Με την πνευματική έννοια, η αγάπη για κάποιον που ανακαλύπτουμε σ΄ αυτό το επίπεδο είναι η αναγνώριση μιας ψυχής που έρχεται να συμπληρώσει τη δική μας, κάτι έξωθεν που μας καλύπτει ή μας διαρρηγνύει φέρνοντας στην επιφάνεια τον καλύτερο εαυτό μας.
Διαθέτοντας την ανάλογη εμπειρία, δεν είναι περίεργο που κάποιοι περιγράφουν αυτό το συναίσθημα ως «το ιδίωμα της πλέον απόκρυφης θεότητας», ενώ άλλοι το προσδιορίζουν ως την «ανθρώπινη ηχώ της θεϊκής αγάπης». Αυτής της αγάπης που, καμιά φορά, δυσκολευόμαστε να καταλάβουμε. Την ιστορία που ακολουθεί, εμπνευσμένη, μου την έστειλε μια μέρα ένας αναγνώστης σε ένδειξη ευγνωμοσύνης. Αφηγείται τη συνάντηση κάποιου με κάποιον δάσκαλο, στο τέλος της ζωής του.
«Δάσκαλε» του λέει, «διέτρεξα τη ζωή μου προς τα πίσω κι έφτασα ως την ακτή όπου σε συνάντησα κάποτε. Πάνω στην άμμο είδα χαραγμένα τα χνάρια τα δικά μου και δίπλα τα δικά σου. Συγκινήθηκα όταν θυμήθηκα όλες εκείνες τις στιγμές που βάδιζες πλάι μου. Ξαναβρήκα τις μεγάλες διαδρομές που αντιστοιχούσαν στις πιο δύσκολες στιγμές μου, όμως, προς μεγάλη μου απογοήτευση, είδα μοναχά δυο χνάρια στην άμμο. Γιατί με εγκατέλειψες ακριβώς όταν σε είχα πιο πολύ ανάγκη;»
Ο δάσκαλος του χαμογελάει και του λέει:
«Δεν είδες πως σ΄εκείνα τα σημεία τα ίχνη των ποδιών ήταν πιο βαθιά στην άμμο από πριν;»
«Ναι, δάσκαλε, κι αυτό έκανε τον πόνο μου μεγαλύτερο. Προφανώς, κουβαλούσα ένα βαρύ φορτίο στην πλάτη εκείνες τις στιγμές…»
«Μα… δεν το κατάλαβες; Τις στιγμές που εσύ, απελπισμένος, κρεμόσουν πάνω μου, εγώ πήρα την απόφαση να σε σηκώσω στην αγκαλιά μου…»
Αν δούμε έτσι την αγάπη, σαν μια βαθιά έκφραση αφοσίωσης και συμπόνιας, είναι προφανές ότι οι εγκόσμιες προσπάθειές μας να τη φέρουμε στη ζωή μας, απέχουν ακόμα πολύ από το επιθυμητό.
Συζητάμε για την ανάγκη μας γι΄ αγάπη με τους ίδιους όρους και την ίδια στάση με την οποία μιλάμε για ανάγκες όπως το φαγητό, ο ύπνος ή η αναπνοή. Ακόμη κι αν το κάνουμε για να ιεραρχήσουμε τη συναισθηματική μας ζωή, το ότι συγκρίνουμε την αγάπη με τις βασικές μας ανάγκες δεν οδηγεί σε ευχάριστα συμπεράσματα.
Όταν θεωρούμε την αγάπη ως μια ακόμη σωματική λειτουργία, δεν συνειδητοποιούμε ότι (ξανά) υποβιβάζουμε την έννοιά της σ΄ ένα επίπεδο φυσικοχημείας, ξεχνώντας ότι το νερό ή το φαγητό είναι υλικά στοιχεία απαραίτητα στη συντήρηση του σώματος, ενώ η αγάπη – τουλάχιστον αυτή που περιγράφω – φιλοδοξεί να είναι ένα πιο ουσιαστικό θρεπτικό στοιχείο, σχεδιασμένο για την τροφή της ψυχής. Αν η αγάπη ήταν μόνο μια ουσία, δεν θα μπορούσε να υπερβεί σε όγκο όσο χωράει μια ανθρώπινη καρδιά, ή θα αρκούσε ένα και μόνο συναίσθημα για να κορεστεί.
Εντούτοις, ξέρουμε πολύ καλά ότι δεν είναι έτσι τα πράγματα. Ξέρουμε ότι δεν παύουμε να αγαπάμε τους παλιούς μας φίλους όταν κάνει την εμφάνισή του ένας καινούργιος φίλος στη ζωή μας, ότι δεν εγκαταλείπουμε ένα παιδί επειδή μόλις αποκτήσαμε ένα άλλο, ότι μπορούμε να αγαπάμε με τρόπο υγιή και μεγαλειώδη τον εαυτό μας και συγχρόνως να αγαπάμε στον ίδιο – ή σχεδόν στον ίδιο – βαθμό έναν άλλο άνθρωπο.
Όσοι αντιμετωπίζουν την αγάπη σαν να ήταν κάτι υλικό, υποστηρίζουν ότι δεν είναι δυνατόν να αγαπάει κανείς αληθινά, άνευ όρων, για πάντα… και κάνουν λάθος. Αυτοί είναι που συχνότερα φτάνουν στον λάθος δρόμο της πνευματικότητας, που μπερδεύουν και συγχέουν την αγάπη και τον έρωτα πρώτα με το σεξ κι έπειτα με τις πιο πεζές ναρκισσιστικές επιδιώξεις, που θέλουν μόνο να αισθάνονται κολακευμένοι, επιθυμητοί, αναγνωρίσιμοι ή επιλεγμένοι.
Η αληθινή αγάπη για την οποία προσπαθώ να μιλήσω εδώ, είναι υπεράνω τέτοιων ματαιόδοξων επιδιώξεων και ξεπερνάει τους φραγμούς του χρόνου και του χώρου, συνδυάζοντας και προσθέτοντας στην καλύτερη αγάπη για τον εαυτό μας, την καλύτερη αγάπη για τους άλλους.
Γι΄ αυτό, η επιτακτική ανάγκη που εκφράζουμε όταν λέμε ότι είμαστε «στερημένοι από αγάπη» κι ότι «δεν θα μπορέσουμε να ζήσουμε χωρίς κάποιον να μας αγαπάει», είναι μόνο η μισή αλήθεια (βεβαίως και υπάρχει έλλειψη, αλλά η πραγματική ανάγκη είναι να μάθουμε πρώτα ν΄ αγαπάμε σωστά τον εαυτό μας, δηλαδή, να συνδεθούμε αρμονικά με την ίδια μας την ουσία).
Καλυμμένος, ικανοποιημένος παντοιοτρόπως από την ερωτική μου σχέση, μπορώ να ξεπεράσω το φόβο ότι κάποιος που είναι δίπλα μου θα πάψει να μ΄ αγαπάει ή θα μ΄ αφήσει. Μπορώ εύκολα να εγκαταλείψω τις πιο εγωιστικές, ελεγκτικές και κτητικές προθέσεις μου, αφού τώρα πια η σχέση μου με τους άλλους δεν εστιάζεται σ΄ αυτό που μπορώ να πάρω απ΄ αυτούς, αλλά σ΄ αυτό που έχω να τους δώσω
Διαθέτοντας την ανάλογη εμπειρία, δεν είναι περίεργο που κάποιοι περιγράφουν αυτό το συναίσθημα ως «το ιδίωμα της πλέον απόκρυφης θεότητας», ενώ άλλοι το προσδιορίζουν ως την «ανθρώπινη ηχώ της θεϊκής αγάπης». Αυτής της αγάπης που, καμιά φορά, δυσκολευόμαστε να καταλάβουμε. Την ιστορία που ακολουθεί, εμπνευσμένη, μου την έστειλε μια μέρα ένας αναγνώστης σε ένδειξη ευγνωμοσύνης. Αφηγείται τη συνάντηση κάποιου με κάποιον δάσκαλο, στο τέλος της ζωής του.
«Δάσκαλε» του λέει, «διέτρεξα τη ζωή μου προς τα πίσω κι έφτασα ως την ακτή όπου σε συνάντησα κάποτε. Πάνω στην άμμο είδα χαραγμένα τα χνάρια τα δικά μου και δίπλα τα δικά σου. Συγκινήθηκα όταν θυμήθηκα όλες εκείνες τις στιγμές που βάδιζες πλάι μου. Ξαναβρήκα τις μεγάλες διαδρομές που αντιστοιχούσαν στις πιο δύσκολες στιγμές μου, όμως, προς μεγάλη μου απογοήτευση, είδα μοναχά δυο χνάρια στην άμμο. Γιατί με εγκατέλειψες ακριβώς όταν σε είχα πιο πολύ ανάγκη;»
Ο δάσκαλος του χαμογελάει και του λέει:
«Δεν είδες πως σ΄εκείνα τα σημεία τα ίχνη των ποδιών ήταν πιο βαθιά στην άμμο από πριν;»
«Ναι, δάσκαλε, κι αυτό έκανε τον πόνο μου μεγαλύτερο. Προφανώς, κουβαλούσα ένα βαρύ φορτίο στην πλάτη εκείνες τις στιγμές…»
«Μα… δεν το κατάλαβες; Τις στιγμές που εσύ, απελπισμένος, κρεμόσουν πάνω μου, εγώ πήρα την απόφαση να σε σηκώσω στην αγκαλιά μου…»
Αν δούμε έτσι την αγάπη, σαν μια βαθιά έκφραση αφοσίωσης και συμπόνιας, είναι προφανές ότι οι εγκόσμιες προσπάθειές μας να τη φέρουμε στη ζωή μας, απέχουν ακόμα πολύ από το επιθυμητό.
Συζητάμε για την ανάγκη μας γι΄ αγάπη με τους ίδιους όρους και την ίδια στάση με την οποία μιλάμε για ανάγκες όπως το φαγητό, ο ύπνος ή η αναπνοή. Ακόμη κι αν το κάνουμε για να ιεραρχήσουμε τη συναισθηματική μας ζωή, το ότι συγκρίνουμε την αγάπη με τις βασικές μας ανάγκες δεν οδηγεί σε ευχάριστα συμπεράσματα.
Όταν θεωρούμε την αγάπη ως μια ακόμη σωματική λειτουργία, δεν συνειδητοποιούμε ότι (ξανά) υποβιβάζουμε την έννοιά της σ΄ ένα επίπεδο φυσικοχημείας, ξεχνώντας ότι το νερό ή το φαγητό είναι υλικά στοιχεία απαραίτητα στη συντήρηση του σώματος, ενώ η αγάπη – τουλάχιστον αυτή που περιγράφω – φιλοδοξεί να είναι ένα πιο ουσιαστικό θρεπτικό στοιχείο, σχεδιασμένο για την τροφή της ψυχής. Αν η αγάπη ήταν μόνο μια ουσία, δεν θα μπορούσε να υπερβεί σε όγκο όσο χωράει μια ανθρώπινη καρδιά, ή θα αρκούσε ένα και μόνο συναίσθημα για να κορεστεί.
Εντούτοις, ξέρουμε πολύ καλά ότι δεν είναι έτσι τα πράγματα. Ξέρουμε ότι δεν παύουμε να αγαπάμε τους παλιούς μας φίλους όταν κάνει την εμφάνισή του ένας καινούργιος φίλος στη ζωή μας, ότι δεν εγκαταλείπουμε ένα παιδί επειδή μόλις αποκτήσαμε ένα άλλο, ότι μπορούμε να αγαπάμε με τρόπο υγιή και μεγαλειώδη τον εαυτό μας και συγχρόνως να αγαπάμε στον ίδιο – ή σχεδόν στον ίδιο – βαθμό έναν άλλο άνθρωπο.
Όσοι αντιμετωπίζουν την αγάπη σαν να ήταν κάτι υλικό, υποστηρίζουν ότι δεν είναι δυνατόν να αγαπάει κανείς αληθινά, άνευ όρων, για πάντα… και κάνουν λάθος. Αυτοί είναι που συχνότερα φτάνουν στον λάθος δρόμο της πνευματικότητας, που μπερδεύουν και συγχέουν την αγάπη και τον έρωτα πρώτα με το σεξ κι έπειτα με τις πιο πεζές ναρκισσιστικές επιδιώξεις, που θέλουν μόνο να αισθάνονται κολακευμένοι, επιθυμητοί, αναγνωρίσιμοι ή επιλεγμένοι.
Η αληθινή αγάπη για την οποία προσπαθώ να μιλήσω εδώ, είναι υπεράνω τέτοιων ματαιόδοξων επιδιώξεων και ξεπερνάει τους φραγμούς του χρόνου και του χώρου, συνδυάζοντας και προσθέτοντας στην καλύτερη αγάπη για τον εαυτό μας, την καλύτερη αγάπη για τους άλλους.
Γι΄ αυτό, η επιτακτική ανάγκη που εκφράζουμε όταν λέμε ότι είμαστε «στερημένοι από αγάπη» κι ότι «δεν θα μπορέσουμε να ζήσουμε χωρίς κάποιον να μας αγαπάει», είναι μόνο η μισή αλήθεια (βεβαίως και υπάρχει έλλειψη, αλλά η πραγματική ανάγκη είναι να μάθουμε πρώτα ν΄ αγαπάμε σωστά τον εαυτό μας, δηλαδή, να συνδεθούμε αρμονικά με την ίδια μας την ουσία).
Καλυμμένος, ικανοποιημένος παντοιοτρόπως από την ερωτική μου σχέση, μπορώ να ξεπεράσω το φόβο ότι κάποιος που είναι δίπλα μου θα πάψει να μ΄ αγαπάει ή θα μ΄ αφήσει. Μπορώ εύκολα να εγκαταλείψω τις πιο εγωιστικές, ελεγκτικές και κτητικές προθέσεις μου, αφού τώρα πια η σχέση μου με τους άλλους δεν εστιάζεται σ΄ αυτό που μπορώ να πάρω απ΄ αυτούς, αλλά σ΄ αυτό που έχω να τους δώσω
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου