Παρασκευή 23 Φεβρουαρίου 2018

ΑΙΣΩΠΟΣ - Μῦθοι (46.1-50.1)

46. ΒΟΡΕΑΣ ΚΑΙ ΗΛΙΟΣ
[46.1] Βορέας καὶ Ἥλιος περὶ δυνάμεως ἤριζον· ἔδοξε δὲ αὐτοῖς ἐκείνῳ τὴν νίκην ἀπονεῖμαι, ὃς ἂν αὐτῶν ἄνθρωπον ὁδοιπόρον ἐκδύσῃ. καὶ ὁ Βορέας ἀρξάμενος σφοδρὸς ἦν· τοῦ δὲ ἀνθρώπου ἀντεχομένου τῆς ἐσθῆτος μᾶλλον ἐπέκειτο. ὁ δὲ ὑπὸ τοῦ ψύχους καταπονούμενος ἔτι μᾶλλον καὶ περιττοτέραν ἐσθῆτα προσελάμβανεν, ἕως ἀποκαμὼν ‹ὁ Βορέας› τῷ Ἡλίῳ μεταπαρέδωκε. κἀκεῖνος τὸ μὲν πρῶτον μετρίως προσέλαμψε· τοῦ δὲ ἀνθρώπου τὰ περισσὰ τῶν ἱματίων ἀποτιθεμένου σφοδρότερον τὸ καῦμα ἐπέτεινε, μέχρις οὗ πρὸς τὴν ἀλέαν ἀντέχειν μὴ δυνάμενος ἀποδυσάμενος ποταμοῦ παραῤῥέοντος ἐπὶ λουτρὸν ἀπῄει.
ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι πολλάκις τὸ πείθειν τοῦ βιάζεσθαι ἀνυστικώτερόν ἐστι.

47. ΠΑΙΔΙΟΝ ΕΜΟΥΝ ΣΠΛΑΓΧΝΑ
[47.1] βοῦν τινες ἐπ᾽ ἀγροῦ θύοντες τοὺς σύνεγγυς ἐκάλεσαν. ἐν δὲ τούτοις ἦν τις καὶ γυνὴ πενιχρά, μεθ᾽ ἧς καὶ ὁ αὐτῆς παῖς εἰσῆλθε. προϊούσης δὲ τῆς εὐωχίας τὸ παιδίον διὰ χρόνου πληρωθὲν τῶν σπλάγχνων καὶ τοῦ οἴνου, ἐπειδὴ ἐξῳδήκει αὐτῷ ‹ἡ γαστήρ›, βασανιζόμενον ἔλεγεν· «ὦ μῆτερ, ἐμῶ τὰ σπλάγχνα». ἡ δὲ εἶπεν· «οὐχὶ τὰ σά, τέκνον, ἃ δὲ κατέφαγες».
οὗτος ὁ λόγος ἁρμόττει πρὸς ἄνδρα χρεωφειλέτην, ὅστις ἑτοίμως τὰ ἀλλότρια λαμβάνων, ὅταν ἀποτίνειν δέῃ, οὕτως ἐπάχθεται ὡς οἴκοθεν προϊέμενος.

48. ΒΩΤΑΛΙΣ
[48.1] βωταλὶς ἀπό τινος θυρίδος κρεμαμένη νυκτὸς †ἀφείλετο ἀπ᾽ αὐτῆς τὴν φωνὴν καὶ προσελθοῦσα ἡ νυκτερὶς ἐπυνθάνετο αὐτῆς τὴν αἰτίαν, δι᾽ ἣν ἡμέρας μὲν ἡσυχάζει, νύκτωρ δὲ ᾄδει. τῆς δὲ λεγούσης ὡς οὐ μάτην τοῦτο πράττει, ἡμέρας γάρ ποτε ᾄδουσα συνελήφθη, διὸ ἀπ᾽ ἐκείνου ἐσωφρονίσθη, [καὶ] ἡ νυκτερὶς εἶπεν· «ἀλλ᾽ οὐ νῦν σε δεῖ φυλάττεσθαι, ὅτε οὐδὲν ὄφελός ἐστι, τότε δὲ πρὶν καὶ συλληφθῆναι».
ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι ἐπὶ τοῖς ἀτυχήμασι μετάνοια ἀνωφελὴς καθέστηκεν.

49. ΒΟΥΚΟΛΟΣ
[49.1] βουκόλος βόσκων ἀγέλην ταύρων ἀπώλεσε μόσχον. περιελθὼν δὲ καὶ μὴ εὑρὼν ηὔξατο τῷ Διί, ἐὰν τὸν κλέπτην εὕρῃ, ἔριφον αὐτῷ θῦσαι. ἐλθὼν δὲ εἴς τινα δρυμῶνα καὶ θεασάμενος λέοντα κατεσθίοντα τὸν μόσχον περίφοβος γενόμενος ἐπάρας τὰς χεῖρας εἰς τὸν οὐρανὸν εἶπε· «Ζεῦ δέσποτα, πάλαι μέν σοι ηὐξάμην ἔριφον θῦσαι, ἂν τὸν κλέπτην εὕρω, νῦν δὲ ταῦρόν σοι θύσω, ἐὰν τὰς τοῦ κλέπτου χεῖρας ἐκφύγω».
οὗτος ὁ λόγος λεχθείη ἂν ἐπ᾽ ἀνδρῶν δυστυχούντων, οἵτινες ἀπορούμενοι εὔχονται εὑρεῖν, εὑρόντες δὲ ζητοῦσιν ἀποφυγεῖν.

50. ΓΑΛΗ ΚΑΙ ΑΦΡΟΔΙΤΗ
[50.1] γαλῆ ἐρασθεῖσα νεανίσκου εὐπρεποῦς ηὔξατο τῇ Ἀφροδίτῃ, ὅπως αὐτὴν μεταμορφώσῃ εἰς γυναῖκα. καὶ ἡ θεὸς ἐλεήσασα αὐτῆς τὸ πάθος μετετύπωσεν αὐτὴν εἰς κόρην εὐειδῆ. καὶ οὕτως ὁ νεανίσκος θεασάμενος αὐτὴν καὶ ἐρασθεὶς οἴκαδε ὡς ἑαυτὸν ἀπήγαγε. καθημένων δ᾽ αὐτῶν ἐν τῷ θαλάμῳ ἡ Ἀφροδίτη γνῶναι βουλομένη, εἰ μεταβαλοῦσα τὸ σῶμα ἡ γαλῆ καὶ τὸν τρόπον ἤλλαξε, μῦν εἰς τὸ μέσον καθῆκεν. ἡ δὲ ἐπιλαθομένη τῶν παρόντων ἐξαναστᾶσα ἀπὸ τῆς κοίτης τὸν μῦν ἐδίωκε καταφαγεῖν ἐθέλουσα. καὶ ἡ θεὸς ἀγανακτήσασα κατ᾽ αὐτῆς πάλιν αὐτὴν εἰς τὴν ἀρχαίαν φύσιν ἀποκατέστησεν.
οὕτω καὶ τῶν ἀνθρώπων οἱ φύσει πονηροί, κἂν φύσιν ἀλλάξωσι, τὸν γοῦν τρόπον οὐ μεταβάλλονται.

***
46. Ο βοριάς και ο ήλιος.
[46.1] Μια φορά μάλωναν ο βοριάς και ο ήλιος ποιός είναι ο πιο δυνατός. Με τα πολλά, συμφώνησαν ότι η νίκη θα απονεμηθεί δικαιωματικά σε όποιον από τους δυο τους κατορθώσει να γδύσει έναν ταξιδιώτη στον δρόμο. Ξεκίνησε τότε ο βοριάς και φύσαγε σαν λυσσασμένος. Όμως ο άνθρωπος τυλίχτηκε γερά μέσα στο πανωφόρι του. Έτσι, ο βοριάς δυνάμωσε ακόμη περισσότερο, χωρίς αποτέλεσμα πάντως: αντίθετα, ο άνθρωπος έριξε πάνω του ακόμη περισσότερα ρούχα, επειδή τον ταλαιπωρούσε το κρύο. Στο τέλος πια απόκαμε ο βοριάς και παρέδωσε τη σκυτάλη στον ήλιο. Εκείνος λοιπόν άρχισε να λάμπει, στην αρχή με μέτρο. Αμέσως ο άνθρωπος πέταξε από πάνω του τα παραπανίσια ρούχα. Τότε ο ήλιος φούντωσε τη ζέστη ακόμη περισσότερο, μέχρι που ο άνθρωπος δεν μπορούσε πια να αντέξει τον καύσωνα, παρά γδύθηκε ολότελα και βούτηξε μέσα σε ένα ποτάμι που κυλούσε εκεί δίπλα, για να κάνει μπάνιο.
Το δίδαγμα του μύθου: Πολλές φορές η πειθώ είναι πιο αποτελεσματική από τον καταναγκασμό.

47. Το παιδί που ξέρναγε τα άντερα.
[47.1] Ήταν κάτι χωρικοί που θυσίασαν βόδι και φώναξαν και τους γείτονες. Ανάμεσά τους βρισκόταν και μια φτωχή γυναίκα, που κόπιασε μαζί με το παιδί της. Καθώς προχωρούσε το γεύμα, το αγόρι σιγά-σιγά στουμπώθηκε με κοκορέτσια και κρασί και η κοιλιά του πρήστηκε και υπέφερε. Έπιασε λοιπόν να γογγύζει: «Αχ μανούλα μου, εμετός μού έρχεται — θα ξεράσω τα άντερά μου». «Έγνοια σου, αγόρι μου», του είπε τότε η μάνα του, «δεν θα βγάλεις τα δικά σου άντερα, μόνο εκείνα που χλαπάκιασες».
Αυτός ο μύθος ταιριάζει για άνθρωπο που κάνει χρέη και τσεπώνει πρόθυμα τα χρήματα των άλλων, όταν όμως έρχεται η ώρα να τα ξεπληρώσει, δυσανασχετεί τόσο πολύ, σαν να χάνει τα δικά του υπάρχοντα.

48. Το αηδόνι.
[48.1] Μια φορά το αηδόνι κούρνιαζε μέσα στο κλουβί του, που κρεμόταν στο παράθυρο, και έβγαζε μελωδική φωνούλα. Το πλησίασε τότε η νυχτερίδα και το ρώτησε για ποιόν λόγο μένει σιωπηλό όλη μέρα και τραγουδάει μόνο τις νύχτες. Το πουλί τής εξήγησε ότι δεν το κάνει χωρίς λόγο: βλέπετε, μιαν εποχή τραγουδούσε την ημέρα, ώσπου το τσάκωσαν· γι᾽ αυτό από εκείνο τον καιρό έβαλε μυαλό. Φυσικά η νυχτερίδα παρατήρησε: «Βρε χαζό, τί ανάγκη έχεις να φυλάγεσαι τώρα, αφού δεν σε ωφελεί πια καθόλου; Τότε έπρεπε να προσέχεις, προτού σε πιάσουν».
Το δίδαγμα του μύθου: Είναι ανώφελο να μετανιώνεις ύστερα από το δυστύχημα.

49. Ο γελαδάρης.
[49.1] Ήταν κάποτε ένας γελαδάρης που έβοσκε το κοπάδι με τα βόδια του, όταν ξάφνου χάθηκε ένα μοσχάρι. Ο ανθρωπάκος έψαξε παντού ολόγυρα αλλά δεν μπόρεσε να το βρει. Βάλθηκε λοιπόν να προσεύχεται στον Δία, τάζοντάς του να του θυσιάσει ένα κατσίκι αν βρει τον κλέφτη. Πράγματι, ύστερα από λίγο έφτασε σε μια λόχμη και εκεί αντίκρισε ένα λιοντάρι που καταβρόχθιζε το μοσχάρι του. Αμέσως τα χρειάστηκε από τον φόβο και σήκωσε τα χέρια του στον ουρανό, να κάνει επίκληση: «Δία μου βασιλιά μου, πρωτύτερα σου έταξα κατσίκι να θυσιάσω άμα βρω τον κλέφτη — ε, τώρα θα σου σφάξω ολόκληρο βόδι, αρκεί να ξεφύγω από του κλέφτη τα χέρια».
Ο μύθος αυτός μπορεί να ειπωθεί για ανθρώπους που τους δέρνει η δυστυχία. Αυτοί, όταν στερούνται πράγματα, εύχονται να τα βρουν, αν όμως τα βρουν, γυρεύουν πώς να ξεφύγουν από αυτά.

50. Η νυφίτσα και η Αφροδίτη.
[50.1] Ήταν μια νυφίτσα που ερωτεύτηκε κάποιον όμορφο νεαρό και προσευχήθηκε στην Αφροδίτη, ζητώντας να τη μεταμορφώσει σε γυναίκα. Η θεά, που λέτε, συμπόνεσε τον ερωτικό καημό της και τη μετασχημάτισε σε ωραία κοπέλα. Έτσι λοιπόν την είδε ο νεαρός και αμέσως την ερωτεύτηκε και την πήρε μαζί του να την πάει στο σπίτι του. Εκεί όμως που κάθονταν καλά-καλά οι δυο τους στο υπνοδωμάτιο, η Αφροδίτη ένιωσε ξαφνικά τη διάθεση να εξακριβώσει κατά πόσον η νυφίτσα είχε μεταβάλει και τον χαρακτήρα της, εκτός από τη σωματική μορφή της. Γι᾽ αυτό έριξε καταμεσής στο πάτωμα ένα ποντίκι. Με το που το είδε αυτό η καλή μας η νυφίτσα, ξέχασε και τον γαμπρό και όλα τα συμπαρομαρτούντα. Πετάχτηκε παρευθύς από το κρεβάτι και πήρε στο κυνήγι το ποντίκι για να το καταβροχθίσει. Αποτέλεσμα: η θεά φυσικά αγανάκτησε και επανέφερε το ζώο ξανά στην πρωταρχική μορφή του.
Έτσι συμβαίνει και με τους ανθρώπους: Όσοι είναι αχρείοι εκ φύσεως, ακόμη και αν μεταβάλουν την εμφάνισή τους, δεν θα αλλάξουν χαρακτήρα.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου