Μια νύχτα, μεθυσμένος από το κρασί και τον πόθο του, ο Δίας ξάπλωσε με την όμορφη Θέμιδα, θεά των νόμων και της δικαιοσύνης, την οποία είχε βάλει στο μάτι από καιρό.
Από την ένωση αυτή ανάμεσα στο άναρχο και αυτό που πρέπει να γίνεται, γεννήθηκε η Τύχη (Fortuna για τους Ρωμαίους).
Ένα όμορφο κοριτσάκι που χαιρόταν την εύνοια του πατέρα της (πράγμα αρκετά σπάνιο στη ζωή του Δία).
Ο μύθος λέει ότι, από μικρή, ο Δίας ζητούσε να του τη φέρνουν και την ήθελε συνεχώς κοντά του. Για να τη διασκεδάσει, ο παντοδύναμος θεός πρόσταξε κάθε κάτοικο του Ολύμπου να μάθει κάτι στην αγαπημένη του κόρη.
Από τον Ερμή, ειδικά, ζήτησε να της μάθει να τρέχει πιο γρήγορα απ’ τον καθένα.
Πριν κλείσει τα οχτώ, τα πόδια της Τύχης έτρεχαν πιο γρήγορα κι από τους φτερωτούς αστραγάλους του Ερμή, και κέρδιζε στο δρόμο οποιονδήποτε: θεό, άνθρωπο ή ζώο.
Από τη Δήμητρα ζήτησε να της μάθει τα πάντα για τα σπαρτά και τα οπωροφόρα.
Η Τύχη ήξερε να ξεχωρίζει, με ταχύτητα και ακρίβεια, κάθε ένα από τα δημητριακά της Ελλάδας.
Ήξερε πού φύτρωνε κάθε δεντράκι, πότε άνθιζε κάθε φυτό και πώς θερίζουν τα σπαρτά.
Από την Ήρα, τη νόμιμη σύζυγό του, ο Δίας δε ζήτησε τίποτα.
Μάλλον από ζήλια, η θεά της σταθερότητας και της οικογένειας δεν ήθελε ούτε να τη βλέπει την Τύχη.
Πράγματι, όταν η Τύχη γινόταν δεκαπέντε χρόνων, η Ήρα αποφάσισε να επιβάλει στον Όλυμπο έναν ηθικό νόμο: κανένα νόθο παιδί ανάμεσα στους θεούς. Τα παιδιά που δεν προέρχονταν από αγνή ένωση, έπρεπε να ζουν με τους ανθρώπους…
Βέβαια, ήταν ήδη αργά για να τα βάλει με τον Δία. Ο πονηρός αρχηγός είχε σκαρφιστεί ένα σχέδιο έτσι ώστε η Τύχη να πρέπει υποχρεωτικά να μείνει με τους θεούς, και όχι μόνο δεν εκδιώχτηκε, αλλά την προστάτευαν και την κανάκευαν περισσότερο απ’ όλους.
Από κείνη την ημέρα, το νέκταρ και η αμβροσία δεν θα εμφανίζονταν μαγικά σ’ ένα μπουκάλι στο καλάθι του πρωινού, αλλά θα συλλέγονταν κάθε πρωί από τα πρώτα φρούτα των δέντρων της Γης. Τα πρώτα μήλα, τα πρώτα ροδάκινα, οι πρώτες φράουλες της ημέρας θα περιείχαν στη σάρκα τους τα μαγικά θρεπτικά συστατικά που θα διατηρούσαν τους κατοίκους του Ολύμπου νέους και υγιείς, – συνεπώς αθάνατους και συνεπώς θεούς.
Για να μη φάνε οι άνθρωποι αυτά τα ισχυρά ελιξίρια, ο Δίας έθεσε έναν όρο: με την πρώτη ηλιαχτίδα που θα τα φώτιζε, τα φρέσκα φρούτα θα έχαναν όλα τους τα πολύτιμα υγρά.
Το σχέδιο ήταν τέλειο. Ποιος, όμως, θα μπορούσε να αναγνωρίζει και να μαζεύει τα πρώτα φρούτα της ημέρας, τόσο επιδέξια και τόσο γρήγορα ώστε να μην τα προλάβουν οι πρώτες ακτίνες του ήλιου;
Μόνο η Τύχη.
Έτσι κι έγινε. Πριν χαράξει, η Τύχη έφευγε βιαστική κι έτρεχε σ’ όλη τη Γη για να μαζέψει τα πρώτα φρούτα από κάθε δέντρο, πριν χαλάσει ο ήλιος το θεϊκό τους περιεχόμενο.
Τα μάζευε σ’ ένα καλάθι και τα ανέβαζε σβέλτα στον Όλυμπο για το πρωινό των θεών, που χειροκροτούσαν και επαινούσαν την ικανότητά της.
Ένα πρωί η Τύχη δεν έφτασε στην ώρα της, και οι θεοί άρχισαν να ανησυχούν. Δεν ήταν και τόσο τρομερό αν μια μέρα δεν έτρωγαν νέκταρ, όμως, αν αυτό συνεχιζόταν, θα πέθαιναν, θα αρρώσταιναν ή –το χειρότερο- θα γερνούσαν.
Μια αντιπροσωπεία των θεών βγήκε σε αναζήτηση της Τύχης στους δρόμους της Ελλάδας. Εκεί έμαθαν ότι ένας ψαράς την είχε πιάσει κατά λάθος, καθώς έριχνε τα δίχτυα του στο Αιγαίο. Γοητευμένος και έκπληκτος από την ομορφιά του απρόσμενου φορτίου του, δεν ήθελε να την αφήσει να φύγει.
Οι θεοί παρουσιάστηκαν μπροστά στον ψαρά και τον ρώτησαν τι αντάλλαγμα ήθελε προκειμένου να αφήσει ελεύθερη την Τύχη.
Ό,τι ζήτησε ο ψαράς του το ‘δωσαν, και μετά η Τύχη ήταν και πάλι ελεύθερη.
Η φήμη, όμως, άρχισε να κυκλοφορεί ανάμεσα στους ανθρώπους. Όποιος έπιανε την Τύχη μπορούσε να ζητήσει από τους θεούς ό,τι ήθελε, κι εκείνοι θα του το έδιναν με αντάλλαγμα την ελευθερία της.
Μόλις πληροφορήθηκε τον κίνδυνο, η τύχη άρχισε να παίρνει όλο και περισσότερες προφυλάξεις και ζήτησε από τους άλλους θεούς να της μάθουν ορισμένα πράγματα παραπάνω, για το καλό όλων.
Η Άρτεμις της δίδαξε να κρύβεται για να μην μπορεί να τη δει κανείς. Άρχισε να ταξιδεύει με μεγάλη μυστικότητα, χωρίς κανένας να παίρνει είδηση την παρουσία της.
Από την Αφροδίτη έμαθε να χτενίζει τα μακριά και όμορφα μαλλιά της. Τα τραβούσε και τα έπλεκε σε μια υπέροχη πλεξούδα την οποία, -αντί να τη ρίχνει στην πλάτη όπως έκανε ως τότε-, άρχισε να φέρνει μπροστά, από το μέτωπο ως το στήθος της.
Από τον Ουρανό έμαθε να γίνεται άπιαστη, και από τον Άρη έμαθε τη στρατηγική του πολέμου.
Εξαιτίας όσων έμαθε κι από φόβο μην τυχόν και της στήσουν καρτέρι στην καθημερινή της διαδρομή, η Τύχη αποφάσισε πως το πέρασμά της δεν έπρεπε να είναι προβλέψιμο. Για να πετύχει κάτι τέτοιο, πήρε μια περίεργη απόφαση: τα πόδια της δεν έπρεπε ποτέ να πατάνε δεύτερη φορά πάνω στα ίδια της τα χνάρια.
Λίγο από συνήθεια και πιο πολύ από παραξενιά, αυτή η απόφαση της έγινε εμμονή, και η θεά Τύχη πρόσεχε πάρα πολύ να μην περάσει δυο φορές από το ίδιο μέρος.
Από το Βάκχο έμαθε τις ιδιότητες του κρασιού για να μπορεί να μεθάει όσους κατάφερναν να την πιάσουν και να το σκάει, αφήνοντάς τους χωρίς τίποτα.
Από την ένωση αυτή ανάμεσα στο άναρχο και αυτό που πρέπει να γίνεται, γεννήθηκε η Τύχη (Fortuna για τους Ρωμαίους).
Ένα όμορφο κοριτσάκι που χαιρόταν την εύνοια του πατέρα της (πράγμα αρκετά σπάνιο στη ζωή του Δία).
Ο μύθος λέει ότι, από μικρή, ο Δίας ζητούσε να του τη φέρνουν και την ήθελε συνεχώς κοντά του. Για να τη διασκεδάσει, ο παντοδύναμος θεός πρόσταξε κάθε κάτοικο του Ολύμπου να μάθει κάτι στην αγαπημένη του κόρη.
Από τον Ερμή, ειδικά, ζήτησε να της μάθει να τρέχει πιο γρήγορα απ’ τον καθένα.
Πριν κλείσει τα οχτώ, τα πόδια της Τύχης έτρεχαν πιο γρήγορα κι από τους φτερωτούς αστραγάλους του Ερμή, και κέρδιζε στο δρόμο οποιονδήποτε: θεό, άνθρωπο ή ζώο.
Από τη Δήμητρα ζήτησε να της μάθει τα πάντα για τα σπαρτά και τα οπωροφόρα.
Η Τύχη ήξερε να ξεχωρίζει, με ταχύτητα και ακρίβεια, κάθε ένα από τα δημητριακά της Ελλάδας.
Ήξερε πού φύτρωνε κάθε δεντράκι, πότε άνθιζε κάθε φυτό και πώς θερίζουν τα σπαρτά.
Από την Ήρα, τη νόμιμη σύζυγό του, ο Δίας δε ζήτησε τίποτα.
Μάλλον από ζήλια, η θεά της σταθερότητας και της οικογένειας δεν ήθελε ούτε να τη βλέπει την Τύχη.
Πράγματι, όταν η Τύχη γινόταν δεκαπέντε χρόνων, η Ήρα αποφάσισε να επιβάλει στον Όλυμπο έναν ηθικό νόμο: κανένα νόθο παιδί ανάμεσα στους θεούς. Τα παιδιά που δεν προέρχονταν από αγνή ένωση, έπρεπε να ζουν με τους ανθρώπους…
Βέβαια, ήταν ήδη αργά για να τα βάλει με τον Δία. Ο πονηρός αρχηγός είχε σκαρφιστεί ένα σχέδιο έτσι ώστε η Τύχη να πρέπει υποχρεωτικά να μείνει με τους θεούς, και όχι μόνο δεν εκδιώχτηκε, αλλά την προστάτευαν και την κανάκευαν περισσότερο απ’ όλους.
Από κείνη την ημέρα, το νέκταρ και η αμβροσία δεν θα εμφανίζονταν μαγικά σ’ ένα μπουκάλι στο καλάθι του πρωινού, αλλά θα συλλέγονταν κάθε πρωί από τα πρώτα φρούτα των δέντρων της Γης. Τα πρώτα μήλα, τα πρώτα ροδάκινα, οι πρώτες φράουλες της ημέρας θα περιείχαν στη σάρκα τους τα μαγικά θρεπτικά συστατικά που θα διατηρούσαν τους κατοίκους του Ολύμπου νέους και υγιείς, – συνεπώς αθάνατους και συνεπώς θεούς.
Για να μη φάνε οι άνθρωποι αυτά τα ισχυρά ελιξίρια, ο Δίας έθεσε έναν όρο: με την πρώτη ηλιαχτίδα που θα τα φώτιζε, τα φρέσκα φρούτα θα έχαναν όλα τους τα πολύτιμα υγρά.
Το σχέδιο ήταν τέλειο. Ποιος, όμως, θα μπορούσε να αναγνωρίζει και να μαζεύει τα πρώτα φρούτα της ημέρας, τόσο επιδέξια και τόσο γρήγορα ώστε να μην τα προλάβουν οι πρώτες ακτίνες του ήλιου;
Μόνο η Τύχη.
Έτσι κι έγινε. Πριν χαράξει, η Τύχη έφευγε βιαστική κι έτρεχε σ’ όλη τη Γη για να μαζέψει τα πρώτα φρούτα από κάθε δέντρο, πριν χαλάσει ο ήλιος το θεϊκό τους περιεχόμενο.
Τα μάζευε σ’ ένα καλάθι και τα ανέβαζε σβέλτα στον Όλυμπο για το πρωινό των θεών, που χειροκροτούσαν και επαινούσαν την ικανότητά της.
Ένα πρωί η Τύχη δεν έφτασε στην ώρα της, και οι θεοί άρχισαν να ανησυχούν. Δεν ήταν και τόσο τρομερό αν μια μέρα δεν έτρωγαν νέκταρ, όμως, αν αυτό συνεχιζόταν, θα πέθαιναν, θα αρρώσταιναν ή –το χειρότερο- θα γερνούσαν.
Μια αντιπροσωπεία των θεών βγήκε σε αναζήτηση της Τύχης στους δρόμους της Ελλάδας. Εκεί έμαθαν ότι ένας ψαράς την είχε πιάσει κατά λάθος, καθώς έριχνε τα δίχτυα του στο Αιγαίο. Γοητευμένος και έκπληκτος από την ομορφιά του απρόσμενου φορτίου του, δεν ήθελε να την αφήσει να φύγει.
Οι θεοί παρουσιάστηκαν μπροστά στον ψαρά και τον ρώτησαν τι αντάλλαγμα ήθελε προκειμένου να αφήσει ελεύθερη την Τύχη.
Ό,τι ζήτησε ο ψαράς του το ‘δωσαν, και μετά η Τύχη ήταν και πάλι ελεύθερη.
Η φήμη, όμως, άρχισε να κυκλοφορεί ανάμεσα στους ανθρώπους. Όποιος έπιανε την Τύχη μπορούσε να ζητήσει από τους θεούς ό,τι ήθελε, κι εκείνοι θα του το έδιναν με αντάλλαγμα την ελευθερία της.
Μόλις πληροφορήθηκε τον κίνδυνο, η τύχη άρχισε να παίρνει όλο και περισσότερες προφυλάξεις και ζήτησε από τους άλλους θεούς να της μάθουν ορισμένα πράγματα παραπάνω, για το καλό όλων.
Η Άρτεμις της δίδαξε να κρύβεται για να μην μπορεί να τη δει κανείς. Άρχισε να ταξιδεύει με μεγάλη μυστικότητα, χωρίς κανένας να παίρνει είδηση την παρουσία της.
Από την Αφροδίτη έμαθε να χτενίζει τα μακριά και όμορφα μαλλιά της. Τα τραβούσε και τα έπλεκε σε μια υπέροχη πλεξούδα την οποία, -αντί να τη ρίχνει στην πλάτη όπως έκανε ως τότε-, άρχισε να φέρνει μπροστά, από το μέτωπο ως το στήθος της.
Από τον Ουρανό έμαθε να γίνεται άπιαστη, και από τον Άρη έμαθε τη στρατηγική του πολέμου.
Εξαιτίας όσων έμαθε κι από φόβο μην τυχόν και της στήσουν καρτέρι στην καθημερινή της διαδρομή, η Τύχη αποφάσισε πως το πέρασμά της δεν έπρεπε να είναι προβλέψιμο. Για να πετύχει κάτι τέτοιο, πήρε μια περίεργη απόφαση: τα πόδια της δεν έπρεπε ποτέ να πατάνε δεύτερη φορά πάνω στα ίδια της τα χνάρια.
Λίγο από συνήθεια και πιο πολύ από παραξενιά, αυτή η απόφαση της έγινε εμμονή, και η θεά Τύχη πρόσεχε πάρα πολύ να μην περάσει δυο φορές από το ίδιο μέρος.
Από το Βάκχο έμαθε τις ιδιότητες του κρασιού για να μπορεί να μεθάει όσους κατάφερναν να την πιάσουν και να το σκάει, αφήνοντάς τους χωρίς τίποτα.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου