Ότι δίψασες, και ήπιες το κρύο νερό της πηγής. Αυτά πληρώνεις την ώρα που πεθαίνεις.
Εκείνη, λοιπόν, τη στιγμή της ανεκλάλητης χρείας και της φρικτής εγκατάλειψης είναι ακριβώς που εδιάλεξε η εκκλησία να φορτώσει τον αφελή χριστιανό με τους αιώνιους τρόμους της Κόλασης:
Θα ζεις, του λέει, αιώνια κλεισμένος σ΄ έναν πύρινο τάφο.
Θα περνάς τους αιώνες με το αίσθημα του ραγδαίου ιλίγγου ενός ανθρώπου που γκρεμίζεται από τον τριακοστό όροφο.
Θα περπατάς γυμνός σε άδεντρο τόπο, κάτου από ένα ορμητικό φλογοβρόχι.
Ρωτάς: ποια είναι η χρέωση, και ποια είναι η σπατάλη μου;
Μα είναι η ίδια η ζωή. Η ζωή η δική σου που έζησες, με όλες τις χαρές που σου ‘δειξε.
Ότι είδες τον ήλιο το πρωί, και τη θάλασσα τον Ιούλιο. Ότι περπάτησες σε μια ρεματιά το Μάη μ’ ένα κορίτσι στο πλάι σου, κι ακούσατε τ’ αηδόνι.
Θα σε ρίχνουν χωρίς σταματημό σ΄ ένα βαθύ πηγάδι γιομάτο με κόκκινα, και μαύρα, και κίτρινα φίδια. Κόμπρες, οχιές, κροταλίες.
Θα βουτάς σε βόθρους. Και θα πνίγεσαι επαναληπτικά και ακαταύπαστα μπουκωμένος στα περιττώματα.
Μυτερώνυχοι διάβολοι θα σε καρφώνουν ανάσκελα με τεράστιες πηρούνες.
Θα’ σαι φυτεμένος αιώνια στους πάγους, και θα σε φυσάει κατάγυμνο ο δρεπανηφόρος Καικίας.
Θα μεταμορφώνεσαι σε δέντρο, σε φίδι, σε τέρας. Θα ζεις, δηλαδή το μαρτύριο της αλλαγής της σάρκας σου.
Και όλα αυτά τα φρικώδη στους αιώνες των αιώνων. Χωρίς την ελπίδα της παύλας. Ο Δάντης εκείνους που διαβαίνουν την πύλη της Κόλασης τους βάζει να διαβάζουν μια επιγραφή που δεν παρηγοριέται με τίποτα:
Την πάσα ελπίδα αφήστε όσοι περνάτε!
Να φορτώνεις λοιπόν τον άνθρωπο τον αφελή και τον αθώο κάπου, γιατί είναι το μεγάλο σου θύμα, με τέτοιες φρικτές φαντασίες την πανίερη και την υπέρτατη και τη φοβερή ώρα που ψυχομαχεί την ώρα που δίνει την πιο άγρια μάχη – τι’ ναι μπροστά της τα Γαυγάμηλα και οι Κάννες και η Μάχη των Εθνών! – να βγει η ψυχούλα του για να λυτρωθεί από την αγωνία του θανάτου. Ερωτώ: ποιος σατανάς, ποιο ανθρώπινο τέρας, ποιος αρχιτέκτονας του σκότους και του ουαί θα μπορούσε να δείξει αγριότερο μίσος και να επινοήσει χειρότερο μαρτύριο για τους ανθρώπους;
Δημήτρης Λιαντίνης, Τα Ελληνικά
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου