Τρίτη 22 Ιανουαρίου 2019

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ - Εἰρήνη (114-148)

ΠΑΙΔΙΟΝ
ὦ πάτερ, ὦ πάτερ, ἆρ᾽ ἔτυμός γε
115 δώμασιν ἡμετέροις φάτις ἥκει,
ὡς σὺ μετ᾽ ὀρνίθων προλιπὼν ἐμὲ
ἐς κόρακας βαδιεῖ μεταμώνιος;
ἔστι τι τῶνδ᾽ ἐτύμως; εἴπ᾽, ὦ πάτερ, εἴ τι φιλεῖς με.
ΤΡ. δοξάσαι ἔστι, κόραι· τὸ δ᾽ ἐτήτυμον, ἄχθομαι ὑμῖν,
120 ἡνίκ᾽ ‹ἂν› αἰτίζητ᾽ ἄρτον πάππαν με καλοῦσαι,
ἔνδον δ᾽ ἀργυρίου μηδὲ ψακὰς ᾖ πάνυ πάμπαν.
ἢν δ᾽ ἐγὼ εὖ πράξας ἔλθω πάλιν, ἕξετ᾽ ἐν ὥρᾳ
κολλύραν μεγάλην καὶ κόνδυλον ὄψον ἐπ᾽ αὐτῇ.
ΠΑ. καὶ τίς πόρος σοι τῆς ὁδοῦ γενήσεται;
125 ναῦς μὲν γὰρ οὐκ ἄξει σε ταύτην τὴν ὁδόν.
ΤΡ. πτηνὸς πορεύσει πῶλος· οὐ ναυσθλώσομαι.
ΠΑ. τίς δ᾽ ἡπίνοιά σοὐστὶν ὥστε κάνθαρον
ζεύξαντ᾽ ἐλαύνειν εἰς θεούς, ὦ παππία;
ΤΡ. ἐν τοῖσιν Αἰσώπου λόγοις ἐξηυρέθη
130 μόνος πετηνῶν εἰς θεοὺς ἀφιγμένος.
ΠΑ. ἄπιστον εἶπας μῦθον, ὦ πάτερ πάτερ,
ὅπως κάκοσμον ζῷον ἦλθεν εἰς θεούς.
ΤΡ. ἦλθεν κατ᾽ ἔχθραν αἰετοῦ πάλαι ποτέ,
ᾤ᾽ ἐκκυλίνδων κἀντιτιμωρούμενος.
135 ΠΑ. οὐκοῦν ἐχρῆν σε Πηγάσου ζεῦξαι πτερόν,
ὅπως ἐφαίνου τοῖς θεοῖς τραγικώτερος.
ΤΡ. ἀλλ᾽, ὦ μέλ᾽, ἄν μοι σιτίων διπλῶν ἔδει·
νῦν δ᾽ ἅττ᾽ ἂν αὐτὸς καταφάγω τὰ σιτία,
τούτοισι τοῖς αὐτοῖσι τοῦτον χορτάσω.
140 ΠΑ. τί δ᾽, ἢν ἐς ὑγρὸν πόντιον πέσῃ βάθος;
πῶς ἐξολισθεῖν πτηνὸς ὢν δυνήσεται;
ΤΡ. ἐπίτηδες εἶχον πηδάλιον, ᾧ χρήσομαι·
τὸ δὲ πλοῖον ἔσται Ναξιουργὴς κάνθαρος.
ΠΑ. λιμὴν δὲ τίς σε δέξεται φορούμενον;
145 ΤΡ. ἐν Πειραιεῖ δήπου ᾽στὶ Κανθάρου λιμήν.
ΠΑ. ἐκεῖνο τήρει, μὴ σφαλεὶς καταρρυῇς
ἐντεῦθεν, εἶτα χωλὸς ὢν Εὐριπίδῃ
λόγον παράσχῃς καὶ τραγῳδία γένῃ.

***
Βγαίνουν από το σπίτι οι μικρές κόρες του Τρυγαίου.
ΜΙΑ ΚΟΡΗ
Ω πατερούλη, ω πατέρα, είν᾽ αλήθεια
τούτος ο λόγος που ακούστηκε μέσα στο σπίτι;
Λένε πως φεύγεις μακριά μας με τα όρνια,
πας ανεμόσυρτος, λεν, στα κοράκια.
Αν μ᾽ αγαπάς, πατερούλη, για πες την αλήθεια σ᾽ εμένα.
ΤΡΥ. Έτσι τα πράματα δείχνουν, κορούλες μου· αλήθεια, με καίει
120να μου ζητάτε ψωμί, «πατερούλη γλυκέ» να μου λέτε,
και παραδάκι σταλιά να μη βρίσκεται μέσα στο σπίτι.
Αλλ᾽ αν πετύχω και πίσω γυρίσω, θα τα ᾽χετε εντάξει,
και μια μεγάλη κουλούρα, μαζί και προσφάι μια σφαλιάρα.
ΚΟΡ. Και ποιός ο δρόμος για να πας στα ουράνια;
Σίγουρα, πλοίο για κει δεν αρμενίζει.
ΤΡΥ. Έχω ζώο φτερωτό, δεν πάω με πλοίο.
ΚΟΡ. Πώς σου ᾽ρθε αυτή η ιδέα, μπαμπά, να ζέψεις
σκαθάρι, στους θεούς για να τραβήξεις;
ΤΡΥ. Πετούμενο άλλο στους θεούς δεν πήγε·
130μονάχα αυτό· το λένε οι αισώπειοι μύθοι.
ΚΟΡ. Απίστευτο είν᾽ αυτό που λες, πατέρα·
να πάει στους θεούς ένα έντομο που ζέχνει.
ΤΡΥ. Μισούσε τον αϊτό· για εκδίκηση, έτσι,
πέταξ᾽ εκεί και γκρέμισε τ᾽ αβγά του.
ΚΟΡ. Τον Πήγασο αν καβάλαες, οι θεοί
θα σ᾽ έβλεπαν σαν ήρωα τραγωδίας.
ΤΡΥ. Διπλές προμήθειες τότε θα χρειαζόμουν·
τώρα, μ᾽ αυτά τα τρόφιμα που τρώγω,
με τα ίδια θα ταΐζω το σκαθάρι.
140ΚΟΡ. Κι αν πέσει μες στου υγρού πελάου τα βάθη;
Πετούμενο είναι, πώς θα ξενερίσει;
ΤΡΥ. Έχω γι᾽ αυτό κατάλληλο τιμόνι·
μ᾽ αυτό κάνεις καράβι το σκαθάρι.
ΚΟΡ. Και πού θα βρεις λιμάνι για ν᾽ αράξεις;
ΤΡΥ. Στον Πειραιά· Κανθάρου έχει λιμάνι.
ΚΟΡ. Το νου σου μόνο, μην παραπατήσεις
και γκρεμιστείς· αν κουτσαθείς, για θέμα
τραγωδίας θα σε πάρει ο Ευριπίδης.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου