Ένα πρωί, ενώ ο πάγος στα πιο ψηλά κλαδιά άρχιζε να λιώνει, η πόρτα της Καλύβας άνοιξε και ο Άνθρωπος βγήκε να φτυαρίσει το χιόνι που είχε συσσωρευτεί. Η Τίγρη δεν τον είδε αμέσως – βρισκόταν καμιά εκατοστή μέτρα πιο κει –, αλλά μύρισε καθαρά τη μυρωδιά του. Τότε, πολύ προσεκτικά, ακολούθησε τα βήματά του, προσέχοντας να μην την αντιληφθεί. Ακουγόταν μόνο το φτεροκόπημα ενός κορακιού, λίγο πιο μακριά.
Ξαφνικά, μια φωνή αντήχησε μέσα στη σιγαλιά. «Σε περίμενα». Η Τίγρη έμεινε ακίνητη. Από πού ερχόταν αυτή η φωνή; Δίστασε, με το πόδι μετέωρο πάνω απ’ το χιόνι. Να φύγει; Να συνεχίσει; Συνέχισε. Όταν βρέθηκε τόσο κοντά ώστε να μπορεί να ακούει την αναπνοή του Ανθρώπου, την άκουσε ξανά. «Γιατί κρύβεσαι; Ξέρω ότι ζεις δίπλα μου».
Τότε η Τίγρη πήρε θάρρος και βγήκε. Ο Άνθρωπος κρατούσε το φτυάρι στο χέρι του. Κοιτάχτηκαν για πολλή ώρα σιωπηλοί. Το μοναδικό πράγμα που κινούνταν ήταν η ουρά της. «Να θυμάσαι», της είχε πει μια μέρα η Μητέρα, «το βλέμμα του Ανθρώπου κι εκείνο της Τίγρης δεν μπορεί ποτέ να διασταυρωθούν. Δεν είμαστε εμείς που φοβόμαστε, αλλά αυτοί που φεύγουν τρομοκρατημένοι».
Πόση ώρα έμειναν έτσι, ακίνητοι; «Όρμησέ του, καταβρόχθισέ τον, έτσι θα φάω κι εγώ», έκρωζε το κοράκι ανυπόμονο στο κλαδί. Αλλά η Τίγρη δεν κουνήθηκε. Οι ακτίνες του ήλιου άγγιζαν ξυστά τον μανδύα του χιονιού, κάνοντάς τον να ακτινοβολεί φως. Μικρά σύννεφα ατμού έβγαιναν απ’ τα ρουθούνια τους.
«Εσύ είσαι που μου μιλάς;» αποτόλμησε τελικά η Τίγρη. «Ναι», απάντησε ο Άνθρωπος. «Μα οι άνθρωποι και οι τίγρεις δεν μιλάνε την ίδια γλώσσα». «Δεν τη μιλάνε αν δεν θέλουν. Εγώ εισπνέω, εσύ εκπνέεις. Ολόκληρο το σύμπαν μάς αναπνέει. Γι’ αυτό κάθε φωνή είναι η ίδια φωνή».
Μήπως με κοροϊδεύει; αναρωτήθηκε η Τίγρη, αλλά ο Άνθρωπος έμοιαζε να διαβάζει τη σκέψη της. «Αν είμαι εδώ, είναι ακριβώς για να αποφεύγω όλες τις κοροϊδίες».
Τις επόμενες μέρες η Τίγρη έμαθε να πλησιάζει τον Άνθρωπο. Δεν τη φώναζε εκείνος, η ίδια ένιωθε μια ακαταμάχητη έλξη. Ενώ εκείνος φτυάριζε το χιόνι, επισκεύαζε τα χιονοπέδιλα ή έκοβε ξύλα, εκείνη τον ακολουθούσε.
«Δεν φοβάσαι μη σε κατασπαράξω;» τον ρώτησε μια μέρα. «Αν ήθελες να με καταβροχθίσεις, θα μπορούσες να το είχες ήδη κάνει χίλιες φορές. Κοίτα εκεί πάνω», πρόσθεσε χαμογελώντας, «την απογοήτευση του κορακιού». «Στ’ αλήθεια κανένας φόβος;» βρυχήθηκε αργά η Τίγρη.
Ο Άνθρωπος αναστέναξε. «Ένας ναι, και πάντα ο ίδιος. Όχι του θανάτου, αλλά μήπως δεν καταφέρω να είμαι ο εαυτός μου». Εκείνη τη νύχτα, έχοντας γλαρώσει μπροστά στην πόρτα του, η Τίγρη κοιμήθηκε βαθιά, κάτι που είχε να της συμβεί εδώ και πολύ καιρό. Δεν ήταν πια μόνη. Για ακατανόητους λόγους, κάποιος άλλος συμμεριζόταν τον φόβο της.
«Είσαι Σαμάνος;» τον ρώτησε ένα βράδυ, ενώ ο αέρας σφύριζε ανάμεσα στους κορμούς της Καλύβας. Ο Άνθρωπος έμεινε για ώρα αμίλητος προτού απαντήσει κι έπειτα, με φωνή που ερχόταν από πολύ μακριά, είπε: «Ήταν ο πατέρας μου, ο παππούς μου και ο πατέρας του παππού μου. Κι εγώ θα έπρεπε να είμαι».
«Και δεν είσαι;» «Όχι». «Τότε γιατί έρχονται να σε ψάξουν οι άνθρωποι;» «Γιατί νομίζουν πως είμαι». «Τους κοροϊδεύεις;» «Ακριβώς επειδή δεν τους κοροϊδεύω φεύγουν με άδεια χέρια».
«Με άδεια χέρια;» «Καθόλου φυλαχτά, καμία μαγική φόρμουλα». «Και ξανάρχονται;» Ο Άνθρωπος κούνησε το κεφάλι. «Πάνε να αναζητήσουν αλλού αυτό που δεν βρίσκουν εδώ». «Τι δεν βρίσκουν;» «Μια λύση που να τους επιτρέψει να μην αλλάξουν».
Η Τίγρη έμεινε σιωπηλή πολλή ώρα. Έπειτα είπε: «Δεν είσαι ούτε κυνηγός, όμως». «Όχι, δεν είμαι. Κυνηγώ μονάχα ό,τι μου χρειάζεται για να τραφώ». «Γιατί τότε δεν είσαι στο χωριό με όλους τους άλλους ανθρώπους;»
Στο μισοσκόταδο που φωτιζόταν από τις τελευταίες λάμψεις του ηλιοβασιλέματος, η Τίγρη είδε το πρόσωπο του Ανθρώπου να γυρίζει και να την κοιτάζει. Το άσπρο των ματιών του έλαμπε με ασυνήθιστο τρόπο. «Κι εσύ; Εσύ γιατί δεν ζεις όπως οι άλλες τίγρεις;»
Ξαφνικά, μια φωνή αντήχησε μέσα στη σιγαλιά. «Σε περίμενα». Η Τίγρη έμεινε ακίνητη. Από πού ερχόταν αυτή η φωνή; Δίστασε, με το πόδι μετέωρο πάνω απ’ το χιόνι. Να φύγει; Να συνεχίσει; Συνέχισε. Όταν βρέθηκε τόσο κοντά ώστε να μπορεί να ακούει την αναπνοή του Ανθρώπου, την άκουσε ξανά. «Γιατί κρύβεσαι; Ξέρω ότι ζεις δίπλα μου».
Τότε η Τίγρη πήρε θάρρος και βγήκε. Ο Άνθρωπος κρατούσε το φτυάρι στο χέρι του. Κοιτάχτηκαν για πολλή ώρα σιωπηλοί. Το μοναδικό πράγμα που κινούνταν ήταν η ουρά της. «Να θυμάσαι», της είχε πει μια μέρα η Μητέρα, «το βλέμμα του Ανθρώπου κι εκείνο της Τίγρης δεν μπορεί ποτέ να διασταυρωθούν. Δεν είμαστε εμείς που φοβόμαστε, αλλά αυτοί που φεύγουν τρομοκρατημένοι».
Πόση ώρα έμειναν έτσι, ακίνητοι; «Όρμησέ του, καταβρόχθισέ τον, έτσι θα φάω κι εγώ», έκρωζε το κοράκι ανυπόμονο στο κλαδί. Αλλά η Τίγρη δεν κουνήθηκε. Οι ακτίνες του ήλιου άγγιζαν ξυστά τον μανδύα του χιονιού, κάνοντάς τον να ακτινοβολεί φως. Μικρά σύννεφα ατμού έβγαιναν απ’ τα ρουθούνια τους.
«Εσύ είσαι που μου μιλάς;» αποτόλμησε τελικά η Τίγρη. «Ναι», απάντησε ο Άνθρωπος. «Μα οι άνθρωποι και οι τίγρεις δεν μιλάνε την ίδια γλώσσα». «Δεν τη μιλάνε αν δεν θέλουν. Εγώ εισπνέω, εσύ εκπνέεις. Ολόκληρο το σύμπαν μάς αναπνέει. Γι’ αυτό κάθε φωνή είναι η ίδια φωνή».
Μήπως με κοροϊδεύει; αναρωτήθηκε η Τίγρη, αλλά ο Άνθρωπος έμοιαζε να διαβάζει τη σκέψη της. «Αν είμαι εδώ, είναι ακριβώς για να αποφεύγω όλες τις κοροϊδίες».
Τις επόμενες μέρες η Τίγρη έμαθε να πλησιάζει τον Άνθρωπο. Δεν τη φώναζε εκείνος, η ίδια ένιωθε μια ακαταμάχητη έλξη. Ενώ εκείνος φτυάριζε το χιόνι, επισκεύαζε τα χιονοπέδιλα ή έκοβε ξύλα, εκείνη τον ακολουθούσε.
«Δεν φοβάσαι μη σε κατασπαράξω;» τον ρώτησε μια μέρα. «Αν ήθελες να με καταβροχθίσεις, θα μπορούσες να το είχες ήδη κάνει χίλιες φορές. Κοίτα εκεί πάνω», πρόσθεσε χαμογελώντας, «την απογοήτευση του κορακιού». «Στ’ αλήθεια κανένας φόβος;» βρυχήθηκε αργά η Τίγρη.
Ο Άνθρωπος αναστέναξε. «Ένας ναι, και πάντα ο ίδιος. Όχι του θανάτου, αλλά μήπως δεν καταφέρω να είμαι ο εαυτός μου». Εκείνη τη νύχτα, έχοντας γλαρώσει μπροστά στην πόρτα του, η Τίγρη κοιμήθηκε βαθιά, κάτι που είχε να της συμβεί εδώ και πολύ καιρό. Δεν ήταν πια μόνη. Για ακατανόητους λόγους, κάποιος άλλος συμμεριζόταν τον φόβο της.
«Είσαι Σαμάνος;» τον ρώτησε ένα βράδυ, ενώ ο αέρας σφύριζε ανάμεσα στους κορμούς της Καλύβας. Ο Άνθρωπος έμεινε για ώρα αμίλητος προτού απαντήσει κι έπειτα, με φωνή που ερχόταν από πολύ μακριά, είπε: «Ήταν ο πατέρας μου, ο παππούς μου και ο πατέρας του παππού μου. Κι εγώ θα έπρεπε να είμαι».
«Και δεν είσαι;» «Όχι». «Τότε γιατί έρχονται να σε ψάξουν οι άνθρωποι;» «Γιατί νομίζουν πως είμαι». «Τους κοροϊδεύεις;» «Ακριβώς επειδή δεν τους κοροϊδεύω φεύγουν με άδεια χέρια».
«Με άδεια χέρια;» «Καθόλου φυλαχτά, καμία μαγική φόρμουλα». «Και ξανάρχονται;» Ο Άνθρωπος κούνησε το κεφάλι. «Πάνε να αναζητήσουν αλλού αυτό που δεν βρίσκουν εδώ». «Τι δεν βρίσκουν;» «Μια λύση που να τους επιτρέψει να μην αλλάξουν».
Η Τίγρη έμεινε σιωπηλή πολλή ώρα. Έπειτα είπε: «Δεν είσαι ούτε κυνηγός, όμως». «Όχι, δεν είμαι. Κυνηγώ μονάχα ό,τι μου χρειάζεται για να τραφώ». «Γιατί τότε δεν είσαι στο χωριό με όλους τους άλλους ανθρώπους;»
Στο μισοσκόταδο που φωτιζόταν από τις τελευταίες λάμψεις του ηλιοβασιλέματος, η Τίγρη είδε το πρόσωπο του Ανθρώπου να γυρίζει και να την κοιτάζει. Το άσπρο των ματιών του έλαμπε με ασυνήθιστο τρόπο. «Κι εσύ; Εσύ γιατί δεν ζεις όπως οι άλλες τίγρεις;»
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου