Σε όλα τα χρόνια της ζωής μου κατηχήθηκα από την κοινωνία μας για πολλά πράγματα. Κύρια, μάθαινα -και δεν ερευνούσα ποτέ. Σίγουρα οι δάσκαλοί μου, που υποτίθεται ότι με αγαπούσαν, δε θα ήθελαν να με οδηγήσουν σε λαθεμένους δρόμους, δίχως διέξοδο, μακριά από τον εαυτό μου και μέσα στην απελπισία.
Αλλά, μερικά χρόνια πριν, άρχισα να γίνομαι καχύποπτος. Άρχισα να πιστεύω στις δικές μου αισθήσεις, να εμπιστεύομαι το δικό μου μυαλό. Και γρήγορα έγινε επίμονα φανερό ότι πολλά απ’ αυτά που είχα διδαχτεί είχαν χρησιμεύσει σαν το πιο μεγάλο κατασταλτικό της χαράς και της ανακάλυψης του εαυτού μου και με είχαν οδηγήσει μάλλον σε μεγαλύτερους φόβους, απογοητεύσεις, συγχύσεις και πόνο.
Λόγου χάρη, η κοινωνία με είχε διδάξει ότι η αξία του ανθρώπου μετριέται από τα πράγματα που κατέχει. Αν είχε ένα “μεγάλο” αυτοκίνητο, ένα “πλούσιο” σπίτι κι έναν “εντυπωσιακό” λογαριασμό στην Τράπεζα, έπρεπε να είναι κάποιος σημαντικός κι αξιόλογος άνθρωπος, κι άξιος για μίμηση. Δε μου είπαν ποτέ ότι ο άνθρωπος δεν “κατέχει” τίποτα, παρά μόνο τον εαυτό του. Κι άρχισα ν’ αναρωτιέμαι: αν τύχει και τα χάσει, ή αν του τα πάρουν;
Ακόμη με δίδαξαν ότι η ζωή δεν έχει κανένα νόημα, εκτός κι αν είναι προσανατολισμένη προς κάποιο αντικειμενικό σκοπό κι ότι η ζωή μου, για ν’ αποκτήσει νόημα, έπρεπε να σπαταληθεί στη δημιουργία σκοπών, στη λήψη αποφάσεων σχετικά μ’ αυτούς τους σκοπούς, και πάλι σε αναζήτηση νέων, ακόμη και μέσα στον βούρκο και στη λάσπη, αν χρειαστεί, για την επίτευξή τους.
Ο χρόνος και η εμπειρία μού αποκάλυψαν ότι η ζωή είναι ένα ταξίδι κι όχι ένας σκοπός. Ότι συχνά το άτομο προσηλώνεται τόσο πολύ στον σκοπό του, ώστε να χάνει κυριολεκτικά τη ζωή στο δρόμο, και ν’ ανακαλύπτει, μόνο πολύ αργά, πως όταν είχε σκαρφαλώσει το βουνό, έβρισκε να υπάρχει άλλο ένα βουνό, κι άλλο ένα κι άλλο και τίποτε άλλο. Τι κρίμα να μη σταματήσει ποτέ, όσο θα χρειαζόταν για να θαυμάσει την πανέμορφη θέα! Και χρειάστηκε να ρωτήσω: Αν η ζωή είναι ένα αδιάκοπο ταξίδι, έχει καμιά σημασία το να “φτάσεις” κάπου;
Η κοινωνία μού δημιούργησε μερικές ακόμη συγχύσεις- καλό και κακό, ώριμο κι ανώριμο, πραγματικότητα και φαντασία. Ήμουν τότε αναγκασμένος έτσι να διαλέξω, υποτίθεται για την ευημερία, ή το ένα ή το άλλο. Μου έλεγαν ότι η ηθική της κοινωνίας ήταν πάντα ανώτερη οπό τη δική μου, παρόλο που η αληθινή μου φύση αναγκαζόταν να το αμφισβητήσει αυτό. Ρωτούσα, λόγου χάρη: Έχει κανένα νόημα να γίνονται πόλεμοι, για να διατηρηθεί η Ειρήνη;
Η ιδέα ότι η ωριμότητα έρχεται με την ηλικία, ότι η εμπειρία σημαίνει σοφία, ότι οι νέοι δεν μπορεί να είναι ποτέ σοφότεροι από τους ηλικιωμένους, συγκρουόταν με την προσωπική μου πείρα, που δεν έβλεπε καμιά σχέση ανάμεσα σε όλα αυτά. Άραγε οι σοφότεροι ηλικιωμένοι έκαναν πραγματικά καλύτερο τον κόσμο όπου θα ζήσουμε εμείς;
Η μόνιμη συμβουλή ότι έπρεπε «να βγω από τον κόσμο της φαντασίας μου» και να περάσω στην «πραγματικότητα», ότι έπρεπε «ν’ αντιμετωπίσω την πραγματικότητα», συχνά αποδεικνυόταν απογοητευτική, μια που η πραγματικότητα της κοινωνίας έμοιαζε πιο εξωπραγματική από τη φαντασία μου. Κι αναρωτιόμουν: Μήπως η πραγματικότητα δεν είναι τίποτε άλλο από κάτι παγωμένο, κάτι σταθεροποιημένο, όλο χίμαιρα;
Αλλά είχα μάθει τόσο καλά αυτά τα μαθήματα, είχα ακούσει κι είχα ανταποκριθεί σ' αυτές τις διδασκαλίες τόσο σωστά, ώστε μόλις πριν δέκα χρόνια αποφάσισα πια ν’ ακούω τον εαυτό μου, ν’ ακολουθώ τις δικές μου φωνές και να πάρω τον ΔΡΟΜΟ που φαινόταν ο πιο ταιριαστός σ’ εμένα και στην αληθινή μου φύση. Μ’ άλλα λόγια, αποφάσισα ν’ ακολουθήσω τον Δρόμο του ταύρου.
Αυτός ο Δρόμος δεν υπήρξε πάντα εύκολος, παρόλο που ήταν γεμάτος θαυμαστά πράγματα, γεμάτος γοητεία κι ανακάλυψη, αν και σήμερα πια ξέρω ότι δεν χρειάζεται να «πας» πουθενά για ν’ ανακαλύψεις τον εαυτό σου, γιατί ο εαυτός σου είναι κιόλας «εδώ».
Πάνω στον Δρόμο μου διάβασα πολλά βιβλία, βίωσα ένα εκατομμύριο θαυμαστά πράγματα και συνάντησα υπέροχους ανθρώπους σε παράξενες χώρες. Το καθετί απ’ αυτά βοήθησε για ν’ ανοίξει το μυαλό μου και η καρδιά μου. Από το καθένα έμαθα πολλά. Ξέρω τώρα, σαν παράδειγμα, ότι η ύπαρξή μου δεν βρίσκεται πουθενά αλλού παρά μόνο μέσα μου, γιατί η ύπαρξή μου είναι εγώ. Ξέρω ότι δεν χρειάζεται να κρατιέμαι από την εμπειρία για να την κάνω δική μου, η εμπειρία είναι αρκετή.
Έμαθα – το πιο σημαντικό – ότι ένας Δρόμος θα είναι μόνο πραγματικότητα αν σχετίζεται με τη βίωση μέσα στο τώρα γιατί, όπως είπαμε πιο πάνω, η ζωή δεν είναι ο σκοπός, είναι το ταξίδι, κι η μοναδική πραγματικότητα μοιάζει να βρίσκεται στην αλλαγή. Αλλά αν όλα τα πράγματα που υπάρχουν είναι κιόλας δικά μας, τότε ακόμη κι η αλλαγή είναι μια χίμαιρα κι ο Δρόμος γίνεται απλά μια αναδίπλωση, όπως το άνοιγμα ενός λουλουδιού, γιατί όλα τα αναγκαία πράγματα είναι κιόλας τμήμα δικό μας και για να τ’ ανακαλύψουμε δε χρειάζεται παρά να περιποιηθούμε το λουλούδι, να είμαστε υπομονετικοί και να συνεχίζουμε να ωριμάζουμε.
ΛΕΟ ΜΠΟΥΣΚΑΛΙΑ, Ο δρόμος του ταύρου
Αλλά, μερικά χρόνια πριν, άρχισα να γίνομαι καχύποπτος. Άρχισα να πιστεύω στις δικές μου αισθήσεις, να εμπιστεύομαι το δικό μου μυαλό. Και γρήγορα έγινε επίμονα φανερό ότι πολλά απ’ αυτά που είχα διδαχτεί είχαν χρησιμεύσει σαν το πιο μεγάλο κατασταλτικό της χαράς και της ανακάλυψης του εαυτού μου και με είχαν οδηγήσει μάλλον σε μεγαλύτερους φόβους, απογοητεύσεις, συγχύσεις και πόνο.
Λόγου χάρη, η κοινωνία με είχε διδάξει ότι η αξία του ανθρώπου μετριέται από τα πράγματα που κατέχει. Αν είχε ένα “μεγάλο” αυτοκίνητο, ένα “πλούσιο” σπίτι κι έναν “εντυπωσιακό” λογαριασμό στην Τράπεζα, έπρεπε να είναι κάποιος σημαντικός κι αξιόλογος άνθρωπος, κι άξιος για μίμηση. Δε μου είπαν ποτέ ότι ο άνθρωπος δεν “κατέχει” τίποτα, παρά μόνο τον εαυτό του. Κι άρχισα ν’ αναρωτιέμαι: αν τύχει και τα χάσει, ή αν του τα πάρουν;
Ακόμη με δίδαξαν ότι η ζωή δεν έχει κανένα νόημα, εκτός κι αν είναι προσανατολισμένη προς κάποιο αντικειμενικό σκοπό κι ότι η ζωή μου, για ν’ αποκτήσει νόημα, έπρεπε να σπαταληθεί στη δημιουργία σκοπών, στη λήψη αποφάσεων σχετικά μ’ αυτούς τους σκοπούς, και πάλι σε αναζήτηση νέων, ακόμη και μέσα στον βούρκο και στη λάσπη, αν χρειαστεί, για την επίτευξή τους.
Ο χρόνος και η εμπειρία μού αποκάλυψαν ότι η ζωή είναι ένα ταξίδι κι όχι ένας σκοπός. Ότι συχνά το άτομο προσηλώνεται τόσο πολύ στον σκοπό του, ώστε να χάνει κυριολεκτικά τη ζωή στο δρόμο, και ν’ ανακαλύπτει, μόνο πολύ αργά, πως όταν είχε σκαρφαλώσει το βουνό, έβρισκε να υπάρχει άλλο ένα βουνό, κι άλλο ένα κι άλλο και τίποτε άλλο. Τι κρίμα να μη σταματήσει ποτέ, όσο θα χρειαζόταν για να θαυμάσει την πανέμορφη θέα! Και χρειάστηκε να ρωτήσω: Αν η ζωή είναι ένα αδιάκοπο ταξίδι, έχει καμιά σημασία το να “φτάσεις” κάπου;
Η κοινωνία μού δημιούργησε μερικές ακόμη συγχύσεις- καλό και κακό, ώριμο κι ανώριμο, πραγματικότητα και φαντασία. Ήμουν τότε αναγκασμένος έτσι να διαλέξω, υποτίθεται για την ευημερία, ή το ένα ή το άλλο. Μου έλεγαν ότι η ηθική της κοινωνίας ήταν πάντα ανώτερη οπό τη δική μου, παρόλο που η αληθινή μου φύση αναγκαζόταν να το αμφισβητήσει αυτό. Ρωτούσα, λόγου χάρη: Έχει κανένα νόημα να γίνονται πόλεμοι, για να διατηρηθεί η Ειρήνη;
Η ιδέα ότι η ωριμότητα έρχεται με την ηλικία, ότι η εμπειρία σημαίνει σοφία, ότι οι νέοι δεν μπορεί να είναι ποτέ σοφότεροι από τους ηλικιωμένους, συγκρουόταν με την προσωπική μου πείρα, που δεν έβλεπε καμιά σχέση ανάμεσα σε όλα αυτά. Άραγε οι σοφότεροι ηλικιωμένοι έκαναν πραγματικά καλύτερο τον κόσμο όπου θα ζήσουμε εμείς;
Η μόνιμη συμβουλή ότι έπρεπε «να βγω από τον κόσμο της φαντασίας μου» και να περάσω στην «πραγματικότητα», ότι έπρεπε «ν’ αντιμετωπίσω την πραγματικότητα», συχνά αποδεικνυόταν απογοητευτική, μια που η πραγματικότητα της κοινωνίας έμοιαζε πιο εξωπραγματική από τη φαντασία μου. Κι αναρωτιόμουν: Μήπως η πραγματικότητα δεν είναι τίποτε άλλο από κάτι παγωμένο, κάτι σταθεροποιημένο, όλο χίμαιρα;
Αλλά είχα μάθει τόσο καλά αυτά τα μαθήματα, είχα ακούσει κι είχα ανταποκριθεί σ' αυτές τις διδασκαλίες τόσο σωστά, ώστε μόλις πριν δέκα χρόνια αποφάσισα πια ν’ ακούω τον εαυτό μου, ν’ ακολουθώ τις δικές μου φωνές και να πάρω τον ΔΡΟΜΟ που φαινόταν ο πιο ταιριαστός σ’ εμένα και στην αληθινή μου φύση. Μ’ άλλα λόγια, αποφάσισα ν’ ακολουθήσω τον Δρόμο του ταύρου.
Αυτός ο Δρόμος δεν υπήρξε πάντα εύκολος, παρόλο που ήταν γεμάτος θαυμαστά πράγματα, γεμάτος γοητεία κι ανακάλυψη, αν και σήμερα πια ξέρω ότι δεν χρειάζεται να «πας» πουθενά για ν’ ανακαλύψεις τον εαυτό σου, γιατί ο εαυτός σου είναι κιόλας «εδώ».
Πάνω στον Δρόμο μου διάβασα πολλά βιβλία, βίωσα ένα εκατομμύριο θαυμαστά πράγματα και συνάντησα υπέροχους ανθρώπους σε παράξενες χώρες. Το καθετί απ’ αυτά βοήθησε για ν’ ανοίξει το μυαλό μου και η καρδιά μου. Από το καθένα έμαθα πολλά. Ξέρω τώρα, σαν παράδειγμα, ότι η ύπαρξή μου δεν βρίσκεται πουθενά αλλού παρά μόνο μέσα μου, γιατί η ύπαρξή μου είναι εγώ. Ξέρω ότι δεν χρειάζεται να κρατιέμαι από την εμπειρία για να την κάνω δική μου, η εμπειρία είναι αρκετή.
Έμαθα – το πιο σημαντικό – ότι ένας Δρόμος θα είναι μόνο πραγματικότητα αν σχετίζεται με τη βίωση μέσα στο τώρα γιατί, όπως είπαμε πιο πάνω, η ζωή δεν είναι ο σκοπός, είναι το ταξίδι, κι η μοναδική πραγματικότητα μοιάζει να βρίσκεται στην αλλαγή. Αλλά αν όλα τα πράγματα που υπάρχουν είναι κιόλας δικά μας, τότε ακόμη κι η αλλαγή είναι μια χίμαιρα κι ο Δρόμος γίνεται απλά μια αναδίπλωση, όπως το άνοιγμα ενός λουλουδιού, γιατί όλα τα αναγκαία πράγματα είναι κιόλας τμήμα δικό μας και για να τ’ ανακαλύψουμε δε χρειάζεται παρά να περιποιηθούμε το λουλούδι, να είμαστε υπομονετικοί και να συνεχίζουμε να ωριμάζουμε.
ΛΕΟ ΜΠΟΥΣΚΑΛΙΑ, Ο δρόμος του ταύρου
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου