-427) Η αναφορά στα δεινά και την ερημιά της αιτιολογούν τα αισθήματα που τρέφει για τον άνδρα της. Με τον «αγώνα λόγων» που δίνει προσπαθεί να επηρεάσει συναισθηματικά τον Έκτορα, ώστε να εφαρμόσει μια πιο αμυντική τακτική και να μη μονομαχήσει με τον Αχιλλέα.
Η αφήγηση της Ανδρομάχης για το πώς ο Αχιλλέας φέρθηκε στον νεκρό πατέρα της συνειρμικά φέρνει στον νου τον τρόπο με τον οποίο ο μοιραίος για τη ζωή τη δική της και των μελών της οικογένειάς της Έλληνας πολεμιστής αντιμετώπισε το νεκρό σώμα του Έκτορα -το γύμνωσε από το όπλα, το τραυμάτισε ακόμη και νεκρό, το κακοποίησε σέρνοντάς το πίσω από το άρμα του και γύρω από τον τάφο του Πατρόκλου ή από τα τείχη της Τροίας. Γνωρίζουμε ότι η Αιδώς του Εκτωρα υπερίσχυσε της Πειθούς της Ανδρομάχης.
Στην περίπτωση του αρχαιοελληνικού γάμου, η σχέση της Πειθούς ήταν βαθύτερη, επειδή ο γαμπρός έπρεπε να διαπραγματευθεί με τον πατέρα της υποψήφιας νύφης και να τον πείσει, ως προς τα οικονομικά του προκειμένου να την παντρευτεί. Οι πιο επιθυμητές γυναίκες προσέλκυαν πολλούς υποψήφιους μνηστήρες και ο πειστικός λόγος καθόριζε συχνά τον βαθμό επιτυχίας τους. Η Πειθώ συνήθως εκπροσωπείται ως μια γυναίκα με τα χέρια της υψωμένα να εγκαταλείπει την σκηνή ενός βιασμού, συνοδευόμενη μερικές φορές από ένα λευκό περιστέρι και μια μπάλα νήματος ως ένδειξη δέσμευσης.
Σε λίγες διάσπαρτες λογοτεχνικές αναφορές, καθώς και μια σειρά από διαζώματα και ελληνικά αγγεία, η Πειθώ περιγράφεται ως συνοδός του Έρωτα και της Αφροδίτης. Ανάμεσα σε αυτά που έχουν διασωθεί είναι και η μαρμάρινη στήλη που απεικονίζει την Πειθώ να συμμετέχει έμμεσα στο γοητευτικό σκηνικό της αποπλάνησης της ωραίας Ελένης μαζί και η Αφροδίτη με τον Έρωτα και τον Πάρη.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου