Οι ταφικές πρακτικές προσφέρουν μια αρκετά χαρακτηριστική εικόνα για την ύπαρξη μιας αριστοκρατικής τάξης στους χρόνους αυτούς, στην οποία και αποδίδονται μεταθανάτιες τιμές. Ορισμένοι αρχαιολόγοι-ερευνητές, μάλιστα, υποστηρίζουν ότι είναι εμφανής η ύπαρξη ηρωολατρείας. Πιστεύουν πως αυτή συνδέεται με τη διάθεση της αριστοκρατίας του 10ου-8ου αι. π.Χ. να ενισχύσει το κύρος, το γόητρο και συνακόλουθα τη δύναμή της, αντλώντας από το «ένδοξο» παρελθόν, θεωρώντας τον εαυτό της ως απόγονο «ηρώων», αντιδιαστέλλοντάς τον έτσι και διαχωρίζοντάς τον από τις υπόλοιπες κοινωνικές τάξεις.
Ενώ στα μυκηναϊκά χρόνια το κυρίαρχο έθιμο ταφής ήταν ο ενταφιασμός του σώματος του νεκρού κατά τη διάρκεια των λεγόμενων παλαιότερα, και λόγω έλλειψης πολλών πληροφοριών, Σκοτεινών Αιώνων και μετά (11ος αι.-10ος αι. π.Χ.) το συγκεκριμένο έθιμο διατηρείται μόνο σε παιδιά και σε κάποιες γυναίκες. Οι ενήλικοι άνδρες και κάποιες φορές οι γυναίκες, καίγονται σε πυρά, όπως συνέβη με τον Πάτροκλο στην Ιλιάδα. Τα υπολείμματα αυτής της καύσης τοποθετούνται σε τεφροδόχα αγγεία τα οποία και θάβονται. Οι μεμονωμένες ταφές σε κιβωτιόσχημους τάφους αντικαθιστούν, επίσης, τις πολλαπλές ταφές που ήταν ο κανόνας στους μεγάλους θαλαμοειδείς τάφους της μεσαίας τάξης των μυκηναϊκών χρόνων.
Δύο ταφές καύσεων από την Εύβοια που χρονολογούνται η μία, από το Λευκαντί, στους πολύ πρώιμους ιστορικούς χρόνους (γύρω στο 975-950 π.Χ.) και η άλλη, από την Ερέτρια, στο τέλος της γεωμετρικής εποχής (720-680 π.Χ.) είναι απολύτως χαρακτηριστικές. Ο χώρος και ο χρόνος στους οποίους τοποθετούνται αυτές οι καύσεις δεν μπορεί, επίσης, να μην ληφθούν υπόψη. Είναι η εποχή και η γεωγραφική περιοχή, η Εύβοια, όπου οι νεότερες έρευνες πιθανολογούν πως μπορεί να υιοθετήθηκε το αλφάβητο και να πρωτογεννήθηκαν τα ομηρικά έπη, τα οποία αποσκοπούσαν στο να εξυπηρετήσουν και να τέρψουν την τοπική αριστοκρατία (Powell 2009, 32-38).
Η περίπτωση της διπλής ταφής από το Λευκαντί είλκυσε την προσοχή των ερευνητών. Σε αυτούς τους τάφους αποδίδεται βασιλικός χαρακτήρας ενώ το οικοδόμημα που τους περιέχει θεωρείται ως «Ηρώο», συνδεόμενο με κάποιου είδους «ηρωολατρεία». Έτσι εξηγείται και ο τύμβος που το σκέπασε ως ανάμνηση της ηρωικής διάστασης του νεκρού ή ως προσπάθεια αφηρωισμού του, να του αποδοθούν, δηλαδή, τιμές και λατρεία «ήρωα». Η αρχαιολογική περιγραφή των συγκεκριμένων ταφών, οι οποίες «θυμίζουν ταφικές σκηνές που περιγράφει ο Όμηρος», είναι αποκαλυπτική:
Τα οστά του αποτεφρωμένου νεκρού άνδρα, τυλιγμένα σε ύφασμα, είχαν προσεκτικά εναποτεθεί σε χάλκινο τεφροδόχο αμφορέα εισαγμένο από την Κύπρο. Μια χάλκινη σπονδική φιάλη σφράγιζε το τεφροδόχο αγγείο και μαζί με τα όπλα του νεκρού συμπλήρωνε την ταφή του. Στη διπλανή ταφή ο γυναικείος σκελετός εκτάδην, με σταυρωμένα τα πόδια και τα χέρια, παρουσίαζε δείγματα μοναδικής βασιλικής κτέρισης: χρυσοί σφηκωτήρες στα μαλλιά, χρυσοί δίσκοι στο στήθος, χρυσά επιστήθια κοσμήματα και περιδέραιο από χρυσό και φαγεντιανή, καθώς ακόμα και περόνες χάλκινες, σιδερένιες και επιχρυσωμένες. Ο ηρωικός χαρακτήρας των ταφών συμπληρώνεται από τέσσερα άλογα που βρέθηκαν ενταφιασμένα δίπλα και τα οποία, σε συνδυασμό με την παρουσία γυναίκας σε τάφο πολεμιστή, ανακαλούν στη μνήμη τελετουργικές ταφές ηγεμόνων-ηρώων του έπους (Κούρου 1992: 44).
Οι καύσεις ήταν, χωρίς, βέβαια να λείπουν και οι ενταφιασμοί, οι πιο συνηθισμένες ταφές ενηλίκων στα νεκροταφεία των γεωμετρικών χρόνων και στην Αθήνα, αλλά και σε άλλες περιοχές (Kurtz & Boardman 1994: 40-64). Στην Αθήνα οι ταφές αυτών των χρόνων προέρχονται από τον χώρο της Αγοράς, ο οποίος χρησίμευε ως νεκροταφείο πριν από τη δημιουργία της αρχαίας πόλης-κράτους και πριν μετατραπεί αυτός, ύστερα από τις μεταρρυθμίσεις του Σόλωνα τον 6ο αι. π.Χ., στο πολιτικό κέντρο της Αθήνας (Immerwahr 1973). Παρόμοιες ταφές βρέθηκαν και στο νεκροταφείο του Διπύλου, στον Κεραμεικό, πριν ο τελευταίος αποκτήσει τα χαρακτηριστικά που προσέλαβε, επίσης, στην περίοδο της πόλης-κράτους. Στις περισσότερες των περιπτώσεων η τέφρα του νεκρού, μετά την καύση έμπαινε σε ένα μεγάλο πήλινο τεφροδόχο αγγείο, το οποίο έκλεινε με μια πέτρα και τοποθετούνταν στον λάκκο που ανοιγόταν για τον νεκρό. Το υλικό από την πυρά της καύσης είτε μαζευόταν στο άκρο του λάκκου απέναντι από το τεφροδόχο αγγείο, είτε διασκορπιζόταν σε όλο το δάπεδό του και δημιουργούσε ένα λεπτό στρώμα. Ο λάκκος έκλεινε και τελικά επάνω από αυτόν έμπαιναν ως σήματα μεγάλα αγγεία, κρατήρες ή αμφορείς, με ύψος πάνω από 1 μ.
Μια παρόμοια ταφή του 900 π.Χ. περίπου, από την Αγορά των Αθηνών είναι αξιοσημείωτη. Γύρω από τη βάση του λαιμού της τεφροδόχου ήταν τυλιγμένο ένα σιδερένιο ξίφος, το οποίο τοποθέτησαν εκεί αφού είχε πρώτα παραμορφωθεί στην πυρά. Την ίδια ταφή συνόδευαν και άλλα αγγεία, καθώς και μαχαίρια, εξαρτήματα άρματος και αιχμές από λόγχες. Όλα τα παραπάνω ευρήματα οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι εκεί είχε ταφεί, προφανώς, κάποιος πολεμιστής.
Τα τεφροδόχα αγγεία ήταν, συνήθως, πήλινοι αμφορείς με λαβές στον λαιμό που προορίζονταν για τις αντρικές ταφές ή στην κοιλιά που προορίζονταν για τις γυναικείες ταφές. Χρησιμοποιούνταν, όμως, και μεταλλικοί χάλκινοι λέβητες, όπως στο Λευκαντί, στο εσωτερικό των οποίων μαζί με τα καμένα υπολείμματα υπήρχαν και ίχνη από υφάσματα που χρησίμευαν για να μαζευτούν τα αποτεφρωμένα υπολείμματα. Παρόμοια ίχνη που εντοπίστηκαν στο εξωτερικό των λεβήτων ενισχύουν την πιθανότητα να τυλιγόταν με ύφασμα και ολόκληρος ο λέβητας.
Η ταφή μιας αριστοκράτισσας των Γεωμετρικών χρόνων από το ίδιο αθηναϊκό νεκροταφείο δίνει μια καλή εικόνα για τη θέση και τον ρόλο των γυναικών αυτής της κοινωνικής τάξης. Πρόκειται, επίσης, για καύση με τις στάχτες της νεκρής να έχουν τοποθετηθεί σε τεφροδόχο αμφορέα ο οποίος συνοδεύεται και από άλλα αγγεία (τρεις πρόχους και μια πυξίδα). Υπάρχουν, όμως και άλλα πλουσιότερα κτερίσματα. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν χρυσά κοσμήματα, σκουλαρίκια και δαχτυλίδια, αλλά και ένα περιδέραιο με ψήφους από φαγεντιανή και ορεία κρύσταλλο το οποίο θεωρείται εισαγμένο από τη Συρία. Χάλκινες και σιδερένιες περόνες (καρφίτσες) και πόρπες (παραμάνες) παραπέμπουν στον τρόπο στερέωσης των γυναικείων ενδυμάτων της εποχής, όπως ο πέπλος.
Εκτός από τα κοσμήματα, ένα ιδιότυπο κτέρισμα με προφανή συμβολική σημασία, αξίζει προσοχής καθώς αποκαλύπτει αρκετά στοιχεία για την κοινωνική θέση της νεκρής, όσο ήταν βέβαια στη ζωή. Ένα πήλινο αντικείμενο που μοιάζει με κιβώτιο και στο κάλυμμα του οποίου ενσωματώνονται πέντε κυψελοειδείς κατασκευές που ερμηνεύτηκαν ως απομίμηση σιτοβολώνων, αποθηκών για το σιτάρι δηλαδή, θεωρείται ότι έχει συμβολική σημασία και παραπέμπει στην οικονομική επιφάνεια της οικογένειας (του πατέρα ή του αδελφού πιο συγκεκριμένα) της νεκρής. Ο συνειρμός της συσχέτισης της νεκρής με μια ανώτερη κοινωνική τάξη, ανάλογη των πεντακοσιομεδίμνων -της τάξης που θέσπισε ο Αθηναίος νομοθέτης Σόλων αρκετά χρόνια αργότερα, στο τέλος του 6ου αι. π.Χ., κατά την αρχαϊκή εποχή και περιλάμβανε αυτούς που η γη τούς απέδιδε σιτάρι βάρους πεντακοσίων μεδίμνων- φαίνεται αναπόφευκτος.
Αντικείμενα ένδειξης κοινωνικής θέσης προέρχονται και από άλλους τάφους. Πήλινες πυξίδες με άλογα στο πώμα τους, βρίσκονται συχνά σε γυναικείους, επίσης, τάφους και συνδέονται με την παραδοσιακή ενασχόληση των αριστοκρατών με την εκτροφή ίππων (Immerwahr 1973: 20-28). Θεωρείται, μάλιστα, ως επιπλέον ένδειξη της σχέσης των αλόγων με την αριστοκρατική τάξη ότι η γεωμετρική διακόσμηση που υπάρχει στο κεφάλι, στον λαιμό και στο σώμα τους υποδηλώνει ότι πρόκειται για ζεμένα σε άρματα, αριστοκρατών προφανώς, και όχι ελεύθερα άλογα.
Η εικονογράφηση των περίφημων γεωμετρικών κρατήρων και αμφορέων, των αγγείων ύψους πάνω από 1μ., που χρησιμοποιούνταν ως σήματα τάφων στο νεκροταφείο του αθηναϊκού Κεραμεικού προσφέρουν μια πραγματική εικόνα για τα ταφικά έθιμα με τα οποία αποδίδονταν τιμές στους αριστοκράτες του τέλους του 8ου αι. π.Χ. Η νεκρή στην πρώτη εικόνα και ο νεκρός στη δεύτερη περιβάλλονται από ανθρώπους που θρηνούν κατά τη διάρκεια της «πρόθεσης» του σώματός του. Άρματα, με άλογα και ηνιόχους, στρατιώτες με χαρακτηριστικές ασπίδες συνοδεύουν τον νεκρό στη δεύτερη περίπτωση προς την τελευταία του κατοικία κατά τη διάρκεια της «εκφοράς», της κηδείας δηλαδή, αφού έχει προηγηθεί η «πρόθεση». Τα ίδια αυτά «μνημειακά» αγγεία συνδέονται με την αριστοκρατική τάξη, αφού, με βάση το σχήμα πρόκειται για υπερμεγέθεις απομιμήσεις αμφορέων και κρατήρων των τυπικών σκευών που χρησιμοποιούνται για τη μεταφορά και την ανάμιξη με νερό του κρασιού, κατά τη διάρκεια της αγαπημένης απασχόλησης των αριστοκρατών, του συμποσίου.
Στην Ερέτρια, αρχαία πόλη της Εύβοιας, ελβετικές ανασκαφές εντόπισαν, μεταξύ άλλων, μια νεκρόπολη που αποτελούνταν από έξι καύσεις ενηλίκων και εννέα ενταφιασμούς παιδιών (Ερέτρια 2004: 172-175). Η περιοχή ονομάστηκε «Ηρώον» με βάση την κατασκευή πάνω από τους τάφους, από τις αρχές του 7ου αι. έως τα μέσα του 6ου αι. π.Χ., μνημειακού χαρακτήρα κτισμάτων τα οποία σκεπάστηκαν, πιθανόν, με χωμάτινο τύμβο και συνδέονταν με την απόδοση τιμών ήρωα, ακόμα και λατρείας, προς τους νεκρούς. Οι ταφές του «Ηρώου» χρονολογήθηκαν ανάμεσα στα 720 και 680 π.Χ., γεγονός που τις τοποθετεί πολύ κοντά στην υποτιθέμενη γραπτή δημιουργία των ομηρικών επών. Όπως σημειώνεται, σε αυτές τις ταφές υπάρχει η μεγαλύτερη συγκέντρωση χάλκινων ταφικών λεβήτων του ελληνικού κόσμου (Ερέτρια 2004: 173).
Από τις έξι καύσεις ενηλίκων ξεχώριζε μία, η οποία ήταν η πλουσιότερη και κατείχε κεντρική θέση ανάμεσα στις άλλες. Η ταφή αυτή αποτελείται από δύο μεγάλους χάλκινους λέβητες. Στον ένα είχαν τοποθετηθεί τα απανθρακωμένα οστά του νεκρού τυλιγμένα σε κάποιο ύφασμα, ο άλλος χρησίμευε για κάλυμμα του πρώτου, ενώ μια λίθινη κόγχη προστάτευε το πρώτο τεφροδόχο αγγείο.
Αξιοσημείωτη είναι, επίσης, η παρουσία ως κτερισμάτων προς τον νεκρό τεσσάρων ξιφών καθώς και πέντε σιδερένιων αιχμών από δόρατα και μιας αιχμής, με μυκηναϊκή προέλευση, χάλκινης, που ο ανασκαφέας θεώρησε ότι μπορεί να είναι ένα σκήπτρο (Crielaard 2002: 247-248). Οι άλλες πέντε ταφές ενηλίκων ήταν παρόμοιες. Τα παιδιά, όμως, ήταν θαμμένα σε απλούς λάκκους, συνοδευόμενα από αγγεία αλλά και κοσμήματα, μεταξύ των οποίων ένα χρυσό διάδημα. Στις αρχές του 7ου αιώνα π.Χ. ένα λίθινο μνημείο ανεγέρθηκε πάνω από αυτούς τους τάφους, το οποίο ήταν πλέον ορατό στον δρόμο προς τη Χαλκίδα, ενώ ένας περίβολος περιέκλεισε την όλη κατασκευή. Ταυτόχρονα, οικοδομήθηκε και το πρώτο οχυρωματικό τείχος της πόλης με το μνημείο των θαμμένων ηρώων να βρίσκεται (συμβολικά, ίσως, για να θυμίζει το ένδοξο παρελθόν της πόλης;) κοντά στη Δυτική Πύλη.
Στην Ελεύθερνα της δυτικής Κρήτης, και πιο συγκεκριμένα στο γεωμετρικό (900-700 π.Χ.) νεκροταφείο της Ορθής Πέτρας, οι ανασκαφές του καθηγητή Ν. Σταμπολίδη έφεραν στο φως ταφές καύσεων που θυμίζουν και αυτές τα ομηρικά έπη (Σταμπολίδης 1994). Σύμφωνα με τις αρχαιολογικές περιγραφές, η σορός του νεκρού καιγόταν σε πυρά και κατόπιν τα αποτεφρωμένα οστά συλλέγονταν και τοποθετούνταν μέσα στο τεφροδόχο αγγείο που το τοποθετούσαν μαζί με πλήθος κτερισμάτων στην άκρη της πυράς (Μαζαράκης-Αινιάν 2000: 175-176). Η δίδυμη πυρά ενός πολεμιστή, 30 περίπου ετών, και ενός δεκαοχτάχρονου, περίπου, ατόμου, (της γυναίκας του;) που ανήκουν χρονολογικά στο τελευταίο τέταρτο του 8ου π.Χ. αιώνα (725-700 π.Χ.) παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Στο ΒΔ άκρο της πυράς ένας άντρας, 35-40 ετών περίπου, είχε αποκεφαλιστεί, ενώ ήταν γονατιστός και δεμένος πισθάγκωνα (Σταμπολίδης 1996). Το συμπέρασμα αυτό προκύπτει, σύμφωνα με τον αρχαιολόγο που ερεύνησε ανασκαφικά την περιοχή, από τη θέση και τα υπόλοιπα στοιχεία του άκαυτου και άταφου σκελετού που εντοπίστηκε σε εκείνο το σημείο. Το κεφάλι του νεκρού, το οποίο βρέθηκε αρκετά μακριά από το σώμα ενίσχυσε την υπόθεση ότι επρόκειτο είτε για εκτέλεση κάποιου αιχμάλωτου για αντίποινα, είτε για κάποια τελετουργική ανθρωποθυσία προς τιμήν του νεκρού. Φαίνεται πιθανό, συνεπώς, σύμφωνα πάντα με τον ανασκαφέα του νεκροταφείου η συγκεκριμένη τελετουργική πράξη να συνδέεται μάλλον με το δίκαιο και τα έθιμα του πολέμου ή και των εχθροπραξιών στην υστερογεωμετρική Κρήτη.
Είναι, επίσης, πιθανή η περίπτωση να πρόκειται για κάποιον φονιά που αφού αιχμαλωτίστηκε, σύρθηκε μέχρι την πυρά που στήθηκε για την καύση του πολεμιστή της Ελεύθερνας, ο οποίος σκοτώθηκε είτε από τον ίδιο τον αποκεφαλισμένο, είτε από συντοπίτες του. Υπόνοιες και για άλλες ανθρωποθυσίες, νεαρών κοριτσιών (δούλες;) αυτή τη φορά, δημιουργούνται και από άλλα ευρήματα από την ίδια θέση, όπως, για παράδειγμα, ο σκελετός μιας γυναίκας που βρέθηκε επάνω στην πυρά ενός άλλου νεκρού άνδρα. Αν και όλα αυτά παραμένουν ερμηνείες που μπορεί να διαψευστούν ή να επιβεβαιωθούν με βάση την εξονυχιστική μελέτη των δεδομένων, ο συσχετισμός του ευρήματος με τη θανάτωση 12 Τρώων αιχμαλώτων και, μάλιστα, αρχοντόπουλων, μπροστά στην πυρά του Πατρόκλου στην Ιλιάδα Ψ 174-176 προέκυψε ως ένας αναπόφευκτος γοητευτικός συνειρμός.
Στις πιο πρόσφατες ανασκαφές βρέθηκαν επίσης σε ένα πήλινο τεφροδόχο αγγείο ως υπολείμματα της πυράς τα οστά ενός ακόμα αριστοκράτη πολεμιστή, ηλικίας 29-35 ετών. Τα όπλα του και άλλα κτερίσματα συνόδευαν την ταφή του. Πρόκειται για λεπτές σιδερένιες, οξυκόρυφες λόγχες, μήκους 45 εκατοστών οι μεγαλύτερες. Άλλες προέρχονταν από δόρατα κι άλλες από ξίφη. Στέκονταν όρθιες σαν να κρέμονται στον αέρα, αφού τα ξύλινα στελέχη τους, μπηγμένα στον τάφο αρχικά, έλιωσαν και χάθηκαν στη συνέχεια. Ένα διπλό εργαλείο, αξίνα και πέλεκυς, που ήταν ανάμεσα στα κτερίσματα, θεωρήθηκε ότι αντιπροσωπεύει την ικανότητα του νεκρού όσο ήταν ζωντανός, βέβαια, να κατασκευάζει, όπως οι ομηρικοί ήρωες, τα προσωπικά του ξύλινα έπιπλα όπως για παράδειγμα ο Οδυσσέας είχε κατασκευάσει το κρεβάτι του. Ένας εικονιστικός κρατήρας που συνόδευε τον ίδιο νεκρό και είχε ως παράσταση έναν άνδρα να «γητεύει», να δαμάζει χαλιναγωγώντας τα, δύο άλογα, ενισχύει την εκδοχή της ταφής ενός αριστοκράτη, ο οποίος επιδιδόταν σε ιππικές ασχολίες που ήταν αγαπητές στους αριστοκράτες και συναντώνται στα ομηρικά έπη.
Στο νεκροταφείο της Ορθής Πέτρας, στην Ελεύθερνα της Κρήτης, γύρω στο 750 με 650 π.Χ., οι αριστοκράτισσες γυναίκες (των πολεμιστών;) ή ακόμα και οι ιέρειες θάβονταν μέσα σε ψευδο-θολωτούς τάφους, σε γιγαντιαία πιθάρια, ή και σε κτιστούς θαλάμους που μοιάζουν με σπίτια - εκτός από μία που πέθανε στη γέννα και κάηκε, με τρόπο αντάξιο ενός πολεμιστή, όπως επισημαίνει και πάλι ο Όμηρος, για όσες πεθαίνουν φέρνοντας στον κόσμο μια νέα ζωή (Σταμπολίδης 2010: 16). Βρίσκονται θαμμένες μία ή περισσότερες μαζί. Συνοδεύονται από πολλά και ποικίλα κτερίσματα, προσφορές προς τη νεκρή. Ανάμεσά τους περιλαμβάνονταν τόσο εξωτικά αντικείμενα (αμέθυστος, φαγεντιανή, κεχριμπάρι κ.ά.), που έρχονταν από τους θαλασσινούς δρόμους της Ανατολικής Μεσογείου, όσο και άλλα αντικείμενα από πολύτιμα μέταλλα, όπως το χρυσάφι αλλά και κάποια ιδιαίτερης σημασίας με προέλευση από το παρελθόν, ίσως θυμητάρια ή δώρα, όπως κάποιοι μινωικοί σφραγιδόλιθοι και αιγυπτιακοί σκαραβαίοι.
Η περίπτωση του Άργους προσφέρει μια διαφορετική εκδοχή, σε σχέση με την Αθήνα και το Λευκαντί για τον τρόπο που θάβονταν τα άρρενα επιφανή μέλη της κοινωνίας (βλ. Coldstream 1997: 195-199). Ένας άνδρας που ήταν ή αντιμετωπίστηκε μετά θάνατον ως πολεμιστής, ενταφιάστηκε, χωρίς να καεί, στο τέλος του 8ου αι. π.Χ σε έναν αξιοσημείωτα ευμεγέθη, μήκους τριών μέτρων, κιβωτιόσχημο τάφο. Ως πολεμιστής, συνοδευόταν από τον χάλκινο θώρακα και το κράνος του, το οποίο ήταν του τύπου με ψηλό πεταλόσχημο λοφίο. Τα όπλα ήταν τοποθετημένα δίπλα στον νεκρό, ενώ αυτός είχε πάρει, επίσης, μαζί του, στο μεταθανάτιο «ταξίδι» του, τρία χρυσά δαχτυλίδια και ένα διακοσμημένο φύλλο χρυσού, τα μοναδικά χρυσά αντικείμενα αυτής της εποχής που εντοπίστηκαν στην περιοχή της Αργολίδας.
Πολύ μεγαλύτερης σημασίας φαίνεται πώς ήταν τα σιδερένια αντικείμενα που εντοπίστηκαν στον ίδιο τάφο. Από τα επιμέρους τμήματα αποκαταστάθηκαν δώδεκα οβελοί, σούβλες ψησίματος δηλαδή. Παρότι οι οβελοί χρησιμοποιούνταν και ως μέσα συναλλαγής στην προ-νομισματική κοινωνία φαίνεται πως το ψήσιμο και η κατανάλωση κρέατος ήταν προνόμιο των εύπορων τάξεων των πρώιμων ιστορικών, αλλά και των μυκηναϊκών χρόνων. Τα μέλη των τάξεων αυτών διέθεταν, άλλωστε τα ανάλογα κοπάδια ζώων για να τα προσφέρουν προς φαγοπότι ή ήταν επιδέξιοι κυνηγοί. Είναι χαρακτηριστικό, και προφανώς καθόλου τυχαίο σε σχέση με τις ταφικές συνήθειες των Αργείων «πολεμιστών», ότι η νομισματική χρήση των οβελών θεωρείται επινόηση, του 7ου αι. π.Χ., του βασιλιά του Άργους Φείδωνα. Ένα ζεύγος σιδερένιων, επίσης, κρατευτών, των υποστηριγμάτων, δηλαδή, όπου στηρίζονταν οι οβελοί κατά το ψήσιμο του κρέατος, αλλά και δύο πελέκεων συμπληρώνουν την όλη εικόνα των κτερισμάτων που συνόδευαν τον νεκρό πολεμιστή.
Η παρουσία όλου αυτού του εξοπλισμού (των σιδερένιων οβελών, κυρίως και των κρατευτών) συναντάται σπάνια. Ανάλογα παραδείγματα της ίδια περίπου εποχής υπάρχουν μόνο από έναν θολωτό τάφο στο Καβούσι της Κρήτης και από τρεις θέσεις της Κύπρου (Σαλαμίνα, Παλαίπαφος και Πατρίκι). Θα πρέπει να έχουν μια ιδιαίτερη συμβολική σημασία υποδηλώνοντας την ικανότητα του νεκρού (υψηλά ιστάμενου;) πολεμιστή να ψήνει και να προσφέρει κρέας όταν παρέθετε γεύματα στους ομοίους του. Η περίπτωση στην Ιλιάδα όπου ο Αχιλλέας έψησε κρέας στη σκηνή του για να το προσφέρει στους επισκέπτες του, σε ένα καλό τσιμπούσι, είναι χαρακτηριστική. Αφού η φωτιά χώνεψε, περιέστρεφε τις σούβλες με το κρέας, οι οποίες στηρίζονταν στους κρατευτές, επάνω από τα καυτά κάρβουνα που μάζεψε. Το γεγονός ότι αυτοί οι κρατευτές είχαν τη μορφή σχηματοποιημένου πολεμικού πλοίου προσθέτει άλλη μια πληροφορία για το τί ήταν, ίσως, αυτό που προσδιόριζε την πολεμική αξία και το συμβολικό κύρος ενός «πολεμιστή» του 8ου αι. π.Χ.
Συμπερασματικά, ο Αργίτης «πολεμιστής», αν εξαιρέσουμε πως είχε ενταφιαστεί και δεν είχε αποτεφρωθεί, παρουσιάζει αρκετές ομοιότητες με τους ομηρικούς ήρωες. Εκτός από την κρεοφαγία και τον εξοπλισμό που σχετίζεται με αυτήν, η συνύπαρξη χάλκινων όπλων και σιδερένιων κτερισμάτων θυμίζει τον κόσμο των επών. Δεν υπάρχει όμως, βέβαια, εδώ το μυκηναϊκό, τύπου Δενδρών, κράνος του Μηριόνη. Είναι πιθανόν ο συγκεκριμένος νεκρός να αντικατοπτρίζει, όπως έχει υποτεθεί, την πολεμική τακτική της «οπλιτικής φάλαγγας», τη συμμετοχή των στρατιωτών-πολιτών σε ένα σώμα που υπερασπίζεται το νέο κοινωνικό και πολιτικό μόρφωμα που αναδύεται σε αυτούς τους καιρούς, την πόλη-κράτος (Γκαδόλου 2012: 43).
Είναι αλήθεια ότι τα ταφικά έθιμα του 8ου και του 7ου αι. π.Χ. παρουσιάζουν τις περισσότερες ομοιότητες με τις ομηρικές ταφές. Αντικατοπτρίζονται, όμως, σ' αυτήν την ομοιότητα στοιχεία της κοινωνικής οργάνωσης μιας «πραγματικής» κοινωνίας; Η υπόθεση ότι κάποια άτομα συγκεκριμένης τάξης μπορεί να μιμήθηκαν τον τρόπο ταφής των ομηρικών επών για να προσδώσουν μεγαλύτερο κύρος στην τάξη τους ή για να συνδέσουν περισσότερο γενεαλογικά τον εαυτό τους με τους «ήρωες» των επών, είναι πιθανή.
Η περίπτωση των λεγόμενων «πριγκιπικών» ή «βασιλικών» τάφων του 8ου-6ου αι. π.Χ. στη Σαλαμίνα της Κύπρου είναι χαρακτηριστική. Στις ανασκαφές που έγιναν εκεί από το 1952 μέχρι το 1974 υπήρξαν ευρήματα τα οποία παραλληλίστηκαν με την αντίστοιχη σκηνή (Ψ 108-261) της Ιλιάδας, όπου ο Αχιλλέας φροντίζει για την ταφή του Πάτροκλου. Προς τιμήν του νεκρού Πάτροκλου σφάχτηκαν πρόβατα και βόδια με το λίπος των οποίων αλείφτηκε το σώμα του ώστε να καεί καλύτερα στην πυρά, η οποία σβήστηκε στο τέλος με κρασί, ενώ αμφορείς γεμάτοι με μέλι και λάδι συνόδεψαν τον νεκρό στον κάτω κόσμο. Η ανθρωποθυσία δώδεκα νεαρών Τρώων, αλλά και τεσσάρων αλόγων αποτελούσε, επίσης, μέρος της ομηρικής τελετουργίας. Οι στάχτες του Πάτροκλου συγκεντρώθηκαν σε χρυσό τεφροδόχο αγγείο, σε μια φιάλη, και τυλίχτηκαν με λινό ύφασμα. Ο χωμάτινος τύμβος αποτέλεσε το επιστέγασμα της ταφής.
Στη Σαλαμίνα παρατηρήθηκαν όλα τα παραπάνω στοιχεία. Στον δρόμο ενός από τους «βασιλικούς» τάφους της νεκρόπολης βρέθηκαν οστά βοοειδούς, αλλά και ένας σκελετός κάποιου που σκοτώθηκε με δεμένα τα χέρια. Στους περισσότερους τάφους, και πάλι στον δρόμο τους, υπήρχαν μεγάλοι αμφορείς, σ' έναν από τους οποίους διαβάστηκε, σε κυπριακή συλλαβική γραφή, η λέξη «έλαιον», ενώ στα υπολείμματα μιας πυράς βρέθηκαν ανέγγιχτα από τη φωτιά έξι ακέραια αγγεία (πρόχοι, οινοχόες και φιάλες) που θα μπορούσαν, κάλλιστα, να έχουν χρησιμοποιηθεί για το σβήσιμο με κρασί της φωτιάς. Οι στάχτες από την πυρά των νεκρών τοποθετούνταν, όπως δείχνει η παλαιότερη ταφή του νεκροταφείου, σε χάλκινα αγγεία, λέβητες. Τα ίχνη υφάσματος που διατηρήθηκαν στην εσωτερική επιφάνεια του παραπάνω λέβητα προσφέρουν ένα ακόμη όμοιο στοιχείο σε σχέση με τα έπη. Παρότι στα κτερίσματα των νεκρών δεν συμπεριλαμβάνονται σκελετοί αλόγων, εντούτοις δύο παρόμοιοι σκελετοί βρέθηκαν στον δρόμο ενός τάφου, ενώ εντοπίστηκαν και τμήματα τεσσάρων αρμάτων, ένα από τα οποία, το χρονολογικά νεότερο, αποκαταστάθηκε.
Ήταν στις προθέσεις της αριστοκρατικής ή βασιλικής κοινωνικής ομάδας της Σαλαμίνας να συνδέσει μετά θάνατον ή ακόμα και στη ζωή τον εαυτό της με τους ομηρικούς ήρωες με σκοπό να αντλήσει δύναμη και κύρος από το παρελθόν ή αυτές οι ταφές αντικατοπτρίζουν μια πραγματικότητα ταφικών εθίμων που αναπαράγεται απλώς ως ιστορική πραγματικότητα στα έπη; Η ερώτηση είναι δύσκολο να απαντηθεί, αλλά και στη μια και την άλλη περίπτωση η ομηρική κοινωνία συνδέεται με την Ιστορία, τα πιστεύω και τις επιδιώξεις συγκεκριμένων κοινωνικών τάξεων. Υπάρχουν και άλλα ιστορικά παραδείγματα σύνδεσης με τα έπη άλλωστε, και μάλιστα πολύ υστερότερα χρονολογικά, όπως οι ταφές των βασιλιάδων και των οικογενειών τους στη Βεργίνα της Μακεδονίας, στα τέλη του 4ου αι. π.Χ., όπου ο «ηρωικός» χαρακτήρας των ταφικών εθίμων και το συμβολικό κύρος που προκύπτει από αυτά, ως προς τις πυρές, τις ανθρωποθυσίες και τα κτερίσματα, θυμίζει έντονα τις ομηρικές διηγήσεις.
Ο ομηρικός ήρωας, πάντως, φαίνεται πως προσδιορίζεται από το γεγονός ότι αποκτά το κύρος του μέσα από τη συμμετοχή του σε άθλα και αριστείες στα οποία η πολεμική αρετή παίζει σημαντικό ρόλο. Οι ήρωες ήταν, λοιπόν, πρωτίστως πολεμιστές; Μια νεότερη σχετική μελέτη υποστηρίζει ότι οι «τάφοι των πολεμιστών» που εντοπίστηκαν αρχαιολογικά και ανήκουν χρονολογικά στη μυκηναϊκή εποχή και στην Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου αποδεικνύουν ότι μεταξύ των δύο αυτών ιστορικών περιόδων υπάρχουν αλλαγές τόσο στον τρόπο με τον οποίο εννοούνταν ο «ανδρισμός», όσο και στη μορφή των κοινωνικών τάξεων (Whitley 2002, 226-227).
Σύμφωνα με την παραπάνω άποψη η κύρια διαφορά ανάμεσα στους τάφους της Ύστερης Εποχής του Χαλκού και της Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου που περιέχουν όπλα και μπορεί να αποδοθούν, συνεπώς, σε «πολεμιστές» -ή σε ανθρώπους που αποκτούν κύρος μέσα από την κτέρισή τους με όπλα- είναι ότι στην Ύστερη Εποχή του Χαλκού το σώμα του νεκρού και τα αντικείμενα που το συνοδεύουν θάβονται, στις περισσότερες περιπτώσεις, άθικτα, ενώ στην Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου υφίστανται μια «επιδεικτική» καταστροφή πριν από την τελετή της ταφής. Ακόμα και σιδερένια ξίφη «καταστρέφονται» σε αυτό το πλαίσιο, όπως στην περίπτωση του τάφου του «πολεμιστή» στην Αθήνα. Χαρακτηριστικό είναι, επίσης, το γεγονός ότι σε ορισμένες εξαιρετικές περιπτώσεις εντοπίζονται σε κάποιους τάφους αντικείμενα, κοσμήματα, χάλκινα αγγεία και τριποδικοί λέβητες, τα οποία μπορούν να θεωρηθούν ως «αρχαιότητες» (αντίκες) σε σχέση με την εποχή τους και τα οποία είχαν έναν κύκλο ζωής περνώντας από χέρι σε χέρι σημαντικών προσώπων, ως αντικείμενα κύρους ή γοήτρου.
Η ερμηνεία που δίνεται σε αυτές τις αλλαγές τις συνδέει με την κοινωνική δομή της κοινωνίας της Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου θεωρώντας πως αντικατοπτρίζουν ένα είδος κοινωνικής «πόλωσης» ανάμεσα στα φύλα και στις ηλικίες σε αυτήν την περίοδο. Στο ένα άκρο βρίσκονται τα παιδιά, τα οποία ανεξαρτήτως φύλου ενταφιάζονται, κάποτε σε πιθάρια και σε άλλα αγγεία, ενώ στο άλλο άκρο οι άντρες οι οποίοι καίγονται στην πυρά και τα υπολείμματα της καύσης τους θάβονται με τη συνοδεία αξιόλογου και καμιά φορά σκόπιμα κατεστραμμένου οπλισμού, αλλά και αντικειμένων γοήτρου, άλλοτε «εξωτικών» και άλλοτε «αντικών». Οι γυναίκες, που άλλοτε ενταφιάζονταν και άλλοτε αποτεφρώνονταν, φαίνεται πως κινούνται ανάμεσα στους δύο αυτούς πόλους. Το να είσαι άντρας, πάντως, σύμφωνα πάντα με την ίδια άποψη, σήμαινε το να είσαι πολεμιστής, ακόμα και αν δεν είχες πολεμήσει ποτέ στη ζωή σου, και, συνεπώς, να πεθαίνεις, κυριολεκτικά και μεταφορικά, μέσα στις «φλόγες της δόξας» που δημιουργούνταν από τον πόλεμο και την ταφική πυρά.
Είναι ενδιαφέρον, πάντως, ότι όλες αυτές οι περιπτώσεις παραπέμπουν στα ταφικά έθιμα που τηρήθηκαν στα ομηρικά έπη κατά τις «κηδείες» του Πάτροκλου (Ψ 161-257) και του Έκτορα στην Ιλιάδα (Ω 782-804). Σύμφωνα με την παραπάνω άποψη η Ιλιάδα συνιστά την «παραδειγματική ιστορία» για το πώς πρέπει να είναι, να ζει και να πεθαίνει ένας πολεμιστής. Ο τρόπος που ολοκληρώνεται το έπος με τις ταφές του Πάτροκλου και του Έκτορα, ως παράπλευρες απώλειες του θυμού του Αχιλλέα, ολοκληρώνει μια σπουδή επάνω στην κοινωνική ταυτότητα του «ήρωα».
Όλα τα παραπάνω δεδομένα οδήγησαν, έτσι, κάποιους φιλόλογους και αρχαιολόγους να διατυπώσουν την άποψη ότι μαζί με τα ομηρικά έπη, ή ακόμα και πιο πριν από αυτά, δημιουργήθηκαν εκείνες οι κοινωνικές συνθήκες που οδήγησαν στην εγκαθίδρυση και εδραίωση μιας λατρείας των νεκρών με χαρακτηριστικά «ηρωολατρείας». Η στοιχειοθέτηση της «ηρωολατρείας» βασίζεται σε αρχαιολογικά ευρήματα σε αρκετές περιοχές, τα οποία παραπέμπουν στη λατρεία ανώνυμων ηρώων μέσα σε τάφους της προϊστορικής εποχής, σε λατρεία κάποιων επιφανών ανδρών που τιμήθηκαν μετά τον θάνατό τους ως ήρωες, αλλά και στη λατρεία ομηρικών ηρώων όπως οι Αγαμέμνονας στις Μυκήνες, Μενέλαος και Ελένη στη Σπάρτη ή ο Οδυσσέας στην Ιθάκη. Η έξαρση μιας παρόμοιας λατρείας παρατηρείται μετά τα μέσα του 8ου αι. π.Χ., εποχή που θεωρείται ότι γεννήθηκαν ή καταγράφηκαν και διαδόθηκαν τα ομηρικά έπη, αποδεικνύεται, όμως, από μεταγενέστερα επιγραφικά ευρήματα, των κλασικών κυρίως χρόνων (5ος αι. π.Χ.) και μετά, στα οποία είναι καταγραμμένα τα ονόματα των αντίστοιχων ομηρικών ηρώων. Είναι πάντως γεγονός, ότι σε πολλές μυκηναϊκές ακροπόλεις έχουν βρεθεί ναοί και ιερά αρχαϊκών και κλασικών χρόνων, που ιδρύθηκαν επάνω από τα μυκηναϊκά ανάκτορα όταν οι ακροπόλεις αυτές είχαν εγκαταλειφθεί.
Η απότιση λατρείας στους προγόνους και ο αφηρωϊσμός τους, η εξύψωσή τους δηλαδή σε ήρωες, είναι ένα φαινόμενο που συνδέεται έτσι κι αλλιώς με κοινωνικά ζητήματα. Οι ιδιοκτήτες γης, για παράδειγμα, είτε αυτοί είναι μικροϊδιοκτήτες είτε μεγάλοι γαιοκτήμονες λατρεύοντας σε μια περιοχή έναν νεκρό πρόγονο ή ήρωα μπορεί να επιδιώκουν με αυτόν τον τρόπο να δηλώσουν σε όλους ότι η σχέση τους με αυτή τη γη και τα δικαιώματα επάνω της προέρχονται από τα πολύ παλιά χρόνια.
Στο δεύτερο μισό του 8ου αι. π.Χ., άλλωστε, όταν το φαινόμενο παίρνει διαστάσεις, οι διεκδικήσεις της γης, σημαντικής πηγής πλούτου, δημιουργούσαν μεγάλες εντάσεις. Η συμβολική σύνδεση με τη γη μέσα από τους προγόνους και τους ήρωες έδινε στην κάθε κοινωνική ομάδα ένα σημαντικό πλεονέκτημα απέναντι στην άλλη. Η τάξη των αριστοκρατών, επιπλέον, θα αναζητούσε γόητρο και αύξηση, γενικότερα, του κύρους της στους αρχαίους «ήρωες» με σκοπό να επιβεβαιώσει τα προνόμιά της, ενώ οι αντίπαλοί της δύναμη για να ανατρέψουν τη συγκεκριμένη κατάσταση.
Το γεγονός, επίσης, ότι κατά την ίδια περίοδο γεννιέται η πόλη-κράτος πρέπει να παίζει τον δικό του ρόλο στην πιθανή ανάπτυξη μιας ηρωολατρείας. Οι πόλεις ήθελαν, προφανώς, να οριοθετήσουν τον χώρο τους σε σχέση με τις άλλες και παράλληλα να συνδεθούν με το ηρωικό παρελθόν αντλώντας υπερηφάνεια και δύναμη από αυτό. Η λατρεία των ομηρικών ηρώων, βέβαια, δεν αποδεικνύει και την ιστορική ύπαρξή τους. Είναι, εξίσου, πιθανό οι άνθρωποι εκείνης της εποχής να τους αντιλαμβάνονταν σε ένα μυθολογικό πλαίσιο δράσης με υπερφυσικές διαστάσεις όπως, ακριβώς συμβαίνει με πολλές από τις περιπέτειες που περιγράφονται στην Ιλιάδα και στην Οδύσσεια.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου