Τρίτη 22 Ιανουαρίου 2019

Μορφές και Θέματα της Αρχαίας Ελληνικής Μυθολογίας: ΚΡΗΤΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ, ΣΑΡΠΗΔΩΝ

Ήταν γιος του Δία και της Ευρώπης και επομένως αδελφός του Μίνωα και του Ραδάμανθυ, τους οποίους ανέθρεψε ο Αστέριος.
 
Συγκρούστηκε με τον Μίνωα για την εξουσία ή γιατί αγαπούσαν τον ίδιο νέο, τον Μίλητο ή Ατύμνιο, που ήταν περισσότερο δεμένος με τον Σαρπηδόνα. Οι δυο τους ή με την Ευρώπη έφυγαν για την Ασία, ο Σαρπηδόνας συμμάχησε με τον Κίλικα στον πόλεμο εναντίον των Λυκίων και αναγνωρίστηκε βασιλιάς της χώρας τους. Οι μύθοι γύρω από την απομάκρυνση του Σαρπηδόνα από την Κρήτη συνιστούν προφανώς μνημείωση των κρητικών εποικισμών.

Με το όνομα Σαρπηδόνας σώζεται και ένας ήρωας του Τρωικού πολέμου, γιος και αυτός του Δία και της Λαοδάμειας ή Δηιδάμειας, κόρη του Βελλεροφόντη, εγγονός του πρώτου Σαρπηδόνα· ή, σύμφωνα με τον Διόδωρο, γιος του Εύανδρου. Μυθολογείται, όμως, ότι μπορεί να υπήρξε μόνο ένας Σαρπηδόνας στον οποίο ο Δίας, ακριβώς επειδή ήταν γιος του, έδωσε το δικαίωμα να ζήσει τρεις γενιές - έτσι εξηγείται που τον βρίσκουμε στην Τροία.
 
Ο Σαρπηδόνας του τρωικού πολέμου ήταν ο δεύτερος τη τάξει μετά τον Έκτορα πολεμιστής και ο μοναδικός από το τρωικό στρατόπεδο γόνος θεού (εξαιρουμένου του Αινεία). Σύντροφός του στον πόλεμο ήταν ο Γλαύκος, γιος του Ιππόλοχου και εγγονός και αυτός του Βελλεροφόντη. Όμως Γλαύκος ονομαζόταν και ένας γιος του Μίνωα.
 
Σημαντική ήταν η συμβολή του στην επίθεση στο στρατόπεδο των Αχαιών και κατά την έφοδο στο τείχος. Όταν αυτός, ο γιος του Δία, χτυπήθηκε από τον γιο του Ηρακλή και της Ρόδου, τον εγγονό του Δία Τληπόλεμο, σε μια σκηνή που προοικονομούσε τον θάνατό του, είχε ικετεύσει τον Έκτορα να προστατεύσει το κορμί του από τους εχθρούς και να του επιτρέψει να πεθάνει στην Τροία, αν δεν επέστρεφε ποτέ του στη Λυκία (Ε 684-698), τραγική ειρωνεία αν σκεφτεί κανείς την κακοποίηση του νεκρού του σώματος που τελικά διασώθηκε με την παρέμβαση των θεών.
 
Πέθανε από το χέρι του Πάτροκλου, σε μια μάχη όμοια με ταύρου (Σαρπηδόνας) και λιονταριού (Πάτροκλος) (Π 487-489). Η πτώση του ήρωα παρομοιάστηκε από τον ποιητή της Ιλιάδας με την πτώση ενός δέντρου και η επιθανάτια πάλη του με τον αγώνα ενός κάπρου (Π 482-489). Ο Πάτροκλος πάτησε πάνω στο στήθος του αντιπάλου του, τράβηξε από το κορμί το δόρυ κι ομάδι του ξεχύθηκαν τα σπλάχνα, / και την ψυχή εκεινού εξερίζωσε μαζί με το χαλό του (Π 503-5).
 
Πράγματι, θεωρούνταν ότι ο θάνατος ενός πολεμιστή επερχόταν συνήθως με την απόσπαση του όπλου από το σώμα του (πρβ. Ν 574 κ.ε., Ξ 517-9), οπότε η ψυχή έβγαινε σαν αναπνοή από το σώμα μέσα από το τραύμα του. Ξεχωριστά όμως, η πράξη του Πατρόκλου σηματοδότησε την έναρξη μιας σειράς κακοποιήσεων νεκρών σωμάτων με διαβαθμισμένη ωμότητα -από τον Σαρπηδόνα προς τον Πάτροκλο κι ύστερα στην κορυφαία ατίμωση του Έκτορα. Η κάθε περίπτωση προοιωνίζεται την επόμενη και οι τρεις μαζί του Αχιλλέα, που δεν περιλαμβάνεται βέβαια στην Ιλιάδα. Αντίστοιχα, ο θάνατος του Σαρπηδόνα (Π 419-683) παρουσιάζει αντιστοιχίες με τον θάνατο του Μέμνονα που επίσης δεν αναφέρεται στο έπος.
 
Ένα σώμα κακοποιούνταν την ώρα της διεκδίκησής του από τις αντιμαχόμενες πλευρές, με στόχο την απογύμνωση του σώματος από τον οπλισμό του, την απόκτηση και την επίδειξή του και την περαιτέρω προσβολή του νεκρού σώματος σκυλεύοντάς το και αφήνοντάς το σκονισμένο και άταφο. Όλα αυτά συνέβησαν στην περίπτωση του Σαρπηδόνα. Η ντροπή για την αποτυχία να περισωθεί ο οπλισμός διατυπώθηκε εμφατικά από τον ήρωα:
 
[…] πάλεψε τρογύρα απ' το κορμί μου·
τι θα σου γίνω αργότερα, μέρα και νύχτα πάντα,
ντροπή και καταφρόνια, αν τ' άρματα μπορέσουν και μου γδύσουν.
(Π 497-499)
 
Γι' αυτό ο σύντροφός του στη μάχη Γλαύκος παρακίνησε τους άλλους πολεμιστές:
Δράμετε, ω φίλ'· είν' εντροπή, τα άρματ' αν του πάρουν
και κακοσύρουν το νεκρό κορμί του οι Μυρμιδόνες
(Π 544-5)
 
Ο Πάτροκλος με τη σειρά του παρακίνησε τους Αχαιούς:
Ο άνδρας που των Αχαιών πρωτόρμησε στο τείχος
κείται νεκρός ο Σαρπηδών· χαρά μας, αν το σώμα
το κακοσέρναμε γυμνό […]
(Π 558-560)
 
Πολύ νωρίτερα ο Σαρπηδόνας είχε πει στον Έκτορα:
Πριαμίδη, μη στων Δαναών τα χέρια ΄δω μ' αφήσεις
αλλά βοήθειαν δώσε μου· καν στην δικήν σας πόλιν
ας ξεψυχήσω, αφού σ' εμέ δεν ήταν διορισμένο
να γύρω στην αγαπητήν πατρίδα […]
(Ε 683-686)
 
Τα άρματα του Σαρπηδόνα τα κέρδισαν τελικά οι Αχαιοί, και όταν ο Έκτορας σκότωσε τον Πάτροκλο, αρνήθηκε την πολύ λογική πρόταση του Λυκιώτη Γλαύκου, μοναδική σε όλο το έπος, να ανταλλάξουν με τους Αχαιούς το νεκρό σώμα του φίλου του Αχιλλέα για τον οπλισμό του Σαρπηδόνα -σαφώς ήταν ιδιαίτερης σημασίας η κτήση του σώματος του νεκρού Πατρόκλου από τους αντιπάλους (Ρ 160-165). Τραγική ειρωνεία συνιστά το γεγονός ότι η πανοπλία του Σαρπηδόνα αναδείχθηκε σε έπαθλο των επιτάφιων αγώνων που διεξήχθησαν στη μνήμη του Πατρόκλου.
 
Τέσσερις μονομαχίες ξέσπασαν πάνω από τον νεκρό Σαρπηδόνα. Έκτορας, Αινείας, Πολυδάμας, Αγήνορας και ο τραυματισμένος αλλά θεραπευμένος άμεσα από θεϊκή παρέμβαση Γλαύκος στέκονται απέναντι στον Πάτροκλο, τους δύο Αίαντες, τον Μηριόνη (Π 569-632). Στη διάρκεια των μαχών αυτών, τα σώματα σκονίζονταν, η σκόνη κολλούσε επάνω στο αίμα της πληγής, τα πρόσωπα παραμορφώνονταν. Η παρατήρηση ότι το σώμα του Σαρπηδόνα δεν θα το αναγνώριζε ούτε κάποιος που τον ήξερε καλά, έτσι που είναι σκεπασμένο με αίματα, σκόνη και κοντάρια που ρίχνονται και από τις δύο πλευρές και που αποκορφής τον αποσκέπαζαν ως με τ' ακρόποδά του, προκαλεί συγκίνηση (Π 638-40· πρβ. Η 424-432). Η παρομοίωση του πλήθους των Αργιτών γύρω από το νεκρό σώμα του Σαρπηδόνα με μύγες / που ζουζουνούν στη μάντρα, ολόγυρα στις γαλατοκαρδάρες, / την άνοιξη, καθώς ξεχείλισε στους αρμεγούς το γάλα (Π 641-3) υπαινίσσεται την αποσύνθεση του νεκρού, την ατίμωσή του από τη μη ταφή και την εγκατάλειψή του στα στοιχεία και τα πλάσματα της φύσης (σκυλιά, όρνια, μύγες), την ατίμωση και τη μίανση της ίδιας της γης (Λ 394-395).
 
Ο Δίας, με παρέμβαση της Ήρας, δεν εμπόδισε τον θάνατο του γιου του όπως αυτός είχε οριστεί από την Μοίρα, γιατί θα δημιουργούσε κακό προηγούμενο - και άλλοι γιοι θεών πολεμούσαν. Όμως για να τον τιμήσει και να εκφράσει το πένθος του, έριξε αιμάτινη βροχή στη γη και όταν ξέσπασαν οι μάχες γύρω από το νεκρό σώμα σκέπασε το πεδίο τα μάχης με νύχτα βαθιά για να το προστατέψει (Π 567-568). (Είναι πιθανό η ιδέα της ομίχλης να προέκυψε από τα σύννεφα της σκόνης που προκαλούνταν κατά τη διάρκεια μιας πραγματικής μάχης). Τελικά, η σύγκρουση για το σώμα του γιου του Δία, του Σαρπηδόνα, λύθηκε με συμβιβασμό: ο Δίας ανάγκασε τους Λύκιους και τους Τρώες να υποχωρήσουν και άφησε τους Έλληνες να τον απογυμνώσουν από τα όπλα του, οι οποίοι, ωστόσο, δεν κέρδισαν και το άψυχο κορμί του, ώστε να το πετάξουν στα σκυλιά, καθώς αυτό διασώθηκε από τον θεϊκό πατέρα του. Ο ίδιος ο Απόλλωνας έπλυνε το λερωμένο σώμα στα νερά του Σκάμανδρου, το άλειψε με νέκταρ και αμβροσία (Π 680), ώστε να μη σαπίσει και να μείνει δροσάτο, το έντυσε με ρούχα αθάνατα και το παρέδωσε στον Ύπνο και τον Θάνατο για να το μεταφέρουν στη Λυκία. Η κατ' εξαίρεση φροντίδα του νεκρού από έναν άνδρα θεό, όχι από γυναίκα, υποδηλώνει ξεχωριστή τιμή, ενώ η σύνδεση του θεού με τον ήρωα μνημειώνεται με την ύπαρξη ιερού αφιερωμένου στον Σαρπηδόνιο Απόλλωνα στην Κιλικία, απ' όπου πέρασε ο Αλέξανδρος (Διόδωρος 32.10.2).
 
Αν και συμπτωματική, η παραμόρφωση του σώματός του μετά τον θάνατό του από τον Πάτροκλο προοιωνίζεται τον παρ' ολίγον ακρωτηριασμό του Πατρόκλου, μια αναβαθμισμένη και πιο ανεπτυγμένη και εμπλουτισμένη εκδοχή της εν λόγω σκηνής θανάτου του Σαρπηδόνα, και αργότερα την κακοποίηση του Έκτορα.
 
Ο θάνατος του ήρωα προκάλεσε τον χρωστήρα αγγειογράφων αλλά και τον Αισχύλο, κάποτε μάλιστα σε αλληλεπίδραση μεταξύ τους, όπως στην περίπτωση του ζωγράφου Ευφρόνιου που σε κρατήρα του Ευξίθεου παρέστησε νεκρό τον Σαρπηδόνα να τον σηκώνουν ο Ύπνος και ο Θάνατος, ενώ τη διαδικασία επιστατούσε ο ψυχοπομπός Ερμής, και όχι ο Απόλλωνας όπως στο έπος· παράσταση είναι εμπνευσμένη από το έργο του Αισχύλου Κάρες ή Ευρώπη, όπου ως μητέρα του Σαρπηδόνα εμφανίζεται η Ευρώπη και όχι η Λαοδάμεια.
 
Υποστηρίζεται ότι στην αρχική του μορφή ο Σαρπηδόνας ήταν ηλιακός θεός, κάτι που καταδεικνύεται από:

α) τη σχέση του με τη Λυκία, χώρα του φωτός, όπου ο Λύκειος Απόλλων, ο Απόλλων της Λυκίας λατρευόταν ως Απόλλων Σαρπηδόνας·
β) την προσωπική φροντίδα του Απόλλωνα, όταν ο Σαρπηδόνας πέθανε στην Τροία·
γ) το λούσιμό του στον ποταμό, όπως το καθημερινό λουτρό του Ήλιου από τον αρχέγονο ποταμό Ωκεανό·
δ) τη σύνδεσή του με τον Ύπνο και τον Θάνατο, που βρίσκονται εκεί που τελειώνει το έργο του ο Ήλιος·
ε) τον φόνο του Τληπόλεμου, γιου του Ηρακλή και βασιλιά της Ρόδου, ανέκαθεν κέντρο ηλιολατρίας·
στ) τον ερωτικό του δεσμό με τον Μίλητο ή Ατύμνιο, προσωποποιήσεις του Αυγερινού στις λατρευτικές εκδοχές του.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου