Σήμερα σου τέλειωσε. Ό,τι είχες, σου τέλειωσε. Και τυχαία σου είπαν πως οι άνθρωποι είναι όλοι ίδιοι. Δεν είναι, μα συνηθίζουν να το λένε. Είναι, βλέπεις, εύκολο. Σε παρότρυναν να φύγεις, να πας κάπου αλλού. Να βρεις έναν άλλον, να μη σε στεναχωρεί, να μη σ’ αφήνει. Ποιον να βρεις; Στόχευε γι’ αυτόν που δε θα σε αδειάσει όταν γεμίσει. Κι αν δε σου τύχει τέτοιος; Δε θα ‘σαι εξαίρεση. Και σκέψου· πώς είναι δυνατόν ποτέ του να γεμίσει; Μ’ αντλία δε γεμίζει ακόμα το κενό στον έρωτα.
Περισσότερο, θα έλεγες, πως καλύπτεται. Τους βλέπεις, πάραυτα, και φεύγουν. Σου λένε «Τώρα είμαι εντάξει». «Δε σε χρειάζομαι». Πακετάρουν, ντύνονται, σε χαιρετούν τυπικά και φεύγουν.
Σκέψου, κρατάνε χαρτοφύλακα γεμάτο με ό,τι εσύ τους έδωσες. Άδικο. Και πού το ‘πανε; Εσύ το έδωσες, να το ‘χει, να το ‘χετε μαζί, να το μοιράζεστε. Δική σου περιουσία, να ξοδεύεται σε άλλον άνθρωπο. Κι εσύ τι είσαι; Ποιος τους είπε πως μπορούνε να πατάνε; Να σε ξοδεύουνε, ποιος τους άφησε; Τους καλόμαθες. Κι αφού το καταχράστηκαν, να πάνε στα κομμάτια. Έτσι θα δούνε.
Και μετά εσύ· ποιανού το κενό βάλθηκες να καλύψεις; Όχι, αυτοί δε θέλουν άνθρωπο, αυτοί δεν έχουν ανάγκη από γέμισμα. Αυτοί έχουν μόνη ανάγκη να ξέρουν πως χρησιμεύουν σε κάτι. Τους δίνεις απάντηση, γεμίζουν και ξοφλάνε. Τώρα σε στέλνουν κι αυτοί στα κομμάτια. Στα κομμάτια, σαν να σου λένε, να πας. Με τέτοια ψυχρότητα ζουν –αν το θέλουνε– οι άνθρωποι.
Αλλά τι τους κλαις; Αυτοί πότε σε ‘κλαψαν; Έκρινες λάθος. Εμπιστεύτηκες λάθος. Αγάπησες λάθος. Μα αυτό το τελευταίο σηκώνει συζήτηση. Δε φταις εσύ, παρ’ όλα αυτά. Τέτοιοι υπάρχουν πολλοί. Πού να διαχωρίσεις; Εκείνοι έρχονται. Εσύ αγαπάς. Δίνεις ό,τι δίνεις, γιατί το μπορείς και το γουστάρεις. Στο μεταξύ, παίρνεις κάτι πίσω κι υπάρχει μία ανταλλαγή, οπότε, λες, όλα καλά. Τη βρήκες τη στεριά σου. Πού να ξέρεις;
Αυτοί έκριναν λάθος. Αυτοί λάθος έκριναν πως μπορούν ό,τι θέλουν να σε κάνουν. Ποιοι είναι; Εσύ να τους πεις «Στο διάολο». Το ζήτησαν και το έπαθαν. Εσύ ήθελες άνθρωπο. Έγινε παρεξήγηση. Και τώρα που το κατάλαβες, τρέξε να διορθώσεις. Ό,τι βρεις. Τι να βρεις; Σε άδειασαν. Στο ληστέψανε το σπίτι. Και αυτό συνεπάγεται του ότι δε σου άφησαν τίποτα που ν’ αναγνωρίζεται δικό σου. Έτσι είναι.
Σε άδειασαν. Κι αυτό σημαίνει πως επίτηδες την έμαθαν την αδυναμία σου για να την πατήσουν. Αυτοί θα την πουλήσουν για χρυσό. Τους λάτρεψες αρκετά, τους έκανες κάτι και τώρα είναι έτοιμοι να βγουν στον κόσμο να προχωρήσουν. Εσύ ήσουν, ξεκάθαρα, το βήμα.
Μη θυματοποιείς τον εαυτό σου, έχεις ευθύνη. Επιλέγεις πού να μοιράσεις το χρυσό σου. Μα συνήθως δεν πρόκειται περί μοιρασιάς παρά περί χαρίσματος. Τους το χάρισες. Για το ξεπούλημα, μη μιλάς.
Μη συμβιβαστείς. Σίγουρα, μη συμβιβαστείς. Διέλυσέ τα όλα και φύγε. Όπου μπορείς. Πού μπορείς; Γύρνα και πες πως «Ναι, ρε διάολε, σου ξέφυγα» και δες μετά πώς μικραίνει το εγώ τους.
Αυτό ήταν. Μια λάθος στάση, πιθανώς μεγαλύτερη απ’ το κανονικό της, που -ας πούμε- ξόδεψες το κάτι παραπάνω. Ε και τι έγινε; Θα τρέξεις ν’ αναπληρώσεις στην επόμενη. Τα άλλα όλα έρχονται.
Και κάπως έτσι, λήγουν όλα. Μ’ ένα «Ε και τι έγινε;». Και τι έγινε που σ’ αφήσανε, που άφησες, που πικράθηκες; Τι έγινε; Τίποτα δεν έγινε. Κάποτε έκλαψες και κάποτε το ξέχασες. Μόνη εκκρεμότητα σου μένει ο άνθρωπος. Μ’ αυτόν, τι θα κάνεις;
Περισσότερο, θα έλεγες, πως καλύπτεται. Τους βλέπεις, πάραυτα, και φεύγουν. Σου λένε «Τώρα είμαι εντάξει». «Δε σε χρειάζομαι». Πακετάρουν, ντύνονται, σε χαιρετούν τυπικά και φεύγουν.
Σκέψου, κρατάνε χαρτοφύλακα γεμάτο με ό,τι εσύ τους έδωσες. Άδικο. Και πού το ‘πανε; Εσύ το έδωσες, να το ‘χει, να το ‘χετε μαζί, να το μοιράζεστε. Δική σου περιουσία, να ξοδεύεται σε άλλον άνθρωπο. Κι εσύ τι είσαι; Ποιος τους είπε πως μπορούνε να πατάνε; Να σε ξοδεύουνε, ποιος τους άφησε; Τους καλόμαθες. Κι αφού το καταχράστηκαν, να πάνε στα κομμάτια. Έτσι θα δούνε.
Και μετά εσύ· ποιανού το κενό βάλθηκες να καλύψεις; Όχι, αυτοί δε θέλουν άνθρωπο, αυτοί δεν έχουν ανάγκη από γέμισμα. Αυτοί έχουν μόνη ανάγκη να ξέρουν πως χρησιμεύουν σε κάτι. Τους δίνεις απάντηση, γεμίζουν και ξοφλάνε. Τώρα σε στέλνουν κι αυτοί στα κομμάτια. Στα κομμάτια, σαν να σου λένε, να πας. Με τέτοια ψυχρότητα ζουν –αν το θέλουνε– οι άνθρωποι.
Αλλά τι τους κλαις; Αυτοί πότε σε ‘κλαψαν; Έκρινες λάθος. Εμπιστεύτηκες λάθος. Αγάπησες λάθος. Μα αυτό το τελευταίο σηκώνει συζήτηση. Δε φταις εσύ, παρ’ όλα αυτά. Τέτοιοι υπάρχουν πολλοί. Πού να διαχωρίσεις; Εκείνοι έρχονται. Εσύ αγαπάς. Δίνεις ό,τι δίνεις, γιατί το μπορείς και το γουστάρεις. Στο μεταξύ, παίρνεις κάτι πίσω κι υπάρχει μία ανταλλαγή, οπότε, λες, όλα καλά. Τη βρήκες τη στεριά σου. Πού να ξέρεις;
Αυτοί έκριναν λάθος. Αυτοί λάθος έκριναν πως μπορούν ό,τι θέλουν να σε κάνουν. Ποιοι είναι; Εσύ να τους πεις «Στο διάολο». Το ζήτησαν και το έπαθαν. Εσύ ήθελες άνθρωπο. Έγινε παρεξήγηση. Και τώρα που το κατάλαβες, τρέξε να διορθώσεις. Ό,τι βρεις. Τι να βρεις; Σε άδειασαν. Στο ληστέψανε το σπίτι. Και αυτό συνεπάγεται του ότι δε σου άφησαν τίποτα που ν’ αναγνωρίζεται δικό σου. Έτσι είναι.
Σε άδειασαν. Κι αυτό σημαίνει πως επίτηδες την έμαθαν την αδυναμία σου για να την πατήσουν. Αυτοί θα την πουλήσουν για χρυσό. Τους λάτρεψες αρκετά, τους έκανες κάτι και τώρα είναι έτοιμοι να βγουν στον κόσμο να προχωρήσουν. Εσύ ήσουν, ξεκάθαρα, το βήμα.
Μη θυματοποιείς τον εαυτό σου, έχεις ευθύνη. Επιλέγεις πού να μοιράσεις το χρυσό σου. Μα συνήθως δεν πρόκειται περί μοιρασιάς παρά περί χαρίσματος. Τους το χάρισες. Για το ξεπούλημα, μη μιλάς.
Μη συμβιβαστείς. Σίγουρα, μη συμβιβαστείς. Διέλυσέ τα όλα και φύγε. Όπου μπορείς. Πού μπορείς; Γύρνα και πες πως «Ναι, ρε διάολε, σου ξέφυγα» και δες μετά πώς μικραίνει το εγώ τους.
Αυτό ήταν. Μια λάθος στάση, πιθανώς μεγαλύτερη απ’ το κανονικό της, που -ας πούμε- ξόδεψες το κάτι παραπάνω. Ε και τι έγινε; Θα τρέξεις ν’ αναπληρώσεις στην επόμενη. Τα άλλα όλα έρχονται.
Και κάπως έτσι, λήγουν όλα. Μ’ ένα «Ε και τι έγινε;». Και τι έγινε που σ’ αφήσανε, που άφησες, που πικράθηκες; Τι έγινε; Τίποτα δεν έγινε. Κάποτε έκλαψες και κάποτε το ξέχασες. Μόνη εκκρεμότητα σου μένει ο άνθρωπος. Μ’ αυτόν, τι θα κάνεις;
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου