Ένας ξεχωριστός άνθρωπος, άρχοντας και κυβερνήτης του εαυτού του ήταν ο ηνίοχος του Αχιλλέα, επομένως και του Πατρόκλου (όταν ο τελευταίος φόρεσε τα άρματα του ξαδέλφου του και βγήκε στον πόλεμο), ο Αυτομέδων (αυτό+ μέδω= προστατεύω, κυβερνώ).
Γιος του Διώρου από την Σκύρο, φίλος συγχρόνως του Αχιλλέα, ένας ιδιαίτερος ηνίοχος, αφού κουμαντάρει δύο θεϊκά άλογα και είχε πάει στην Τροία ως αρχηγός συντάγματος με δέκα πλοία.
Αυτόπτης μάρτυς του θανάτου του Πατρόκλου, βρέθηκε σε δεινή θέση:
«Και αν κι έκλαιεν τον Πάτροκλον, εχύθη με τους ίππους
ο Αυτομέδων, ως αετός εκεί που χήνες βόσκουν.
Κι εύκολ’ από την χλαλοή έφευγε αυτός των Τρώων
κι εύκολα πάλι έπεφτε το πλήθος να σκορπίσει
αλλ’ άνδρες δεν εφόνευε ‘κει που τούς κυνηγούσε
ότι στ’ αμάξι μόνος του να σπρώχνει δεν εμπόρει
τους γοργούς ίππους και να ορμά στην μάχην με την λόγχην».
Από τη δύσκολη θέση τον έβγαλε κάποιος σύντροφος που στάθηκε πίσω από το άρμα και τού φώναξε:
«Ω Αυτομέδων, των θεών ποιος σου’βαλε στα στήθη
βουλήν ολέθριαν κι έβλαψε τα ύγεια λογικά σου;
Τους Τρώας συ να πολεμείς στην πρώτην τάξιν μόνος!
Και σου εφονεύθη ο σύντροφος, και ο Έκτωρ με καμάρι
τώρα στους ώμους του φορεί τα όπλα του Αχιλλέως.
Είπε κι εκείνος όρμησε στο γρήγορον αμάξι
κι έλαβ’ ευθύς την μάστιγα και ομού τα χαλινάρια».
Απελευθερωμένος, ο Αυτομέδων ρίχτηκε στη μάχη, ένας ακόμη γενναίος ανάμεσα στους άλλους.
Ήταν τέτοια η φήμη του ώστε επικράτησε στην αρχαία ελληνική γλώσσα, και μετά και στην λατινική, να ονομάζεται «αυτομέδων» κάθε ικανός και επιδέξιος ηνίοχος, αλλά και κάθε χαριτωμένος άνθρωπος.
Γιος του Διώρου από την Σκύρο, φίλος συγχρόνως του Αχιλλέα, ένας ιδιαίτερος ηνίοχος, αφού κουμαντάρει δύο θεϊκά άλογα και είχε πάει στην Τροία ως αρχηγός συντάγματος με δέκα πλοία.
Αυτόπτης μάρτυς του θανάτου του Πατρόκλου, βρέθηκε σε δεινή θέση:
«Και αν κι έκλαιεν τον Πάτροκλον, εχύθη με τους ίππους
ο Αυτομέδων, ως αετός εκεί που χήνες βόσκουν.
Κι εύκολ’ από την χλαλοή έφευγε αυτός των Τρώων
κι εύκολα πάλι έπεφτε το πλήθος να σκορπίσει
αλλ’ άνδρες δεν εφόνευε ‘κει που τούς κυνηγούσε
ότι στ’ αμάξι μόνος του να σπρώχνει δεν εμπόρει
τους γοργούς ίππους και να ορμά στην μάχην με την λόγχην».
Από τη δύσκολη θέση τον έβγαλε κάποιος σύντροφος που στάθηκε πίσω από το άρμα και τού φώναξε:
«Ω Αυτομέδων, των θεών ποιος σου’βαλε στα στήθη
βουλήν ολέθριαν κι έβλαψε τα ύγεια λογικά σου;
Τους Τρώας συ να πολεμείς στην πρώτην τάξιν μόνος!
Και σου εφονεύθη ο σύντροφος, και ο Έκτωρ με καμάρι
τώρα στους ώμους του φορεί τα όπλα του Αχιλλέως.
Είπε κι εκείνος όρμησε στο γρήγορον αμάξι
κι έλαβ’ ευθύς την μάστιγα και ομού τα χαλινάρια».
Απελευθερωμένος, ο Αυτομέδων ρίχτηκε στη μάχη, ένας ακόμη γενναίος ανάμεσα στους άλλους.
Ήταν τέτοια η φήμη του ώστε επικράτησε στην αρχαία ελληνική γλώσσα, και μετά και στην λατινική, να ονομάζεται «αυτομέδων» κάθε ικανός και επιδέξιος ηνίοχος, αλλά και κάθε χαριτωμένος άνθρωπος.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου