Ο ιμπρεσιονιστής ζωγράφος Εντγκάρ Ντεγκά, αν και είναι κυρίως γνωστός για τους υπέροχους πίνακές του με χορεύτριες, φλέρταρε για μικρό χρονικό διάστημα και με την ποίηση. Ήταν ένα λαμπρό και δημιουργικό μυαλό, άρα θεωρητικά είχε τη δυνατότητα να συνθέσει ποιήματα – μπορούσε να δει την ομορφιά και να βρει έμπνευση.
Παρ΄όλα αυτά, δεν έγραψε ποτέ κανένα σημαντικό ποίημα. Είναι γνωστό ένα περιστατικό που θα μπορούσε να δώσει κάποια εξήγηση για αυτή του τη δυσκολία. Μια μέρα ο Ντεγκά παραπονιόταν στον φίλο του, τον ποιητή Στεφάν Μαλαρμέ, για το πόσο πολύ δυσκολευόταν να γράψει. «Δεν μπορώ να εκφράσω αυτό που θέλω, παρόλο που είμαι γεμάτος ιδέες». Η απάντηση του Μαλαρμέ ήταν βιτριολική: «Αγαπητέ μου Ντεγκά, δεν γράφει κανείς στίχους με ιδέες. Τους γράφει με λέξεις». Ή, μάλλον, με έργα.
Η διαφορά μεταξύ ενός επαγγελματία και ενός ερασιτέχνη έγκειται ακριβώς σε αυτό: στο να αποδέχεσαι ότι το να έχεις μια ιδέα δεν είναι αρκετό, ότι πρέπει να δουλέψεις μέχρι να μπορέσεις να ανασυνθέσεις την εμπειρία σου αποτελεσματικά με λέξεις πάνω σε μια σελίδα. Όπως εξηγούσε ο Γάλλος φιλόσοφος και συγγραφέας Πωλ Βαλερύ το 1938: «Η δουλειά ενός ποιητή… δεν είναι να βιώνει την ποιητική κατάσταση: αυτή είναι μια ιδιωτική υπόθεση. Η δουλειά του είναι να δημιουργεί αυτή την κατάσταση στους άλλους». Με άλλα λόγια, η δουλειά του είναι να παράγει έργο.
Χρειάζεται λοιπόν να είναι κανείς ταυτόχρονα τεχνίτης και καλλιτέχνης. Να δημιουργεί ένα προϊόν χειροπιαστό, αντί για ένα ακόμα προϊόν του νου. Εδώ είναι το σημείο όπου το αφηρημένο συναντιέται με το πραγματικό, το σημείο στο οποίο ανταλλάσουμε τις σκέψεις και τις συζητήσεις με εργασία και πράξεις.
«Δεν μπορείς να χτίσεις τη φήμη σου με αυτά που πρόκειται να κάνεις», έλεγε ο Αμερικανός αυτοκινητοβιομήχανος Χένρι Φορντ. Στη μελέτη-ορόσημο του ψυχολόγου Μιχάι Τσίκζεντμιχαϊ με θέμα τη δημιουργικότητα, η γλύπτρια Νίνα Χόλτον κινήθηκε στο ίδιο μήκος κύματος. «Ο σπόρος μιας ιδέας», του είπε, «δεν δημιουργεί ένα γλυπτό που στέκεται. Απλώς υπάρχει. Το επόμενο στάδιο φυσικά είναι η σκληρή δουλειά».
Ο επενδυτής και δραστήριος επιχειρηματίας Μπεν Χόραουιτζ εξέφρασε την ίδια ιδέα ακόμα πιο γλαφυρά: «Το δύσκολο δεν είναι να θέσεις έναν μεγαλεπήβολο, τολμηρό στόχο… Το δύσκολο είναι να απολύεις ανθρώπους όταν δεν πετυχαίνεις τον μεγάλο στόχο… Το δύσκολο δεν είναι να κάνεις μεγάλα όνειρα, αλλά να ξυπνάς μέσα στη νύχτα λουσμένος στον ιδρώτα επειδή το όνειρο μετατρέπεται σε εφιάλτη».
Σίγουρα το καταλαβαίνετε. Ξέρετε ότι τα πάντα απαιτούν δουλειά και ότι η δουλειά μπορεί να είναι πολύ δύσκολη. Καταλαβαίνετε όμως πραγματικά; Έχετε ιδέα πόση δουλειά θα χρειαστεί να γίνει; Όχι δουλειά μέχρι να έχετε τη μεγάλη σας ευκαιρία, όχι δουλειά μέχρι να κάνετε όνομα, αλλά δουλειά, δουλειά, δουλειά, ατέλειωτη δουλειά στο διηνεκές. Χρειάζονται 10.000 ώρες ή 20.000 ώρες μέχρι να γίνει κανείς αυθεντία στον τομέα του; Η απάντηση είναι ότι δεν έχει σημασία. Δεν υπάρχει σημείο τερματισμού. Όταν βάλετε στο μυαλό σας έναν αριθμό, είναι σαν να ζείτε σε ένα υπό όρους μέλλον.
Μιλάμε για πολλές ώρες – το να πάμε εκεί όπου θέλουμε δεν είναι θέμα ευφυΐας, είναι θέμα συνεχούς προσπάθειας. Αν και δεν πρόκειται για καμιά ελκυστική ιδέα, είναι ωστόσο ενθαρρυντική, είναι μια ιδέα που δίνει κουράγιο. Επειδή σημαίνει ότι όλα είναι εφικτά – για όλους μας, υπό την προϋπόθεση ότι έχουμε τη συγκρότηση και την ταπεινότητα να κάνουμε υπομονή, και το σθένος να στρωθούμε στη δουλειά. Μάλλον τώρα καταλαβαίνετε γιατί το Εγώ ανατριχιάζει με αυτή την ιδέα. Όλα είναι εφικτά; παραπονιέται. Αυτό σημαίνει ότι παραδέχεσαι πως «δεν το έχεις τώρα». Ακριβώς. Δεν το έχεις. Κανείς δεν το έχει.
Το Εγώ πιστεύει πως πρέπει να επαρκεί το γεγονός ότι έχουμε ιδέες και ότι φιλοδοξούμε να κάνουμε κάτι για την υλοποίησή τους. Θέλει οι ώρες που περνάμε σχεδιάζοντας και συμμετέχοντας σε συνέδρια ή συζητώντας με εκστασιασμένους φίλους να πιστώνονται στον λογαριασμό που οδηγεί στην επιτυχία.
Το Εγώ θέλει να πληρώνεται καλά για το χρόνο που αφιερώνει και θέλει να ασχολείται με το διασκεδαστικό κομμάτι της δουλειάς – με τα πράγματα που τραβούν την προσοχή, τα εύσημα και τη δόξα. Αυτή είναι η πραγματικότητα. Το πού αποφασίζουμε να στρέψουμε την ενέργειά μας καθορίζει και το τι θα επιτύχουμε τελικά.
Παρ΄όλα αυτά, δεν έγραψε ποτέ κανένα σημαντικό ποίημα. Είναι γνωστό ένα περιστατικό που θα μπορούσε να δώσει κάποια εξήγηση για αυτή του τη δυσκολία. Μια μέρα ο Ντεγκά παραπονιόταν στον φίλο του, τον ποιητή Στεφάν Μαλαρμέ, για το πόσο πολύ δυσκολευόταν να γράψει. «Δεν μπορώ να εκφράσω αυτό που θέλω, παρόλο που είμαι γεμάτος ιδέες». Η απάντηση του Μαλαρμέ ήταν βιτριολική: «Αγαπητέ μου Ντεγκά, δεν γράφει κανείς στίχους με ιδέες. Τους γράφει με λέξεις». Ή, μάλλον, με έργα.
Η διαφορά μεταξύ ενός επαγγελματία και ενός ερασιτέχνη έγκειται ακριβώς σε αυτό: στο να αποδέχεσαι ότι το να έχεις μια ιδέα δεν είναι αρκετό, ότι πρέπει να δουλέψεις μέχρι να μπορέσεις να ανασυνθέσεις την εμπειρία σου αποτελεσματικά με λέξεις πάνω σε μια σελίδα. Όπως εξηγούσε ο Γάλλος φιλόσοφος και συγγραφέας Πωλ Βαλερύ το 1938: «Η δουλειά ενός ποιητή… δεν είναι να βιώνει την ποιητική κατάσταση: αυτή είναι μια ιδιωτική υπόθεση. Η δουλειά του είναι να δημιουργεί αυτή την κατάσταση στους άλλους». Με άλλα λόγια, η δουλειά του είναι να παράγει έργο.
Χρειάζεται λοιπόν να είναι κανείς ταυτόχρονα τεχνίτης και καλλιτέχνης. Να δημιουργεί ένα προϊόν χειροπιαστό, αντί για ένα ακόμα προϊόν του νου. Εδώ είναι το σημείο όπου το αφηρημένο συναντιέται με το πραγματικό, το σημείο στο οποίο ανταλλάσουμε τις σκέψεις και τις συζητήσεις με εργασία και πράξεις.
«Δεν μπορείς να χτίσεις τη φήμη σου με αυτά που πρόκειται να κάνεις», έλεγε ο Αμερικανός αυτοκινητοβιομήχανος Χένρι Φορντ. Στη μελέτη-ορόσημο του ψυχολόγου Μιχάι Τσίκζεντμιχαϊ με θέμα τη δημιουργικότητα, η γλύπτρια Νίνα Χόλτον κινήθηκε στο ίδιο μήκος κύματος. «Ο σπόρος μιας ιδέας», του είπε, «δεν δημιουργεί ένα γλυπτό που στέκεται. Απλώς υπάρχει. Το επόμενο στάδιο φυσικά είναι η σκληρή δουλειά».
Ο επενδυτής και δραστήριος επιχειρηματίας Μπεν Χόραουιτζ εξέφρασε την ίδια ιδέα ακόμα πιο γλαφυρά: «Το δύσκολο δεν είναι να θέσεις έναν μεγαλεπήβολο, τολμηρό στόχο… Το δύσκολο είναι να απολύεις ανθρώπους όταν δεν πετυχαίνεις τον μεγάλο στόχο… Το δύσκολο δεν είναι να κάνεις μεγάλα όνειρα, αλλά να ξυπνάς μέσα στη νύχτα λουσμένος στον ιδρώτα επειδή το όνειρο μετατρέπεται σε εφιάλτη».
Σίγουρα το καταλαβαίνετε. Ξέρετε ότι τα πάντα απαιτούν δουλειά και ότι η δουλειά μπορεί να είναι πολύ δύσκολη. Καταλαβαίνετε όμως πραγματικά; Έχετε ιδέα πόση δουλειά θα χρειαστεί να γίνει; Όχι δουλειά μέχρι να έχετε τη μεγάλη σας ευκαιρία, όχι δουλειά μέχρι να κάνετε όνομα, αλλά δουλειά, δουλειά, δουλειά, ατέλειωτη δουλειά στο διηνεκές. Χρειάζονται 10.000 ώρες ή 20.000 ώρες μέχρι να γίνει κανείς αυθεντία στον τομέα του; Η απάντηση είναι ότι δεν έχει σημασία. Δεν υπάρχει σημείο τερματισμού. Όταν βάλετε στο μυαλό σας έναν αριθμό, είναι σαν να ζείτε σε ένα υπό όρους μέλλον.
Μιλάμε για πολλές ώρες – το να πάμε εκεί όπου θέλουμε δεν είναι θέμα ευφυΐας, είναι θέμα συνεχούς προσπάθειας. Αν και δεν πρόκειται για καμιά ελκυστική ιδέα, είναι ωστόσο ενθαρρυντική, είναι μια ιδέα που δίνει κουράγιο. Επειδή σημαίνει ότι όλα είναι εφικτά – για όλους μας, υπό την προϋπόθεση ότι έχουμε τη συγκρότηση και την ταπεινότητα να κάνουμε υπομονή, και το σθένος να στρωθούμε στη δουλειά. Μάλλον τώρα καταλαβαίνετε γιατί το Εγώ ανατριχιάζει με αυτή την ιδέα. Όλα είναι εφικτά; παραπονιέται. Αυτό σημαίνει ότι παραδέχεσαι πως «δεν το έχεις τώρα». Ακριβώς. Δεν το έχεις. Κανείς δεν το έχει.
Το Εγώ πιστεύει πως πρέπει να επαρκεί το γεγονός ότι έχουμε ιδέες και ότι φιλοδοξούμε να κάνουμε κάτι για την υλοποίησή τους. Θέλει οι ώρες που περνάμε σχεδιάζοντας και συμμετέχοντας σε συνέδρια ή συζητώντας με εκστασιασμένους φίλους να πιστώνονται στον λογαριασμό που οδηγεί στην επιτυχία.
Το Εγώ θέλει να πληρώνεται καλά για το χρόνο που αφιερώνει και θέλει να ασχολείται με το διασκεδαστικό κομμάτι της δουλειάς – με τα πράγματα που τραβούν την προσοχή, τα εύσημα και τη δόξα. Αυτή είναι η πραγματικότητα. Το πού αποφασίζουμε να στρέψουμε την ενέργειά μας καθορίζει και το τι θα επιτύχουμε τελικά.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου