Ο άνθρωπος έγινε αντικείμενο της φιλοσοφικής σκέψης από τους Σοφιστές και τον Σωκράτη για πρώτη φορά. Με το πρόβλημα του ανθρώπου ασχολήθηκαν επίσης οι τραγικοί αλλά και οι μεγάλοι φιλόσοφοι (Πλάτωνας, Αριστοτέλης, Επίκουρος κ.λπ.)...
Κατά τον Πρωταγόρα ο άνθρωπος πλάστηκε μαζί με τα άλλα ζώα, ήταν όμως το ασθενέστερο πλάσμα και κινδύνευε να αφανιστεί. Σώθηκε χάρη στην ανακάλυψη της φωτιάς και την αιδώ και τη δίκη, που τον βοήθησαν να φτιάξει οργανωμένη κοινωνία.
Ο Σωκράτης από την άλλη μεριά είδε τον άνθρωπο σε συνάρτηση με την αρετή και την λογική σκέψη. Ο άνθρωπος, που είναι μια σύνθεση από σώμα και ψυχή, πρέπει να καλλιεργεί τη σκέψη του, να αυτοεξετάζεται και να αποκτά την αρετή. Η απόκτηση της αρετής γίνεται μέσω της εξέτασης και της γνώσης. Σαν βάση στην ανθρωπολογική φιλοσοφία του Σωκράτη υπόκειται η σκέψη ότι ο άνθρωπος είναι πολύ ανώτερος από τα ζώα και πρέπει να ζει σύμφωνα με την ανώτερη φύση του, δηλ. έλλογα, συνειδητά και υπεύθυνα.
Ο Πλάτωνας έκανε ένα μεγάλο πήδημα. Φαντάστηκε τον άνθρωπο κατουσίαν σαν ψυχή, που ζούσε σε ένα πνευματικό βασίλειο, στον ουρανό, και από κει ξέπεσε, εξαιτίας ενός παραπτώματός του, στον υλικό κόσμο και ντύθηκε υλικό σώμα. Ο άνθρωπος στη γη έχει έναν υψηλό προορισμό. Πρέπει να εξαγνιστεί, να απαλλαγεί από τη σωματικότητα, να κυριαρχεί πάνω στις επιθυμίες του σώματος και της ψυχής του, για να μπορεί να επιστρέψει στον ουράνιο κόσμο των ιδεών. Και για τον Πλάτωνα ο άνθρωπος είναι κυρίως λογικό ον. Ο άνθρωπος όμως στην ιδανική του μορφή πρέπει να εξελιχθεί σε ένα αντινατουραλιστικό και ασκητικό τύπο, που θα περιφρονεί τη σωματικότητα. Αυτό το απέφυγε ο Αριστοτέλης, ο φιλόσοφος του μέτρου.
Ο Αριστοτέλης αφιέρωσε στον άνθρωπο ένα ιδιαίτερο φιλοσοφικό κλάδο που τον ονόμασε «η περί τα ανθρώπινα φιλοσοφία». Σ’ αυτήν κατέταξε την ηθική και την πολιτική φιλοσοφία. Για τον Αριστοτέλη ο άνθρωπος είναι ένα πολιτικό, δηλ. κοινωνικό, ον, είναι μέλος του οργανωμένου κράτους, της πόλης. Καθαυτός ο άνθρωπος αποτελείται από σώμα, ψυχή και νου. Ο Αριστοτέλης δεν διδάσκει την ανθρωπολογική διαρχία, όπως ο Πλάτωνας. Γι’ αυτόν σώμα και ψυχή αποτελούν μια αδιάσπαστη ενότητα. Και για τον Αριστοτέλη το ανώτερο στοιχείο στον άνθρωπο είναι η νόηση. Η νόηση όμως δεν πρέπει να καταπιέζει το άλογον μέρος της ψυχής, τις επιθυμίες και τα συναισθήματα, αλλά να προσδίδει σ’ αυτά μέτρο και αρμονία. Ο Αριστοτέλης μιλά μόνο για αθανασία του νου, όχι της ψυχής. Αμφίβολο επίσης είναι αν ο Αριστοτέλης μιλά για προσωπική αθανασία του καθενός ή για ένωση του ανθρώπινου νου με τον θεϊκό. Την ιδέα της αθανασίας απομακρύνουν εντελώς από τον άνθρωπο ο Δημόκριτος και ο Επίκουρος. Ο άνθρωπος είναι από τη φύση του θνητό ον, η ζωή του κινείται μέσα σε ορισμένα χρονικά όρια και γι’ αυτή τη ζωή έχει να φροντίσει. Αυτό που έχει σημασία είναι να ζήσει ο άνθρωπος με όσο το δυνατό λιγότερο πόνο, λιγότερο άγχος. Σ’ αυτό θα τον βοηθήσει η φρόνηση, η σωστή σκέψη, ενώ αντίθετα θα τον κάνουν ένα δυστυχισμένο ον ιδέες λαθεμένες και ανεξέταστες.
Οι τραγικοί παρατήρησαν τις απόλυτες τάσεις του ανθρώπου, τις τάσεις να υπερβεί τον εαυτό του, να μην αναγνωρίζει τον παγκόσμιο ηθικό νόμο και να συγκρούεται με την ηθική τάξη, που έχει παγκόσμιο κύρος. Η ελευθερία του ανθρώπου δεν μπορεί να είναι απόλυτη. Μια τέτοια τάση είναι ύβρη και πληρώνεται πολύ ακριβά. Ο άνθρωπος πρέπει να κάνει χρήση της ευβουλίας του, να τηρεί το μέτρο (μη τείνειν άγαν), να κινείται μέσα στα περιορισμένα ανθρώπινα όρια.
Μέσα στο πλαίσιο μιας παγκόσμιας τάξης είδαν τον άνθρωπο και οι Στωικοί. Γι’ αυτούς ο άνθρωπος δεν μπορεί να μεταβάλει τους αιώνιους φυσικούς νόμους. Μπορεί να μεταβάλει μόνο τον εαυτό του και να τον ευθυγραμμίσει με την αντικειμενική τάξη. Και οι Στωικοί έβαζαν τον ορθό λόγο πάνω από τα πάθη και τα συναισθήματα.
Από τους αρχαίους στοχαστές ο Ευριπίδης κυρίως έδειξε τη δύναμη του πάθους. Ο Διόνυσος, το άλογο και ενστικτώδες στοιχείο, φαίνεται να κυριαρχεί ή τουλάχιστον να συνυπάρχει με το απολλώνιο, το λογικό, ψύχραιμο και αρμονικό. Η ιδέα αυτή ταιριάζει με την πραγματική εικόνα που έχουμε για τον Έλληνα άνθρωπο, που εκινείτο ανάμεσα στη λογική και το πάθος ή πετύχαινε συγκερασμό τους.
Σημασία για αρχαία ελληνική σκέψη έχει το ότι δεν έβλεπε τον άνθρωπο σαν ένα ον που δεν χρειάζεται εξέταση. Τον έβλεπε σαν πρόβλημα. Και ο κάθε στοχαστής ή η κάθε ομάδα φιλοσόφων τον έβλεπε και τον παρουσίαζε διαφορετικά.
Κατά τον Πρωταγόρα ο άνθρωπος πλάστηκε μαζί με τα άλλα ζώα, ήταν όμως το ασθενέστερο πλάσμα και κινδύνευε να αφανιστεί. Σώθηκε χάρη στην ανακάλυψη της φωτιάς και την αιδώ και τη δίκη, που τον βοήθησαν να φτιάξει οργανωμένη κοινωνία.
Ο Σωκράτης από την άλλη μεριά είδε τον άνθρωπο σε συνάρτηση με την αρετή και την λογική σκέψη. Ο άνθρωπος, που είναι μια σύνθεση από σώμα και ψυχή, πρέπει να καλλιεργεί τη σκέψη του, να αυτοεξετάζεται και να αποκτά την αρετή. Η απόκτηση της αρετής γίνεται μέσω της εξέτασης και της γνώσης. Σαν βάση στην ανθρωπολογική φιλοσοφία του Σωκράτη υπόκειται η σκέψη ότι ο άνθρωπος είναι πολύ ανώτερος από τα ζώα και πρέπει να ζει σύμφωνα με την ανώτερη φύση του, δηλ. έλλογα, συνειδητά και υπεύθυνα.
Ο Πλάτωνας έκανε ένα μεγάλο πήδημα. Φαντάστηκε τον άνθρωπο κατουσίαν σαν ψυχή, που ζούσε σε ένα πνευματικό βασίλειο, στον ουρανό, και από κει ξέπεσε, εξαιτίας ενός παραπτώματός του, στον υλικό κόσμο και ντύθηκε υλικό σώμα. Ο άνθρωπος στη γη έχει έναν υψηλό προορισμό. Πρέπει να εξαγνιστεί, να απαλλαγεί από τη σωματικότητα, να κυριαρχεί πάνω στις επιθυμίες του σώματος και της ψυχής του, για να μπορεί να επιστρέψει στον ουράνιο κόσμο των ιδεών. Και για τον Πλάτωνα ο άνθρωπος είναι κυρίως λογικό ον. Ο άνθρωπος όμως στην ιδανική του μορφή πρέπει να εξελιχθεί σε ένα αντινατουραλιστικό και ασκητικό τύπο, που θα περιφρονεί τη σωματικότητα. Αυτό το απέφυγε ο Αριστοτέλης, ο φιλόσοφος του μέτρου.
Ο Αριστοτέλης αφιέρωσε στον άνθρωπο ένα ιδιαίτερο φιλοσοφικό κλάδο που τον ονόμασε «η περί τα ανθρώπινα φιλοσοφία». Σ’ αυτήν κατέταξε την ηθική και την πολιτική φιλοσοφία. Για τον Αριστοτέλη ο άνθρωπος είναι ένα πολιτικό, δηλ. κοινωνικό, ον, είναι μέλος του οργανωμένου κράτους, της πόλης. Καθαυτός ο άνθρωπος αποτελείται από σώμα, ψυχή και νου. Ο Αριστοτέλης δεν διδάσκει την ανθρωπολογική διαρχία, όπως ο Πλάτωνας. Γι’ αυτόν σώμα και ψυχή αποτελούν μια αδιάσπαστη ενότητα. Και για τον Αριστοτέλη το ανώτερο στοιχείο στον άνθρωπο είναι η νόηση. Η νόηση όμως δεν πρέπει να καταπιέζει το άλογον μέρος της ψυχής, τις επιθυμίες και τα συναισθήματα, αλλά να προσδίδει σ’ αυτά μέτρο και αρμονία. Ο Αριστοτέλης μιλά μόνο για αθανασία του νου, όχι της ψυχής. Αμφίβολο επίσης είναι αν ο Αριστοτέλης μιλά για προσωπική αθανασία του καθενός ή για ένωση του ανθρώπινου νου με τον θεϊκό. Την ιδέα της αθανασίας απομακρύνουν εντελώς από τον άνθρωπο ο Δημόκριτος και ο Επίκουρος. Ο άνθρωπος είναι από τη φύση του θνητό ον, η ζωή του κινείται μέσα σε ορισμένα χρονικά όρια και γι’ αυτή τη ζωή έχει να φροντίσει. Αυτό που έχει σημασία είναι να ζήσει ο άνθρωπος με όσο το δυνατό λιγότερο πόνο, λιγότερο άγχος. Σ’ αυτό θα τον βοηθήσει η φρόνηση, η σωστή σκέψη, ενώ αντίθετα θα τον κάνουν ένα δυστυχισμένο ον ιδέες λαθεμένες και ανεξέταστες.
Οι τραγικοί παρατήρησαν τις απόλυτες τάσεις του ανθρώπου, τις τάσεις να υπερβεί τον εαυτό του, να μην αναγνωρίζει τον παγκόσμιο ηθικό νόμο και να συγκρούεται με την ηθική τάξη, που έχει παγκόσμιο κύρος. Η ελευθερία του ανθρώπου δεν μπορεί να είναι απόλυτη. Μια τέτοια τάση είναι ύβρη και πληρώνεται πολύ ακριβά. Ο άνθρωπος πρέπει να κάνει χρήση της ευβουλίας του, να τηρεί το μέτρο (μη τείνειν άγαν), να κινείται μέσα στα περιορισμένα ανθρώπινα όρια.
Μέσα στο πλαίσιο μιας παγκόσμιας τάξης είδαν τον άνθρωπο και οι Στωικοί. Γι’ αυτούς ο άνθρωπος δεν μπορεί να μεταβάλει τους αιώνιους φυσικούς νόμους. Μπορεί να μεταβάλει μόνο τον εαυτό του και να τον ευθυγραμμίσει με την αντικειμενική τάξη. Και οι Στωικοί έβαζαν τον ορθό λόγο πάνω από τα πάθη και τα συναισθήματα.
Από τους αρχαίους στοχαστές ο Ευριπίδης κυρίως έδειξε τη δύναμη του πάθους. Ο Διόνυσος, το άλογο και ενστικτώδες στοιχείο, φαίνεται να κυριαρχεί ή τουλάχιστον να συνυπάρχει με το απολλώνιο, το λογικό, ψύχραιμο και αρμονικό. Η ιδέα αυτή ταιριάζει με την πραγματική εικόνα που έχουμε για τον Έλληνα άνθρωπο, που εκινείτο ανάμεσα στη λογική και το πάθος ή πετύχαινε συγκερασμό τους.
Σημασία για αρχαία ελληνική σκέψη έχει το ότι δεν έβλεπε τον άνθρωπο σαν ένα ον που δεν χρειάζεται εξέταση. Τον έβλεπε σαν πρόβλημα. Και ο κάθε στοχαστής ή η κάθε ομάδα φιλοσόφων τον έβλεπε και τον παρουσίαζε διαφορετικά.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου