Η Κυνική Σχολή φιλοσοφίας είναι πολύ ενδιαφέρουσα έκφανση της αρχαίας σκέψης, γιατί μας πρότεινε ένα τελείως πρωτότυπο τρόπο διαβίωσης και ένα ιδεώδες που είχε ευρύτατη απήχηση και αξιοπρόσεκτη ιστορική διάρκεια.
Οι μεγάλες μορφές της Κυνικής Σχολής, ο Αντισθένης, ο Διογένης, ο Κράτης, πάντα θα εντυπωσιάζουν για την προσήλωσή τους στις αρχές που διακήρυτταν, για τη συνέπεια και την ειλικρίνειά τους.
Ο Κράτης ήταν μαθητής του Διογένη και ανέπτυξε ακόμα περισσότερο τη φιλοσοφία της «αυτάρκειας», της απάρνησης των υλικών αγαθών και κάθε περιουσίας, καθώς και της αδιαφορίας προς τις καθιερωμένες αρχές συμπεριφοράς. Η διαφορά του Κράτη προς τον Αντισθένη και τον Διογένη βρίσκεται στο ότι τις απόψεις του τις διατύπωνε με μειλίχιο τρόπο, χωρίς το απότομο ύφος του πρώτου και την προκλητική ειρωνεία του δεύτερου.
Ο Κράτης άκμασε γύρω στα μέσα του 4ου π.Χ. αιώνα, ήταν δηλαδή περίπου σύγχρονος με τον Αριστοτέλη και τον Επίκουρο. Γεννήθηκε στη Θήβα και ο πατέρας του Ασκώνδας ήταν πολύ πλούσιος.
Ο Κράτης όμως, από τη στιγμή που ενστερνίστηκε τις απόψεις του Διογένη, μοίρασε το μερίδιο της περιουσίας που κληρονόμησε στους φτωχούς και πέταξε στη θάλασσα, όσα μετρητά είχε (ή σύμφωνα με άλλους συγγράφεις τα κατέθεσε σε έναν τραπεζίτη για να τα δώσει στα παιδιά που θα αποκτούσε, εφ’ όσον όμως δεν θα γίνονταν κι αυτά φιλόσοφοι, γιατί ως φιλόσοφοι δε θα είχαν ανάγκη περιουσίας). Από τότε ζούσε με πολύ πενιχρά μέσα, σαν γνήσιος μαθητής του Διογένη.
Όταν του είπαν πως ο Αλέξανδρος πριν πεθάνει είχε δώσει εντολή να ανοικοδομηθεί η Θήβα, την οποία είχε καταστρέψει εκ θεμελίων δεκαπέντε χρόνια πιο μπροστά, σχολίασε “και λοιπόν; Θα την ξαναχτίσει για να την ισοπεδώσει πάλι κάποιος άλλος Αλέξανδρος;”
Ο Κράτης είχε ένα φίλο, επίσης κυνικό φιλόσοφο, τον Μητροκλή, που καταγόταν από πλούσια οικογένεια της θρακικής πόλης Μαρώνεια. Αδελφή αυτού του Μητροκλή ήταν η Ιππαρχία, η οποία όταν τον γνώρισε τον ερωτεύθηκε, μολονότι ο Κράτης ήταν μάλλον άσχημος και ελαφρώς καμπούρης. Παρ’όλα αυτά στα νιάτα του ήταν πολύ γυναικάς, αλλά από τη στιγμή που μαθήτευσε στον Διογένη και έγινε κυνικός φιλόσοφος, αντιμετώπιζε τις γυναίκες διαφορετικά.
Η Ιππαρχία, που δεν ήταν μόνο πλούσια αλλά και νέα, ωραία και μορφωμένη, γοητεύτηκε από την καλοσύνη και την ψυχική ομορφιά του Κράτη και σχεδόν εκείνη του ζήτησε να παντρευτούν. Όπως ήταν φυσικό οι γονείς της, που σχεδίαζαν να την παντρέψουν με κάποιον της σειράς τους, προσπάθησαν να την αποτρέψουν, περνώντας από τις νουθεσίες στις απειλές, αλλά μάταια. Στο τέλος, στην απελπισία τους ζήτησαν τη βοήθεια του ίδιου του Κράτη.
Πράγματι αυτός συμφώνησε μαζί τους και προσπάθησε να μεταπείσει την Ιππαρχία, εκείνη όμως έμεινε βράχος. Τότε φώναξε την κοπελίτσα στο καλύβι όπου ζούσε, της έδειξε τα ελάχιστα υπάρχοντά του και ύστερα σηκώθηκε έβγαλε τα ρούχα του και της λέει:
“Λοιπόν, αυτός είναι ο γαμπρός και αυτή είναι η περιουσία του. Σκέψου πως τίποτ’ άλλο δε θα βρεις κοντά του”
Η κοπελίτσα όμως τον αγκάλιασε και του είπε πως τον θέλει όπως είναι, και κατόπιν ανακοίνωσε στους γονείς της την απόφαση της.
Από τότε που ζευγάρωσαν, ο παλιός γυναικάς δε γύρισε πια να κοιτάξει άλλη γυναίκα. Δέθηκε με την Ιππαρχία και πέρασαν μαζί όλη τη ζωή τους αγαπημένοι. Η Ιππαρχία του χάρισε ένα γιο, τον Πασικλή, ζούσε το ίδιο φτωχικά μ’εκείνον και τον ακολουθούσε σε όλες τις δημόσιες εμφανίσεις του, φορώντας τα ίδια απλά ρούχα με αυτόν. Αλλά δεν ήταν απλώς η “καλή σύζυγος, που ζούσε στη σκιά ενός διάσημου φιλοσόφου”. Αποτελεί εξαιρετικά ενδιαφέρουσα μορφή της φιλοσοφίας, έγινε και η ίδια κυνική φιλόσοφος και μάλιστα διαπρεπής, και της αποδίδονται αρκετές διατριβές, που έχουν όμως χαθεί. Ο Λαέρτιος αναφέρει πολλά γι ‘αυτήν στο ΣΤ’ Βιβλίο των Βίων του, που είναι αφιερωμένο στους Κυνικούς.
Φαίνεται πως μια τέτοια διατριβή (που άλλοι αποδίδουν στον Κράτη και άλλοι στην ίδια), εξυμνούσε την “πήρα”, δηλαδή τη σακούλα ή τον τορβά, χαρακτηριστικό εξάρτημα όλων των κυνικών φιλοσόφων, που την κρεμούσαν στον ώμο τους και βάζαν μέσα όλη τους την κινητή περιουσία και όσα τρόφιμα τους έδιναν ή βρίσκανε.
Η πήρα είναι σαν μία πόλη ανάμεσα σ’ ατμούς κρασιού,
όμορφη και μακάρια, αν και βρώμικη ολόγυρα,
που τίποτα δεν έχει για να τραβήξει τους άμυαλους,
τους παράσιτους και τους ακόλαστους.
Όλοι αυτοί δε θα βρούνε στην πήρα, ούτε χρήματα ούτε δόξα, ούτε καλοπέραση, ούτε γοφούς πόρνης
θα βρούνε όμως θυμάρι, σκόρδα, σύκα και ψωμί που οι άνθρωποι τα χαίρονται,
αλλά δεν πολεμάνε μεταξύ τους γι’ αυτά.
Μολονότι οι απόψεις όλων των Κυνικών απέναντι στους θεούς τους κατατάσσουν στην κατηγορία των αγνωστικιστών, η Ιππαρχία δεν τα πήγε καλά με έναν διακηρυγμένο άθεο, τον Θεόδωρο, όχι όμως για τις αντιλήψεις του αλλά για τη συμπεριφορά του. Ο Θεόδωρος ήταν θρασύς και ενοχλητικός τύπος, που σχεδόν κανένας σύγχρονός του δε χώνευε, με την Ιππαρχία δε λογομαχούσε συνεχώς. Βέβαια οι αντιπαραθέσεις αυτές ήταν κάτι πολύ συνηθισμένο μεταξύ φιλοσόφων, κάποτε όμως ο Θεόδωρος άπλωσε το χέρι του και πήγε να σηκώσει το ρούχο της, οπότε η Ιππαρχία τον έδειρε. Δικαιολόγησε την αντίδρασή της λέγοντας:
“Αν έκανε κάτι ο Θεόδωρος και δεν το θεωρούσαν αδικία, τότε δεν θα το θεωρούσαν αδικία αν έκανε το ίδιο και η Ιππαρχία. Αν ο Θεόδωρος απλώνοντας το χέρι του στην Ιππαρχία δεν διέπραξε αδίκημα, τότε ούτε η Ιππαρχία διαπράττει αδίκημα απλώνοντας το χέρι της στον Θεόδωρο”.
Ο Κράτης μοίραζε τις μέρες του μεταξύ Θήβας και Αθήνας, και γρήγορα έγινε τόσο αγαπητός στον κόσμο, ώστε στο τέλος έμπαινε απρόσκλητος σε όποιο σπίτι διάλεγε, για να δει πώς ζούσαν οι άνθρωποι που κατοικούσαν σ’ αυτό και να τους δώσει συμβουλές, που τις θεωρούσαν τόσο πολύτιμες, ώστε πολλοί γράψανε στην πόρτα του σπιτιού τους είσοδος Κράτητι, αγαθώ δαίμονι και τον ονόμασαν «Θυρεπανοίκτη».
Πέθανε σε βαθιά γεράματα και τον έθαψαν με μεγάλες τιμές στη Θήβα.
ΔΙΟΓΕΝΗΣ ΛΑΕΡΤΙΟΣ, Βίοι Φιλοσόφων- Βιβλίο Στ’ 85-93 και 96-98
Οι μεγάλες μορφές της Κυνικής Σχολής, ο Αντισθένης, ο Διογένης, ο Κράτης, πάντα θα εντυπωσιάζουν για την προσήλωσή τους στις αρχές που διακήρυτταν, για τη συνέπεια και την ειλικρίνειά τους.
Ο Κράτης ήταν μαθητής του Διογένη και ανέπτυξε ακόμα περισσότερο τη φιλοσοφία της «αυτάρκειας», της απάρνησης των υλικών αγαθών και κάθε περιουσίας, καθώς και της αδιαφορίας προς τις καθιερωμένες αρχές συμπεριφοράς. Η διαφορά του Κράτη προς τον Αντισθένη και τον Διογένη βρίσκεται στο ότι τις απόψεις του τις διατύπωνε με μειλίχιο τρόπο, χωρίς το απότομο ύφος του πρώτου και την προκλητική ειρωνεία του δεύτερου.
Ο Κράτης άκμασε γύρω στα μέσα του 4ου π.Χ. αιώνα, ήταν δηλαδή περίπου σύγχρονος με τον Αριστοτέλη και τον Επίκουρο. Γεννήθηκε στη Θήβα και ο πατέρας του Ασκώνδας ήταν πολύ πλούσιος.
Ο Κράτης όμως, από τη στιγμή που ενστερνίστηκε τις απόψεις του Διογένη, μοίρασε το μερίδιο της περιουσίας που κληρονόμησε στους φτωχούς και πέταξε στη θάλασσα, όσα μετρητά είχε (ή σύμφωνα με άλλους συγγράφεις τα κατέθεσε σε έναν τραπεζίτη για να τα δώσει στα παιδιά που θα αποκτούσε, εφ’ όσον όμως δεν θα γίνονταν κι αυτά φιλόσοφοι, γιατί ως φιλόσοφοι δε θα είχαν ανάγκη περιουσίας). Από τότε ζούσε με πολύ πενιχρά μέσα, σαν γνήσιος μαθητής του Διογένη.
Όταν του είπαν πως ο Αλέξανδρος πριν πεθάνει είχε δώσει εντολή να ανοικοδομηθεί η Θήβα, την οποία είχε καταστρέψει εκ θεμελίων δεκαπέντε χρόνια πιο μπροστά, σχολίασε “και λοιπόν; Θα την ξαναχτίσει για να την ισοπεδώσει πάλι κάποιος άλλος Αλέξανδρος;”
Ο Κράτης είχε ένα φίλο, επίσης κυνικό φιλόσοφο, τον Μητροκλή, που καταγόταν από πλούσια οικογένεια της θρακικής πόλης Μαρώνεια. Αδελφή αυτού του Μητροκλή ήταν η Ιππαρχία, η οποία όταν τον γνώρισε τον ερωτεύθηκε, μολονότι ο Κράτης ήταν μάλλον άσχημος και ελαφρώς καμπούρης. Παρ’όλα αυτά στα νιάτα του ήταν πολύ γυναικάς, αλλά από τη στιγμή που μαθήτευσε στον Διογένη και έγινε κυνικός φιλόσοφος, αντιμετώπιζε τις γυναίκες διαφορετικά.
Η Ιππαρχία, που δεν ήταν μόνο πλούσια αλλά και νέα, ωραία και μορφωμένη, γοητεύτηκε από την καλοσύνη και την ψυχική ομορφιά του Κράτη και σχεδόν εκείνη του ζήτησε να παντρευτούν. Όπως ήταν φυσικό οι γονείς της, που σχεδίαζαν να την παντρέψουν με κάποιον της σειράς τους, προσπάθησαν να την αποτρέψουν, περνώντας από τις νουθεσίες στις απειλές, αλλά μάταια. Στο τέλος, στην απελπισία τους ζήτησαν τη βοήθεια του ίδιου του Κράτη.
Πράγματι αυτός συμφώνησε μαζί τους και προσπάθησε να μεταπείσει την Ιππαρχία, εκείνη όμως έμεινε βράχος. Τότε φώναξε την κοπελίτσα στο καλύβι όπου ζούσε, της έδειξε τα ελάχιστα υπάρχοντά του και ύστερα σηκώθηκε έβγαλε τα ρούχα του και της λέει:
“Λοιπόν, αυτός είναι ο γαμπρός και αυτή είναι η περιουσία του. Σκέψου πως τίποτ’ άλλο δε θα βρεις κοντά του”
Η κοπελίτσα όμως τον αγκάλιασε και του είπε πως τον θέλει όπως είναι, και κατόπιν ανακοίνωσε στους γονείς της την απόφαση της.
Από τότε που ζευγάρωσαν, ο παλιός γυναικάς δε γύρισε πια να κοιτάξει άλλη γυναίκα. Δέθηκε με την Ιππαρχία και πέρασαν μαζί όλη τη ζωή τους αγαπημένοι. Η Ιππαρχία του χάρισε ένα γιο, τον Πασικλή, ζούσε το ίδιο φτωχικά μ’εκείνον και τον ακολουθούσε σε όλες τις δημόσιες εμφανίσεις του, φορώντας τα ίδια απλά ρούχα με αυτόν. Αλλά δεν ήταν απλώς η “καλή σύζυγος, που ζούσε στη σκιά ενός διάσημου φιλοσόφου”. Αποτελεί εξαιρετικά ενδιαφέρουσα μορφή της φιλοσοφίας, έγινε και η ίδια κυνική φιλόσοφος και μάλιστα διαπρεπής, και της αποδίδονται αρκετές διατριβές, που έχουν όμως χαθεί. Ο Λαέρτιος αναφέρει πολλά γι ‘αυτήν στο ΣΤ’ Βιβλίο των Βίων του, που είναι αφιερωμένο στους Κυνικούς.
Φαίνεται πως μια τέτοια διατριβή (που άλλοι αποδίδουν στον Κράτη και άλλοι στην ίδια), εξυμνούσε την “πήρα”, δηλαδή τη σακούλα ή τον τορβά, χαρακτηριστικό εξάρτημα όλων των κυνικών φιλοσόφων, που την κρεμούσαν στον ώμο τους και βάζαν μέσα όλη τους την κινητή περιουσία και όσα τρόφιμα τους έδιναν ή βρίσκανε.
Η πήρα είναι σαν μία πόλη ανάμεσα σ’ ατμούς κρασιού,
όμορφη και μακάρια, αν και βρώμικη ολόγυρα,
που τίποτα δεν έχει για να τραβήξει τους άμυαλους,
τους παράσιτους και τους ακόλαστους.
Όλοι αυτοί δε θα βρούνε στην πήρα, ούτε χρήματα ούτε δόξα, ούτε καλοπέραση, ούτε γοφούς πόρνης
θα βρούνε όμως θυμάρι, σκόρδα, σύκα και ψωμί που οι άνθρωποι τα χαίρονται,
αλλά δεν πολεμάνε μεταξύ τους γι’ αυτά.
Μολονότι οι απόψεις όλων των Κυνικών απέναντι στους θεούς τους κατατάσσουν στην κατηγορία των αγνωστικιστών, η Ιππαρχία δεν τα πήγε καλά με έναν διακηρυγμένο άθεο, τον Θεόδωρο, όχι όμως για τις αντιλήψεις του αλλά για τη συμπεριφορά του. Ο Θεόδωρος ήταν θρασύς και ενοχλητικός τύπος, που σχεδόν κανένας σύγχρονός του δε χώνευε, με την Ιππαρχία δε λογομαχούσε συνεχώς. Βέβαια οι αντιπαραθέσεις αυτές ήταν κάτι πολύ συνηθισμένο μεταξύ φιλοσόφων, κάποτε όμως ο Θεόδωρος άπλωσε το χέρι του και πήγε να σηκώσει το ρούχο της, οπότε η Ιππαρχία τον έδειρε. Δικαιολόγησε την αντίδρασή της λέγοντας:
“Αν έκανε κάτι ο Θεόδωρος και δεν το θεωρούσαν αδικία, τότε δεν θα το θεωρούσαν αδικία αν έκανε το ίδιο και η Ιππαρχία. Αν ο Θεόδωρος απλώνοντας το χέρι του στην Ιππαρχία δεν διέπραξε αδίκημα, τότε ούτε η Ιππαρχία διαπράττει αδίκημα απλώνοντας το χέρι της στον Θεόδωρο”.
Ο Κράτης μοίραζε τις μέρες του μεταξύ Θήβας και Αθήνας, και γρήγορα έγινε τόσο αγαπητός στον κόσμο, ώστε στο τέλος έμπαινε απρόσκλητος σε όποιο σπίτι διάλεγε, για να δει πώς ζούσαν οι άνθρωποι που κατοικούσαν σ’ αυτό και να τους δώσει συμβουλές, που τις θεωρούσαν τόσο πολύτιμες, ώστε πολλοί γράψανε στην πόρτα του σπιτιού τους είσοδος Κράτητι, αγαθώ δαίμονι και τον ονόμασαν «Θυρεπανοίκτη».
Πέθανε σε βαθιά γεράματα και τον έθαψαν με μεγάλες τιμές στη Θήβα.
ΔΙΟΓΕΝΗΣ ΛΑΕΡΤΙΟΣ, Βίοι Φιλοσόφων- Βιβλίο Στ’ 85-93 και 96-98
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου