Το νεωτερικό κράτος και η εποχή μας
Το κράτος της νεωτερικής εποχής αρχίζει βασικά να διαμορφώνεται κατά τον δέκατο έκτο αιώνα και έκτοτε να εγκαθιδρύεται ως κραταιά υπόσχεση μιας νέας εποχής. Από τότε έως και σήμερα έχει υποστεί πολλές μεταλλαγές, ορισμένες όψεις του ωστόσο επανέρχονται προσαρμοσμένες στη σημερινή εποχή. Η προσαρμογή αυτή επιχειρεί, κατά κύριο λόγο, να συνταιριάξει δυο τινά: τη μετατροπή των υπηκόων σε μάζα και την απόλυτη εξουσία. Για να γίνεται περαιτέρω κατανοητός αυτός ο συνδυασμός ως κρατική λειτουργία χρειάζεται να δούμε τι είναι το νεωτερικό κράτος. Ευθύς με την έναρξη του δέκατου έκτου αιώνα, η κρατική μορφή που ολοταχώς κατακτά έδαφος, στην Ευρωπαϊκή Δύση βασικά, είναι η απόλυτη μοναρχία. Θεμελιώδες χαρακτηριστικό της είναι η συγκέντρωση όλης της εξουσίας υπό το σιδερένιο χέρι του βασιλιά. Αυτός ο συγκεντρωτικός χαρακτήρας της κρατικής εξουσίας διαφοροποιεί, κατ’ αρχήν, το νεωτερικό κράτος από το φεουδαρχικό. Το τελευταίο, όσο κι αν αποτελούσε έναν κλειστό κόσμο υπό την «θεόπεμπτη» καθοδήγηση του «πατερούλη» φεουδάρχη, διατηρούσε έναν πλουραλισμό δυνάμεων, μια σχετική αυτονομία τοπικών διοικήσεων. Τέτοιες, για παράδειγμα, φεουδαρχικές «αυτονομίες», στις εποχές μας και σε χώρες κυρίως σαν την Ελλάδα ή τις πρώην ανατολικές, έχουν εμφανιστεί και εμφανίζονται –πάντοτε στην αναλογία του σήμερα– με το προσωπείο της καθεστωτικής «αριστεράς». Είναι εκείνα τα «αυτόνομα σοσιαλιστικά» μορφώματα, που σήμερα ασύστολα εμπαίζουν τον λαό και τα οποία ο Μαρξ στο κομμουνιστικό μανιφέστο αποκαλούσε φεουδαρχικό σοσιαλισμό.
Το νεωτερικό κράτος δεν καταλαβαίνει από τέτοιες αυτονομίες. Εξαφανίζει όλους τους παραδοσιακούς δεσμούς και θεσμούς, όλες τις αντιπροσωπευτικές θεσμίσεις, τις ελεύθερες κοινότητες εντός του κράτους, καθώς αντικειμενικά θα λειτουργούσαν ως μια αποδυνάμωση της απόλυτης ισχύος του, ως κάποια μορφή μερισμού της κρατικής εξουσίας ή ως προπομπός για αμφισβήτηση της απόλυτης επικυριαρχίας του ηγεμόνα. Γι’ αυτό ο τελευταίος επιθυμεί να υπάρχει ετούτη η επικυριαρχία ως μια συμπαγής και μοναδική εξουσία, ανεξάρτητη από κάθε άλλη παράπλευρη συμπαντική η οικουμενική δύναμη, π.χ. από την εκκλησία. Ανεξάρτητη με το νόημα ότι ο κόσμος του κράτους αυτο-ανακηρύσσεται σε υπέρτατο κόσμο: δεν αναγνωρίζει τίποτε άλλο πέραν του ίδιου του εαυτού του, όσο κι αν συχνά-πυκνά επικαλείται την έννοια του θείου και φαινομενικά εκδηλώνει «σεβάσμια» συμπεριφορά προς αυτό· στην πράξη, το υποτάσσει στις δικές του βλέψεις και τείνει, δι’ αυτής της υποταγής, να νομιμοποιεί όλη την αντινομία της υπαρκτικής του σύστασης και τη βία της λειτουργικής του ύπαρξης. Ποια είναι η εν λόγω αντινομία; Από τη μια το δίκαιο απογυμνώνεται από την παλαιά σύλληψη του ως μιας ανώτερης δικαιικής οντότητας και γίνεται δίκαιο της κρατικής βίας: η βούληση του ηγεμόνα γίνεται νόμος του κράτους και διαχέεται προς τους υπηκόους με τη μορφή του κράτους «δικαίου». Από την άλλη, ως εκ τούτου, αυτή η βούληση αποκτά τον χαρακτήρα ή τη μορφή του νόμου με γενική ισχύ έναντι των μερικών βουλήσεων.
Αυτό εν τέλει σημαίνει πως η βούληση του κράτους δεν διαφοροποιείται ούτε κατ’ ελάχιστον από τη δύναμη: ο απόλυτος μονάρχης έχει πάντα δίκαιο, ακόμη κι όταν πράττει άδικα, ενώ ο υπήκοος έχει τότε μόνο δίκαιο, όταν η πράξη του υπηρετεί τα συμφέροντα του ηγεμόνα. Η απόλυτη ταύτιση λοιπόν βουλητικής ενέργειας του ηγεμόνα και κρατικής δύναμης έχει ως συνέπεια να χάνουν οριστικά και πλήρως την ευεργετική ισχύ τους παλαιές μορφές και πηγές εθιμικού δικαίου, επαρχιακές ή περιφερειακές μορφές εξουσίας και τόσες άλλες παραδόσεις ή συνήθειες, που εξασφάλιζαν κάποιες ελευθεριακές κινήσεις στους υπηκόους και αποτελούσαν μια εστία αντίστασης στη φεουδαρχική εξουσία. Μοναδικό μέλημα του κράτους τώρα είναι η οργάνωση και η αύξηση της δύναμής του: πολιτικής, οικονομικής στρατιωτικής. Όσο αυξάνεται ως τέτοια δύναμη, τόσο ο κρατικός νόμος, που τον θεσπίζει η βούληση του απόλυτου μονάρχη, εργάζεται για την εξαφάνιση κάθε άλλης πηγής δικαίου, πέραν της κρατικής. Ο κρατικός νόμος, κατ’ αυτό τον τρόπο, ή άλλως το λεγόμενο κράτος «δικαίου» αποκτά ή ενισχύει το κύρος του ως δύναμη εξαφάνισης κάθε πηγής αντίστασης ατόμων ή ομάδων, εναρμονισμένων με δικές τους παραδοσιακές, εθιμικές μορφές δικαίου. Αυτή η δύναμη εξαφάνισης, στη διαρκή της ενέργεια και επενέργεια ως κρατική δύναμη, γίνεται η απρόσωπη δύναμη ή ισχύς των νόμων που επιδιώκει να κάνει αρχή λειτουργίας του κράτους την ομοιομορφία, αυτό που σήμερα λένε κοινωνική και πολιτική «ειρήνη». Η ομοιομορφία τούτη επιφανειακά εμφανίζεται, με σημερινούς όρους, ως ειρηνική συνύπαρξη ή συνεργασία πολιτών και πολιτικών. Στην ουσία της είναι η συντριβή της μοναδικότητας του ατόμου από τους κρατικούς πολιτικούς· μια συντριβή που άλλοτε λαμβάνει χώρα ως καταπίεση και καταστολή, άλλοτε ως συγκατάθεση ή συναίνεση. Έτσι αρχίζει η μετατροπή των ατόμων σε μάζα, σε μπουλούκι που δεν έχει πια καμιά νοσταλγία για την ιστορική ή την πάτρια παράδοση παρά μόνο καυχιέται για τη «λαμπρότητα» της «δημοκρατικής» εξουσίας που το συνθλίβει: το θέλει να είναι μπουλούκι.
Το κράτος της νεωτερικής εποχής αρχίζει βασικά να διαμορφώνεται κατά τον δέκατο έκτο αιώνα και έκτοτε να εγκαθιδρύεται ως κραταιά υπόσχεση μιας νέας εποχής. Από τότε έως και σήμερα έχει υποστεί πολλές μεταλλαγές, ορισμένες όψεις του ωστόσο επανέρχονται προσαρμοσμένες στη σημερινή εποχή. Η προσαρμογή αυτή επιχειρεί, κατά κύριο λόγο, να συνταιριάξει δυο τινά: τη μετατροπή των υπηκόων σε μάζα και την απόλυτη εξουσία. Για να γίνεται περαιτέρω κατανοητός αυτός ο συνδυασμός ως κρατική λειτουργία χρειάζεται να δούμε τι είναι το νεωτερικό κράτος. Ευθύς με την έναρξη του δέκατου έκτου αιώνα, η κρατική μορφή που ολοταχώς κατακτά έδαφος, στην Ευρωπαϊκή Δύση βασικά, είναι η απόλυτη μοναρχία. Θεμελιώδες χαρακτηριστικό της είναι η συγκέντρωση όλης της εξουσίας υπό το σιδερένιο χέρι του βασιλιά. Αυτός ο συγκεντρωτικός χαρακτήρας της κρατικής εξουσίας διαφοροποιεί, κατ’ αρχήν, το νεωτερικό κράτος από το φεουδαρχικό. Το τελευταίο, όσο κι αν αποτελούσε έναν κλειστό κόσμο υπό την «θεόπεμπτη» καθοδήγηση του «πατερούλη» φεουδάρχη, διατηρούσε έναν πλουραλισμό δυνάμεων, μια σχετική αυτονομία τοπικών διοικήσεων. Τέτοιες, για παράδειγμα, φεουδαρχικές «αυτονομίες», στις εποχές μας και σε χώρες κυρίως σαν την Ελλάδα ή τις πρώην ανατολικές, έχουν εμφανιστεί και εμφανίζονται –πάντοτε στην αναλογία του σήμερα– με το προσωπείο της καθεστωτικής «αριστεράς». Είναι εκείνα τα «αυτόνομα σοσιαλιστικά» μορφώματα, που σήμερα ασύστολα εμπαίζουν τον λαό και τα οποία ο Μαρξ στο κομμουνιστικό μανιφέστο αποκαλούσε φεουδαρχικό σοσιαλισμό.
Το νεωτερικό κράτος δεν καταλαβαίνει από τέτοιες αυτονομίες. Εξαφανίζει όλους τους παραδοσιακούς δεσμούς και θεσμούς, όλες τις αντιπροσωπευτικές θεσμίσεις, τις ελεύθερες κοινότητες εντός του κράτους, καθώς αντικειμενικά θα λειτουργούσαν ως μια αποδυνάμωση της απόλυτης ισχύος του, ως κάποια μορφή μερισμού της κρατικής εξουσίας ή ως προπομπός για αμφισβήτηση της απόλυτης επικυριαρχίας του ηγεμόνα. Γι’ αυτό ο τελευταίος επιθυμεί να υπάρχει ετούτη η επικυριαρχία ως μια συμπαγής και μοναδική εξουσία, ανεξάρτητη από κάθε άλλη παράπλευρη συμπαντική η οικουμενική δύναμη, π.χ. από την εκκλησία. Ανεξάρτητη με το νόημα ότι ο κόσμος του κράτους αυτο-ανακηρύσσεται σε υπέρτατο κόσμο: δεν αναγνωρίζει τίποτε άλλο πέραν του ίδιου του εαυτού του, όσο κι αν συχνά-πυκνά επικαλείται την έννοια του θείου και φαινομενικά εκδηλώνει «σεβάσμια» συμπεριφορά προς αυτό· στην πράξη, το υποτάσσει στις δικές του βλέψεις και τείνει, δι’ αυτής της υποταγής, να νομιμοποιεί όλη την αντινομία της υπαρκτικής του σύστασης και τη βία της λειτουργικής του ύπαρξης. Ποια είναι η εν λόγω αντινομία; Από τη μια το δίκαιο απογυμνώνεται από την παλαιά σύλληψη του ως μιας ανώτερης δικαιικής οντότητας και γίνεται δίκαιο της κρατικής βίας: η βούληση του ηγεμόνα γίνεται νόμος του κράτους και διαχέεται προς τους υπηκόους με τη μορφή του κράτους «δικαίου». Από την άλλη, ως εκ τούτου, αυτή η βούληση αποκτά τον χαρακτήρα ή τη μορφή του νόμου με γενική ισχύ έναντι των μερικών βουλήσεων.
Αυτό εν τέλει σημαίνει πως η βούληση του κράτους δεν διαφοροποιείται ούτε κατ’ ελάχιστον από τη δύναμη: ο απόλυτος μονάρχης έχει πάντα δίκαιο, ακόμη κι όταν πράττει άδικα, ενώ ο υπήκοος έχει τότε μόνο δίκαιο, όταν η πράξη του υπηρετεί τα συμφέροντα του ηγεμόνα. Η απόλυτη ταύτιση λοιπόν βουλητικής ενέργειας του ηγεμόνα και κρατικής δύναμης έχει ως συνέπεια να χάνουν οριστικά και πλήρως την ευεργετική ισχύ τους παλαιές μορφές και πηγές εθιμικού δικαίου, επαρχιακές ή περιφερειακές μορφές εξουσίας και τόσες άλλες παραδόσεις ή συνήθειες, που εξασφάλιζαν κάποιες ελευθεριακές κινήσεις στους υπηκόους και αποτελούσαν μια εστία αντίστασης στη φεουδαρχική εξουσία. Μοναδικό μέλημα του κράτους τώρα είναι η οργάνωση και η αύξηση της δύναμής του: πολιτικής, οικονομικής στρατιωτικής. Όσο αυξάνεται ως τέτοια δύναμη, τόσο ο κρατικός νόμος, που τον θεσπίζει η βούληση του απόλυτου μονάρχη, εργάζεται για την εξαφάνιση κάθε άλλης πηγής δικαίου, πέραν της κρατικής. Ο κρατικός νόμος, κατ’ αυτό τον τρόπο, ή άλλως το λεγόμενο κράτος «δικαίου» αποκτά ή ενισχύει το κύρος του ως δύναμη εξαφάνισης κάθε πηγής αντίστασης ατόμων ή ομάδων, εναρμονισμένων με δικές τους παραδοσιακές, εθιμικές μορφές δικαίου. Αυτή η δύναμη εξαφάνισης, στη διαρκή της ενέργεια και επενέργεια ως κρατική δύναμη, γίνεται η απρόσωπη δύναμη ή ισχύς των νόμων που επιδιώκει να κάνει αρχή λειτουργίας του κράτους την ομοιομορφία, αυτό που σήμερα λένε κοινωνική και πολιτική «ειρήνη». Η ομοιομορφία τούτη επιφανειακά εμφανίζεται, με σημερινούς όρους, ως ειρηνική συνύπαρξη ή συνεργασία πολιτών και πολιτικών. Στην ουσία της είναι η συντριβή της μοναδικότητας του ατόμου από τους κρατικούς πολιτικούς· μια συντριβή που άλλοτε λαμβάνει χώρα ως καταπίεση και καταστολή, άλλοτε ως συγκατάθεση ή συναίνεση. Έτσι αρχίζει η μετατροπή των ατόμων σε μάζα, σε μπουλούκι που δεν έχει πια καμιά νοσταλγία για την ιστορική ή την πάτρια παράδοση παρά μόνο καυχιέται για τη «λαμπρότητα» της «δημοκρατικής» εξουσίας που το συνθλίβει: το θέλει να είναι μπουλούκι.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου