Είναι και Χρόνος
Ι. Προοιμιακές διασαφήσεις
· Ο Χάιντεγκερ ανήκει στους πιο χαρισματικούς διανοητές της σύγχρονης σκέψης. Σύμφωνα με τον Gadamer, το παρουσιαστικό του δεν προϊδέαζε τον παρατηρητή για το μέγεθος και το βάθος της σκέψης του. Έμοιαζε περισσότερο για μηχανικός ή τεχνικός παρά για φιλόσοφος. Με μια προσεκτική όμως ματιά ανακάλυπτε κανείς στο βλέμμα του τον στοχαζόμενο οραματιστή, ο οποίος όχι σπάνια έδινε την εντύπωση, όταν δίδασκε, πως έβλεπε όσα σκεπτόταν και καθιστούσε ορατά όσα διαλογιζόταν.
· Η πρώτη περίοδος της μεγάλης φιλοσοφικής δημιουργίας του Χάιντεγκερ εκτείνεται βασικά από το 1923 μέχρι και το 1927, έτος που δημοσίευσε το πρώτο μεγάλο του έργο: Είναι και Χρόνος. Καθ’ όλη βέβαια την περίοδο αυτή, με τις πανεπιστημιακές του παραδόσεις στο πανεπιστήμιο του Marburg (1923–1928) έχει ήδη στο ενεργητικό του ένα παραγωγικό έργο, ικανό να προετοιμάσει τον δρόμο προς το Είναι και Χρόνος. Οι παραδόσεις αυτές δημοσιεύτηκαν αργότερα και καλύπτουν τους τόμους 17–26 των απάντων του φιλοσόφου. Μπορούν να θεωρηθούν ως σημαντικό υλικό στο Είναι και Χρόνος.
· Η γλώσσα ή καλύτερα η «γραφή» του εν λόγω έργου εμφανίζει μια ιδιαίτερη δομή. Συγκεκριμένα, ο φιλόσοφος χρησιμοποιεί ένα σύνολο λέξεων, όρων, εννοιών, που για να κατανοηθούν, να αποκρυπτογραφηθούν με νοηματική πληρότητα και ακρίβεια απαιτούν συνήθως μια ετυμολογική αναγωγή στην αρχέγονη ρίζα της λέξης. Επίσης ανασύρονται λέξεις από την καθημερινή κουβέντα για να αποδώσουν μονοσήμαντα νοήματα έναντι της καθημερινής τους πολυσημίας. Υπό ένα καθολικό πρίσμα, η επεξεργασία νοημάτων συνυφαίνεται καθοριστικά με τη γλωσσική επεξεργασία. Σε τούτη την γλωσσική ιδιαιτερότητα οφείλεται, σε μεγάλο βαθμό η ανεπανάληπτη γοητεία του Είναι και Χρόνος. Γενικώς ειπείν, στην ιδιότυπη αυτή γλώσσα ανάγει τους πιο γευστικούς χυμούς του το συνολικό έργο του Χάιντεγκερ. Γλώσσα και Σκέψη αποτελούν ένα ενιαίο όλο και χωρίς την προϋπόθεση τούτης της ενότητας δεν μπορεί να κατανοήσει κανείς ούτε την πιο απλή γραμμή από τη σκέψη του μεγάλου γερμανού φιλοσόφου.
· Σε όλους τους μεγάλους στοχαστές από τον Ηράκλειτο και τους Προσωκρατικούς έως τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, και από εδώ ως τους νεώτερους και σύγχρονους: Καντ, Χέγκελ, Μαρξ, Νίτσε, Βιτγκενστάιν κ.λπ. η γλώσσα αποτελεί το πρόταγμα, την αυτό-αποκάλυψη της σκέψης και δεν είναι διόλου όργανο της τελευταίας, όπως αφελώς διδάσκουν τους φοιτητές τους ορισμένοι άτεχνοι προφεσόροι.
· Έχει σημασία λοιπόν η ακριβής κατανόηση των χαϊντεγκεριανών φράσεων και εκφράσεων, στο πλαίσιο της κατευθυντήριας σκέψης του φιλοσόφου, και μια εύστοχη μεταφραστική αποκρυπτογράφηση της ιδιοσυστασίας αυτής της γλώσσας. Σε κάθε περίπτωση χρειάζεται να μην αγνοούμε ότι η γλώσσα υποβαστάζει και συνάμα αναζωογονεί την ερωτηματική διάθεση της σκέψης που διατρέχει το Είναι και Χρόνος.
· Μια αξιοπρεπής ανάγνωση του παρόντος έργου δεν μπορεί να προκύψει από γενικόλογες, εγκυκλοπαιδικής φύσης εισαγωγές, που συναντούμε συνήθως σε πανεπιστημιακά εγχειρίδια, προορισμένα για καταναλωτική χρήση, αλλά από παρακολούθηση βήμα προς βήμα της εξέλιξης του στοχαστικού προβληματισμού του φιλοσόφου.
· Εξάλλου είναι γνωστό από μαρτυρίες φοιτητών του, όπως αυτές της Hannah Arendt, –αλλά και τα ίδια τα έργα του Χάιντεγκερ το αποδεικνύουν– ότι ο ίδιος δεν αναλωνόταν σε γενικόλογο κουβεντολόι για τους μεγάλους φιλοσόφους που ερμήνευε στα σεμινάριά του, αλλά εξέταζε το ένα ή το άλλο φιλοσοφικό κείμενο, λέξη προς λέξη, έτσι ώστε να παράγονται συγκεκριμένα νοήματα για το παρόν.
· Σε συνέχειες (αναρτήσεων), κατά εύλογα χρονικά διαστήματα, παρακολουθήσαμε τον βασικό φιλοσοφικό πυρήνα του Είναι και Χρόνος, έτσι όπως είναι δομημένο κατά παράγραφο. Προηγουμένως ωστόσο αξίζει να τονίσουμε ότι σε κάθε παράγραφο η σκέψη του φιλοσόφου αντιμάχεται τις ασαφείς στιγμές της βιωματικής ύπαρξης του ανθρώπου. Τούτο δεν σημαίνει ότι μεταφέρει το κέντρο της φιλοσοφικής του έγνοιας από το αισθητό παρόν σε έναν υπέργειο κόσμο του πνεύματος ή σε έναν υπόγειο κόσμο του μη-συνειδητού ή διαγράφει με μιας ό,τι φιλοσοφικό έχει ειπωθεί ως τώρα· απεναντίας προσηλώνει το ομιλείν, δηλαδή το συνομιλείν, στην επίτευξη της αυτοδιαύγασης του ανθρώπινου Είναι σε όλα τα επίπεδα, συμπεριλαμβανομένου και του καθημερινού βίου.
· Το μυστικό της χαιντεγκεριανής φιλοσοφίας είναι ακριβώς η διαύγαση σε συναρτήσεις διανοημάτων, σε αποφάνσεις και περιγραφές, σε ερμηνείες και αναλύσεις, σε αποτυπώσεις σχέσεων ζωτικής σημασίας· και όλη τούτη η διαδικασία εννοημένη ως αυτοδιαύγαση, που επιτρέπει στο ανθρώπινο άτομο να μην χάνεται μέσα στην άκαρδη ανεστιότητα των καιρών. Γι’ αυτό και το σύνολο σχεδόν των κειμένων του γερμανού φιλοσόφου δεν είναι απλώς ένας τμηματικός στοχασμός, απομακρυσμένος από το παρόν και άξιος μόνο για μια θέση στην ιστορία της φιλοσοφίας, αλλά συνιστά μια ανεξάντλητη «παγά λαλαίουσα» (Ιουλιανός δια στόματος της Πυθίας), δηλαδή αστείρευτη ομιλητική πηγή. Με δικά του λόγια: Wege, nicht Werke (=οδοί, όχι έργα).
ΙΙ. Ανάλυση – Ερμηνεία
Η αναγκαιότητα μιας ρητής επανάληψης του ερωτήματος
για το Είναι
· Όπως λέει ο ίδιος ο φιλόσοφος ευθύς εξαρχής, πρέπει να τεθεί και πάλι το ερώτημα για το νόημα του Είναι. Γιατί πάλι; Επειδή έχει περιπέσει σε λήθη από τη μεταφυσική παράδοση. Όλη η ιστορία της Μεταφυσικής είναι η ιστορία της λήθης του Είναι. Τι σημαίνει όμως λήθη του Είναι; Για να κατανοήσουμε το ερώτημα και να βρεθούμε σε σωστό δρόμο απάντησης, χρειάζεται να επισταθμεύσουμε για λίγο στο ίδιο το Είναι. Ο Χάιντεγκερ συλλαμβάνει το Είναι ως την ύψιστη οντολογική (ontologisch), όχι οντική (ontisch) αρχή. Ποια η διαφορά οντικού και οντολογικού; Το οντικό σχετίζεται με την ύπαρξη των όντων, με αυτό που υπάρχει. Μια φιλοσοφική διερεύνηση, ας πούμε, που ασχολείται με ό,τι υπάρχει είναι οντική. Το οντολογικό είναι οντο-λογικό με το εξής νόημα: το λέγειν ως σκέψη που ενδημεί εντός εαυτού, εντός του εαυτού μου/μας και δεν γνωρίζει τίποτε άλλο παρά πώς να υπάρχει και να α-πορεί (Holzwege), δηλαδή να πορεύεται σε μονοπάτια, που δεν οδηγούν πουθενά και τα οποία ωστόσο αποτελούν «το γεφύρι από όπου χρωστάμε να περάσουμε το ρεύμα της ζωής μας» (Νίτσε). Αυτό το γεφύρι, μας λέει ο Νίτσε και με τον δικό του τρόπο ο Χάιντεγκερ, κανείς άλλος δεν μπορεί να το περάσει για λογαριασμό μας παρά μόνο εμείς οι ίδιοι, ήτοι Εγώ, Εσύ κ.λπ. Πώς μπορούμε να το περάσουμε; Ως ομιλητική σκέψη που εκπορεύεται από το ίδιο το Είναι εν γένει. Αυτή είναι που μας διανοίγει στο υπάρχον, όχι για να ασχοληθούμε αποκλειστικά μαζί του –γιατί τότε θα είχαμε ακινητοποιηθεί στην οντική περιοχή– αλλά για να καταστήσουμε το ομιλείν ερωτάν (για το νόημα του Είναι), θέτοντας το υπάρχειν υπό ερώτηση.
· Έτσι, το οντολογικό πρόβλημα δεν ορίζεται από το παρευρισκόμενο (Vorhanden) ως κάτι το αποπερατωμένο, τελειωμένο, ή από τον εαυτό μας ως ένα τέτοιο παρευρισκόμενο, αλλά από την οντολογική δυνατότητα κατανόησης του υπάρχειν, ήτοι από την κατανόηση ως δυνατότητα για Είναι ή, πράγμα που είναι το ίδιο, από τη δυνατότητα κατανόησης του Είναι μέσα από το υπαρκτικό του είδος: το Dasein. Ποιος όμως μας χορηγεί τη δυνατότητα τούτη; Ο χρόνος και η ερμηνεία του. Αυτός είναι ο δυνατός ορίζοντας για κατανόηση. Γι’ αυτό και ο τίτλος του έργου ηχεί: Είναι και Χρόνος. Και τώρα μπορούμε να ρωτήσουμε ξανά: τι σημαίνει λήθη του Είναι; Η απουσία ερμηνείας και κατανόησης του Είναι, εννοημένη ως απουσία της ερωτηματικής σκέψης γύρω από το νόημά του. Πώς εκδηλώθηκε τούτη η απουσία μέσα στη φιλοσοφική παράδοση; Ως σιωπή ή καλύτερα αποσιώπηση. Εκτός από ορισμένες γενναίες απόπειρες της αρχαίας ελληνικής σκέψης –και αυτές σπερματικές–, οι φιλόσοφοι αντίκρισαν το Είναι ως έννοια με προκαταλήψεις, ήγουν παρέκαμψαν μια ουσιώδη ενασχόληση μαζί του, περνώντας απ’ έξω. Ο Χάιντεγκερ τις αξιολογεί σε τρεις τις προκαταλήψεις:
· 1. Λένε: το «Είναι» είναι η πιο γενική έννοια, η οποία περιλαμβάνει όλα όντα που μπορούμε να σκεφτούμε. Κατά τον Χάιντεγκερ ωστόσο ή σκέψη ότι «το Είναι σχετίζεται με τα όντα ως η πιο γενική τους έννοια» απαιτεί διασάφηση, γιατί στην περίπτωση του Είναι έχουμε να κάνουμε με την πιο σκοτεινή έννοια. Όσο περισσότερο σκοτεινή είναι ή γίνεται η έννοια αυτή, τόσο σκοτεινιάζει ο ουρανός του υπαρκτού και υπαρκτικού μας κόσμου. 2. Λένε: δεν χρειάζεται να οριστεί η έννοια του «Είναι», στο μέτρο που είναι γενική και ως εκ τούτου μη-προσδιορίσιμη. Πράγματι, σημειώνει ο φιλόσοφος, το Είναι δεν μπορεί να συγκαταλέγεται στα όντα ούτε να ορισθεί, με το να παράγεται από ανώτερες, πιο γενικές έννοιες ή να επάγεται από κάποιες κατώτερες. Τούτο όμως, σε καμιά περίπτωση, δεν σημαίνει ότι πρέπει να εγκαταλείπουμε την προσπάθεια κατανόησής του. Αντίθετα επιτείνει την ανάγκη «να κοιτάξουμε το ερώτημα για το νόημά του κατάματα» (Είναι και Χρόνος: γερμ. έκδ., σ. 4, ελλην. μτφρ. Γ. Τζαβάρα, σ. 27). 3. Λένε: το «Είναι» είναι μια αυτονόητη έννοια: τη χρησιμοποιούμε συχνά και λίγο-πολύ καταλαβαίνουμε τι σημαίνει αυτή. Όντως η καθημερινή χρήση του Είναι με διάφορες μορφές, όπως «ο ουρανός είναι γαλάζιος» ή «είμαι χαρούμενος» κ.α., συνιστούν μια σχετική βαθμίδα κατανόησης. Τούτο δείχνει ότι ζούμε εν μέρει ή εν πολλοίς μέσα σε μια κατανόηση του Είναι. Το γεγονός αυτό όμως δεν ακυρώνει τη «ριζική αναγκαιότητα μιας επανάληψης του ερωτήματος για το νόημα του Είναι» (ό.π.). Και τούτο γιατί, όπως σημειώνει ο Χέγκελ στη Φαινομενολογία του πνεύματος, ό,τι μας είναι οικείο και γνωστό, ακριβώς γι’ αυτό δεν είναι ακόμα εγνωσμένο.
· Τέτοιες προκαταλήψεις, παρατηρεί ο φιλόσοφος, δίνουν την εντύπωση πως το παραδοσιακό ερώτημα για το Είναι θεωρήθηκε πραγματικά περιττό, δηλαδή χωρίς νόημα, ανόητο. Στο βαθμό που δημιουργήθηκε αυτή η εντύπωση, στην ίδια και ακόμα μεγαλύτερη αναλογία προβάλλει η αναγκαιότητα να τίθεται το εν λόγω ερώτημα με άλλο τρόπο, δηλαδή ως έμπλεο νοήματος. Γιατί; Επειδή, όπως προαναφέρθηκε, «κάθε φορά ζούμε ήδη μέσα σε μια κατανόηση του Είναι», ενώ την ίδια στιγμή «το νόημα του Είναι περιβάλλεται από σκοτάδι» (ό.π.). Εδώ ο φιλόσοφος τονίζει δύο τινά: α. δεν πρωτοτυπεί ο ίδιος, μιλώντας για την κατανόηση του Είναι, γιατί ιστορικά ήδη αυτή υπάρχει και βιώνεται ως τέτοια· δηλαδή η κατανόηση αυτή δεν είναι κάτι έξωθεν ερχόμενο σε μας, αλλά συνυφαίνεται με την ίδια την ιστορικότητα του Είναι (μας) και απαιτεί τη συλ-λογή της ως το Da (=εδωνά) του Sein (Είναι), ως Dasein (εδωνά-Είναι): να σκεφτούμε το Είναι μέσα στο Dasein και να φτάσουμε στην κατανόησή του μέσα από το τελευταίο. β. Το θέμα, ως προκύπτει, είναι η ρητή διασάφηση γύρω από τούτη την κατανόηση, δηλαδή η διάλυση του σκότους γύρω από την τελευταία τούτη. Η έγνοια λοιπόν για το Είναι (μας) είναι: τι κατανοούμε με τη μια ή την άλλη κατανόηση. Τούτο το τι εδώ είναι που διαρκώς μας προειδοποιεί: να θέτουμε σωστά το ερώτημα του Είναι (Seinsfrage), το ερώτημα για το νόημα του Είναι (die Frage nach dem Sinn des Seins). Αυτό επιδιώκει, ως άλλος Άτλας, ο φιλόσοφος, καθ’ όλη την πορεία του στοχαστικά δραματικού και δραματουργικού βίου του. Εδώ συμβαίνει ότι συνέβη και με τον Μαρξ που έλεγε ότι δεν ανακάλυψε αυτός την πάλη των τάξεων, γιατί προϋπήρχε· το θέμα είναι να την αντιμετωπίσουμε σωστά: τι κατανοούμε με ό,τι κατανοούμε, ώστε να πράξουμε διαφορετικά από ό,τι πράτταμε ως τώρα.
Ι. Προοιμιακές διασαφήσεις
· Ο Χάιντεγκερ ανήκει στους πιο χαρισματικούς διανοητές της σύγχρονης σκέψης. Σύμφωνα με τον Gadamer, το παρουσιαστικό του δεν προϊδέαζε τον παρατηρητή για το μέγεθος και το βάθος της σκέψης του. Έμοιαζε περισσότερο για μηχανικός ή τεχνικός παρά για φιλόσοφος. Με μια προσεκτική όμως ματιά ανακάλυπτε κανείς στο βλέμμα του τον στοχαζόμενο οραματιστή, ο οποίος όχι σπάνια έδινε την εντύπωση, όταν δίδασκε, πως έβλεπε όσα σκεπτόταν και καθιστούσε ορατά όσα διαλογιζόταν.
· Η πρώτη περίοδος της μεγάλης φιλοσοφικής δημιουργίας του Χάιντεγκερ εκτείνεται βασικά από το 1923 μέχρι και το 1927, έτος που δημοσίευσε το πρώτο μεγάλο του έργο: Είναι και Χρόνος. Καθ’ όλη βέβαια την περίοδο αυτή, με τις πανεπιστημιακές του παραδόσεις στο πανεπιστήμιο του Marburg (1923–1928) έχει ήδη στο ενεργητικό του ένα παραγωγικό έργο, ικανό να προετοιμάσει τον δρόμο προς το Είναι και Χρόνος. Οι παραδόσεις αυτές δημοσιεύτηκαν αργότερα και καλύπτουν τους τόμους 17–26 των απάντων του φιλοσόφου. Μπορούν να θεωρηθούν ως σημαντικό υλικό στο Είναι και Χρόνος.
· Η γλώσσα ή καλύτερα η «γραφή» του εν λόγω έργου εμφανίζει μια ιδιαίτερη δομή. Συγκεκριμένα, ο φιλόσοφος χρησιμοποιεί ένα σύνολο λέξεων, όρων, εννοιών, που για να κατανοηθούν, να αποκρυπτογραφηθούν με νοηματική πληρότητα και ακρίβεια απαιτούν συνήθως μια ετυμολογική αναγωγή στην αρχέγονη ρίζα της λέξης. Επίσης ανασύρονται λέξεις από την καθημερινή κουβέντα για να αποδώσουν μονοσήμαντα νοήματα έναντι της καθημερινής τους πολυσημίας. Υπό ένα καθολικό πρίσμα, η επεξεργασία νοημάτων συνυφαίνεται καθοριστικά με τη γλωσσική επεξεργασία. Σε τούτη την γλωσσική ιδιαιτερότητα οφείλεται, σε μεγάλο βαθμό η ανεπανάληπτη γοητεία του Είναι και Χρόνος. Γενικώς ειπείν, στην ιδιότυπη αυτή γλώσσα ανάγει τους πιο γευστικούς χυμούς του το συνολικό έργο του Χάιντεγκερ. Γλώσσα και Σκέψη αποτελούν ένα ενιαίο όλο και χωρίς την προϋπόθεση τούτης της ενότητας δεν μπορεί να κατανοήσει κανείς ούτε την πιο απλή γραμμή από τη σκέψη του μεγάλου γερμανού φιλοσόφου.
· Σε όλους τους μεγάλους στοχαστές από τον Ηράκλειτο και τους Προσωκρατικούς έως τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, και από εδώ ως τους νεώτερους και σύγχρονους: Καντ, Χέγκελ, Μαρξ, Νίτσε, Βιτγκενστάιν κ.λπ. η γλώσσα αποτελεί το πρόταγμα, την αυτό-αποκάλυψη της σκέψης και δεν είναι διόλου όργανο της τελευταίας, όπως αφελώς διδάσκουν τους φοιτητές τους ορισμένοι άτεχνοι προφεσόροι.
· Έχει σημασία λοιπόν η ακριβής κατανόηση των χαϊντεγκεριανών φράσεων και εκφράσεων, στο πλαίσιο της κατευθυντήριας σκέψης του φιλοσόφου, και μια εύστοχη μεταφραστική αποκρυπτογράφηση της ιδιοσυστασίας αυτής της γλώσσας. Σε κάθε περίπτωση χρειάζεται να μην αγνοούμε ότι η γλώσσα υποβαστάζει και συνάμα αναζωογονεί την ερωτηματική διάθεση της σκέψης που διατρέχει το Είναι και Χρόνος.
· Μια αξιοπρεπής ανάγνωση του παρόντος έργου δεν μπορεί να προκύψει από γενικόλογες, εγκυκλοπαιδικής φύσης εισαγωγές, που συναντούμε συνήθως σε πανεπιστημιακά εγχειρίδια, προορισμένα για καταναλωτική χρήση, αλλά από παρακολούθηση βήμα προς βήμα της εξέλιξης του στοχαστικού προβληματισμού του φιλοσόφου.
· Εξάλλου είναι γνωστό από μαρτυρίες φοιτητών του, όπως αυτές της Hannah Arendt, –αλλά και τα ίδια τα έργα του Χάιντεγκερ το αποδεικνύουν– ότι ο ίδιος δεν αναλωνόταν σε γενικόλογο κουβεντολόι για τους μεγάλους φιλοσόφους που ερμήνευε στα σεμινάριά του, αλλά εξέταζε το ένα ή το άλλο φιλοσοφικό κείμενο, λέξη προς λέξη, έτσι ώστε να παράγονται συγκεκριμένα νοήματα για το παρόν.
· Σε συνέχειες (αναρτήσεων), κατά εύλογα χρονικά διαστήματα, παρακολουθήσαμε τον βασικό φιλοσοφικό πυρήνα του Είναι και Χρόνος, έτσι όπως είναι δομημένο κατά παράγραφο. Προηγουμένως ωστόσο αξίζει να τονίσουμε ότι σε κάθε παράγραφο η σκέψη του φιλοσόφου αντιμάχεται τις ασαφείς στιγμές της βιωματικής ύπαρξης του ανθρώπου. Τούτο δεν σημαίνει ότι μεταφέρει το κέντρο της φιλοσοφικής του έγνοιας από το αισθητό παρόν σε έναν υπέργειο κόσμο του πνεύματος ή σε έναν υπόγειο κόσμο του μη-συνειδητού ή διαγράφει με μιας ό,τι φιλοσοφικό έχει ειπωθεί ως τώρα· απεναντίας προσηλώνει το ομιλείν, δηλαδή το συνομιλείν, στην επίτευξη της αυτοδιαύγασης του ανθρώπινου Είναι σε όλα τα επίπεδα, συμπεριλαμβανομένου και του καθημερινού βίου.
· Το μυστικό της χαιντεγκεριανής φιλοσοφίας είναι ακριβώς η διαύγαση σε συναρτήσεις διανοημάτων, σε αποφάνσεις και περιγραφές, σε ερμηνείες και αναλύσεις, σε αποτυπώσεις σχέσεων ζωτικής σημασίας· και όλη τούτη η διαδικασία εννοημένη ως αυτοδιαύγαση, που επιτρέπει στο ανθρώπινο άτομο να μην χάνεται μέσα στην άκαρδη ανεστιότητα των καιρών. Γι’ αυτό και το σύνολο σχεδόν των κειμένων του γερμανού φιλοσόφου δεν είναι απλώς ένας τμηματικός στοχασμός, απομακρυσμένος από το παρόν και άξιος μόνο για μια θέση στην ιστορία της φιλοσοφίας, αλλά συνιστά μια ανεξάντλητη «παγά λαλαίουσα» (Ιουλιανός δια στόματος της Πυθίας), δηλαδή αστείρευτη ομιλητική πηγή. Με δικά του λόγια: Wege, nicht Werke (=οδοί, όχι έργα).
ΙΙ. Ανάλυση – Ερμηνεία
Η αναγκαιότητα μιας ρητής επανάληψης του ερωτήματος
για το Είναι
· Όπως λέει ο ίδιος ο φιλόσοφος ευθύς εξαρχής, πρέπει να τεθεί και πάλι το ερώτημα για το νόημα του Είναι. Γιατί πάλι; Επειδή έχει περιπέσει σε λήθη από τη μεταφυσική παράδοση. Όλη η ιστορία της Μεταφυσικής είναι η ιστορία της λήθης του Είναι. Τι σημαίνει όμως λήθη του Είναι; Για να κατανοήσουμε το ερώτημα και να βρεθούμε σε σωστό δρόμο απάντησης, χρειάζεται να επισταθμεύσουμε για λίγο στο ίδιο το Είναι. Ο Χάιντεγκερ συλλαμβάνει το Είναι ως την ύψιστη οντολογική (ontologisch), όχι οντική (ontisch) αρχή. Ποια η διαφορά οντικού και οντολογικού; Το οντικό σχετίζεται με την ύπαρξη των όντων, με αυτό που υπάρχει. Μια φιλοσοφική διερεύνηση, ας πούμε, που ασχολείται με ό,τι υπάρχει είναι οντική. Το οντολογικό είναι οντο-λογικό με το εξής νόημα: το λέγειν ως σκέψη που ενδημεί εντός εαυτού, εντός του εαυτού μου/μας και δεν γνωρίζει τίποτε άλλο παρά πώς να υπάρχει και να α-πορεί (Holzwege), δηλαδή να πορεύεται σε μονοπάτια, που δεν οδηγούν πουθενά και τα οποία ωστόσο αποτελούν «το γεφύρι από όπου χρωστάμε να περάσουμε το ρεύμα της ζωής μας» (Νίτσε). Αυτό το γεφύρι, μας λέει ο Νίτσε και με τον δικό του τρόπο ο Χάιντεγκερ, κανείς άλλος δεν μπορεί να το περάσει για λογαριασμό μας παρά μόνο εμείς οι ίδιοι, ήτοι Εγώ, Εσύ κ.λπ. Πώς μπορούμε να το περάσουμε; Ως ομιλητική σκέψη που εκπορεύεται από το ίδιο το Είναι εν γένει. Αυτή είναι που μας διανοίγει στο υπάρχον, όχι για να ασχοληθούμε αποκλειστικά μαζί του –γιατί τότε θα είχαμε ακινητοποιηθεί στην οντική περιοχή– αλλά για να καταστήσουμε το ομιλείν ερωτάν (για το νόημα του Είναι), θέτοντας το υπάρχειν υπό ερώτηση.
· Έτσι, το οντολογικό πρόβλημα δεν ορίζεται από το παρευρισκόμενο (Vorhanden) ως κάτι το αποπερατωμένο, τελειωμένο, ή από τον εαυτό μας ως ένα τέτοιο παρευρισκόμενο, αλλά από την οντολογική δυνατότητα κατανόησης του υπάρχειν, ήτοι από την κατανόηση ως δυνατότητα για Είναι ή, πράγμα που είναι το ίδιο, από τη δυνατότητα κατανόησης του Είναι μέσα από το υπαρκτικό του είδος: το Dasein. Ποιος όμως μας χορηγεί τη δυνατότητα τούτη; Ο χρόνος και η ερμηνεία του. Αυτός είναι ο δυνατός ορίζοντας για κατανόηση. Γι’ αυτό και ο τίτλος του έργου ηχεί: Είναι και Χρόνος. Και τώρα μπορούμε να ρωτήσουμε ξανά: τι σημαίνει λήθη του Είναι; Η απουσία ερμηνείας και κατανόησης του Είναι, εννοημένη ως απουσία της ερωτηματικής σκέψης γύρω από το νόημά του. Πώς εκδηλώθηκε τούτη η απουσία μέσα στη φιλοσοφική παράδοση; Ως σιωπή ή καλύτερα αποσιώπηση. Εκτός από ορισμένες γενναίες απόπειρες της αρχαίας ελληνικής σκέψης –και αυτές σπερματικές–, οι φιλόσοφοι αντίκρισαν το Είναι ως έννοια με προκαταλήψεις, ήγουν παρέκαμψαν μια ουσιώδη ενασχόληση μαζί του, περνώντας απ’ έξω. Ο Χάιντεγκερ τις αξιολογεί σε τρεις τις προκαταλήψεις:
· 1. Λένε: το «Είναι» είναι η πιο γενική έννοια, η οποία περιλαμβάνει όλα όντα που μπορούμε να σκεφτούμε. Κατά τον Χάιντεγκερ ωστόσο ή σκέψη ότι «το Είναι σχετίζεται με τα όντα ως η πιο γενική τους έννοια» απαιτεί διασάφηση, γιατί στην περίπτωση του Είναι έχουμε να κάνουμε με την πιο σκοτεινή έννοια. Όσο περισσότερο σκοτεινή είναι ή γίνεται η έννοια αυτή, τόσο σκοτεινιάζει ο ουρανός του υπαρκτού και υπαρκτικού μας κόσμου. 2. Λένε: δεν χρειάζεται να οριστεί η έννοια του «Είναι», στο μέτρο που είναι γενική και ως εκ τούτου μη-προσδιορίσιμη. Πράγματι, σημειώνει ο φιλόσοφος, το Είναι δεν μπορεί να συγκαταλέγεται στα όντα ούτε να ορισθεί, με το να παράγεται από ανώτερες, πιο γενικές έννοιες ή να επάγεται από κάποιες κατώτερες. Τούτο όμως, σε καμιά περίπτωση, δεν σημαίνει ότι πρέπει να εγκαταλείπουμε την προσπάθεια κατανόησής του. Αντίθετα επιτείνει την ανάγκη «να κοιτάξουμε το ερώτημα για το νόημά του κατάματα» (Είναι και Χρόνος: γερμ. έκδ., σ. 4, ελλην. μτφρ. Γ. Τζαβάρα, σ. 27). 3. Λένε: το «Είναι» είναι μια αυτονόητη έννοια: τη χρησιμοποιούμε συχνά και λίγο-πολύ καταλαβαίνουμε τι σημαίνει αυτή. Όντως η καθημερινή χρήση του Είναι με διάφορες μορφές, όπως «ο ουρανός είναι γαλάζιος» ή «είμαι χαρούμενος» κ.α., συνιστούν μια σχετική βαθμίδα κατανόησης. Τούτο δείχνει ότι ζούμε εν μέρει ή εν πολλοίς μέσα σε μια κατανόηση του Είναι. Το γεγονός αυτό όμως δεν ακυρώνει τη «ριζική αναγκαιότητα μιας επανάληψης του ερωτήματος για το νόημα του Είναι» (ό.π.). Και τούτο γιατί, όπως σημειώνει ο Χέγκελ στη Φαινομενολογία του πνεύματος, ό,τι μας είναι οικείο και γνωστό, ακριβώς γι’ αυτό δεν είναι ακόμα εγνωσμένο.
· Τέτοιες προκαταλήψεις, παρατηρεί ο φιλόσοφος, δίνουν την εντύπωση πως το παραδοσιακό ερώτημα για το Είναι θεωρήθηκε πραγματικά περιττό, δηλαδή χωρίς νόημα, ανόητο. Στο βαθμό που δημιουργήθηκε αυτή η εντύπωση, στην ίδια και ακόμα μεγαλύτερη αναλογία προβάλλει η αναγκαιότητα να τίθεται το εν λόγω ερώτημα με άλλο τρόπο, δηλαδή ως έμπλεο νοήματος. Γιατί; Επειδή, όπως προαναφέρθηκε, «κάθε φορά ζούμε ήδη μέσα σε μια κατανόηση του Είναι», ενώ την ίδια στιγμή «το νόημα του Είναι περιβάλλεται από σκοτάδι» (ό.π.). Εδώ ο φιλόσοφος τονίζει δύο τινά: α. δεν πρωτοτυπεί ο ίδιος, μιλώντας για την κατανόηση του Είναι, γιατί ιστορικά ήδη αυτή υπάρχει και βιώνεται ως τέτοια· δηλαδή η κατανόηση αυτή δεν είναι κάτι έξωθεν ερχόμενο σε μας, αλλά συνυφαίνεται με την ίδια την ιστορικότητα του Είναι (μας) και απαιτεί τη συλ-λογή της ως το Da (=εδωνά) του Sein (Είναι), ως Dasein (εδωνά-Είναι): να σκεφτούμε το Είναι μέσα στο Dasein και να φτάσουμε στην κατανόησή του μέσα από το τελευταίο. β. Το θέμα, ως προκύπτει, είναι η ρητή διασάφηση γύρω από τούτη την κατανόηση, δηλαδή η διάλυση του σκότους γύρω από την τελευταία τούτη. Η έγνοια λοιπόν για το Είναι (μας) είναι: τι κατανοούμε με τη μια ή την άλλη κατανόηση. Τούτο το τι εδώ είναι που διαρκώς μας προειδοποιεί: να θέτουμε σωστά το ερώτημα του Είναι (Seinsfrage), το ερώτημα για το νόημα του Είναι (die Frage nach dem Sinn des Seins). Αυτό επιδιώκει, ως άλλος Άτλας, ο φιλόσοφος, καθ’ όλη την πορεία του στοχαστικά δραματικού και δραματουργικού βίου του. Εδώ συμβαίνει ότι συνέβη και με τον Μαρξ που έλεγε ότι δεν ανακάλυψε αυτός την πάλη των τάξεων, γιατί προϋπήρχε· το θέμα είναι να την αντιμετωπίσουμε σωστά: τι κατανοούμε με ό,τι κατανοούμε, ώστε να πράξουμε διαφορετικά από ό,τι πράτταμε ως τώρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου