Το Δαχτυλίδι του Γύγη είναι μυθικό αντικείμενο που αναφέρεται από τον φιλόσοφο Πλάτωνα, στο Βιβλίο 2 της Πολιτείας (2.359d–2.360d).Το δαχτυλίδι έδινε στον ιδιοκτήτη του την ικανότητα να γίνεται αόρατος με τη θέλησή του. Μέσα από την ιστορία του δαχτυλιδιού, η Πολιτεία αναλύει το αν ένα ιδιοφυές άτομο θα ήταν ηθικό, αν δεν είχε την ανησυχία ότι θα πιαστεί και θα τιμωρηθεί λόγω άδικων πράξεων.
Ο Πλάτων με το στόμα του αδελφού του Γλαύκωνα, επινοεί ένα μύθο.
Ένας βοσκός του βασιλιά της Λυδίας ονόματι Γύγης βρίσκει τυχαία ένα μαγικό δακτυλίδι μετά από δύο καταστρεπτικά φυσικά φαινόμενα.
Την ώρα που έβοσκε τα πρόβατα του άρχοντα του, έπιασε φοβερή καταιγίδα και έγινε τόσο δυνατός σεισμός, ώστε άνοιξε η γη κάτω απ’ τα πόδια του. Κατέβηκε στο χάσμα που δημιουργήθηκε και εκεί μέσα στα σπλάχνα της γης, είδε ένα μεγάλο χάλκινο κούφιο άλογο. Από κάποια ανοίγματα στα πλευρά του κοίταξε μέσα του και διαπίστωσε ότι εκεί ήταν ξαπλωμένος ένας νεκρός με διαστάσεις σχεδόν γιγαντιαίες. Και το σημαντικότερο, φορούσε στο χέρι του ένα χρυσό δακτυλίδι. Ο Γύγης το πήρε και ανέβηκε πάλι στην επιφάνεια.
Κάποια μέρα διαπίστωσε ότι το πολύτιμο εύρημά του είχε μία αξιοπερίεργη μαγική δυνατότητα. Περιστρέφοντας την πέτρα του («σφενδόνην» την ονομάζει ο Πλάτωνας) προς το εσωτερικό της παλάμης του, γινόταν αόρατος και εμφανιζόταν πάλι, γυρίζοντας το δακτυλίδι προς την αντίστροφη φορά.
Ο ταπεινός βοσκός είχε λοιπόν στα χέρια του ένα τεράστιο όπλο. Μπορούσε να κάνει οτιδήποτε επιθυμούσε, χωρίς να γίνεται αντιληπτός και κυρίως, χωρίς να τιμωρείται ή έστω να επιπλήττεται. Έγινε από τη μια στιγμή στην άλλη φορέας μιας τουλάχιστον παράδοξης και απρόσμενης δύναμης, η οποία μπορούσε να λειτουργήσει προς όφελός του, πάντα όμως υπό το βάρος μιας έστω και λανθάνουσας αδικίας, που μπορούσε να φτάσει κι ως το έγκλημα.
Και πραγματικά έτσι έγινε. Ο ασήμαντος μέχρι τότε Γύγης έγινε εραστής της βασίλισσας και με τη βοήθειά της σκότωσε τον αφέντη του και πήρε ο ίδιος την εξουσία. Κατέλαβε λοιπόν μια θέση που του χάρισε η δύναμη ενός χρυσού κρίκου, χωρίς να υπολογίσει τα αθέμιτα μέσα που χρησιμοποίησε, αλλά με μοναδικά κίνητρα – συνηθισμένα στην ανθρώπινη φύση – τη δόξα και τον πλούτο.
Ο Γλαύκωνας, που διηγείται τη φανταστική αυτή ιστορία, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι τελικά είναι στη φύση του ανθρώπου να αδικεί, όταν μάλιστα ξέρει εκ των προτέρων ότι δε θα υποστεί τις συνέπειες της αδικίας του. Και αυτό γιατί η κοινή λογική ενός ανθρώπου λέει ότι η δικαιοσύνη δεν είναι τελικά ένα αγαθό στη ζωή μας, αφού η εφαρμογή της προσκρούει στο προσωπικό μας συμφέρον και είναι ανασταλτικός παράγοντας, τις περισσότερες φορές, για τα οποιασδήποτε ποιότητας κέρδη μας. Για όλους μας λοιπόν το βασανιστικό ερώτημα «αδικείν η αδικείσθαι;» γίνεται πολύ απλό. Και η απάντηση στη συνείδησή μας δεν είναι τουλάχιστον μία ανώδυνη ουδετερότητα, αλλά μία συνειδητή επιλογή συμφέροντος: «αδικείν» και μάλιστα αν είναι δυνατόν ατιμώρητα.
Ένα δακτυλίδι λοιπόν έγινε η αιτία να διαφθαρεί ένας απονήρευτος βοσκός και να περάσει από το φως του ενάρετου στη σκιά του εγκληματία. Ένα αντικείμενο γίνεται η φυλακή μιας συνείδησης, ο μοχλός καταστροφής μιας έντιμης ζωής, το παραδεισένιο μήλο, που όμως ως γνωστόν καταδικάζει τον άνθρωπο να ζει αιώνια στο σκοτάδι της αμαρτίας. Αμαρτία που ο Πλάτωνας ονομάζει αδικία, δηλαδή άρση της δικαιοσύνης.
Καταρχήν, θεμελιώνεται ανθρωπολογικά η αξία της αδικίας και ερμηνεύεται ιστορικοκοινωνικά η προέλευση της δικαιοσύνης. Συγκεκριμένα, ο άνθρωπος επιθυμεί εκ φύσεως την αδικία, για τα οφέλη που αυτή του προσφέρει· επειδή όμως σε μια κατάσταση γενικευμένης αδικίας είναι αδύνατο να δρέπει κανείς τους καρπούς της αδικίας του, χωρίς ταυτοχρόνως να υφίσταται τη βλάβη από την αδικία των συνανθρώπων του, η ανθρωπότητα προχώρησε σ’ έναν συμβιβασμό, ένα είδος κοινωνικού συμβολαίου, που ορίζει πως κανείς δεν θα αδικεί, ούτε θα αδικείται. Κατά συνέπεια, η αδικία αποτελεί στοιχείο της ανθρώπινης φύσης, ενώ αντιθέτως η δικαιοσύνη εντάσσεται στην περιοχή των ανθρώπινων συμβάσεων.
Από την παραπάνω παραδοχή του συμβατικού χαρακτήρα της δικαιοσύνης απορρέει αναγκαστικά το επόμενο συμπέρασμα του Γλαύκωνα: κανείς δεν είναι δίκαιος με τη θέλησή του, επειδή αναγνωρίζει την αξία της δικαιοσύνης, αλλά από ανάγκη, γιατί δεν έχει τη δυνατότητα να αδικεί χωρίς να αδικείται. Για να ενισχύσει τον ισχυρισμό του ο Γλαύκωνας , καλεί τους συνομιλητές του να κάνουν ένα διανοητικό πείραμα. Προτείνει να παραχωρήσουν σ’ έναν δίκαιο κι έναν άδικο απεριόριστη εξουσία, ώστε να μπορούν να κάνουν ό,τι επιθυμούν, και στη συνέχεια να παρακολουθήσουν τη συμπεριφορά τους. Θα διαπίστωναν λοιπόν τότε πως και οι δύο θα έπαιρναν τον ίδιο δρόμο προς την αδικία, γιατί η ανθρώπινη φύση επιδιώκει την πλεονεξία, και μόνο με βίᾳ εξαναγκάζεται να παραδεχθεί την ισοτιμία όλων των ανθρώπων.Το διανοητικό πείραμα αποσαφηνίζεται στη συνέχεια με τον μύθο του Γύγη.
Ο Γλαύκωνας προτείνει στους ακροατές του να φανταστούν πως ο δίκαιος και ο άδικος του πειράματός τους κατέχουν ένα δακτυλίδι σαν εκείνο του Γύγη και να αναρωτηθούν πώς θα συμπεριφερόντουσαν. Η πιθανότερη εκδοχή είναι πως κανείς δεν θα μπορούσε να αντισταθεί στους πειρασμούς της αδικίας και να αποφύγει να ενεργεί σαν θεός, εκπληρώνοντας οποιαδήποτε επιθυμία του. Κατά συνέπεια, το διανοητικό πείραμα επιβεβαιώνει πλήρως τη θέση που μεταφέρει ο Γλαύκωνας, χωρίς να την αποδέχεται (όπως φροντίζει να μας υπενθυμίσει: μέγα τοῦτο τεκμήριον ἂν φαίη τις, ὡς φήσει ὁ περὶ τοῦ τοιούτου λόγου λέγων), πως κανείς δεν είναι δίκαιος με τη θέλησή του, αλλά από ανάγκη (οὐδεὶς ἑκὼν δίκαιος, σαφής η αντίθεση με το σωκρατικό δόγμα οὐδεὶς ἑκὼν κακός). Κι αυτό συμβαίνει γιατί ο καθένας θεωρεί την αδικία ωφελιμότερη από τη δικαιοσύνη σε ατομικό επίπεδο. Η θέση την οποία εκθέτει στην Πολιτεία ο Γλαύκωνας επιχειρεί να συνθέσει σε μια ενιαία θεωρία τις αντίθετες αρχές της φύσης και του νόμου ως ρυθμιστών της ανθρώπινης πράξης. Σύμφωνα με την άποψη αυτή, ο άνθρωπος ακολουθεί τη φύση του και προτιμά την αδικία, όταν δεν υπάρχει κίνδυνος να αποκαλυφθεί, και αντιθέτως υποτάσσεται υποχρεωτικά στους κανόνες της δικαιοσύνης, που υπαγορεύουν τον αμοιβαίο σεβασμό, όποτε η συμπεριφορά του γίνεται αντιληπτή. Ο διπλός αυτός καθορισμός της ανθρώπινης πράξης είναι αναγκαστικός· οι άνθρωποι δεν μπορούν να κάνουν διαφορετικά.
Όπως ο Θουκυδίδης, έτσι και ο Γλαύκωνας δεν εισηγείται μια ηθική θεωρία, παρά μόνο περιγράφει τους παράγοντες που ρυθμίζουν την ανθρώπινη συμπεριφορά. Στη συνέχεια της Πολιτείας ο Σωκράτης θα κληθεί να ανασκευάσει τη θεωρία που παρουσίασε ο Γλαύκωνας και να αποδείξει πως η αξία της δικαιοσύνης δεν απορρέει μόνο από τις κοινωνικές συμβάσεις, αλλά και από την ίδια την ανθρώπινη φύση, ότι ταιριάζει στη φύση του ανθρώπου να συμπεριφέρεται δίκαια. Ο Σωκράτης θα πετύχει να θεμελιώσει ανθρωπολογικά τη δικαιοσύνη με τη θεωρία του για την τριμερή διαίρεση της ανθρώπινης ψυχής, που τις σχέσεις των μορίων της θα πρέπει να τις διέπει η δικαιοσύνη. Θα εισηγηθεί, συνεπώς, μια περιγραφή της ανθρώπινης φύσης εντελώς αντίθετη από εκείνη του Γλαύκωνα. Σε ανταπόκριση προς αυτή την πλατωνική ψυχολογία θα οικοδομηθεί στη συνέχεια η δίκαιη πλατωνική πολιτεία.
Ο Πλάτων με το στόμα του αδελφού του Γλαύκωνα, επινοεί ένα μύθο.
Ένας βοσκός του βασιλιά της Λυδίας ονόματι Γύγης βρίσκει τυχαία ένα μαγικό δακτυλίδι μετά από δύο καταστρεπτικά φυσικά φαινόμενα.
Την ώρα που έβοσκε τα πρόβατα του άρχοντα του, έπιασε φοβερή καταιγίδα και έγινε τόσο δυνατός σεισμός, ώστε άνοιξε η γη κάτω απ’ τα πόδια του. Κατέβηκε στο χάσμα που δημιουργήθηκε και εκεί μέσα στα σπλάχνα της γης, είδε ένα μεγάλο χάλκινο κούφιο άλογο. Από κάποια ανοίγματα στα πλευρά του κοίταξε μέσα του και διαπίστωσε ότι εκεί ήταν ξαπλωμένος ένας νεκρός με διαστάσεις σχεδόν γιγαντιαίες. Και το σημαντικότερο, φορούσε στο χέρι του ένα χρυσό δακτυλίδι. Ο Γύγης το πήρε και ανέβηκε πάλι στην επιφάνεια.
Κάποια μέρα διαπίστωσε ότι το πολύτιμο εύρημά του είχε μία αξιοπερίεργη μαγική δυνατότητα. Περιστρέφοντας την πέτρα του («σφενδόνην» την ονομάζει ο Πλάτωνας) προς το εσωτερικό της παλάμης του, γινόταν αόρατος και εμφανιζόταν πάλι, γυρίζοντας το δακτυλίδι προς την αντίστροφη φορά.
Ο ταπεινός βοσκός είχε λοιπόν στα χέρια του ένα τεράστιο όπλο. Μπορούσε να κάνει οτιδήποτε επιθυμούσε, χωρίς να γίνεται αντιληπτός και κυρίως, χωρίς να τιμωρείται ή έστω να επιπλήττεται. Έγινε από τη μια στιγμή στην άλλη φορέας μιας τουλάχιστον παράδοξης και απρόσμενης δύναμης, η οποία μπορούσε να λειτουργήσει προς όφελός του, πάντα όμως υπό το βάρος μιας έστω και λανθάνουσας αδικίας, που μπορούσε να φτάσει κι ως το έγκλημα.
Και πραγματικά έτσι έγινε. Ο ασήμαντος μέχρι τότε Γύγης έγινε εραστής της βασίλισσας και με τη βοήθειά της σκότωσε τον αφέντη του και πήρε ο ίδιος την εξουσία. Κατέλαβε λοιπόν μια θέση που του χάρισε η δύναμη ενός χρυσού κρίκου, χωρίς να υπολογίσει τα αθέμιτα μέσα που χρησιμοποίησε, αλλά με μοναδικά κίνητρα – συνηθισμένα στην ανθρώπινη φύση – τη δόξα και τον πλούτο.
Ο Γλαύκωνας, που διηγείται τη φανταστική αυτή ιστορία, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι τελικά είναι στη φύση του ανθρώπου να αδικεί, όταν μάλιστα ξέρει εκ των προτέρων ότι δε θα υποστεί τις συνέπειες της αδικίας του. Και αυτό γιατί η κοινή λογική ενός ανθρώπου λέει ότι η δικαιοσύνη δεν είναι τελικά ένα αγαθό στη ζωή μας, αφού η εφαρμογή της προσκρούει στο προσωπικό μας συμφέρον και είναι ανασταλτικός παράγοντας, τις περισσότερες φορές, για τα οποιασδήποτε ποιότητας κέρδη μας. Για όλους μας λοιπόν το βασανιστικό ερώτημα «αδικείν η αδικείσθαι;» γίνεται πολύ απλό. Και η απάντηση στη συνείδησή μας δεν είναι τουλάχιστον μία ανώδυνη ουδετερότητα, αλλά μία συνειδητή επιλογή συμφέροντος: «αδικείν» και μάλιστα αν είναι δυνατόν ατιμώρητα.
Ένα δακτυλίδι λοιπόν έγινε η αιτία να διαφθαρεί ένας απονήρευτος βοσκός και να περάσει από το φως του ενάρετου στη σκιά του εγκληματία. Ένα αντικείμενο γίνεται η φυλακή μιας συνείδησης, ο μοχλός καταστροφής μιας έντιμης ζωής, το παραδεισένιο μήλο, που όμως ως γνωστόν καταδικάζει τον άνθρωπο να ζει αιώνια στο σκοτάδι της αμαρτίας. Αμαρτία που ο Πλάτωνας ονομάζει αδικία, δηλαδή άρση της δικαιοσύνης.
Καταρχήν, θεμελιώνεται ανθρωπολογικά η αξία της αδικίας και ερμηνεύεται ιστορικοκοινωνικά η προέλευση της δικαιοσύνης. Συγκεκριμένα, ο άνθρωπος επιθυμεί εκ φύσεως την αδικία, για τα οφέλη που αυτή του προσφέρει· επειδή όμως σε μια κατάσταση γενικευμένης αδικίας είναι αδύνατο να δρέπει κανείς τους καρπούς της αδικίας του, χωρίς ταυτοχρόνως να υφίσταται τη βλάβη από την αδικία των συνανθρώπων του, η ανθρωπότητα προχώρησε σ’ έναν συμβιβασμό, ένα είδος κοινωνικού συμβολαίου, που ορίζει πως κανείς δεν θα αδικεί, ούτε θα αδικείται. Κατά συνέπεια, η αδικία αποτελεί στοιχείο της ανθρώπινης φύσης, ενώ αντιθέτως η δικαιοσύνη εντάσσεται στην περιοχή των ανθρώπινων συμβάσεων.
Από την παραπάνω παραδοχή του συμβατικού χαρακτήρα της δικαιοσύνης απορρέει αναγκαστικά το επόμενο συμπέρασμα του Γλαύκωνα: κανείς δεν είναι δίκαιος με τη θέλησή του, επειδή αναγνωρίζει την αξία της δικαιοσύνης, αλλά από ανάγκη, γιατί δεν έχει τη δυνατότητα να αδικεί χωρίς να αδικείται. Για να ενισχύσει τον ισχυρισμό του ο Γλαύκωνας , καλεί τους συνομιλητές του να κάνουν ένα διανοητικό πείραμα. Προτείνει να παραχωρήσουν σ’ έναν δίκαιο κι έναν άδικο απεριόριστη εξουσία, ώστε να μπορούν να κάνουν ό,τι επιθυμούν, και στη συνέχεια να παρακολουθήσουν τη συμπεριφορά τους. Θα διαπίστωναν λοιπόν τότε πως και οι δύο θα έπαιρναν τον ίδιο δρόμο προς την αδικία, γιατί η ανθρώπινη φύση επιδιώκει την πλεονεξία, και μόνο με βίᾳ εξαναγκάζεται να παραδεχθεί την ισοτιμία όλων των ανθρώπων.Το διανοητικό πείραμα αποσαφηνίζεται στη συνέχεια με τον μύθο του Γύγη.
Ο Γλαύκωνας προτείνει στους ακροατές του να φανταστούν πως ο δίκαιος και ο άδικος του πειράματός τους κατέχουν ένα δακτυλίδι σαν εκείνο του Γύγη και να αναρωτηθούν πώς θα συμπεριφερόντουσαν. Η πιθανότερη εκδοχή είναι πως κανείς δεν θα μπορούσε να αντισταθεί στους πειρασμούς της αδικίας και να αποφύγει να ενεργεί σαν θεός, εκπληρώνοντας οποιαδήποτε επιθυμία του. Κατά συνέπεια, το διανοητικό πείραμα επιβεβαιώνει πλήρως τη θέση που μεταφέρει ο Γλαύκωνας, χωρίς να την αποδέχεται (όπως φροντίζει να μας υπενθυμίσει: μέγα τοῦτο τεκμήριον ἂν φαίη τις, ὡς φήσει ὁ περὶ τοῦ τοιούτου λόγου λέγων), πως κανείς δεν είναι δίκαιος με τη θέλησή του, αλλά από ανάγκη (οὐδεὶς ἑκὼν δίκαιος, σαφής η αντίθεση με το σωκρατικό δόγμα οὐδεὶς ἑκὼν κακός). Κι αυτό συμβαίνει γιατί ο καθένας θεωρεί την αδικία ωφελιμότερη από τη δικαιοσύνη σε ατομικό επίπεδο. Η θέση την οποία εκθέτει στην Πολιτεία ο Γλαύκωνας επιχειρεί να συνθέσει σε μια ενιαία θεωρία τις αντίθετες αρχές της φύσης και του νόμου ως ρυθμιστών της ανθρώπινης πράξης. Σύμφωνα με την άποψη αυτή, ο άνθρωπος ακολουθεί τη φύση του και προτιμά την αδικία, όταν δεν υπάρχει κίνδυνος να αποκαλυφθεί, και αντιθέτως υποτάσσεται υποχρεωτικά στους κανόνες της δικαιοσύνης, που υπαγορεύουν τον αμοιβαίο σεβασμό, όποτε η συμπεριφορά του γίνεται αντιληπτή. Ο διπλός αυτός καθορισμός της ανθρώπινης πράξης είναι αναγκαστικός· οι άνθρωποι δεν μπορούν να κάνουν διαφορετικά.
Όπως ο Θουκυδίδης, έτσι και ο Γλαύκωνας δεν εισηγείται μια ηθική θεωρία, παρά μόνο περιγράφει τους παράγοντες που ρυθμίζουν την ανθρώπινη συμπεριφορά. Στη συνέχεια της Πολιτείας ο Σωκράτης θα κληθεί να ανασκευάσει τη θεωρία που παρουσίασε ο Γλαύκωνας και να αποδείξει πως η αξία της δικαιοσύνης δεν απορρέει μόνο από τις κοινωνικές συμβάσεις, αλλά και από την ίδια την ανθρώπινη φύση, ότι ταιριάζει στη φύση του ανθρώπου να συμπεριφέρεται δίκαια. Ο Σωκράτης θα πετύχει να θεμελιώσει ανθρωπολογικά τη δικαιοσύνη με τη θεωρία του για την τριμερή διαίρεση της ανθρώπινης ψυχής, που τις σχέσεις των μορίων της θα πρέπει να τις διέπει η δικαιοσύνη. Θα εισηγηθεί, συνεπώς, μια περιγραφή της ανθρώπινης φύσης εντελώς αντίθετη από εκείνη του Γλαύκωνα. Σε ανταπόκριση προς αυτή την πλατωνική ψυχολογία θα οικοδομηθεί στη συνέχεια η δίκαιη πλατωνική πολιτεία.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου