«Αυτό το τραγούδι δεν είναι για σένα. Μιλάει για ένα μικρό ξωτικό…Τριγύρω φως… άπλετο, καθαρό, διάφανο, αδυσώπητο φως. Σαρώνει τα πάντα καθώς ξεχύνεται άπλετο σε καρδιές, ματιές, χαμόγελα. Πηγή ζωής, γεννά χαρά, σου προσφέρει μέθη γλυκιά, να στροβιλίζεσαι αιωνίως στον μακάριο χορό του. Σε έλκει. Σε ζεσταίνει κάτι παγερά πρωινά που τα σύννεφα ξέχασαν να παραμερίσουν στην καρδιά σου για να βγει ο ήλιος στο παράθυρο σου.
Μιλάει για αυτούς που μένουν πάντα παιδιά, για ανθρώπους που τα’ χουνε χαμένα
και μετράνε ρυτίδες».
Έμαθες να το αποζητάς… σε εκπαίδευσαν να το αγαπάς, να το κυνηγάς με κάθε τίμημα, μπροστά αυτό και ξοπίσω του εσύ, σωστό λαγωνικό. Όλη αυτή η λάμψη είναι τόσο θελκτική. Τη ζητάς απεγνωσμένα σε όσους τη φέρουν αβίαστα και τη σκορπίζουν ολούθε γενναιόδωρα, όπως σκορπίζεται το τριανταφυλλένιο άρωμά τους στον αέρα και σου ημερεύει τη ψυχή σε κάνει να φωτίζεσαι. Και εσύ πλάι τους, άξιο αντίγραφο της δικής τους ανόθευτης λιακάδας. Και δένεσαι μαζί τους και γίνονται μικροί θεοί στα μάτια σου, αδιαφιλονίκητοι νικητές στο βάθρο της ασήμαντης ζωής σου.
Και είναι και οι άλλοι, αυτοί που έχουν οσμή νυχτολούλουδου. Αυτοί που το φως τους είναι θαμπό και δεν ζεσταίνει την καρδιά σου, μονάχα ξεγυμνώνει με τις αδύναμες δεσμίδες του τις σκοτεινές γωνιές της. Είναι τα ξωτικά του κόσμου αυτού, που έχουν ξεβραστεί τυχαία στις όχθες της ανθρωπότητας, λαθρεπιβάτες σε αυτή τη ζήση. Πορεύονται στις σκιές με πυξίδα μονάχα τα ίχνη της σελήνης. Λουφάζουν σε ζοφερές γωνιές και αποτραβιούνται γιατί τρομάζουν με το φως των υπολοίπων, μα πρωτίστως για να μην τρομάξεις εσύ με το δικό τους έρεβος.
Βλέπεις, παρόλη την παράταιρη φύση τους, διατηρούν ακόμη την ταπεινότητα να σέβονται τον ανθρώπινο φόβο στο βλέμμα σου. Είναι αερικά, που αιωρούνται ανάλαφρα τριγύρω σου περιτριγυρισμένα από πυκνή ομίχλη. Έχουν ζωστεί ένα μαύρο σύννεφο και το περιφέρουν αγόγγυστα, έχουν αιχμαλωτίσει θάλασσες στο βλέμμα τους και τυφώνες στο κεφάλι τους.
Θα ακούσεις να τους αποκαλούν λοξούς, περίεργους, αλλόκοτους και τρελούς, κάποιοι ίσως τους φωνάξουν ποιητές και άλλοι απελπισμένους, μην ξεγελαστείς… μην τρέξεις να κρυφτείς μακριά τους… μα μην πλησιάσεις και επικίνδυνα κοντά τους, αν δεν αντέχεις να αναμετρηθείς μαζί τους. Στη μάχη αυτή δεν θα σε προσελκύσουν, θα σε μαγνητίσουν, δεν θα σε γοητεύσουν, θα σε σαγηνεύσουν.
Μην προσμένεις να σου πλέξουν ανθοστόλιστα δεσμά για να σε κρατήσουν ισόβια κοντά τους, παρά μόνο να σου δείξουν μονοπάτι κρυφό, λουσμένο στο φεγγαρόφωτο, που θα σε οδηγήσει μακριά από την αιχμαλωσία και την εξάρτηση, μακριά από τους ίδιους.
Και όταν γλιστρήσουν αθόρυβα από πλάι σου, αφήνοντας τα χέρια σου πληγωμένα από την απώλεια, μην τους αναζητήσεις σε γνώριμα μέρη και ξεφτισμένες αγκαλιές, κοίταξε απλά στον χορταριασμένο κήπο σου ένα βράδυ με ολόγιομο φεγγάρι, θα τους δεις να ξεπροβάλλουν ανάμεσα στα νυχτολούλουδα, στολίζοντας τη νύχτα με τη μελαγχολία της μυρωδιάς τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου