Οι αθάνατοι θεοί, που ζουν στον Όλυμπο, δημιούργησαν πρώτα μια χρυσή φυλή θνητών ανθρώπων. Αυτό έγινε τον καιρό του Κρόνου, όταν ήταν βασιλιάς στον ουρανό. Ζούσαν σαν θεοί, δίχως καμιά λύπη στις καρδιές τους, δίχως έγνοιες και βάσανα και δίχως να υφίστανται τα αξιοθρήνητα γηρατειά- πάντα με νεανικά μέλη απολάμβαναν χαρούμενες μέρες, μακριά από κάθε κακό. Όταν πέθαιναν, ήταν σαν να τους είχε καταβάλει ο ύπνος. Όλα τα καλά πράγματα τους ανήκαν.
Η γόνιμη γη παρήγαγε μόνη της όλων των ειδών τους καρπούς. Με ειρήνη και ηρεμία ζούσαν χαρούμενοι στη χώρα τους, έχοντας όλα τα αγαθά. Όταν η γη έκρυψε αυτή τη φυλή των ανθρώπων μέσα στο σκοτάδι, έγιναν αγαθοί δαίμονες πάνω στη γη· απομάκρυναν το κακό, ήταν φύλακες των θνητών ανθρώπων πρόσεχαν για τη δικαιοσύνη και τα εγκλήματα τυλιγμένοι από τον αέρα, διατρέχοντας όλη τη γη, δίνοντας πλούτο. Αυτό ήταν ένα από τα βασιλικά προνόμιά τους.
Ύστερα οι Ολύμπιοι θεοί δημιούργησαν μια πολύ κατώτερη φυλή, την αργυρή, εντελώς διαφορετική από τη χρυσή στο σώμα και στο πνεύμα. Για εκατό χρόνια ένα παιδί μεγάλωνε πλάι στην αγαπημένη του μάνα και έπαιζε εντελώς παιδιάστικα στο σπίτι του. Όταν όμως αυτοί οι άνθρωποι μεγάλωναν επιτέλους και έφταναν στην ωριμότητα, ζούσαν πολύ λίγο καιρό και ήταν δυστυχείς λόγω της μωρίας τους. Δεν μπορούσαν να μη βλάπτουν ο ένας τον άλλον άσχημα, ούτε ήθελαν να τιμούν τους αθάνατους θεούς και να προσφέρουν στους μακάριους θυσίες πάνω στους ιερούς βωμούς, όπως σωστά συνηθίζουν να κάνουν οι άνθρωποι.
Οργισμένος ο Ζευς τους έβγαλε από τη μέση, επειδή δεν πρόσφεραν τιμές στους μακάριους θεούς, που ορίζουν τον Όλυμπο. Όταν κι αυτή η φυλή των ανθρώπων σκεπάστηκε από τη γη, οι άνθρωποί της ονομάστηκαν υποχθόνιοι μακάριοι θνητοί, δεύτερης σειράς, αλλά κι αυτοί, ασφαλώς, απολαμβάνουν κάποιας τιμής.
Ύστερα ο Ζευς, ο πατέρας, έφτιαξε μια τρίτη φυλή ανθρώπων, τη χάλκινη φυλή, τελείως διαφορετική από την αργυρή. Οι άνθρωποι αυτοί ήταν φτιαγμένοι από μελιά και ήταν φοβεροί και βίαιοι και συνεχώς μπλεγμένοι σε πολέμους και εγκλήματα. Δεν έτρωγαν ποτέ ψωμί και οι πεισματάρικες ψυχές τους ήταν σκληρές σαν το ατσάλι” ήταν απρόσιτοι- φοβερά και πολύ δυνατά χέρια ξεφύτρωναν από τους στιβαρούς ώμους τους.
Τα άρματά τους ήταν χάλκινα, τα σπίτια τους χάλκινα και δούλευαν με χάλκινα εργαλεία. Δεν είχαν μαύρο σίδερο. Σκότωναν ο ένας τον άλλον με τα χέρια και πήγαιναν κάτω, ανώνυμοι, στο υγρό και σκοτεινό σπίτι του ψυχρού Άδη. Αν και ήταν τρομεροί, τους πήρε ο μαύρος θάνατος και άφησαν το λαμπρό φως του ήλιου.
Όταν κι αυτήν τη φυλή την κάλυψε η γη, ο Ζευς, ο γιος του Κρόνου, έφτιαξε άλλη μια, την τέταρτη, πάνω στην καρποφόρα γη. Ήταν πιο δίκαιη και καλή, μια ισόθεη φυλή ηρώων, που ονομάστηκαν ημίθεοι, η φυλή ακριβώς πριν από μας στην απέραντη γη. Φοβεροί πόλεμοι και άγριες μάχες τους κατέστρεψαν κάποιους μπροστά στη Θήβα, την πόλη του Κάδμου με τις επτά πύλες, να πολεμούν για τα κοπάδια των απογόνων του Οιδίποδα, άλλους μπροστά στην Τροία, όπου τους είχαν πάει πλοία πάνω από το μεγάλο βυθό της θάλασσας, για το χατίρι της Ελένης με τα όμορφα μαλλιά.
Για κάποιους απ’ αυτούς αυτό ήταν το τέλος της ζωής τους, και τους σκέπασε ο θάνατος- σε άλλους έδωσε ο Ζευς, ο γιος του Κρόνου, μιαν ύπαρξη, έναν τρόπο ζωής μακριά από τους ανθρώπους, στην άκρη του κόσμου, μακριά από τους αθάνατους θεούς· και ο Κρόνος είναι βασιλιάς τους. Εκεί ζουν, με τις καρδιές τους απαλλαγμένες από τη θλίψη, στα νησιά των Μακάρων, κοντά στον Ωκεανό με τις βαθιές δίνες, ευτυχισμένοι ήρωες για τους οποίους η καρποφόρα γη προσφέρει γλυκούς σαν το μέλι καρπούς τρεις φορές το χρόνο.
Θα ήθελα να μη ζούσα ανάμεσα στους ανθρώπους της πέμπτης φυλής, καλύτερα να πέθαινα πριν, ή να γεννιόμουν αργότερα. Γιατί αυτή είναι αληθινά σιδερένια φυλή. Ούτε νύχτα ούτε μέρα ξεκουράζονται από τον κάματο και την ταλαιπωρία. Οι θεοί θα τους στέλνουν πάντα οδυνηρές δοκιμασίες. Ο Ζευς θα καταστρέψει κι αυτήν τη φυλή θνητών ανθρώπων, όταν τα παιδιά τους θα γεννιούνται με γκρίζους κροτάφους.
Ο πατέρας δεν θα μοιάζει με τα παιδιά του, ούτε τα παιδιά με τον πατέρα τους. Ο οικοδεσπότης δεν θα καλοδέχεται το φιλοξενούμενο του, ο φίλος το φίλο, ο αδελφός τον αδελφό, όπως γίνεται μέχρι τώρα. Σύντομα δεν θα τιμούν τους ηλικιωμένους γονείς τους, αλλά θα τους κατηγορούν και θα τους πληγώνουν με φαρμακερά λόγια, ελεεινοί άνθρωποι που δεν θα σέβονται τους θεούς.
Αχ! Μακάρι να μην γεννιόμουνα τώρα εγώ, αναφωνεί γεμάτος θλίψι ο Ησίοδος. Ας γεννιόμουν πρωτύτερα ή αργότερα. Αλλά όχι τώρα. Διότι το γένος αυτό ζει μέσα στον μόχθο και στα βάσανα. Νύχτα-μέρα οι άνθρωποι βασανίζονται και αφανίζονται καθώς τούς έδωσαν οι θεοί έγνοιες πολλές και βαρείες. Δεν έχει επικρατήσει το κακό. Αυτό δεν πρόκειται να συμβή ποτέ. Άρα υπάρχει ακόμη ελπίδα. Όμως τα καλά είναι ανακατεμένα με τα κακά. Και ποιος θα τα ξεχωρίσει; Ποιος θα βγει μπροστά; Ποιος θα σηκώσει το βάρος; Οι θεσμοί έχουν καταρρεύσει. Η συγκρότησις της κοινωνίας έχει διασπασθεί. Τα ήθη έχουν αλλάξει. Ή απαισιοδοξία του ποιητή είναι, βαθειά και διάχυτη. Βλέπει γύρω του την αδικία, την ατιμία, την οκνηρία, την αρπαγή. Τίποτα δεν είναι όπως πρώτα. Και μέσα άπ’ τον βαθύ του συλλογισμό και την αγωνιά του για το μέλλον, κάνει μια πρόβλεψι, μία προφητεία.
Και αυτό το γένος, που έχει μαύρη και σκληρή καρδιά, όπως μαύρος και σκληρός είναι ο σίδηρος, το κύριο συστατικό του, θα το καταστρέψει ο Ζευς, λέει με πόνο. Πότε; Τότε, όταν αρχίσουν να γέννιουνται τα παιδιά με λευκούς κροτάφους, γερασμένα από την γέννα τους, χωρίς κανένα κίνητρο και όρεξη για ζωή. Όταν δεν θα έχουν την ίδια γνώμη και τις ίδιες σκέψεις με τον πατέρα τους και δεν θα συμφωνούν σε τίποτα. Όταν η φιλοξενία, η φιλία και οι δεσμοί αίματος δεν θα έχουν πια καμιά αξία. Όταν οι γεροί γονείς θα αφήνονται, ανήμποροι, στην τύχη τους. Όταν ή δικαιοσύνη θα βρίσκεται στα χέρια των ισχυρών και θα την επιβάλλουν χειροδικώντας.
Όταν ο όρκος δεν θα υπολογίζεται πια και θα τιμωρούνται οι υβριστές, οι επίορκοι και οι κακοποιοί. Τότε είναι πού ή Αιδώς και ή Νέμεσις, με πρόσωπο καλυμμένο άπ’ την ντροπή, και για να μην βλέπουν τα όσα συμβαίνουν, θα εγκαταλείψουν τους ανθρώπους του γένους αυτού και θα ανέβουν για πάντα, απ’ την πλατιά Γη ψηλά στον Όλυμπο, στα ανώτατα και καθαρότα τα αιθερικά στρώματα, εκεί όπου το κακό δεν υπάρχει, σμίγοντας με τούς άλλους αθανάτους θεούς. Είναι χαρακτηριστικό πως οι θεές είναι τυλιγμένες με λευκά πέπλα, πράγμα που δείχνει ότι παραμένουν ανέγγιχτες από της ύβρεις των θνητών. Οι μαύρες ψυχές και τα μαύρα έργα τού γένους αυτού δεν μπορούν να τις αγγίξουν. Κι όταν αυτό συμβεί, τότε. μόνο το κακό θα υπάρχει ανάμεσα στους ανθρώπους και θα ‘ναι πια αργά γιατί δεν θα ωφελεί καμία γιατρειά.
Θεογονία Ησίοδου
Χρύσεον μέν πρώτιστα γένος μερόπων άνθρώπων άθάνατοι ποίησαν Ολύμπια δώματ” έχοντες. οϊ μέν έπί Κρόνον ήσαν, ότ” ούρανώ έμβασίλευεν ώστε θεοί ό” έζωον άκηδέα θυμόν έχοντες νόσφιν άτερ τε πόνων καί όιζύος, ούδέ τι δειλόν γήρας έπήν, αίεί δε πόδας καί χεΐρας όμοιοι τέρποντ” έν θαλίησι, κακών έκτοσθεν άπάντων θνήσκον δ’ ώσθ’ ϋπνω δεδμημένον έσθλά δε πάντα τοϊσιν έην καρπόν δ’ έφερε ζείδωρος άρουρα αΰτομάτη πολλόν τε καί άφθονον οΐ δ’ έθελημοί ήσυχοι έργ’ ένέμοντο συν έσθλοϊσιν πολέεσοιν. αύτάρ έπεί δή τοϋτο γένος κατά γαϊα κάλυιρε, τοί μέν δαίμονες άγνοί έπιχθόνιοι τελέθουσιν έσθλοί, άλεξίκακοι, φύλακες θνητών άνθρώπων,
[οί ρα φυλάσσουσίν τε δίκας καί σχέτλια έργα ήέρα έσσάμενοι πάντη φοιτώντες έπ” αίαν,] πλουτοδόται· καί τοϋτο γέρας βαοιλήιον έσχον.
Δεύτερον αύτε γένος πολύ χειρότερον μετόπισθεν άργύρεον ποίησαν Όλύμπια δώματ’ έχοντες, χρησέφ, ούτε φυήν έναλίγκιον ούτε νόημα· άλλ” έκατόν μέν παϊς έτεα παρά μητέρι κεδνή έτρέφετ’ άτάλλων, μέγα νήπιος, ώ ένί οικω’ άλλ’ ότ’ άρ’ ήβήσαι τε καί ήβης μέτρον ϊκοιτο, παυρίδιον ζώεσκον έπί χρόνον, άλγε’ έχοντες άφραδίης ϋβριν γάρ άτάσθαλον ούκ έδύναντο άλλήλων άπέχειν, ούδ’ άθανάτους θεραπεύειν ήθελον ούδ’ έρδειν μακάρων ίεροϊς έπί βωμσΐς, ή θέμις άνθρώποις κατά ήθεα. τούς μέν έπειτα Ζευς Κρονίδης έκρυψε χολούμενος, οϋνεκα τιμάς ούκ έόιόον μακάρεσσι θεοΐς οΐ Όλυμπον έχουσιν. αύτάρ έπεί καί τοϋτο γένος κατά γαΐα κάλυψε, το’ι μέν υποχθόνιοι μάκαρες θνητοί καλέονται, δεύτεροι, άλλ’ έμπης τιμή καί τοΐοιν όπηδεϊ.
Ζευς δέ πατήρ τρίτον άλλο γένος μερόπων άνθρώπων χάλκειον ποίηο’, ούκ άργυρέω ούδέν όμοϊον, έκ μελιάν, δεινόν τε καί όδριμον οΐσιν “Αρηος έργ” έμελε στονόεντα καί υδρίες, ούδέ τι σίτον ήσθιον, άλλ’ άδάμαντος έχον κρατερόφρονα θυμόν, [άπλαοτοι· μεγάλη δέ δίη καί χεϊρες άαπτοι έξ ώμων έπέφυκον έπί στιδαροΐσι μέλεοσι.] τών δ’ ήν χάλκεα μέν τεύχεα, χάλκεοι δέ τε οικοι, χαλκώ δ’ είργάζοντο’ μέλας δ’ ούκ έσκε σίδηρος, καί τοί μέν χείρεσσιν ύπό σφετέρησι δαμέντες δήσαν ές εύρώεντα δόμον κρυεροϋ Άίδαο, νώνυμνοι- θάνατος δέ καί έκπάγλους περ έόντας εΐλε μέλας, λαμπρόν δ’ έλιπον φάος ήελίοιο.
Αύτάρ έπεί καί τοϋτο γένος κατά γαΐα κάλυψεν, αυτις έτ’ άλλο τέταρτον έπί χθονί πουλνδοτείρη Ζευς Κρονίδης ποίησε, δικαιότερον καί άρειον, άνδρών ηρώων θειον γένος, οΐ καλέονται ημίθεοι, προτέρη γενεή κατ’ άπείρονα γαΐαν. καί τούς μέν πόλεμός τε κακός καί φύλοπις αίνή τούς μέν ύφ” έπταπύλω θήδη, Καδμηίδι γαίη, ώλεσε μαρναμένονς μήλων ένεκ’ Οίδιπόδαο, τούς δέ καί έν νήεοοιν ύπέρ μέγα λαιτμα θαλάσσης ές Τροίην άγαγών Ελένης ένεκ’ ήυκόμοιο.
[ένθ’ η τοι τους μέν θανάτου τέλος άμφεκάλυψε] τοϊς δέ δίχ’ άνθρώπων δίοτον καί ήθε’ όπάσσας Ζευς Κρονίδης κατένασσε πατήρ ές πείρατα γαίης. και τοι μέν ναίονσιν άκηδέα θυμόν έχοντες έν μακάρων νήσοιοι παρ” Ωκεανόν βαθυδίνην, όλβιοι ήρωες, τοϊσιν μελιηδέα καρπόν τρις έτεος θάλλοντα φέρει ζείδωρος άρουρα.
Μηκέτ’ έπειτ” ώφελλον έγώ πέμπτοισι μετεΐναι άνδράοιν, άλλ’ ή πρόοθε θανεΐν ή έπειτα γενέσθαι. νϋν γάρ δή γένος έστί σιδήρεον οϋδέ ποτ’ ημαρ παύοονται καμάτου καί όιζνος ούδέ τι νύκτωρ φθειρόμενοι· χαλεπάς δέ θεοί δώσουσι μέριμνας, άλλ’ έμπης καί τοΐσι μεμείξεται έσθλά κακοΐσιν. Ζευς δ” όλέσει καί τοϋτο γένος μερόπων άνθρώπων, εΰτ’ άν γεινόμενοι πολιοκρόταφοι τελέθωσιν. οϋδέ πατήρ παίδεσσιν όμοίιος ούδέ τι παΐδες ούδέ ξεϊνος “ξεινοδόκω καί έταϊρος έταίρω, ούδέ κασίγνητος φίλος έοοεται, ώς τό πάρος περ. αΐ’ψα δέ γηράσκοντας άτιμήσουσι τοκήας· μέμψονται δ’ άρα τούς χαλεποϊς βάζοντες έπεσσι, σχέτλιοι, ούδέ θεών όπιν είδότες-
Ησίοδος ο Επικός Ποιητής
Ο Ησίοδος γεννήθηκε στην Άσκρη της Βοιωτίας, όπου κατέφυγε ο πατέρας του από την αιολική Κύμη της Μικράς Ασίας, αλλά η ημερομηνία της γέννησής του δεν είναι γνωστή. Υπολογίζεται ότι έζησε γύρω στο 700 ή 800 π.κ.ε. Επισκεπτόμενος συχνά το όρος Ελικώνα, όπου οι μύθοι έλεγαν ότι κατοικούσαν οι Μούσες, έλεγε ο ίδιος ότι εκείνες του έδωσαν το χάρισμα της ποίησης. Επειδή μεγάλωσε σε αυτό το ιερό και αγροτικό περιβάλλον τα ποιήματα του έχουν διδακτικό και θρησκευτικό περιεχόμενο, ενώ με τον Ησίοδο η Ελλάδα βγαίνει από το σκοτάδι του μύθου αφοί ο ίδιος αντλεί τα θέματα του όχι μόνο από τη φαντασία αλλά και από την ζωή φέρνοντας έτσι την ποίηση πιο κοντά στον άνθρωπο.
Ο τρόπος και χρόνος θανάτου του είναι συγκεχυμένος. Μία παράδοση θέλει τον τάφο του Ησίοδου στον Ορχομενό Βοιωτίας, ενώ σύμφωνα με μια άλλη, το μαντείο των Δελφών έβγαλε χρησμό ότι ο Ησίοδος θα πέθαινε στη Νεμέα, οπότε εκείνος κατέφυγε στη Λοκρίδα, όπου όμως σκοτώθηκε στον τοπικό ναό του Νεμαίου Δία και ετάφη εκεί.
Ο Ησίοδος ασχολήθηκε με το έπος, την επική δηλαδή ποίηση, που εμπεριέχει έντονα το διδακτικό στοιχείο. Γι’ αυτό και θεωρείται ο πατέρας του διδακτικού έπους επειδή διδάσκει πάνω σε αυτά που αναφέρεται. Η επική ποίηση του Ησιόδου ως γνωστό περιλαμβάνει τη «Θεογονία», «Τα έργα και ημέραι», την «Ασπίδα του Ηρακλέους», τις «Ηοίαι» και τους «Ιδαίους Δακτύλους». Τα δύο πρώτα έργα του θεωρούνται ίσως τα πιο σπουδαία, δηλαδή η «Θεογονία» και το «Έργα και ημέραι» που είναι τα πιο γνωστά στο ευρύ κοινό. Μάλιστα η «Θεογονία», το αθάνατο αυτό κλασικό αριστούργημά του, είναι που έκλεψαν οι Εβραίοι [οι 72] και δημιούργησαν το τερατούργημα της «Γέννησης» της Αγίας Γραφής.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει το αξιολογότατο έργο του «Έργα και Ημέραι», ένα έργο με αποκαλυπτικές, διαχρονικές και επίκαιρες επισημάνσεις. Το στοιχείο μάλιστα της επικαιρότητας εντοπίζεται μέσα από τη μελέτη ενός αξιοσημείωτου κεφαλαίου του συγκεκριμένου έργου του Ησιόδου, όπως περιγράφει τα 5 θνητά ανθρώπινα γένη και ιδιαίτερα το σιδήρεον γένος. Το «σιδερένιο» γένος, το τελευταίο και δυστυχώς το πιο ευτελές από πλευράς ανθρώπινης συμπεριφοράς λόγω έλλειψης ηθικών κανόνων και αρετών, στο οποίο ανήκει ο σημερινός πληθυσμός της ανθρωπότητας. Στους αρχαίους χρόνους αν και πολλά ποιήματα έφεραν το όνομά του, τρία ποιήματα σώθηκαν από τον χρόνο. Τα ποιήματα του Ησίοδου περιείχαν τις πρώτες προσπάθειες για λυρική γραφή, ιαμβική και ελεγειακή.
Έργα και Ημέραι, όπου ο Ησίοδος κάνει λόγο για τα ηθικά διδάγματα που πρέπει να ακολουθούν οι άνθρωποι. Επίσης δίνει συμβουλές στους αγρότες για την καλλιέργεια της γης και αναφέρει πως η εργασία είναι ο μόνος δρόμος που εξασφαλίζει την επιτυχία. «Έργον δ” ουδέν όνειδος, αεργίη δέ τ” όνειδος» δηλαδή «καμία εργασία δεν είναι ντροπή, ντροπή είναι να μην εργάζεται κανείς». Στο ίδιο έργο δίνει ακόμα συμβουλές για ναυτιλιακά, εμπορικά και γεωργικά έργα, καθώς και για τον γάμο, την ανατροφή των παιδιών, προσπαθώντας να προτρέψει τον άνθρωπο να γίνει πιο καλός και πιο ενάρετος.
Θεογονία. Είναι έπος, δηλαδή μεγάλο αφηγηματικό ποίημα αποτελούμενο από 1.022 στίχους. Αναφέρεται στις τοπικές λατρείες των Θεών και στην απαρχή του κόσμου. Είναι μια σημαντικότατη πηγή πληροφοριών για την ελληνική μυθολογία. Είναι χωρισμένο σε 5 μέρη: α. Προοίμιο, β. Κοσμογονία-Θεογονία, γ. Τιτανομαχία δ. Δεύτερη φάση της «Θεογονίας» και ε. Ηρωγοωνία. Στο Προοίμιο ο Ησίοδος υμνεί τις Μούσες και τις παρακαλά να του δώσουν έμπνευση. Στη «Θεογονία» μας αφηγείται πώς δημιουργήθηκε ο κόσμος και οι θεοί και αναφέρει πως όλα ξεκίνησαν από το Χάος. Στη συνέχεια γεννήθηκε η Γη, ο Τάρταρος και ο Έρωτας. Από το Χάος γεννήθηκε το Έρεβος και η Μαύρη Νύχτα που γέννησαν τον Αιθέρα και την Ημέρα. Αργότερα η Γη γέννησε τον Ουρανό και από την ένωση αυτών των δύο δημιουργήθηκαν ο Ωκεανός, οι Τιτάνες, οι Κύκλωπες και οι Εκατόγχειρες.
Ένας από τους Τιτάνες, ο Κρόνος έκανε παιδιά με τη Ρέα, φοβούμενος όμως μη χάσει την ηγετική του θέση, που είχε σφετεριστεί από τον πατέρα του τον Ουρανό, άρχισε να καταπίνει τα παιδιά του. Ένα από αυτά ήταν και ο Δίας, ο οποίος όμως γλίτωσε. Ύστερα αφηγείται πως ο Προμηθέας έκλεψε τη φωτιά από τους θεούς και την έδωσε στους ανθρώπους. Οργισμένος τότε ο Δίας διέταξε τον Ήφαιστο να πλάσει την Πανδώρα, την πρώτη γυναίκα στον κόσμο, για να φέρει δυστυχία στους ανθρώπους ενώ έδεσε τον Προμηθέα με άλυτα δεσμά σε έναν βράχο στον Καύκασο και έστειλε έναν αετό εκεί για να του τρώει το συκώτι, που κάθε μέρα ανανεωνόταν.
Στη συνέχεια αναφέρεται στους Εκατόγχειρες που τους είχε δέσει ο Κρόνος στο άλλο άκρο της Γης. Στην Τιτανομαχία ο Δίας τους ελευθέρωσε ώστε να τους χρησιμοποιήσει ως συμμάχους στη μάχη εναντίον των Τιτάνων, όπου εντέλει νίκησαν οι θεοί. Στη Δεύτερη Θεογονία μας διηγείται πως μετά από αυτή την νίκη οι θεοί αναγνώρισαν σαν κυρίαρχο τους τον Δία, ενώ στην Ηρωγονία αναφέρει τους ημίθεους ήρωες που γεννήθηκαν από θνητούς πατέρες και αθάνατες γυναίκες.
Κατάλογος Γυναικών ή Ηοίαι, όπου εξυμνούνται θνητές που έκαναν θνητά παιδιά από αθάνατους θεούς.
Ασπίς, όπου γίνεται λόγος για την μονομαχία του Ηρακλή και του Κύκνου.
Ως αφορμή για τη συγγραφή του αναφέρεται από τον ποιητή η (πιθανώς επινοημένη) διαμάχη του με τον αδελφό του Πέρση, ο οποίος δωροδόκησε τους “βασιλιάδες” για να καρπωθεί μεγαλύτερο μερίδιο της πατρικής κληρονομιάς. Το εύρημα αυτό επιτρέπει στον Ησίοδο να απευθύνει παραινέσεις ηθικού χαρακτήρα αλλά και διδαχές με καθαρά πρακτικό περιεχόμενο. Επειδή παρόμοια ποιήματα πρακτικής σοφίας υπήρχαν ήδη στην Εγγύς Ανατολή, θεωρείται πιθανόν ότι το έπος του Ησιόδου προϋποθέτει γνώση αυτής της παράδοσης.
Στο πρώτο μέρος του ποιήματος ο ποιητής, χρησιμοποιώντας, μεταξύ άλλων, μύθους, αλληγορίες και γνωμικά, προσπαθεί να δείξει στον αδελφό του ότι η ύπαρξη των κακών στους ανθρώπους οφείλεται στην ὕβριν παλαιοτέρων γενεών, γεγονός που καθιστά αναπόφευκτη την επίπονη εργασία. Στο δεύτερο μέρος ακολουθούν πρακτικές συμβουλές, ώστε να μπορεί ο αδελφός του να ζει με έντιμο τρόπο από την εργασία του.
Ένας από τους μύθους που διηγείται ο Ησίοδος στο πρώτο μέρος είναι αυτός των γενών: πέντε γένη ή είδη ανθρώπων διαδέχονται στη διάρκεια του χρόνου το ένα το άλλο σε μια πορεία σταδιακής κατάπτωσης. Τα τέσσερα από τα γένη αντιστοιχούν σε ισάριθμα μέταλλα (χρυσός, άργυρος, χαλκός, σίδηρος). Πριν από το τελευταίο όμως παρεμβάλλεται ένα επιπλέον γένος, για να ενταχθούν σ᾽ αυτό οι ήρωες που σύμφωνα με τους μύθους των Ελλήνων πολέμησαν στη Θήβα και στην Τροία. Τα σημάδια της φθίνουσας πορείας του ανθρώπινου γένους εντοπίζονται κάθε φορά στον βαθμό της ηθικής κατάπτωσης, της πρόωρης γήρανσης και της άδοξης μεταθανάτιας ζωής
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου