Δευτέρα 18 Δεκεμβρίου 2017

Ο δημόσιος χαρακτήρας της αριστοτελικής Παιδείας ως βασική προϋπόθεση εφαρμογής της δικαιοσύνης στην εκπαίδευση και κατάκτησης της ευδαιμονίας

Το έβδομο και το όγδοο βιβλίο των Πολιτικών του Αριστοτέλη συγκεντρώνουν τις προτάσεις που ο φιλόσοφος είχε καταθέσει σχετικά με τον θεσμό της Εκπαίδευσης, οι οποίες, ασφαλώς, φωτίζονται ακόμη περισσότερο από σημεία άλλων αριστοτελικών κειμένων (με σημαντικά τα Ηθικά Νικομάχεια). Η αύξηση της παρεχόμενης ιδιωτικής εκπαίδευσης, εκτός από την απαξίωση απέναντι στον οίκοθεν αμειβόμενο δάσκαλο, συνιστούσε για τον Σταγειρίτη βασικό διασπαστικό στοιχείο για την πόλη –κράτος, στο πλαίσιο που αποπροσανατόλιζε από τον κοινό σκοπό. Η ενδυνάμωση του πολιτειακού καθεστώτος, η κοινή προετοιμασία για την επίτευξη του στόχου της ευδαιμονίας και το γεγονός ότι το μέρος δεν μπορεί να υπάρχει, αν καταστραφεί το όλον αποτελούν τα βασικά επιχειρήματα με τα οποία ο φιλόσοφος στηρίζει την ανάγκη για δημόσια παιδεία, που σταθεροποιείται και διασφαλίζεται μέσω νόμων. Ωστόσο, η παιδεία, αν και παρέχεται από δημόσιο φορέα, εξατομικεύεται με βάση τις ικανότητες του καθενός, συμβάλλει στη διαμόρφωση πολυσχιδών προσωπικοτήτων διατρανώνοντας τη δικαιοσύνη και όχι την ισότητα στην εκπαίδευση. 
 
Ο Αριστοτέλης ως υπέρμαχος του δημόσιου χαρακτήρα της Παιδείας
Η αρχή του όγδοου βιβλίου των Πολιτικών με τη φράση «κανένας δεν αμφισβητεί ότι ο νομοθέτης πρέπει να φροντίσει ιδιαίτερα την εκπαίδευση των νέων στις πόλεις» καταδεικνύει την απόλυτη εμπιστοσύνη του Αριστοτέλη στον δημόσιο χαρακτήρα της παιδείας των νέων. Σε μια εποχή κατά την οποία στην Αθήνα η ιδιωτική Εκπαίδευση είναι πολύ διαδεδομένη, ο Αριστοτέλης στηρίζει τη δημόσια Εκπαίδευση, αιώνες πριν από τον Διαφωτισμό, καθώς όπως αναφέρει ο Σταγειρίτης η παιδεία καθορίζει το παρόν και προδιαγράφει το μέλλον τόσο του ατόμου όσο και της πόλης. Σαφώς το προτεινόμενο εκπαιδευτικό του μοντέλο υποστασιοποιείται μόνο στο πλαίσιο της πόλης –κράτους: η εκπαίδευση νοηματοδοτείται μόνο μέσα σε αυτό το κοινό πλαίσιο, καθώς διαμορφώνει τις προϋποθέσεις της ενάρετης πόλης, και σχηματοποιεί ένα σύνολο σε κοινωνική ενότητα. Διαφωτιστικοί ως προς την απόλυτη σύνδεση της αριστοτέλειας φιλοσοφίας με την πόλη –κράτος είναι οι Ζωγραφίδης –Κάλφας (2012) αναφέροντας ότι: «η πρακτική φιλοσοφία του Αριστοτέλη είναι προσαρμοσμένη στα δεδομένα της ελληνικής πόλης-κράτους και απευθύνεται σε έναν μόνο τύπο ανθρώπου: στον μέσο ελεύθερο πολίτη..… Η αρετή του πολίτη επηρεάζεται καταρχήν από τη βούλησή του να συμμετέχει στα κοινά. Δεν υπάρχει δικαίωση του ανθρώπου έξω από την κοινωνική και πολιτική ζωή – γι᾽ αυτό άλλωστε ο άνθρωπος ορίζεται ως «ζώο πολιτικό» (Πολιτικά 1253a9-11)….Ο ελεύθερος λοιπόν πολίτης θα επιζητήσει την ευδαιμονία μέσα στους θεσμούς της πόλης…».
 
Μπορεί για τον Αριστοτέλη η πόλις να είναι φύσει ύπαρξη (ἐκ τούτων οὖν φανερὸν ὅτι τῶν φύσει ἡ πόλις ἐστί, καὶ ὅτι ὁ ἄνθρωπος φύσει πολιτικὸν ζῷον, καὶ ὁ ἄπολις διὰ φύσιν καὶ οὐ διὰ τύχην ἤτοι φαῦλός ἐστιν, ἢ κρείττων ἢ ἄνθρωπος, Πολιτικά, 1253 a 1-5), ωστόσο η συντήρηση και η εξέλιξή της δεν επαφίεται στην τύχη, αλλά στη γνώση και τον σκοπό που εγγυώνται τη σταθερότητά της και σε αυτό το εγχείρημα η Παιδεία διαδραματίζει πρωταγωνιστικό ρόλο. Έτσι, γίνεται για πρώτη φορά λόγος για κοινή νομοθετημένη παιδεία (Ὅτι μὲν οὖν νομοθετητέον περὶ παιδείας καὶ ταύτην κοινὴν ποιητέον, φανερόν, Πολιτικά VIII, 1337, a 33), γιατί μέσω αυτής μπορεί το άτομο να αντεπεξέλθει στον ρόλο του πολίτη, να «μετέχει κρίσεως και αρχής» (Πολιτικά, 1275 a 20-25), καθώς καθίσταται «ἁγαθός, σπουδαίος και φρόνιμος». Ιδιαίτερα σημαντική η έννοια του «σπουδαίου πολίτη» αφορά στο να κρίνει τα πάντα ορθά (ἕκαστα κρίνει ὀρθῶς), να διακρίνει σε καθετί την αλήθεια (ἐν ἑκάστοις τὸ ἀληθές, Πολιτικά, 1113 a 30) και στο να κατακτά τελικά την αρετή (Δελλής, 2001). Οι σπουδαίοι πολίτες αποτελούν όρο sine qua non για την ευδαιμονία της πόλης, μια στέρεη βάση, για την οικοδόμηση της συλλογικής ευδαιμονίας, αφού ἡ επιμέλεια πέφυκεν ἑκάστου μορίου βλέπειν πρὸς τὴν τοῦ ὅλου ἐπιμέλειαν (Πολιτικά, 1337 a 30).
 
Τα βασικά επιχειρήματα του Αριστοτέλη υπέρ του δημόσιου χαρακτήρα της Παιδείας
Ο Curren (2000) συνοψίζει τα επιχειρήματα που επικαλείται ο φιλόσοφος υπέρ του δημόσιου χαρακτήρα της παιδείας κατηγοριοποιώντας τα σε τέσσερις άξονες: α) αφού το όλον προηγείται από το μέρος και κάθε πολίτης αποτελεί μέρος ενός συνόλου, η διάσπασή του συνόλου με την εφαρμογή διαφορετικών εκπαιδευτικών επιλογών προσυπογράφει την προσεχή διάλυσή του  (επιχείρημα του αδιαχώριστου – inseparability), β) αφού οι πολίτες μοιράζονται έναν κοινό σκοπό, μια κοινή ανησυχία, είναι εύλογο να ακολουθηθεί ένας κοινός δρόμος για την «τελείωση» (επιχείρημα περί κοινού τέλους – common end) γ) αφού ο εθισμός είναι απαραίτητος για την κατάκτηση της κοινής αρετής είναι χρέος του νομοθέτη να ενθαρρύνει από κοινού τις ορθές έξεις (επιχείρημα σχετικά με τις απαρχές της αρετής – origins of virtue) και τέλος, δ) το κοινό εκπαιδευτικό σύστημα ενδυναμώνει το πολιτειακό καθεστώς, αφού διαμορφώνεται έτσι ώστε να αποτελεί ασφαλιστική δικλείδα για αυτό ( αποτελεί θεσμικό προαπαιτούμενο -constitutional requirement).
 
 Όλα τα παραπάνω επιχειρήματα συνοψίζονται ουσιαστικά στις δυο βασικές θεωρίες με τις οποίες ο Αριστοτέλης τάσσεται υπέρ της δημόσιας Παιδείας, αυτές α) του τέλους και β) του όλου. Μέσα στο πλαίσιο της τελεολογικής του Ηθικής υποστηρίζει ότι όλες οι ανθρώπινες δραστηριότητες έχουν ένα ορισμένο «τέλος», κάποιο τελικό σκοπό, δηλαδή στοχεύουν σε κάποιο αγαθό. Όλα τα επιμέρους αγαθά, εκτός από την ευδαιμονία, δεν είναι παρά μόνο τα μέσα για την κατάκτησή της. Ο Τ. Nagel (1980, σσ.11) εξηγεί πως ο Αριστοτέλης υποστηρίζει τον ένα και μοναδικό σκοπό που επιδιώκουν οι άνθρωποι με τις πράξεις τους. Η ευδαιμονία αποτελεί τον τελικό σκοπό, το τελικό «τέλος» του ανθρώπου, το υπέρτατο αγαθό που το επιδιώκουμε για αυτό καθ’ εαυτό και όχι ως μέσο απόκτησης άλλων αγαθών. Πρόκειται για τον ανώτερο σκοπό που επιδιώκεται για αυτόν καθ’ εαυτόν, το άριστον και αυτός ο σκοπός είναι κοινός και για το άτομο και για το σύνολο και ολοκληρώνεται μόνο μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο της οργανωμένης πολιτείας. Είναι φανερό ότι ο φιλόσοφος δέχεται την απόλυτη σύμπτωση του υπέρτατου για το άτομο αγαθού με το υπέρτατο για την πόλη αγαθό -και αντίθετα: πότερον δὲ τὴν εὐδαιμονίαν τὴν αὐτὴν εἶναι φατέον ἑνός τε ἑκάστου τῶν ἀνθρώπων καὶ πόλεως ἢ μὴ τὴν αὐτήν, λοιπόν ἐστιν εἰπεῖν. φανερόν δέ καί τοῦτο. πάντες γὰρ ἂν ὁμολογήσειαν εἶναι τὴν αὐτὴν (Πολιτικά, 1324 a 5-7) . Οι πράξεις των ατόμων ως πολιτών έχουν πολιτικές συνέπειες και ως εκ τούτου καθορίζουν μεν την προσωπική τους ευτυχία, αλλά κυρίως συμβάλλουν στην ευδαιμονία της πόλης. Για την επίτευξη, λοιπόν, ενός κοινού και τόσο υψηλού και άξιου στόχου, τα μέσα, τα εκπαιδευτικά εχέγγυα οφείλουν να είναι κοινά.
 
 Κατά δεύτερον, από τη στιγμή που η πόλις αποτελεί όλον και ο καθένας δεν είναι παρά ένα μόνο μόριο της πόλης, η φροντίδα για κάθε μόριο πρέπει να είναι σε απόλυτο συνταίριασμα με τη φροντίδα για το σύνολο. Η πόλη εξαρτάται από την ποιότητα των μερών της και η κοινωνία συνδέεται με την παιδεία διαλεκτικά και αμφίδρομα: «ταυτόχρονα, οι πολίτες δεν πρέπει να νομίζουν ότι ανήκουν μόνο στον εαυτό τους, αλλά ότι ανήκουν όλοι στην πόλη και η επίβλεψη κάθε μέρους είναι φυσικό να στοχεύει στην επίβλεψη του όλο» (Πολιτικά, 1337 b 26-31). Η επιμονή του Αριστοτέλη με την προτεραιότητα του όλου σε σχέση με το μέρος διαπερνάει ολόκληρη τη φιλοσοφία του: τὸ γὰρ ὅλον πρότερον ἀναγκαῖον εἶναι τοῦ μέρους (Πολιτικά, I, 1253 a 20-24). Η προτεραιότητα αυτή είναι α) οντολογική: απαραίτητη προϋπόθεση για να υπάρξει το μέρος είναι να υπάρχει το όλον, δηλαδή η πόλις, γιατί έξω απ’ αυτή τα μέρη μένουν ανολοκλήρωτα και β) αξιολογική, καθώς ιεραρχικά, το όλον, δηλαδή η πόλη, ως ολοκληρωμένο σύνολο, βρίσκεται πιο ψηλά από το μέρος αφού αποτελεί την ολοκλήρωση της οικογένειας, του χωριού και επομένως, την τελειότερη μορφή κοινωνίας: ἡ δ᾽ ἐκ πλειόνων κωμῶν κοινωνία τέλειος πόλις, ἤδη πάσης ἔχουσα πέρας τῆς αὐταρκείας ὡς ἔπος εἰπεῖν, γινομένη μὲν τοῦ ζῆν ἕνεκεν, οὖσα δὲ τοῦ εὖ ζῆν (Πολιτικά, 1252b27-30). Βέβαια, τα επιχειρήματα περί τέλους και περί όλου δεν είναι δυο διακριτά επιχειρήματα, τα οποία μπορεί να λειτουργήσουν και να εξεταστούν ως προς τη λειτουργικότητά τους χωριστά το ένα από το άλλο, αλλά υπάρχουν και ενεργοποιούνται μόνο σε απόλυτη αλληλεξάρτηση: αν είναι κοινός ο σκοπός για όλους, τότε προϋποτίθεται ότι όλοι ανήκουν σε ένα όλο την ενότητα του οποίου διατηρεί η κοινή στοχοθεσία.
 
Η δημόσια Παιδεία ως ασφαλιστική δικλείδα για τη διατήρηση του πολιτεύματος
Ένας πρακτικός ακόμη λόγος για τον οποίο η παιδεία πρέπει να είναι κοινή και προσαρμοσμένη στο εκάστοτε πολίτευμα είναι γιατί έτσι θα λειτουργήσει ως ασφαλιστική δικλείδα για τη διατήρησή του, συμβάλλοντας εν μέρει στην πολιτική ομαλότητα του τόπου, η διασάλευση της οποίας λειτουργεί παρακωλυτικά και στην εκπαίδευση των νέων. Συγκεκριμένα στα Πολιτικά αναφέρεται : η ασφαλέστερη εγγύηση για τη σταθερότητα ενός κράτους… είναι η αγωγή των πολιτών σύμφωνα με το πνεύμα του πολιτεύματος (μέγιστον δὲ πάντων τῶν εἰρημένων πρὸς τὸ διαμένειν τὰς πολιτείας, οὗ νῦν ὀλιγωροῦσι πάντες, τὸ παιδεύεσθαι πρὸς τὰς πολιτείας, Πολιτικά,1310 a, 12-14). Ενδεικτική του θέματος είναι η παρατήρηση του Θανάση Μπαντέ (2016α): « ο Αριστοτέλης φέρνει στο προσκήνιο τη συλλογική ευθύνη της Πολιτείας, που πρέπει να καθορίσει τι είδους πολίτες θέλει». Κατά συνέπεια, οι νέοι πρέπει να μορφωθούν με τρόπο τέτοιο που να αναπαράγουν το υπάρχον καθεστώς, για να μπορέσουν να λειτουργήσουν και ως φορείς ανανέωσής και βελτίωσής του κατευθύνοντας με επιλογές και πράξεις την πολιτική κοινωνία στην αρετή. Η εκπαίδευση, λοιπόν, σύμφωνα με το πολίτευμα διαπαιδαγωγεί τους πολίτες με σκοπό τη συντήρηση του πολιτεύματος και την αποφυγή ανατροπών. Αν και ασφαλώς η ανωτέρω πραγματικότητα οφείλει να χαρακτηρίζει κυρίως τις δημοκρατίες, όπου οι πολίτες είναι συνδιαμορφωτές του πολιτεύματος, ο Αριστοτέλης εμφανίζεται θιασώτης του σπαρτιατικού εκπαιδευτικού συστήματος, στο πλαίσιο που αυτό επιβάλλει τη δημόσια παιδεία (όχι, όμως, και του περιεχομένου της σπαρτιατικής εκπαίδευσης): Ἐπαινέσειε δ´ ἄν τις κατὰ τοῦτο Λακεδαιμονίους· καὶ γὰρ πλείστην ποιοῦνται σπουδὴν περὶ τοὺς παῖδας καὶ κοινῇ ταύτην (Πολιτικά, 1337a 30). Πάντως, το αίτημα του Αριστοτέλη για δημόσια παιδεία υλοποιείται κατά τους ελληνιστικούς χρόνους, όπως διαπιστώνει ο Αθ. Σαπουνάς (2012) : «κατά την περίοδο αυτή το κράτος θεσπίζει σχολικούς νόμους που επιβάλλουν την υποχρεωτική φοίτηση όλων των παιδιών στα σχολεία… η εκπαίδευση αρχίζει να αποτελεί υπόθεση της τοπικής αυτοδιοίκησης».
 
Η δημόσια Παιδεία ως ενθάρρυνση ορθών έξεων με στόχο τη διοχέτευσή τους στην πολιτική κοινωνία
Είναι προφανές ότι ο δημόσιος χαρακτήρας της εκπαίδευσης αποτελεί προέκταση της στενής σχέσης που συνδέει την ηθική του Αριστοτέλη με την πολιτική αρετή. Η σημασία της κοινής παιδείας για την εξέλιξη του ατόμου έχει επισημανθεί από τα Ηθικά Νικομάχεια, από τη στιγμή που η ηθική, ως έξις προαιρετική και άρα ατομική, βρίσκει τον στόχο της και λόγο ύπαρξης μόνο μέσα σε ένα ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο, όταν και εφόσον συμμορφώνεται με τους κοινωνικά αποδεκτούς παράγοντες υλοποίησής της. Η Παιδεία νοείται ως α)άσκηση στη συνειδητή επιλογή και άσκηση στην επανάληψη ορθών έξεων (προαίρεσις), β) άσκηση στην απόλαυση από την εφαρμογή της ηθικής πράξης (χαίρειν τε καὶ λυπεῖσθαι οἷς δεῖ) και γ) κατάκτηση της αρετής ως μόνιμου τρόπου συμπεριφοράς (σταθερώς και αμετακινήτως). Η μετάβαση από το ατομικό στο συλλογικό επίπεδο με το πέρασμα από τα Ηθικά στα Πολιτικά είναι σαφής. Στα Ηθικά Νικομάχεια η Παιδεία συνδέεται με την ευδαιμονία και την αρετή μέσω του έθους «οὐ μικρὸν οὖν διαφέρει τὸ οὕτως ἢ οὕτως εὐθὺς ἐκ νέων ἐθίζεσθαι, (25) ἀλλὰ πάμπολυ, μᾶλλον δὲ τὸ πᾶν (Ηθικά Νικομάχεια, 1103 b 24-25). Εκεί, όπως επισημαίνει και η Πηνελόπη Τζιώκα (2003) «περισσότερο βρίσκουμε απαντήσεις ή απόπειρες ορισμού της παιδείας σε σχέση με την προσωπική κατάκτηση της αρετής και την ηθική στον ρόλο του νομοθέτη», ενώ στα  Πολιτικά η Παιδεία ανάγεται σε θεσμό και το βιβλίο πραγματεύεται την πολιτική διάστασή της και καταλήγει υπέρ της δημόσιας παιδείας, με κοινή διδασκαλία, από δασκάλους της Πολιτείας και σε κοινόχρηστους χώρους. Η ηθική του απλού πολίτη αποτελεί βασικό ποιοτικό παράγοντα για το πολίτευμα, καθώς υποστηρίζει ο φιλόσοφος ότι «ἀεὶ δὲ τὸ βέλτιον ἦθος βελτίονος αἴτιον πολιτείας» (Πολιτικά, 1337 a 18-19). Αν, λοιπόν, η ηθική φιλοσοφία του Αριστοτέλη είναι μέρος της πολιτικής του φιλοσοφίας, τότε η παιδεία ως μέσο προσωπικής κατάκτησης της αρετής μπορεί να ευοδωθεί μόνο μέσα σε ένα ευρύτερο συλλογικό μόρφωμα με βαθιά πολιτική πλαισίωση. Η συμπληρωματικότητα των δυο έργων είναι προφανής στο πλαίσιο που η ηθική αρετή και ο εθισμός σε αυτήν επιτυγχάνεται μέσω της Παιδείας και η ποιότητα της Παιδείας καθορίζει την ποιότητα της συμμετοχής του πλήθους στην εξουσία, η οποία συμμετοχή καθορίζει την ποιότητα του πολιτεύματος (Πολιτικά, 1337 a 18). Η παιδεία είναι τελικά αυτή που οφείλει να καλλιεργήσει ατομικά την ηθική αρετή, με απώτερο σκοπό τη διοχέτευσή της στο κοινωνικό σύνολο. Ως εκ τούτου, η κοινωνική διάσταση της ηθικής αρετής επιβάλλει την παροχή δημόσιας εκπαίδευσης.
 
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, o Αριστοτέλης μέμφεται τους γονείς και την πολιτεία για τον θεσμό της ιδιωτικής Εκπαίδευσης: ἐπεὶ δ´ ἓν τὸ τέλος τῇ πόλει πάσῃ, φανερὸν ὅτι καὶ τὴν παιδείαν μίαν καὶ τὴν αὐτὴν ἀναγκαῖον εἶναι πάντων, καὶ ταύτης τὴν ἐπιμέλειαν εἶναι κοινὴν καὶ μὴ κατ´ ἰδίαν, ὃν τρόπον νῦν ἕκαστος ἐπιμελεῖται τῶν αὑτοῦ τέκνων ἰδίᾳ τε καὶ μάθησιν ἰδίαν, ἣν ἂν δόξῃ, διδάσκων (Πολιτικά, 1336 b 22-26), καθώς πιστεύει ότι αν η αγωγή αφεθεί στην ιδιωτική πρωτοβουλία, τότε αφενός δεν υπάρχει ομοιογένεια στην αγωγή και άρα απορρίπτεται η ύπαρξη ενός κοινού στόχου, αφετέρου η ανομοιογένεια αυτή λειτουργεί διασπαστικά και συχνά αποτρεπτικά σχετικά με τον στόχο της αρετής, καθώς τα παιδιά που μεγαλώνουν με δικό τους δάσκαλο αναπτύσσουν ιδιαίτερη σχέση με την πολυτέλεια και το χρήμα και δεν μαθαίνουν να υπακούν. Η δυνατότητα του δάσκαλου ή του κηδεμόνα να αναπληρώνει το κενό της πολιτείας ασκώντας «κυκλώπεια εξουσία», κυρίως στην περίπτωση παιδιών εύπορων οικογενειών που τύγχαναν «κατ΄οίκον διδασκαλίας», είχε ως αποτέλεσμα την έλλειψη σεβασμού και την απαξίωση του δασκάλου, γεγονός που λειτουργούσε καταδικαστικά για την δυνατότητα πειθαρχίας στο κοινωνικό πλαίσιο (Τσώνη, 2012).
 
  Ανάγκη συνταγματικής κατοχύρωσης εκπαιδευτικών θεμάτων
Παράλληλα με τη λογική της κοινής παιδείας η αριστοτέλεια σκέψη είναι προσανατολισμένη σε μια παιδεία συνταγματικά κατοχυρωμένη. Οι πολιτικοί νομοθέτες οφείλουν να προασπίσουν το πολίτευμα εθίζοντας τους πολίτες σε μια κοινή αρετή, η πορεία προς την οποία περνάει αναμφίβολα μέσα από την εκπαίδευση: οἱ γὰρ νομοθέται τοὺς πολίτας ἐθίζοντες ποιοῦσιν ἀγαθούς, … καὶ διαφέρει τούτῳ πολιτεία πολιτείας ἀγαθὴ φαύλης, (Ηθικά Νικομάχεια, 1103 b 1-6). ΄Αρα, πρέπει να ορίζονται με νόμους τα θέματα της παιδευτικής διαδικασίας (διὸ νόμοις δεῖ τετάχθαι τὴν τροφὴν καὶ τὰ ἐπιτηδεύματα, Ηθικά Νικομάχεια 1179 b 34) με τέτοιο τρόπο, ώστε μέσα από την ατομική άσκηση στις πράξεις και στα συναισθήματα που συνάδουν με την αρετή (χαίρειν τε καὶ λυπεῖσθαι οἷς δεῖ,Ηθικά Νικομάχεια, 1104, b 12), να οδηγείται με ασφάλεια το κοινωνικό σύνολο στην ευδαιμονία.
 
Ο φιλόσοφος τονίζει ότι κύρια και πρωταρχική επιδίωξη του ἀγαθοῦ πολιτικού πρέπει να είναι η ηθική αρτίωση των πολιτών μέσω του σεβασμού και της υπακοής στους θεσπισμένους νόμους: δοκεῖ δὲ ὁ κατ’ ἀλήθειαν πολιτικὸς περὶ ταύτην μάλιστα πεπονῆσθαι· βούλεται γὰρ τοὺς πολίτας ἀγαθοὺς ποιεῖν καὶ τῶν νόμων ὑπηκόους» (Ἠθικὰ Νικομάχεια, 1102a 7-10). Το τρίπτυχο πολιτική –ηθική –παιδαγωγική αποτελεί την πυξίδα κάθε νομοθέτη, ο οποίος οφείλει μέσα σε όλα τα άλλα να γνωρίζει την ψυχή και να συνυπολογίζει την ψυχολογία των πολιτών, ώστε να διαμορφώνει ανάλογο παιδαγωγικό σύστημα. O Θανάσης Μπαντές (2016β) στο άρθρο του «Ο Αριστοτέλης και το παιδαγωγικό χρέος του νομοθέτη» είναι αποκαλυπτικός σχετικά με τον ρόλο του νομοθέτη για την επικράτηση του ηθικού στοιχείου στην κοινωνία: «Αυτός είναι και ο ρόλος του νομοθέτη, που πρέπει όχι μόνο να ορίσει επακριβώς τη σημασία της ηθικής πράξης μέσα στα δεδομένα της εκάστοτε κοινωνίας, αλλά και να μεριμνά – μέσα από τα αρμόδια όργανα –για την εφαρμογή των ηθικών επιταγών από τους πολίτες, δηλαδή για την τήρηση του νόμου». Οι νόμοι οφείλουν να ρυθμίζουν όλα όσα αφορούν στην ισορροπημένη ανάπτυξη του παιδιού, από την εποχή της σύλληψής του και την ηλικία εκείνη των γονιών που θα εξασφαλίσει ιδανικές συνθήκες ανατροφής για το παιδί, μέχρι και το αναλυτικό πρόγραμμα διδασκαλίας μαθημάτων, αλλά και την τιμωρία όσων θα θέσουν σε κίνδυνο τη σωματική και ηθική του ακεραιότητα: ὅλως μὲν οὖν αἰσχρολογίαν ἐκ τῆς πόλεως, ὥσπερ ἄλλο τι, δεῖ τὸν νομοθέτην ἐξορίζειν (ἐκ τοῦ γὰρ εὐχερῶς λέγειν ὁτιοῦν τῶν αἰσχρῶν γίνεται καὶ τὸ ποιεῖν σύνεγγυς): μάλιστα μὲν οὖν ἐκ τῶν νέων, ὅπως μήτε λέγωσι μήτε ἀκούωσι μηδὲν τοιοῦτον, (Πολιτικά,1336, b, 4-8). Ειδικά στην περίπτωση των νέων στους οποίους η συμμόρφωση και η πειθαρχία αποτελεί στοιχείο που δημιουργεί αποστροφή, είναι αναγκαία η επιβολή του ορθού μέσα από νόμους. Χαρακτηριστικά αναφέρει η Πεντζοπούλου-Βαλαλά (2014:19) «πρέπει να διδάσκονται οι πολίτες, από νωρίς, να υπακούν στους νόμους. Γιατί υπακοή στους νόμους είναι όρος σωτηρίας της δημοκρατίας. Δεν αρκεί συνεπώς το εὖ κεῖσθαι των νόμων απαιτείται και το πείθεσθαι τοῖς νόμοις. Η παιδεία των πολιτών τείνει συνεπώς στο να συνειδητοποιήσουν οι πολίτες ότι το να έχεις διδαχθεί να ζεις σύμφωνα με τους νόμους δεν είναι δουλεία, αλλά σωτηρία του πολιτεύματος. Η ευθύνη, συνεπώς, όχι μόνο των πολιτών αλλά και των πολιτικών είναι μεγάλη για τη σωτηρία της δημοκρατίας. Εθισμένοι στην αρετή και πεπαιδευμένοι πρέπει να είναι οι πολίτες, οι ώριμοι πολίτες, αλλά και οι πολιτικοί». Έτσι, είτε από ανάλογη ποιότητα είτε ακόμη και από φόβο, το παιδί μαθαίνει να ζει σύμφωνα με τους κανόνες δικαίου και ενταγμένο σε μια ανάλογη διά βίου εκπαίδευση ανελλιπούς τήρησής τους επιλέγει τον ενάρετο τρόπο ζωής και διαφυλάσσει τη δικαιοσύνη.
 
Ο δημόσιος χαρακτήρας της εκπαίδευσης σε συνδυασμό με τον εξατομικευμένο χαρακτήρα της και την καλλιέργεια πολύπλευρων προσωπικοτήτων
Η επιμονή του Αριστοτέλη σε ένα κοινό σύστημα εκπαίδευσης θα μπορούσε, ίσως, να πυροδοτήσει συνειρμούς σχετικούς με μια παιδεία που αποσκοπεί σε εξομοίωση των εκπαιδευόμενων και των μέσων- τεχνικών διδασκαλίας τους. Η θεώρηση, ασφαλώς, περί της κοινής παιδείας δεν αποβλέπει σε ισοπεδωτική ομοιομορφία, όπου δε λαμβάνονται υπόψη οι ιδιαίτερες ανάγκες και ικανότητες του καθενός, αλλά στη χρήση του θεσμού της εκπαίδευσης ως ενός ακόμη συνεκτικού δεσμού που θα δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για την επίτευξη της ευδαιμονίας. Όπως και ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης πιστεύει ότι μέσα από την εκπαίδευση δίνεται στον καθένα η δυνατότητα να καταστήσει ενεργεία τις ικανότητες και αρετές που δυνάμει φέρει, ότι μόνο μέσα στο εκπαιδευτικό πλαίσιο ωριμάζει ηθικά και πετυχαίνει την ειδολογική τελείωσή του, καθώς ενεργοποιούνται τα εγγενή γνωρίσματα του είδους του, οι δυνατότητες που από τη φύση διέθετε (Κούτρας, 1973, σσ.40). Είναι, πράγματι, εκπληκτικός ο τρόπος με τον οποίο ο Αριστοτέλης συνταιριάζει την κοινή παιδεία αρχικά με την εξατομικευμένη παροχή αυτής, ανάλογα με τις δεξιότητες και τις ανάγκες του εκάστοτε μαθητή, και έπειτα με τη διαμόρφωση πολύπλευρων προσωπικοτήτων, με βαθιά καλλιέργεια σε ποικίλους τομείς της γνώσης, αλλά και σε προσωπικές και κοινωνικές δεξιότητες, που θα μπορούν να εξασφαλίσουν σε αυτούς την ευδαιμονία, μακριά από κάθε είδους ισοπέδωση της σκέψης. Η δικαιοσύνη στην Εκπαίδευση, που κακώς νοούμενη σήμερα στηρίζεται στην παροχή όμοιων γνώσεων και «ίσων» ευκαιριών, για τον Αριστοτέλη στηρίζεται σε μια Παιδεία που εξατομικεύεται μέσα στον δημόσιο χαρακτήρα της. Ο καθένας πρέπει να εκπαιδεύεται ανάλογα με τις ανάγκες, τη διανοητική του ικανότητα και τις δεξιότητές του, η αγωγή πρέπει να είναι κοινή, αλλά να προσαρμόζεται στις αντιληπτικές ικανότητες και στην ατομικότητα του μαθητή. Άλλωστε, αυτό καταφαίνεται και από το τελευταίο κομμάτι των Πολιτικών που διασώθηκε: «δῆλον οὖν ὅτι τούτους ὅρους τρεῖς ποιητέον εἰς τὴν παιδείαν, τό τε μέσον καὶ τὸ δυνατὸν καὶ τὸ πρέπον» (Πολιτικά, 1342, b, 34).
 
Αρχικά, το μέσον που σχετίζεται με την αρετή είναι το πρὸς ἡμᾶς μέσον, το υποκειμενικό μέσον και κατά συνέπεια η Παιδεία οφείλει να οδηγήσει τον καθένα στην κατάκτηση της δικής του προσωπικής μεσότητας . Παράλληλα, εξαρτά τα δυο τελευταία από την ηλικία. Από τη στιγμή που το δυνατόν είναι αυτό που μπορεί να επιτευχθεί από τον καθένα ανάλογα με τις ηλικιακές του δυνατότητες, η Εκπαίδευση οφείλει να διαφοροποιείται κατά περίπτωση, αλλά και στην κοινή ηλικιακή ομάδα να συνυπολογίζει την ύπαρξη ή την απουσία σωματικής και πνευματικής συμπόρευσης του παιδιού με την ηλικία του. Όσο για το πρέπον, άπτεται τόσο της ατομικής όσο και της κοινωνικής πραγματικότητας. Ως προς την πρώτη, το τι πρέπει και τι δεν πρέπει να κάνει κάποιος ορίζεται και διαφοροποιείται αναμφίβολα από ατομικούς παράγοντες, όπως η ηλικία, οι ικανότητες, η ψυχολογία, οι σωματικές και πνευματικές ιδιαιτερότητες, η χρονική στιγμή, οι περιβαλλοντικοί παράγοντες, κ.α. Μόνο στην κοινωνική του διάσταση το πρέπον μοιάζει να παγιώνεται, ανεπηρέαστο από ατομικούς παράγοντες, καθώς στοιχειοθετείται από την αρετή του φρόνιμου ανθρώπου, από συμπεριφορές που αποδέχεται ως ορθές το κοινωνικό σύνολο ανάγοντάς τες σε πρότυπο συμπεριφορών και εδώ προκύπτει ξανά ως αναγκαία προϋπόθεση η παροχή κοινού εκπαιδευτικού προγράμματος. Κατά, συνέπεια, πράγματα που πρέπει να μάθει ή στα οποία πρέπει να εξασκηθεί ένας μαθητής ορίζονται από παράγοντες τόσο εσωτερικούς (ηλικία, ικανότητες, ψυχολογία), όσο και εξωτερικούς – κοινωνικούς (ὅτε δεῖ καὶ ἐφ’ οἷς καὶ πρὸς οὓς καὶ οὗ ἕνεκα καὶ ὡς δεῖ, Ηθικά Νικομάχεια, Β6, 10-13), προκειμένου να τηρηθεί το μέσο και να κατακτηθεί η αρετή. Καθίσταται, λοιπόν, σαφές ότι αυτοί οι τρεις παράγοντες, το μέσον, το δυνατόν και το πρέπον, αδιαχώριστοι, αλληλένδετοι και συμπληρωματικοί καταφάσκουν σε ένα κοινό εκπαιδευτικό σύστημα που εδράζεται στην εξατομίκευση της παρεχόμενης παιδείας ανάλογα με την προσωπικότητα, τον χαρακτήρα, την ψυχολογία και τις δυνατότητες του εκάστοτε μαθητή και υποτάσσεται στην εξυπηρέτηση ενός κοινωνικού μοντέλου προσαρμοσμένου στο πρότυπο του φρόνιμου ανθρώπου.
 
Η Πηνελόπη Τζιώκα (2003) εξηγεί το διακύβευμα της κοινής παιδείας, δηλαδή τη διάπλαση του «καλού και αγαθού πολίτη», παραπέμποντας στις αριστοτελικές θέσεις για την αρετή: «η τριπλή αυτή βάση της Παιδείας σε συνδυασμό με τον σκοπό της, να καλλιεργήσει, δηλαδή, στο άτομο την αρετή, ώστε να κατακτήσει τον άριστο βίο, υπαγορεύουν ένα πρόγραμμα Σπουδών που οδηγεί στην πολυμέρεια και αποκλείει τη μονομέρεια στη συγκρότηση της προσωπικότητας». Από τη στιγμή που η αρετή είναι έξις προαιρετική και από τη στιγμή που η Παιδεία οφείλει να αποβλέπει στην κατάκτηση της αρετής, τότε είναι απαραίτητο να στρέψει τους μαθητές σε έξεις που συνταιριάζουν με τις τρεις αρχές που προαναφέρθηκαν: το μέσον, το δυνατόν και το πρέπον. Για την επίτευξη ενός τέτοιου στόχου είναι απαραίτητο ένα πρόγραμμα σπουδών που εμπεριέχει σε σωστή αναλογία και την ωφελιμιστική και την νοησιαρχική, αλλά και την ηθικοπλαστική διάσταση της γνώσης και το οποίο κατά συνέπεια προτάσσει την πολυμέρεια στη συγκρότηση της προσωπικότητας με πυξίδα και απαραίτητο εχέγγυο για την επίτευξή της τον ηθικό της προσανατολισμό.

 Προσπαθώντας, λοιπόν, να συγκεράσει τις υπάρχουσες τάσεις σχετικά με το περιεχόμενο της Παιδείας τονίζει ότι καὶ τἀναγκαῖα καὶ τὰ χρήσιμα δὲ πράττειν, τὰ δὲ καλὰ δεῖ μᾶλλον Πολιτικά (1333 b, 1-5) . Αναλυτικότερα, βαθιά πεποίθησή του είναι ότι η εκπαίδευση οφείλει να διαμορφώνει πολυσχιδείς προσωπικότητες, καθώς θεωρεί απαραίτητη τόσο τη χρήσιμη και την επιστημονική, αλλά και την ηθικοπλαστική γνώση, απορρίπτοντας έντονα τον μονοδιάστατο χαρακτήρα αυτής, κυρίως εκείνον που αφορά σε εξειδικευμένη επαγγελματική κατάρτιση, η οποία τίθεται στην υπηρεσία των άλλων με σκοπό την υλική αμοιβή: ὁ δὲ αὐτὸ τοῦτο πράττων δι’ ἄλλους πολλάκις θητικὸν καὶ δουλικὸν δόξειεν ἂν πράττειν (εκείνος όμως που καταγίνεται μ’ αυτό το ίδιο για χατήρι άλλων, θα μπορούσε να νομισθεί ότι ασκεί έργο βάναυσο και άξιο δούλου, Πολιτικά, VIII, 1337 b, 5-20). Ως εκ τούτου, η αριστοτελική Παιδεία οφείλει να οδηγεί τους νέους μακριά από υλικές εξαρτήσεις, ώστε απρόσκοπτα να διαμορφώνουν ελεύθερες προσωπικότητες.
 
Είναι, τέλος, άξιο αναφοράς ότι αιώνες πριν ο Αριστοτέλης υπερασπίζεται τον διά βίου χαρακτήρα της εκπαίδευσης ως αναπόσπαστο στοιχείο προσωπικής εξέλιξης και κοινωνικής ευδαιμονίας. Αν και δεν έχουμε σαφείς αναφορές για την ενήλικη μάθηση, στα Ηθικά Νικομάχεια επισημαίνεται ότι «δεν είναι αρκετό να πάρουν στη νιότη τους σωστή ανατροφή και παρακολούθηση ∙ θα πρέπει και μεγάλοι να ασκούν και να εθίζονται… θα χρειαστούμε νόμους και για αυτό και για να καλύψουν όλη τη ζωή » (Οὐχ ἱκανὸν δ’ ἴσως νέους ὄντας τροφῆς καὶ ἐπιμελείας τυχεῖν ὀρθῆς, ἀλλ’ ἐπειδὴ καὶ ἀνδρωθέντας δεῖ ἐπιτηδεύειν αὐτὰ καὶ ἐθίζεσθαι, καὶ περὶ ταῦτα δεοίμεθ’ ἂν νόμων, καὶ ὅλως δὴ περὶ πάντα τὸν βίον·, Ηθικά Νικομάχεια, 1180 a, 1-4). Άλλωστε, για τον φιλόσοφο το σώμα πλησιάζει στην ωριμότητα στα 30 -35 χρόνια, ενώ η ψυχή ολοκληρώνεται κοντά στα 49 και αυτά τα τρία χρονικά σημεία (30, 35, 49) αποτελούσαν σταθμούς στην άποψη που είχε για την εκπαίδευση: ἀκμάζει δὲ τὸ μὲν σῶμα ἀπὸ τῶν τριάκοντα ἐτῶν μέχρι τῶν πέντε καὶ τριάκοντα, ἡ δὲ ψυχὴ περὶ τὰ ἑνὸς δεῖν πεντήκοντα (Ρητορικά, 1390b9- 10).
 
Συμπεράσματα
Καταλήγοντας, είναι εμφανές ότι η δημόσια παιδεία αποτελεί αδιαπραγμάτευτη αναγκαιότητα για την κατάκτηση του τελικού στόχου, της ευδαιμονίας. Σε αυτόν τον στόχο πρέπει να στρατεύονται όλοι όσοι εμπλέκονται στην εκπαιδευτική διαδικασία. Ωστόσο, ο φιλόσοφος απορρίπτει κάποια κοινωνικά στρώματα από την εκπαίδευση, λόγω του ότι είναι ταγμένα στη μισθωτή εργασία και άρα αποκλείονται από την κατάκτηση της ευδαιμονίας . Κατά συνέπεια δεν μπορούμε να μιλούμε για απόλυτο εκδημοκρατισμό της εκπαίδευσης αλλά, όπως αναφέρει και η Πηνελόπη Τζιώκα (2003), «για μια δημοκρατική αντίληψη της πολιτικής, με αριστοκρατική, όμως θεώρηση». Σε γενικές γραμμές, η πόλις του είναι μια εκπαιδευτική πόλις, ένα συνεχές «σχολείο», καθώς μέσα στο πλαίσιό της οι πολίτες διαδραματίζουν διάφορους ρόλους: υπακούουν, διατάζουν, κρίνουν, υπηρετούν θεούς, μετέχουν σε μυστήρια, παρακολουθούν τραγωδίες, με λίγα λόγια εκπαιδεύονται συνεχώς μέσα από άτυπες διαδικασίες και άρα ωριμάζουν ηθικά και γνωστικά μέσα από την ιδιότητά και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την ιδιότητά τους ως πολιτών (Hummel, 1999, σσ.5).

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου