Οι περισσότεροι, με τον τρόπο μας, προσπαθούμε να γίνουμε ολοένα καλύτεροι. Να εξελίξουμε τον εαυτό μας. Ειδικά όταν γίνουμε γονείς, θέλουμε να αλλάξουμε όλα τα αρνητικά κατάλοιπα που εμείς δεχτήκαμε ως παιδιά. Το παιδί που έρχεται στη ζωή μας, φέρνει μαζί του πολλά δώρα. Φέρνει όμως και το ξύπνημα των δικών μας παιδικών τραυμάτων, αναπόφευκτα.
Θέλει πολλή σοφία και ωριμότητα η διαχείριση, ώστε το δικό μας τραυματισμένο εσωτερικό παιδί να μην πάρει τα ηνία στη σχέση που δημιουργούμε με το παιδί μας. Αν παρασυρθούμε στη δίνη των τραυμάτων μας, θα διαιωνίσουμε τη δυσαρμονική σχέση που βιώσαμε ως παιδιά, ίσως με άλλους τρόπους, αλλά σίγουρα με το ίδιο επώδυνο αποτέλεσμα για το παιδί. Θα είναι σαν να διαπληκτίζονται δύο παιδιά, γιατί ο ενήλικας θα έχει χαθεί από το συνειδησιακό προσκήνιο της ύπαρξής του. Όσο λιγότερο έχει δουλευτεί αυτό το κομμάτι, τόσο πιο έντονα θα απαιτεί ο γονιός από το παιδί του να γίνει η προέκταση του εαυτού του.
«Τίποτα δεν έχει ισχυρότερη επιρροή ψυχολογικά στο περιβάλλον τους και ειδικά στα παιδιά τους, από τη ζωή που οι γονείς δεν έζησαν» – C. G. Jung
Οι γονείς που ξεκινούν από αυτό το σημείο, θα ζητούν από το παιδί να τους δώσει την αξία που αυτοί δεν κατάφεραν να κερδίσουν, συνεχίζοντας, για χάρη τους, τη διαδρομή που έχουν αφήσει μισοτελειωμένη. Του επιβάλλουν να τους γεμίσει τον ανικανοποίητο εαυτό, το εσωτερικό τους παιδί, που ακόμα θρηνεί τα χαμένα του όνειρα.
Σε αυτές τις περιπτώσεις, είναι τόσο το βάρος για το παιδί, που είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα επέλθει η τριβή. Θα προσπαθήσει να αντισταθεί σε αυτό το άτυπο «καθήκον», ίσως με ένταση, με υπερβολές, με όποιον τρόπο μπορεί, εν τέλει, να διοχετεύσει αυτήν την υποχρέωση που του ανατέθηκε.
Όσο αδούλευτο είναι το «Εγώ» του γονιού, όσο πιο ανεπαρκής είναι η αυτοεκτίμηση και η αυτοπεποίθησή του, τόσο πιο βίαια θα ανταποκριθεί στην αντίδραση του παιδιού. Δε θα μπορέσει να το κατανοήσει, καθώς, γι’ αυτόν, είναι ευθύνη του παιδιού να τον βοηθήσει να γίνει ο ενήλικας που ονειρευόταν στα δικά του παιδικά όνειρα. Θα το φοβερίσει για να το υποτάξει, για να γίνει το υπάκουο υποχείριο που θα κυοφορήσει τις επιθυμίες του. Θα το τιμωρήσει, θα το απορρίψει, θα το απειλήσει, θα το συγκρίνει, θα το επικρίνει, ώσπου εν τέλει θα βάλει τη μαγιά για να πλάσει άλλον έναν ανικανοποίητο και τραυματισμένο ενήλικα.
Αυτή η αγάπη που δόθηκε στο παιδί με «κουπόνια» δε θα είναι ικανή να το θρέψει. Η σχέση ελέγχου και εξουσίας προς το παιδί τους, δεν είναι παρά η εσφαλμένη προσπάθεια των γονιών για ίαση των αιμόφυρτων ψυχικών τους τραυμάτων.
Η γιουγκιανή ψυχολόγος Frances Wickes επισημαίνει: «τα παιδιά δε δίνουν ιδιαίτερη προσοχή σε ό, τι λέμε, παρά διαισθάνονται αυτό που είμαστε».Το παιδί, κοιτώντας τους γονείς του, βλέπει τελικά το τραύμα που προβάλλεται, αλλά δεν ξέρει να διαχωρίσει πως αυτό δεν του ανήκει, οπότε το επωμίζεται όλο. Γίνεται ο φταίχτης και καταλήγει να απορρίπτει τον εαυτό του, όπως έκαναν και οι γονείς του.
Ας το δούμε από προσωπική σκοπιά, ας θεωρήσουμε ότι είμαστε τα παιδιά που βγήκαν από τέτοιου είδους σχέσεις, για να κατανοήσουμε τον αντίκτυπο – ίσως να αναγνωρίζετε και εσείς κάποιους τέτοιους μηχανισμούς, που προέκυψαν από μια προηγούμενη γενιά ανθρώπων που δεν τους επετράπη η ικανοποίηση: αν δεν μας αγκαλιάσουν και αποδεχτούν στα παιδικά μας χρόνια για αυτό που είμαστε, μας καταδικάζουν, άθελά τους, σε μία ζωή αγωνίας για αποδοχή. Θα παλεύουμε να αποδείξουμε ότι αξίζουμε.
Ό,τι και να δημιουργήσουμε, θα υπάρχει ανασφάλεια για το πόσο καλό ήταν τελικά. Θα κρύβουμε τον εαυτό μας μόνιμα πίσω από προσωπεία, εφόσον το δικό μας πρόσωπο δεν το αποδέχτηκαν ούτε καν οι γονείς μας. Θα χάσουμε τον εαυτό, στην προσπάθεια ενός επιτυχημένου ρόλου. Θα ενστερνιστούμε τα επιτυχημένα μοτίβα των άλλων, χάνοντας τις δικές μας αλήθειες. Θα αποποιηθούμε τα όνειρά μας και θα μας αυτοσαμποτάρουμε ανελέητα, για να επιβεβαιώσουμε τη δυσλειτουργία μας.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, το τραύμα μπορεί να δράσει τόσο καθοριστικά, ώστε, μετά από χρόνια επιβεβλημένης από τον εαυτό μας αποτυχίας, να μην έχουμε άλλο τρόπο παρά να ακολουθήσουμε το κοινωνικό στεγανό, ως μία βέβαιη λύση: η ανάγκη για επιβεβαίωση ονομάζεται «βιολογικό ρολόι» και οδηγεί στη δημιουργία ενός νέου παιδιού, ώστε να καλύψει το προσωπικό μας κενό. Βλέπετε τη συνέχεια;
Πάρτε μια βαθιά ανάσα και πείτε ένα δυνατό: Στοπ! Ήρθε η ώρα να σταματήσουμε τον αγώνα. Είναι εντάξει να μη γίνουμε αυτό που ονειρεύονταν οι γονείς μας για εμάς. Δεν τους προδίδουμε. Δεν τους παραμελούμε. Όταν εμείς γίνουμε το δικό μας όνειρο, θα βρεθούν τρόποι διαχείρισης σε σχέση με τους γονείς.
Είναι καταπληκτικό το να ανακαλύπτουμε το δικό μας δρόμο, να περπατάμε το δικό μας μονοπάτι.
Δε χρειάζεται να τρέχουμε, αρκεί να περπατάμε. Είναι υπέροχο να μάθουμε να διαχειριζόμαστε τα τραύματά μας και να διακρίνουμε τα γεγονότα, χωριστά από την επιρροή τους. Όπως υποστηρίζει και ο Stephenson Bond, γιουνγκιανός ψυχαναλυτής:
«Ένας από τους βασικούς παράγοντες στην ψυχολογική ανάπτυξη είναι η σύνδεση μεταξύ πιθανότητας και πραγματικότητας, μεταξύ αυτού που υπάρχει στο όνειρο και αυτού που βιώνεται, μεταξύ του εαυτού που αντιλαμβανόμαστε εσωτερικά και του εαυτού που δείχνουμε στον κόσμο. Και ο σύνδεσμος μεταξύ τους είναι μέσα από τη φαντασία. Ο σύνδεσμος είναι μέσα από το παιχνίδι»
Είναι μοναδικό δώρο το να συνειδητοποιήσουμε ότι το να αναγνωρίσουμε τον εαυτό μας είναι υποχρέωσή μας. Η δική μας αλλαγή είναι μία αλλαγή που φέρνει φωτεινή επέκταση σε εμάς, στους γύρω μας, στην ανθρωπότητα.
«Η επίδραση των γονέων γίνεται μόνο ένα πρόβλημα ηθικό μπροστά σε συνθήκες που μπορούσαν να έχουν αλλάξει από τους γονείς, αλλά δεν άλλαξαν» – C.G. Jung
Θέλει πολλή σοφία και ωριμότητα η διαχείριση, ώστε το δικό μας τραυματισμένο εσωτερικό παιδί να μην πάρει τα ηνία στη σχέση που δημιουργούμε με το παιδί μας. Αν παρασυρθούμε στη δίνη των τραυμάτων μας, θα διαιωνίσουμε τη δυσαρμονική σχέση που βιώσαμε ως παιδιά, ίσως με άλλους τρόπους, αλλά σίγουρα με το ίδιο επώδυνο αποτέλεσμα για το παιδί. Θα είναι σαν να διαπληκτίζονται δύο παιδιά, γιατί ο ενήλικας θα έχει χαθεί από το συνειδησιακό προσκήνιο της ύπαρξής του. Όσο λιγότερο έχει δουλευτεί αυτό το κομμάτι, τόσο πιο έντονα θα απαιτεί ο γονιός από το παιδί του να γίνει η προέκταση του εαυτού του.
«Τίποτα δεν έχει ισχυρότερη επιρροή ψυχολογικά στο περιβάλλον τους και ειδικά στα παιδιά τους, από τη ζωή που οι γονείς δεν έζησαν» – C. G. Jung
Οι γονείς που ξεκινούν από αυτό το σημείο, θα ζητούν από το παιδί να τους δώσει την αξία που αυτοί δεν κατάφεραν να κερδίσουν, συνεχίζοντας, για χάρη τους, τη διαδρομή που έχουν αφήσει μισοτελειωμένη. Του επιβάλλουν να τους γεμίσει τον ανικανοποίητο εαυτό, το εσωτερικό τους παιδί, που ακόμα θρηνεί τα χαμένα του όνειρα.
Σε αυτές τις περιπτώσεις, είναι τόσο το βάρος για το παιδί, που είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα επέλθει η τριβή. Θα προσπαθήσει να αντισταθεί σε αυτό το άτυπο «καθήκον», ίσως με ένταση, με υπερβολές, με όποιον τρόπο μπορεί, εν τέλει, να διοχετεύσει αυτήν την υποχρέωση που του ανατέθηκε.
Όσο αδούλευτο είναι το «Εγώ» του γονιού, όσο πιο ανεπαρκής είναι η αυτοεκτίμηση και η αυτοπεποίθησή του, τόσο πιο βίαια θα ανταποκριθεί στην αντίδραση του παιδιού. Δε θα μπορέσει να το κατανοήσει, καθώς, γι’ αυτόν, είναι ευθύνη του παιδιού να τον βοηθήσει να γίνει ο ενήλικας που ονειρευόταν στα δικά του παιδικά όνειρα. Θα το φοβερίσει για να το υποτάξει, για να γίνει το υπάκουο υποχείριο που θα κυοφορήσει τις επιθυμίες του. Θα το τιμωρήσει, θα το απορρίψει, θα το απειλήσει, θα το συγκρίνει, θα το επικρίνει, ώσπου εν τέλει θα βάλει τη μαγιά για να πλάσει άλλον έναν ανικανοποίητο και τραυματισμένο ενήλικα.
Αυτή η αγάπη που δόθηκε στο παιδί με «κουπόνια» δε θα είναι ικανή να το θρέψει. Η σχέση ελέγχου και εξουσίας προς το παιδί τους, δεν είναι παρά η εσφαλμένη προσπάθεια των γονιών για ίαση των αιμόφυρτων ψυχικών τους τραυμάτων.
Η γιουγκιανή ψυχολόγος Frances Wickes επισημαίνει: «τα παιδιά δε δίνουν ιδιαίτερη προσοχή σε ό, τι λέμε, παρά διαισθάνονται αυτό που είμαστε».Το παιδί, κοιτώντας τους γονείς του, βλέπει τελικά το τραύμα που προβάλλεται, αλλά δεν ξέρει να διαχωρίσει πως αυτό δεν του ανήκει, οπότε το επωμίζεται όλο. Γίνεται ο φταίχτης και καταλήγει να απορρίπτει τον εαυτό του, όπως έκαναν και οι γονείς του.
Ας το δούμε από προσωπική σκοπιά, ας θεωρήσουμε ότι είμαστε τα παιδιά που βγήκαν από τέτοιου είδους σχέσεις, για να κατανοήσουμε τον αντίκτυπο – ίσως να αναγνωρίζετε και εσείς κάποιους τέτοιους μηχανισμούς, που προέκυψαν από μια προηγούμενη γενιά ανθρώπων που δεν τους επετράπη η ικανοποίηση: αν δεν μας αγκαλιάσουν και αποδεχτούν στα παιδικά μας χρόνια για αυτό που είμαστε, μας καταδικάζουν, άθελά τους, σε μία ζωή αγωνίας για αποδοχή. Θα παλεύουμε να αποδείξουμε ότι αξίζουμε.
Ό,τι και να δημιουργήσουμε, θα υπάρχει ανασφάλεια για το πόσο καλό ήταν τελικά. Θα κρύβουμε τον εαυτό μας μόνιμα πίσω από προσωπεία, εφόσον το δικό μας πρόσωπο δεν το αποδέχτηκαν ούτε καν οι γονείς μας. Θα χάσουμε τον εαυτό, στην προσπάθεια ενός επιτυχημένου ρόλου. Θα ενστερνιστούμε τα επιτυχημένα μοτίβα των άλλων, χάνοντας τις δικές μας αλήθειες. Θα αποποιηθούμε τα όνειρά μας και θα μας αυτοσαμποτάρουμε ανελέητα, για να επιβεβαιώσουμε τη δυσλειτουργία μας.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, το τραύμα μπορεί να δράσει τόσο καθοριστικά, ώστε, μετά από χρόνια επιβεβλημένης από τον εαυτό μας αποτυχίας, να μην έχουμε άλλο τρόπο παρά να ακολουθήσουμε το κοινωνικό στεγανό, ως μία βέβαιη λύση: η ανάγκη για επιβεβαίωση ονομάζεται «βιολογικό ρολόι» και οδηγεί στη δημιουργία ενός νέου παιδιού, ώστε να καλύψει το προσωπικό μας κενό. Βλέπετε τη συνέχεια;
Πάρτε μια βαθιά ανάσα και πείτε ένα δυνατό: Στοπ! Ήρθε η ώρα να σταματήσουμε τον αγώνα. Είναι εντάξει να μη γίνουμε αυτό που ονειρεύονταν οι γονείς μας για εμάς. Δεν τους προδίδουμε. Δεν τους παραμελούμε. Όταν εμείς γίνουμε το δικό μας όνειρο, θα βρεθούν τρόποι διαχείρισης σε σχέση με τους γονείς.
Είναι καταπληκτικό το να ανακαλύπτουμε το δικό μας δρόμο, να περπατάμε το δικό μας μονοπάτι.
Δε χρειάζεται να τρέχουμε, αρκεί να περπατάμε. Είναι υπέροχο να μάθουμε να διαχειριζόμαστε τα τραύματά μας και να διακρίνουμε τα γεγονότα, χωριστά από την επιρροή τους. Όπως υποστηρίζει και ο Stephenson Bond, γιουνγκιανός ψυχαναλυτής:
«Ένας από τους βασικούς παράγοντες στην ψυχολογική ανάπτυξη είναι η σύνδεση μεταξύ πιθανότητας και πραγματικότητας, μεταξύ αυτού που υπάρχει στο όνειρο και αυτού που βιώνεται, μεταξύ του εαυτού που αντιλαμβανόμαστε εσωτερικά και του εαυτού που δείχνουμε στον κόσμο. Και ο σύνδεσμος μεταξύ τους είναι μέσα από τη φαντασία. Ο σύνδεσμος είναι μέσα από το παιχνίδι»
Είναι μοναδικό δώρο το να συνειδητοποιήσουμε ότι το να αναγνωρίσουμε τον εαυτό μας είναι υποχρέωσή μας. Η δική μας αλλαγή είναι μία αλλαγή που φέρνει φωτεινή επέκταση σε εμάς, στους γύρω μας, στην ανθρωπότητα.
«Η επίδραση των γονέων γίνεται μόνο ένα πρόβλημα ηθικό μπροστά σε συνθήκες που μπορούσαν να έχουν αλλάξει από τους γονείς, αλλά δεν άλλαξαν» – C.G. Jung
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου