Καταγόταν από τη Φοινίκη και αρχικά ήταν δούλος που καταγινόταν με την τοκογλυφία, προφανώς αποδοτική δραστηριότητα, αφού έγινε πολίτης των Θηβών, και μάλιστα πλούσιος. Η ιστορία όμως λέει ότι του έκλεψαν τα πάντα και, στην απελπισία του, κρεμάστηκε.
Ο Μένιππος ήταν οπαδός του Διογένη και ίσως ο κυνικότερος, με τη σύγχρονη έννοια, των Κυνικών. Σίγουρα ήταν ο επιρρεπέστερος στο γέλιο, απολαυστικά άκαρδος με την αθυροστομία του. Μολονότι δε σώζεται κανένα από τα γραπτά του, είναι γνωστός επειδή ενέπνευσε ολόκληρο λογοτεχνικό είδος, τη μενίππεια σάτιρα, που έφτασε στο αποκορύφωμά της με θεράποντες το Λουκιανό και τον Πετρώνιο.
Στους Νεκρικούς Διαλόγους του πρώτου, ο Μένιππος είναι το απαύγασμα του αντιήρωα, που καλείται στον Άδη για να χλευάσει παράπονα των πάλαι ποτέ πλούσιων και ισχυρά όπως του Μίδα και του Κροίσου, καθώς και τις σαχλαμάρες των φιλοσόφων, όπως του Σωκράτη, που εικονίζεται να κυνηγάει νεαρούς στον Κάτω Κόσμο (κι ας λένε ότι μετά την ψυχή βγαίνει και το χούι).
Ο Μένιππος αρνείται να πληρώσει ναύλο στο Χάροντα, το βαρκάρη της Αχερουσίας, και αποσπά το θαυμασμό του Κέρβερου, του τρικέφαλου σκύλου που φυλάει την είσοδο (διότι, προφανώς, όπως έλεγαν οι Λατίνοι, «σκύλος σκύλου κρέας δεν τρώει»). Ο Κέρβερος κλείνει το διάλογο λέγοντας:
Μόνο εσύ, Μένιππε, φάνηκες αντάξιος της γενιάς σου, και ο Διογένης πριν από σένα, που μπήκατε μέσα χωρίς να σας αναγκάζουνε, ούτε να σας σπρώχνουνε, αλλά με τη θέλησή σας, γελώντας και δίνοντας σε όλους την παραγγελιά «καλά κλάματα».
Ο Μένιππος ήταν οπαδός του Διογένη και ίσως ο κυνικότερος, με τη σύγχρονη έννοια, των Κυνικών. Σίγουρα ήταν ο επιρρεπέστερος στο γέλιο, απολαυστικά άκαρδος με την αθυροστομία του. Μολονότι δε σώζεται κανένα από τα γραπτά του, είναι γνωστός επειδή ενέπνευσε ολόκληρο λογοτεχνικό είδος, τη μενίππεια σάτιρα, που έφτασε στο αποκορύφωμά της με θεράποντες το Λουκιανό και τον Πετρώνιο.
Στους Νεκρικούς Διαλόγους του πρώτου, ο Μένιππος είναι το απαύγασμα του αντιήρωα, που καλείται στον Άδη για να χλευάσει παράπονα των πάλαι ποτέ πλούσιων και ισχυρά όπως του Μίδα και του Κροίσου, καθώς και τις σαχλαμάρες των φιλοσόφων, όπως του Σωκράτη, που εικονίζεται να κυνηγάει νεαρούς στον Κάτω Κόσμο (κι ας λένε ότι μετά την ψυχή βγαίνει και το χούι).
Ο Μένιππος αρνείται να πληρώσει ναύλο στο Χάροντα, το βαρκάρη της Αχερουσίας, και αποσπά το θαυμασμό του Κέρβερου, του τρικέφαλου σκύλου που φυλάει την είσοδο (διότι, προφανώς, όπως έλεγαν οι Λατίνοι, «σκύλος σκύλου κρέας δεν τρώει»). Ο Κέρβερος κλείνει το διάλογο λέγοντας:
Μόνο εσύ, Μένιππε, φάνηκες αντάξιος της γενιάς σου, και ο Διογένης πριν από σένα, που μπήκατε μέσα χωρίς να σας αναγκάζουνε, ούτε να σας σπρώχνουνε, αλλά με τη θέλησή σας, γελώντας και δίνοντας σε όλους την παραγγελιά «καλά κλάματα».
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου