226. ΠΟΙΜΗΝ ΠΑΙΖΩΝ [226.1] ποιμὴν ἐξελαύνων αὐτοῦ τὴν ποίμνην ἀπό τινος κώμης πορρωτέρω διετέλει τοιαύτῃ παιδιᾷ χρώμενος. ἐπιβοώμενος γὰρ τοὺς κωμήτας ἐπὶ βοήθειαν ἔλεγεν, ὡς λύκοι τοῖς πρόβασιν ἐπῆλθον. δὶς δὲ καὶ τρὶς τῶν ἐκ τῆς κώμης ἐκπλαγέντων καὶ ἐκπηδησάντων, εἶτα μετὰ γέλωτος ἀπαλλαγέντων, συνέβη τὸ τελευταῖον λύκον ἐπελθεῖν τῇ ἀληθείᾳ. ἀποτεμνομένης δὲ αὐτοῦ τῆς ποίμνης καὶ αὐτοῦ ἐπὶ βοήθειαν βοῶντος ἐκεῖνοι ὑπολαβόντες αὐτὸν παίζειν κατὰ τὸ ἔθος ἧττον ἐφρόντιζον. καὶ οὕτως συνέβη αὐτὸν ἀπολέσαι τὰ πρόβατα.
ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι τοῦτο κερδαίνουσιν οἱ ψευδόμενοι τὸ μηδέ, ὅταν ἀληθεύωσι, πιστεύεσθαι.
227. ΟΔΟΙΠΟΡΟΙ ΚΑΙ ΚΟΡΑΞ
[227.1] πορευομένοις τισὶν ἐπὶ πρᾶξίν τινα κόραξ ὑπήντησε τὸν ἕτερον τῶν ὀφθαλμῶν πεπηρωμένος. ἐπιστραφέντων δὲ αὐτῶν καί τινος ὑποστρέψαι παραινοῦντος —τοῦτο γὰρ σημαίνειν τὸν οἰωνόν— ἕτερος ὑποτυχὼν εἶπεν· «καὶ πῶς οὗτος ἡμῖν δύναται τὰ μέλλοντα μαντεύεσθαι, ὃς οὐδὲ τὴν ἰδίαν πήρωσιν προεῖδεν, ἵνα φυλάξηται;»
οὕτω καὶ τῶν ἀνθρώπων οἱ ἐν τοῖς ἰδίοις ἄβουλοι καὶ εἰς τὰς τῶν πέλας συμβουλίας ἀδόκιμοί εἰσιν.
228. ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ
[228.1] Προμηθεὺς κατὰ πρόσταξιν Διὸς ἀνθρώπους ἔπλασε καὶ θηρία. ὁ δὲ Ζεὺς θεασάμενος πολλῷ πλείονα τὰ ἄλογα ζῷα ἐκέλευσεν αὐτὸν τῶν θηρίων τινὰ διαφθείραντα ἀνθρώπους μετατυπῶσαι. τοῦ δὲ τὸ προσταχθὲν ποιήσαντος συνέβη τοὺς ἐκ τούτων πλασθέντας τὴν μὲν μορφὴν ἀνθρώπων ἔχειν, τὰς δὲ ψυχὰς θηριώδεις.
πρὸς ἄνδρα σκαιὸν καὶ θηριώδη ὁ λόγος εὔκαιρος.
229. ΠΗΡΑΙ ΔΥΟ
[229.1] Προμηθεὺς πλάσας ἀνθρώπους δύο πήρας ἐξ αὐτῶν ἀπεκρέμασε, τὴν μὲν ἀλλοτρίων κακῶν, τὴν δὲ ἰδίων. καὶ τὴν μὲν τῶν ὀθνείων ἔμπροσθεν ἔταξε, τὴν δὲ ἑτέρων ὄπισθεν ἀπήρτησεν. ἐξ οὗ δὴ συνέβη τοὺς ἀνθρώπους τὰ μὲν ἀλλότρια κακὰ ἐξ ἀπόπτου κατοπτάζεσθαι, τὰ δὲ ἴδια μὴ προσορᾶσθαι.
τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις πρὸς ἄνδρα πολυπράγμονα, ὃς ἐν τοῖς ἑαυτοῦ πράγμασι τυφλώττων τῶν μηδὲν προσηκόντων κήδεται.
230. ΠΑΙΣ ΛΟΥΟΜΕΝΟΣ
[230.1] παῖς ποτε λουόμενος ἔν τινι ποταμῷ ἐκινδύνευσεν ἀποπνιγῆναι· ἰδὼν δέ τινα ὁδοιπόρον τοῦτον ἐπὶ βοήθειαν ἐφώνει. ὁ δὲ ἐμέμφετο τῷ παιδὶ ὡς τολμηρῷ. τὸ δὲ μειράκιον εἶπε πρὸς αὐτόν· «ἀλλὰ νῦν μοι βοήθει, ὕστερον δὲ σωθέντι μέμφου».
ὁ λόγος εἴρηται πρὸς τοὺς ἀφορμὴν καθ᾽ ἑαυτῶν διδόντας †ἀδικεῖσθαι.
***
226. Ο βοσκός που έκανε φάρσες.
[226.1] Ήταν ένας βοσκός που συνήθως σαλαγούσε το κοπάδι του έξω από το χωριό και το πήγαινε κάπου πιο μακριά. Αυτουνού, που λέτε, του άρεσε να διασκεδάζει ολοένα με το εξής χωρατό. Έβαζε τις φωνές στους συγχωριανούς του να τρέξουν σε βοήθεια, με το πρόσχημα ότι τάχα είχαν επιτεθεί λύκοι στο κοπάδι του. Τούτο συνέβη δυο και τρεις φορές — οι χωριανοί σήμαιναν συναγερμό και ορμούσαν έξω από το χωριό, και μετά βέβαια τον άφηναν και επέστρεφαν γελώντας. Ώσπου στο τέλος ήρθε η μοιραία ώρα και ο λύκος έπεσε στα αλήθεια πάνω στο κοπάδι του χωρατατζή. Καθώς το θηρίο κατασπάραζε τα ζωντανά του, ο βοσκός έβαλε τις φωνές κράζοντας βοήθεια. Έλα όμως που οι άλλοι νόμισαν ότι τους έκανε πάλι φάρσα, κατά τη συνήθειά του, και συνεπώς δεν έδωσαν ιδιαίτερη σημασία. Καταλαβαίνετε λοιπόν τί συνέβη: ο χιουμορίστας βοσκός έχασε όλα τα πρόβατά του.
Το δίδαγμα του μύθου: Ο ψεύτης ένα μόνο κέρδος βγάζει — να μην τον πιστεύει ο κόσμος ούτε όταν λέει αλήθεια.
227. Οι ταξιδιώτες και ο κόρακας.
[227.1] Μια φορά κάτι άνθρωποι ταξίδευαν για δουλειές, όταν ξάφνου απάντησαν στον δρόμο τους κάποιο κοράκι με το ένα του μάτι βγαλμένο. Τούτο, βέβαια, τους κίνησε την προσοχή, και μάλιστα ένας τους πρότεινε να γυρίσουν πίσω — αυτό, βλέπετε, θεωρείται πως σημαίνει ο συγκεκριμένος οιωνός. Κάποιος άλλος όμως σάρκασε: «Σιγά και μην είναι σε θέση τούτο το συφοριασμένο να προμαντέψει το δικό μας μέλλον. Αν είναι έτσι, γιατί δεν προέβλεψε το δικό του στράβωμα, ώστε να το γλιτώσει;».
Έτσι συμβαίνει και με τους ανθρώπους: Όποιος είναι απερίσκεπτος στις δικές του υποθέσεις δεν είναι κατάλληλος να δίνει συμβουλές ούτε στους άλλους.
228. Ο Προμηθέας και το ανθρώπινο γένος.
[228.1] Μια φορά και έναν καιρό ο Προμηθέας, με εντολή του Δία, δημιούργησε τους ανθρώπους και τα ζώα. Εκ των υστέρων, που λέτε, ο Δίας διαπίστωσε ότι τα άλογα ζώα είχαν βγει πολύ περισσότερα. Γι᾽ αυτό διέταξε τον Τιτάνα να ξεπαστρέψει μερικά θηρία και να μεταπλάσει το υλικό τους σε ανθρώπους. Ο Προμηθέας φυσικά υπάκουσε στη διαταγή. Κοιτάξτε λοιπόν ποιό ήταν το αποτέλεσμα: Όσοι κατασκευάστηκαν από αυτά τα πλάσματα έχουν ανθρώπινη μορφή, αλλά η ψυχή τους είναι ψυχή θηρίου.
Τούτος ο μύθος ταιριάζει για άνθρωπο άγριο και ανήμερο σαν θεριό.
229. Τα δύο δισάκια.
[229.1] Μια φορά και έναν καιρό ο Προμηθέας δημιούργησε την ανθρωπότητα. Πάνω σε κάθε άνθρωπο, που λέτε, κρέμασε δύο δισάκια: το ένα περιείχε τα ελαττώματα των άλλων, το άλλο εκείνα του ίδιου του φορέα. Μόνο που ο Προμηθέας τοποθέτησε το σακούλι με τα ξένα κακά από τη μπροστινή μεριά, ενώ το άλλο το ανάρτησε από πίσω από την πλάτη μας. Καταλαβαίνετε λοιπόν το αποτέλεσμα: Κάθε άνθρωπος αντιλαμβάνεται τα μειονεκτήματα των άλλων από μίλια μακριά. Τα δικά του όμως δεν τα έχει μπροστά του για να τα δει.
Αυτόν τον μύθο ταιριάζει να τον απευθύνουμε σε άνθρωπο κουτσομπόλη και αδιάκριτο, ο οποίος δεν έχει μάτια για τις δικές του υποθέσεις, παρά κοιτάζει να ανακατώνεται σε όσα δεν τον αφορούν.
230. Το αγόρι που έκανε μπάνιο.
[230.1] Ήταν μια φορά ένα αγόρι που έκανε μπάνιο μέσα στο ποτάμι και κινδύνευσε να πνιγεί. Βλέποντας λοιπόν έναν περαστικό, του έβαλε φωνή: «Βοήθεια, βοήθεια!». Αμέσως ο διαβάτης άρχισε να κατσαδιάζει το παιδί για την παράτολμη πράξη του. Όμως ο μικρός έκραξε: «Βρε μπάρμπα, δώσε μου ένα χέρι τώρα, και μετά, άμα σωθώ, με μαλώνεις με την άνεσή σου».
Τούτος ο μύθος απευθύνεται σε όσους δίνουν από μόνοι τους αφορμή για κατάκριση.
ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι τοῦτο κερδαίνουσιν οἱ ψευδόμενοι τὸ μηδέ, ὅταν ἀληθεύωσι, πιστεύεσθαι.
227. ΟΔΟΙΠΟΡΟΙ ΚΑΙ ΚΟΡΑΞ
[227.1] πορευομένοις τισὶν ἐπὶ πρᾶξίν τινα κόραξ ὑπήντησε τὸν ἕτερον τῶν ὀφθαλμῶν πεπηρωμένος. ἐπιστραφέντων δὲ αὐτῶν καί τινος ὑποστρέψαι παραινοῦντος —τοῦτο γὰρ σημαίνειν τὸν οἰωνόν— ἕτερος ὑποτυχὼν εἶπεν· «καὶ πῶς οὗτος ἡμῖν δύναται τὰ μέλλοντα μαντεύεσθαι, ὃς οὐδὲ τὴν ἰδίαν πήρωσιν προεῖδεν, ἵνα φυλάξηται;»
οὕτω καὶ τῶν ἀνθρώπων οἱ ἐν τοῖς ἰδίοις ἄβουλοι καὶ εἰς τὰς τῶν πέλας συμβουλίας ἀδόκιμοί εἰσιν.
228. ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ
[228.1] Προμηθεὺς κατὰ πρόσταξιν Διὸς ἀνθρώπους ἔπλασε καὶ θηρία. ὁ δὲ Ζεὺς θεασάμενος πολλῷ πλείονα τὰ ἄλογα ζῷα ἐκέλευσεν αὐτὸν τῶν θηρίων τινὰ διαφθείραντα ἀνθρώπους μετατυπῶσαι. τοῦ δὲ τὸ προσταχθὲν ποιήσαντος συνέβη τοὺς ἐκ τούτων πλασθέντας τὴν μὲν μορφὴν ἀνθρώπων ἔχειν, τὰς δὲ ψυχὰς θηριώδεις.
πρὸς ἄνδρα σκαιὸν καὶ θηριώδη ὁ λόγος εὔκαιρος.
229. ΠΗΡΑΙ ΔΥΟ
[229.1] Προμηθεὺς πλάσας ἀνθρώπους δύο πήρας ἐξ αὐτῶν ἀπεκρέμασε, τὴν μὲν ἀλλοτρίων κακῶν, τὴν δὲ ἰδίων. καὶ τὴν μὲν τῶν ὀθνείων ἔμπροσθεν ἔταξε, τὴν δὲ ἑτέρων ὄπισθεν ἀπήρτησεν. ἐξ οὗ δὴ συνέβη τοὺς ἀνθρώπους τὰ μὲν ἀλλότρια κακὰ ἐξ ἀπόπτου κατοπτάζεσθαι, τὰ δὲ ἴδια μὴ προσορᾶσθαι.
τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις πρὸς ἄνδρα πολυπράγμονα, ὃς ἐν τοῖς ἑαυτοῦ πράγμασι τυφλώττων τῶν μηδὲν προσηκόντων κήδεται.
230. ΠΑΙΣ ΛΟΥΟΜΕΝΟΣ
[230.1] παῖς ποτε λουόμενος ἔν τινι ποταμῷ ἐκινδύνευσεν ἀποπνιγῆναι· ἰδὼν δέ τινα ὁδοιπόρον τοῦτον ἐπὶ βοήθειαν ἐφώνει. ὁ δὲ ἐμέμφετο τῷ παιδὶ ὡς τολμηρῷ. τὸ δὲ μειράκιον εἶπε πρὸς αὐτόν· «ἀλλὰ νῦν μοι βοήθει, ὕστερον δὲ σωθέντι μέμφου».
ὁ λόγος εἴρηται πρὸς τοὺς ἀφορμὴν καθ᾽ ἑαυτῶν διδόντας †ἀδικεῖσθαι.
***
226. Ο βοσκός που έκανε φάρσες.
[226.1] Ήταν ένας βοσκός που συνήθως σαλαγούσε το κοπάδι του έξω από το χωριό και το πήγαινε κάπου πιο μακριά. Αυτουνού, που λέτε, του άρεσε να διασκεδάζει ολοένα με το εξής χωρατό. Έβαζε τις φωνές στους συγχωριανούς του να τρέξουν σε βοήθεια, με το πρόσχημα ότι τάχα είχαν επιτεθεί λύκοι στο κοπάδι του. Τούτο συνέβη δυο και τρεις φορές — οι χωριανοί σήμαιναν συναγερμό και ορμούσαν έξω από το χωριό, και μετά βέβαια τον άφηναν και επέστρεφαν γελώντας. Ώσπου στο τέλος ήρθε η μοιραία ώρα και ο λύκος έπεσε στα αλήθεια πάνω στο κοπάδι του χωρατατζή. Καθώς το θηρίο κατασπάραζε τα ζωντανά του, ο βοσκός έβαλε τις φωνές κράζοντας βοήθεια. Έλα όμως που οι άλλοι νόμισαν ότι τους έκανε πάλι φάρσα, κατά τη συνήθειά του, και συνεπώς δεν έδωσαν ιδιαίτερη σημασία. Καταλαβαίνετε λοιπόν τί συνέβη: ο χιουμορίστας βοσκός έχασε όλα τα πρόβατά του.
Το δίδαγμα του μύθου: Ο ψεύτης ένα μόνο κέρδος βγάζει — να μην τον πιστεύει ο κόσμος ούτε όταν λέει αλήθεια.
227. Οι ταξιδιώτες και ο κόρακας.
[227.1] Μια φορά κάτι άνθρωποι ταξίδευαν για δουλειές, όταν ξάφνου απάντησαν στον δρόμο τους κάποιο κοράκι με το ένα του μάτι βγαλμένο. Τούτο, βέβαια, τους κίνησε την προσοχή, και μάλιστα ένας τους πρότεινε να γυρίσουν πίσω — αυτό, βλέπετε, θεωρείται πως σημαίνει ο συγκεκριμένος οιωνός. Κάποιος άλλος όμως σάρκασε: «Σιγά και μην είναι σε θέση τούτο το συφοριασμένο να προμαντέψει το δικό μας μέλλον. Αν είναι έτσι, γιατί δεν προέβλεψε το δικό του στράβωμα, ώστε να το γλιτώσει;».
Έτσι συμβαίνει και με τους ανθρώπους: Όποιος είναι απερίσκεπτος στις δικές του υποθέσεις δεν είναι κατάλληλος να δίνει συμβουλές ούτε στους άλλους.
228. Ο Προμηθέας και το ανθρώπινο γένος.
[228.1] Μια φορά και έναν καιρό ο Προμηθέας, με εντολή του Δία, δημιούργησε τους ανθρώπους και τα ζώα. Εκ των υστέρων, που λέτε, ο Δίας διαπίστωσε ότι τα άλογα ζώα είχαν βγει πολύ περισσότερα. Γι᾽ αυτό διέταξε τον Τιτάνα να ξεπαστρέψει μερικά θηρία και να μεταπλάσει το υλικό τους σε ανθρώπους. Ο Προμηθέας φυσικά υπάκουσε στη διαταγή. Κοιτάξτε λοιπόν ποιό ήταν το αποτέλεσμα: Όσοι κατασκευάστηκαν από αυτά τα πλάσματα έχουν ανθρώπινη μορφή, αλλά η ψυχή τους είναι ψυχή θηρίου.
Τούτος ο μύθος ταιριάζει για άνθρωπο άγριο και ανήμερο σαν θεριό.
229. Τα δύο δισάκια.
[229.1] Μια φορά και έναν καιρό ο Προμηθέας δημιούργησε την ανθρωπότητα. Πάνω σε κάθε άνθρωπο, που λέτε, κρέμασε δύο δισάκια: το ένα περιείχε τα ελαττώματα των άλλων, το άλλο εκείνα του ίδιου του φορέα. Μόνο που ο Προμηθέας τοποθέτησε το σακούλι με τα ξένα κακά από τη μπροστινή μεριά, ενώ το άλλο το ανάρτησε από πίσω από την πλάτη μας. Καταλαβαίνετε λοιπόν το αποτέλεσμα: Κάθε άνθρωπος αντιλαμβάνεται τα μειονεκτήματα των άλλων από μίλια μακριά. Τα δικά του όμως δεν τα έχει μπροστά του για να τα δει.
Αυτόν τον μύθο ταιριάζει να τον απευθύνουμε σε άνθρωπο κουτσομπόλη και αδιάκριτο, ο οποίος δεν έχει μάτια για τις δικές του υποθέσεις, παρά κοιτάζει να ανακατώνεται σε όσα δεν τον αφορούν.
230. Το αγόρι που έκανε μπάνιο.
[230.1] Ήταν μια φορά ένα αγόρι που έκανε μπάνιο μέσα στο ποτάμι και κινδύνευσε να πνιγεί. Βλέποντας λοιπόν έναν περαστικό, του έβαλε φωνή: «Βοήθεια, βοήθεια!». Αμέσως ο διαβάτης άρχισε να κατσαδιάζει το παιδί για την παράτολμη πράξη του. Όμως ο μικρός έκραξε: «Βρε μπάρμπα, δώσε μου ένα χέρι τώρα, και μετά, άμα σωθώ, με μαλώνεις με την άνεσή σου».
Τούτος ο μύθος απευθύνεται σε όσους δίνουν από μόνοι τους αφορμή για κατάκριση.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου